Μια ενδιαφέρουσα έκδοση που αναδεικνύει τα ορθόδοξα μνημεία της περιοχής και σέβεται την ετερόδοξη θρησκευτική μαρτυρία
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Διδυμοτείχου
Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά θρησκευτικά μνημεία, που βρίσκονται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του νομού Έβρου και τοποθετούνται χρονικά στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, παρουσιάζονται σε έκδοση του διδάκτορα Αρχαιολογίας, Αθανάσιου Γουρίδη, με τίτλο «Τα θρησκευτικά μνημεία της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου».
Στην έκδοση παρουσιάζονται περίπου 60 βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί και μοναστικά συγκροτήματα του Διδυμοτείχου, του Σουφλίου και της Ορεστιάδας και των ευρύτερων περιοχών, όπως και τα κινητά έργα τέχνης, που βρίσκονται στο εσωτερικό τους. Επίσης, καταγράφονται σημαντικά μουσουλμανικά μνημεία, καθώς και η εβραϊκή Συναγωγή του Διδυμοτείχου...»
Η έκδοση ολοκληρώνεται με ιστορικό της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, που εμφανίζεται ήδη κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο ως Επισκοπή Πλωτινουπόλεως, καθώς και με κατάλογο των αρχιερέων του Διδυμοτείχου.
«Μέσα από την περιγραφή των μνημείων αναδεικνύεται η σημασία του Διδυμοτείχου και της ευρύτερης περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο και τα Οθωμανικά χρόνια», εξηγεί ο συγγραφέας.
Το βιβλίο δημιουργήθηκε με την υποστήριξη της Ιεράς Μητρόπολης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Σουφλίου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Έβρου, ενώ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πέλτη.
Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Σουφλίου Δαμασκηνός, για τη στρατηγική σημασία της περιοχής, «κατά την περίοδο του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας ήταν το προτείχισμα της πρωτεύουσας στις απανωτές εχθρικές επιδρομές, αλλά και η άμεση περιοχή ακτινοβολίας της Πόλης σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της τέχνης. Η παρουσία της Κωνσταντινούπολης είχε τεράστια πολιτιστική ακτινοβολία στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης με επιρροές και καλλιτεχνικές επιδράσεις στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση και σε όλες τις τέχνες. Το διαχρονικό πολιτισμικό κέντρο του Βοσπόρου και το Ιερό Κέντρο του Φαναρίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν το κέντρο του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού. Κάστρα και πόλεις του Έβρου, όπως το Διδυμότειχο και η Αδριανούπολη έγιναν προς καιρό πρωτεύουσες της Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Το βιβλίο «Τα θρησκευτικά μνημεία της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου» θα παρουσιαστεί την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Διδυμοτείχου.
Μεταξύ των σωζόμενων θρησκευτικών μνημείων στην περιοχή του κεντρικού και βόρειου Έβρου επικρατούν τα ορθόδοξα χριστιανικά λατρευτικά κτίσματα. Συναντώνται ακόμη μπεκτασικά καθιδρύματα και σουνιτικά τεμένη, ενώ στο Διδυμότειχο υπήρχε και η εβραϊκή Συναγωγή.
Τα ορθόδοξα χριστιανικά μνημεία διακρίνονται σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η σημασία της περιοχής είναι υψηλή για την αυτοκρατορία. Όπως επισημαίνει ο κ. Γουρίδης, «το σημαντικότερο μεσαιωνικό μνημείο στην περιοχή είναι δίχως αμφιβολία η πόλη-κάστρο-πρωτεύουσα, το Διδυμότειχο».
Το παλαιότερο από τα μνημεία που αναφέρονται στην έκδοση είναι τα σπαράγματα παλαιοχριστιανικού ναού, της εποχής του αυτοκράτορα Αναστασίου (αρχές 6ου αιώνα μ.Χ.), που εντοπίστηκαν σε ανασκαφική έρευνα το 1980. Από την ανασκαφή ήρθαν στο φως δάπεδο, μαρμάρινες επενδύσεις τοίχων, τμήμα μαρμάρινου θωρακίου με ανάγλυφο σταυρό, κατασκευές λαξευμένες σε βράχο και νόμισμα της εποχής του Αναστασίου, που οδηγεί και στη χρονολόγησή του.
Από τα βυζαντινά θρησκευτικά μνημεία σώζονται σήμερα λίγα, σχεδόν όλα τους μάλιστα βρίσκονται στο Διδυμότειχο. «Η γενικότερη απουσία πρώιμων μνημείων οφείλεται στη συστηματική χειραγώγηση και καταδίωξη κάθε είδους έκφανσης της χριστιανικής πίστης, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανοκρατίας, αλλά και στο περιορισμένο του χώρου και τη γενικότερη αντίληψη περί ιερότητας αυτού που οδηγούσε τους πιστούς να καθαιρούν κάθε φορά τους παλαιότερους, ανεγείροντας στη θέση τους νέους ναούς», εξηγεί ο συγγραφέας.
Κατά την Οθωμανοκρατία, οι ναοί εξακολουθούν εν μέρει να υφίστανται, να λειτουργούν και κατά περιόδους να επισκευάζονται, να διακοσμούνται ή ακόμη και να ανεγείρονται ως νέα κτίσματα, προβάλλοντας τη διατήρηση και την ενεργό αφύπνιση του θρησκευτικού και εθνικού αισθήματος των Χριστιανών.
Οι ναοί που ανεγείρονται στην ευρύτερη περιοχή Διδυμοτείχου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα αποτελούν ταπεινά ισόγεια κτίρια, συνήθως μονόχωρα, το εξωτερικό των οποίων δεν υποδηλώνει την ιερή τους χρήση (δίχως κωδωνοστάσιο και μεγάλα ανοίγματα και συνήθως χωρίς παράθυρα). Η κατασκευή τους γινόταν με ευτελή υλικά, ενώ απουσιάζουν τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία (εκτός από κάποια λιθανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία). Τα κτίσματα είναι το ίδιο λιτά και στο εσωτερικό τους, εκτός από τα τοιχογραφημένα σύνολα σε κάποιους ναούς. Στα δυτικά, ο ισόγειος νάρθηκας είναι συγχρόνως και ο γυναικωνίτης, που χωρίζεται από τον κυρίως ναό με λεπτό συνήθως τοίχο. Η μορφή και κατασκευή των ναών ανταποκρίνονται στις συνθήκες των καιρών, επειδή έτσι διέταζε ο κατακτητής, αλλά και λόγω της εξαιρετικής οικονομικής στενότητας, της κοινωνικής απομόνωσης και των περιορισμένων μέσων των υπόδουλων Χριστιανών.
Από τους ναούς της περιόδου αυτής ξεχωρίζει ο ναός του Αγίου Αθανασίου στα Λάβαρα, το μεγαλύτερο λατρευτικό συγκρότημα στην ύπαιθρο της συγκεκριμένης περιοχής. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική μεγάλων διαστάσεων, χτισμένη το 1834, με μπαρόκ διακοσμητική διάθεση. Όπως δηλώνει η κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της εξωτερικής θύρας, οικοδομήθηκε από συνεργείο με επικεφαλής τον κάλφα Πασκάλη. Στο εσωτερικό του εντυπωσιάζουν οι «πομπηιανού» χαρακτήρα τοιχογραφίες στο νάρθηκα και τα πρόσωπα που θυμίζουν πορτρέτα Φαγιούμ, η πληθώρα των παλαιών εικόνων και τα φυλασσόμενα ιερά σκεύη και βιβλία, μεταξύ των οποίων Ιερό Ευαγγέλιο του 1604.
Επίσης, γίνονται αναφορές στην εβραϊκή συναγωγή του Διδυμοτείχου, ερείπια της οποίας σώζονται σήμερα. Η εβραϊκή κοινότητα του Διδυμοτείχου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της πόλης μέχρι το Ολοκαύτωμα.
Η Συναγωγή ήταν ένα εντυπωσιακό κτίριο σε ρυθμό σεφαραδικό, σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, με κεντρικό ψευδοθόλο, που αργότερα καθαιρέθηκε. Στο κέντρο υπήρχε το ιερό βήμα, ενώ η ιερή κιβωτός («hekhal») καταλάμβανε θέση στο μέσο του ανατολικού τοίχου. Στα βόρεια του λατρευτικού χώρου υπήρχε ευρύχωρη αίθουσα για τις εκδηλώσεις της Κοινότητας.
Μεταπολεμικά, η Συναγωγή γνώρισε διάφορες χρήσεις από τη Μητρόπολη ως κατηχητικό, από τις Ελληνίδες Οδηγούς και από τον Ερυθρό Σταυρό, μέχρι το 1985, οπότε γκρεμίστηκε. Σήμερα, σώζονται μόνο ερείπιά της, ενώ στο χώρο ο δήμος Διδυμοτείχου έχει τοποθετήσει γλυπτό μνημείο αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της περιοχής.
Στην έκδοση περιγράφονται και τα σημαντικότερα μουσουλμανικά μνημεία της περιοχής. Σημειώνεται ότι το Διδυμότειχο διέθετε μεγάλο αριθμό τεμενών (περίπου 12 κατά το 17ο αιώνα), αρχικά δίχως μιναρέ. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν απομείνει επτά τεμένη. Το σημαντικότερο όλων ήταν το Μεγάλο Τέμενος, που δεσπόζει μέχρι σήμερα στο Διδυμότειχο.
Το Μεγάλο Τέμενος αποδίδουν οι Οθωμανοί συγγραφείς στον Βαγιαζήτ Α’ Γιλντριρίμ (1389-1402), ενώ ολοκληρώθηκε επί του Μεχμέντ του Α’ το 1420-1421, σύμφωνα και με τις επιγραφές επάνω από τις δύο κύριες εισόδους. Αποτελείται από δύο οικοδομικές φάσεις, εξωτερικά και εσωτερικά. Το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη. Στο εσωτερικό του τεμένους ο κεντρικός χώρος καλύπτεται από διακοσμητικό ξύλινο θόλο. Τις θύρες περιβάλλουν ανάγλυφα αραβουργήματα και δίχρωμα ζιγκ-ζαγκ μοτίβα.
Σε παράρτημα παρατίθενται και περίπου 15 θρησκευτικά μνημεία της διασυνοριακής περιοχής, στη Βουλγαρία, η πλειονότητα των οποίων χρονολογούνται το 19ο αιώνα. «Μέσα από την περιγραφή τους υπογραμμίζεται η ενότητα του χώρου», εξηγεί ο κ. Γουρίδης.
Σ' αυτά συγκαταλέγεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο Μπελοπόλιανε, (το παλαιό ελληνικό Άκ-Αλαν), που χρονολογείται το 1838. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκεπή βασιλική, κτισμένη με ορθογωνικούς λαξευτούς λίθους και κομψό διπλό καμπύλο λαξευτό γείσο. Στο υπέρθυρο της νότιας θύρας του αύλειου χώρου ξεχωρίζει το αποτροπαϊκό επτακέφαλο τέρας. Στο εσωτερικό του, ο ναός διατηρεί τα αυθεντικά του στοιχεία, όπως το διώροφο υπερώο, τα ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια και το πλακόστρωτο δάπεδο. Στο ιερό εκατέρωθεν της κεντρικής αψίδας αναπτύσσονται από τρεις κόγχες σε κάθε πλευρά, ενώ διατηρείται και το ημικυκλικό σύνθρονο με το δεσποτικό θρόνο.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Διδυμοτείχου
Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά θρησκευτικά μνημεία, που βρίσκονται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του νομού Έβρου και τοποθετούνται χρονικά στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, παρουσιάζονται σε έκδοση του διδάκτορα Αρχαιολογίας, Αθανάσιου Γουρίδη, με τίτλο «Τα θρησκευτικά μνημεία της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου».
Στην έκδοση παρουσιάζονται περίπου 60 βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί και μοναστικά συγκροτήματα του Διδυμοτείχου, του Σουφλίου και της Ορεστιάδας και των ευρύτερων περιοχών, όπως και τα κινητά έργα τέχνης, που βρίσκονται στο εσωτερικό τους. Επίσης, καταγράφονται σημαντικά μουσουλμανικά μνημεία, καθώς και η εβραϊκή Συναγωγή του Διδυμοτείχου...»
Η έκδοση ολοκληρώνεται με ιστορικό της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, που εμφανίζεται ήδη κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο ως Επισκοπή Πλωτινουπόλεως, καθώς και με κατάλογο των αρχιερέων του Διδυμοτείχου.
«Μέσα από την περιγραφή των μνημείων αναδεικνύεται η σημασία του Διδυμοτείχου και της ευρύτερης περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο και τα Οθωμανικά χρόνια», εξηγεί ο συγγραφέας.
Το βιβλίο δημιουργήθηκε με την υποστήριξη της Ιεράς Μητρόπολης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Σουφλίου και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Έβρου, ενώ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πέλτη.
Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Σουφλίου Δαμασκηνός, για τη στρατηγική σημασία της περιοχής, «κατά την περίοδο του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας ήταν το προτείχισμα της πρωτεύουσας στις απανωτές εχθρικές επιδρομές, αλλά και η άμεση περιοχή ακτινοβολίας της Πόλης σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της τέχνης. Η παρουσία της Κωνσταντινούπολης είχε τεράστια πολιτιστική ακτινοβολία στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης με επιρροές και καλλιτεχνικές επιδράσεις στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση και σε όλες τις τέχνες. Το διαχρονικό πολιτισμικό κέντρο του Βοσπόρου και το Ιερό Κέντρο του Φαναρίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ήταν το κέντρο του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού. Κάστρα και πόλεις του Έβρου, όπως το Διδυμότειχο και η Αδριανούπολη έγιναν προς καιρό πρωτεύουσες της Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Το βιβλίο «Τα θρησκευτικά μνημεία της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου» θα παρουσιαστεί την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Διδυμοτείχου.
Τα ορθόδοξα μνημεία
Μεταξύ των σωζόμενων θρησκευτικών μνημείων στην περιοχή του κεντρικού και βόρειου Έβρου επικρατούν τα ορθόδοξα χριστιανικά λατρευτικά κτίσματα. Συναντώνται ακόμη μπεκτασικά καθιδρύματα και σουνιτικά τεμένη, ενώ στο Διδυμότειχο υπήρχε και η εβραϊκή Συναγωγή.
Τα ορθόδοξα χριστιανικά μνημεία διακρίνονται σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η σημασία της περιοχής είναι υψηλή για την αυτοκρατορία. Όπως επισημαίνει ο κ. Γουρίδης, «το σημαντικότερο μεσαιωνικό μνημείο στην περιοχή είναι δίχως αμφιβολία η πόλη-κάστρο-πρωτεύουσα, το Διδυμότειχο».
Το παλαιότερο από τα μνημεία που αναφέρονται στην έκδοση είναι τα σπαράγματα παλαιοχριστιανικού ναού, της εποχής του αυτοκράτορα Αναστασίου (αρχές 6ου αιώνα μ.Χ.), που εντοπίστηκαν σε ανασκαφική έρευνα το 1980. Από την ανασκαφή ήρθαν στο φως δάπεδο, μαρμάρινες επενδύσεις τοίχων, τμήμα μαρμάρινου θωρακίου με ανάγλυφο σταυρό, κατασκευές λαξευμένες σε βράχο και νόμισμα της εποχής του Αναστασίου, που οδηγεί και στη χρονολόγησή του.
Από τα βυζαντινά θρησκευτικά μνημεία σώζονται σήμερα λίγα, σχεδόν όλα τους μάλιστα βρίσκονται στο Διδυμότειχο. «Η γενικότερη απουσία πρώιμων μνημείων οφείλεται στη συστηματική χειραγώγηση και καταδίωξη κάθε είδους έκφανσης της χριστιανικής πίστης, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανοκρατίας, αλλά και στο περιορισμένο του χώρου και τη γενικότερη αντίληψη περί ιερότητας αυτού που οδηγούσε τους πιστούς να καθαιρούν κάθε φορά τους παλαιότερους, ανεγείροντας στη θέση τους νέους ναούς», εξηγεί ο συγγραφέας.
Κατά την Οθωμανοκρατία, οι ναοί εξακολουθούν εν μέρει να υφίστανται, να λειτουργούν και κατά περιόδους να επισκευάζονται, να διακοσμούνται ή ακόμη και να ανεγείρονται ως νέα κτίσματα, προβάλλοντας τη διατήρηση και την ενεργό αφύπνιση του θρησκευτικού και εθνικού αισθήματος των Χριστιανών.
Οι ναοί που ανεγείρονται στην ευρύτερη περιοχή Διδυμοτείχου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα αποτελούν ταπεινά ισόγεια κτίρια, συνήθως μονόχωρα, το εξωτερικό των οποίων δεν υποδηλώνει την ιερή τους χρήση (δίχως κωδωνοστάσιο και μεγάλα ανοίγματα και συνήθως χωρίς παράθυρα). Η κατασκευή τους γινόταν με ευτελή υλικά, ενώ απουσιάζουν τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία (εκτός από κάποια λιθανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία). Τα κτίσματα είναι το ίδιο λιτά και στο εσωτερικό τους, εκτός από τα τοιχογραφημένα σύνολα σε κάποιους ναούς. Στα δυτικά, ο ισόγειος νάρθηκας είναι συγχρόνως και ο γυναικωνίτης, που χωρίζεται από τον κυρίως ναό με λεπτό συνήθως τοίχο. Η μορφή και κατασκευή των ναών ανταποκρίνονται στις συνθήκες των καιρών, επειδή έτσι διέταζε ο κατακτητής, αλλά και λόγω της εξαιρετικής οικονομικής στενότητας, της κοινωνικής απομόνωσης και των περιορισμένων μέσων των υπόδουλων Χριστιανών.
Από τους ναούς της περιόδου αυτής ξεχωρίζει ο ναός του Αγίου Αθανασίου στα Λάβαρα, το μεγαλύτερο λατρευτικό συγκρότημα στην ύπαιθρο της συγκεκριμένης περιοχής. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική μεγάλων διαστάσεων, χτισμένη το 1834, με μπαρόκ διακοσμητική διάθεση. Όπως δηλώνει η κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο της εξωτερικής θύρας, οικοδομήθηκε από συνεργείο με επικεφαλής τον κάλφα Πασκάλη. Στο εσωτερικό του εντυπωσιάζουν οι «πομπηιανού» χαρακτήρα τοιχογραφίες στο νάρθηκα και τα πρόσωπα που θυμίζουν πορτρέτα Φαγιούμ, η πληθώρα των παλαιών εικόνων και τα φυλασσόμενα ιερά σκεύη και βιβλία, μεταξύ των οποίων Ιερό Ευαγγέλιο του 1604.
Η εβραϊκή Συναγωγή
Επίσης, γίνονται αναφορές στην εβραϊκή συναγωγή του Διδυμοτείχου, ερείπια της οποίας σώζονται σήμερα. Η εβραϊκή κοινότητα του Διδυμοτείχου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της πόλης μέχρι το Ολοκαύτωμα.
Η Συναγωγή ήταν ένα εντυπωσιακό κτίριο σε ρυθμό σεφαραδικό, σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, με κεντρικό ψευδοθόλο, που αργότερα καθαιρέθηκε. Στο κέντρο υπήρχε το ιερό βήμα, ενώ η ιερή κιβωτός («hekhal») καταλάμβανε θέση στο μέσο του ανατολικού τοίχου. Στα βόρεια του λατρευτικού χώρου υπήρχε ευρύχωρη αίθουσα για τις εκδηλώσεις της Κοινότητας.
Μεταπολεμικά, η Συναγωγή γνώρισε διάφορες χρήσεις από τη Μητρόπολη ως κατηχητικό, από τις Ελληνίδες Οδηγούς και από τον Ερυθρό Σταυρό, μέχρι το 1985, οπότε γκρεμίστηκε. Σήμερα, σώζονται μόνο ερείπιά της, ενώ στο χώρο ο δήμος Διδυμοτείχου έχει τοποθετήσει γλυπτό μνημείο αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της περιοχής.
Μουσουλμανικά μνημεία
Στην έκδοση περιγράφονται και