της Σμαρούς Τσοκαταρίδου
Η καθημερινή ενδυμασία των γυναικών ήταν η κλασική εμπριμέ ρόμπα, το πασουμάκι, και η περμανάντ με το φιλέ. Τις Κυριακές η πρέτ-α-πορτέ ήταν στα φόρτε της. Το κλασικό ταγέρ και το άσπρο πέδιλο ασορτί με την ίδια τσάντα. Η κόμμωση ήταν ο περίτεχνος κότσος.
Χαρακτηριστικό των αντρών το κοστούμι και το «καβουράκι», ένα είδος καπέλου, μπριγιαντίνη στα μαλλιά και τσιγκελωτό μουστάκι. Σε εμάς τα κορίτσια συνήθιζαν να κάνουν τεράστιους φιόγκους στα μαλλιά με άσπρες κορδέλες.
Στη δεκαετία ΄60-΄70 μεσουρανεί ο καλός ελληνικός κινηματογράφος. Τα σινεμά ήταν στις δόξες τους...»
Ξανθόπουλος το παιδί του λαού, φτωχός πλην τίμιος και περήφανος, ο κλασικός Έλληνας που περιπλανήθηκε στα βάθη της Μικράς Ασίας για να βρει τον ξεριζωμένο πατέρα του. Παρτενέρ του η Μάρθα Βούρτση. Πονεμένη και χτυπημένη από τη μοίρα έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι το φινάλε του έργου. Το γεμάτο μπρίο και τσαχπινιά μουτράκι της Αλίκης πότε σταχτοπούτα και πότε νεράιδα. Ο καλός της ήταν ο Παπαμιχαήλ, ο τίμιος Πειραιώτης μάγκας και ομορφόπαιδο που τραγούδαγε στο γιαπί ή στο λιμάνι για τη φτωχολογιά την «άπονη ζωή». Ρένα Βλαχοπούλου, πότε μοδίστρα πότε καθαρίστρια πότε χαρτορίχτρα πάντα σπαρταριστή. Αστείρευτο ταλέντο.
Ταυτιζόταν ο λαός με τους πρωταγωνιστές γιατί τα σενάρια ήταν βγαλμένα από τη ζωή. Ουρές σχηματίζονταν για το εισιτήριο έξω από το ΡΕΞ, τα ΤΙΤΑΝΙΑ, τα ΗΛΥΣΙΑ, το ΑΣΤΡΟΝ. Ήταν και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην Άβαντος με δύο ταινίες τιε Κυριακές, μια με τη Χούλια και μία με «καράτε». Κάθε Κυριακή εκεί στις βελούδινες πολυθρόνες εναλλάσσονταν το γέλιο με το δάκρυ ανάλογα με το τι έβλεπες «μελό» ή «κωμωδία».
Ο επίλογος δινόταν με μία πάστα ή κρέμα πιάτου στο Ζαχαροπλαστείο του «Ρούντη», στο «Ελβετικό», ή στο «Διεθνές». Όλα με αγνά, παραδοσιακά υλικά!! Γεύσεις μοναδικές.
Τόπος συνάντησης των Αλεξανδρουπολιτών ήταν οι παραλίες, ο Φάρος και η «γιορτή του κρασιού». Οι νεώτεροι δεν θυμούνται αυτό το πανηγύρι. Έπαιρνε θέση κάθε χρόνο για μία περίπου δεκαετία στην πλαζ του Ε.Ο.Τ. Γιορτή για όλα τα γούστα. Η χαρά των βαρελοφρόνων. Στήνονταν βαρέλια σε διάφορα σημεία, με διάφορα είδη κρασιού, το οποίο έρεε άφθονο. Μπορούσες να πιείς όσο αντέχεις, να γίνεις «ντίρλα», με το αντίτιμο του εισιτηρίου. Στην είσοδο υπήρχαν καραφάκια και ποτηράκια κρασιού με αναπαραστάσεις βακχικών μυστηρίων και του θεού της οινοποσίας Διόνυσου.
Εκεί υπήρχαν 2-3 πίστες για όλα τα μουσικά γούστα, λαϊκό, ελαφρολαϊκό, ντίσκο. Οι προνομιούχοι κάθονταν σε τραπέζι, «ο λαός» στο γκαζόν. Κάθε βράδυ υπήρχε από μία εκδήλωση. Καλλιστεία για τις καλλίγραμμες, διαγωνισμούς τραγουδιού για τους καλλίφωνους κ.τ.λ. Πολλές γνωστές φίρμες πέρασαν τότε από την πόλη μας. Κατά το ξημέρωμα έφευγες τρεκλίζοντας, δεν υπήρχε και ο φόβος για το αλκοτέστ.
Και κάπου εκεί ΄70-΄80 μας βρήκε η εφηβεία. Όμορφα και ανώδυνα, που να τολμούσες να κάνεις την επανάσταση σου. Τρυπώναμε κρυφά στα σπίτια που επιτρέπονταν συγκεντρώσεις, τα λεγόμενα «πάρτυ» με κονιάκ, φυστικάκια και χορό. Ξεφαντώναμε με σέικ, τσατσά και μπλουζ «η χαρά των αγοριών». Το ντύσιμο χίπικο, εκκεντρικό. Αγκράφες τεράστιες, παντελόνια «καμπάνα», «σιθρού» πουκάμισα, μίνι φούστες φουλάρια στα μαλλιά. Φεύγαμε με την ψυχή στο στόμα. Έπρεπε να επιστρέψουμε πριν νυχτώσει. Όσοι είχαν μεγαλύτερα αδέρφια που τους συνόδευαν είχαν μια σχετική ελευθερία. Φλερτάκια και εξομολογήσεις κατά την ώρα του χορού με τα τραγούδια του Πασχάλη, του Τουρνά, του Δάκη, των Idols.
Όμορφα χρόνια. Μπορεί να υπήρχε αυστηρότητα και καταπίεση, να μην υπήρχαν τα άπειρα σημερινά στέκια, αλλά περνούσαμε όμορφα και ρομαντικά.
Αυτά εν’ ολίγης ήταν τα τεκταινόμενα από τα καλοκαίρια εκείνα. Μια αναδρομή για μας τους μεγαλύτερους που τα ζήσαμε και μια περιγραφή για τους νεότερους που μόνο τα ακούν. Ο καθένας ας βγάλει το δικό του συμπέρασμα ποια χρόνια ήταν καλύτερα τα παλιά με τις ανέχειες τους ή τα σημερινά με τις ανέσεις.
Και υποδεχόμαστε αισίως τη δεκαετία ΄80-΄90 όπου αλλάζει το μοτίβο της ελληνικής οικογένειας. Η γυναίκα βγαίνει από το σπίτι και στο σπίτι μπαίνει ένας δεύτερος μισθός. Ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης. Η τεχνολογία στα φόρτε της, μας κατακλύζει καθημερινά από καινούριες ανακαλύψεις και επιτεύξεις. Οι λέξεις βαρεμάρα και κατάθλιψη προστέθηκαν στο λεξιλόγιο του σύγχρονου Έλληνα την τελευταία εικοσαετία.
Τα παιδιά δε μεγαλώνουν πλέον «φυσιολογικά», δε χαίρονται τα καλοκαίρια τους. Ακούω για φορτωμένα προγράμματα εκγύμνασης, για εντατικά μαθήματα, για ξένες γλώσσες και εκμάθηση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σ’ όποιο σπίτι και να πας θα δεις παιδιά που ακόμη δεν ξέρουν να διαβάζουν όμως γνωρίζουν πώς να χειρίζονται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα παιχνίδια στις αυλές και τις γειτονιές αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρονικά. Κλεισμένα σε τέσσερις τοίχους από μπετόν, ώρες ατελείωτες, μπροστά σε μία οθόνη, μόνα τους. Κατά πόσο ωφέλησε άραγε ο εκσυγχρονισμός αυτός το αφήνω στην κρίση του καθενός.
Επιτακτική η ανάγκη σήμερα για μόρφωση, δε μιλάμε για μια απλή μόρφωση αλλά για άπειρες γνώσεις, για σπουδές ατελείωτες με μεταπτυχιακά, διδακτορικά. Όλοι έχουν στραφεί στις επιστήμες. Οι τέχνες τείνουν να εξαφανιστούν. Ποιος νέος σήμερα καταδέχεται να γίνει τσαγκάρης, ράφτης ή μπακάλης; Άλλαξαν κατά πολύ οι εποχές και η νοοτροπία των ανθρώπων. Όλοι κήρυξαν τη δική τους επανάσταση παιδιά, έφηβοι, ενήλικες, διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους.
Οι γυναίκες όπως προείπα βγήκαν από το σπίτι. Άρχισε να βελτιώνεται κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο. Τα σπίτια πλήρως εξοπλισμένα με όλες τις σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές. Οι σερβάντες και οι μπουφέδες αντικαταστάθηκαν από επίπλωση μοντέρνου design. Για να επιτευχθούν όλα αυτά η «γυνή» κατάντησε μια «Μαίρη Παναγιωταρά» όπως ακριβώς μας την περιγράφει το γνωστό τραγούδι, να τρέχει ολημερίς και να μη φτάνει.
Μητέρα, Σύζυγος, Εργαζόμενη, Νοικοκυρά. Πολλαπλοί οι ρόλοι της στους οποίους έπρεπε επάξια να ανταπεξέλθει όμως επειδή εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο ανέλαβαν και οι άντρες με τη σειρά τους τον ρόλο τους. Ισότητα δε θέλανε παντού; Αφήσανε λοιπόν τα μεγαλείων των Αγάδων πατεράδων τους που τους τα πρόσφεραν οι συμβίες όλα στο χέρι. Έβαλαν ποδιά και φακιόλι και μπήκαν στα άδυτα της κουζίνας που ήταν προνόμιο των γυναικών. Έμαθαν να μαγειρεύουν, να σιδερώνουν. και όλα τα του νοικοκυριού.
Ο δεύτερος μισθός ενίοτε εξανεμίζεται και σε ντελίβερι, σε μπέιμπι σίτερ, ή οικιακές βοηθούς. Από τα παιδιά δε λείπει το χαρτζιλίκι, το τελευταίο μοντέλο κινητού ή laptop λείπει όμως ο θεσμός της οικογένειας, το δέσιμο, η παρουσία και η φροντίδα της μάνας, να γυρίζουν από το σχολείο και να βρίσκουν μια μάνα να τους περιμένει να της διηγηθούν πως πέρασαν.
Τι καταφέραμε λοιπόν; Καριέρα, κοινωνική καταξίωση ή αποξένωση από την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο;
Από όλους εμάς ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!!
Σμαρώ Τσοκαταρίδου
Πηγή: Εφημερίδα Η ΓΝΩΜΗ
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω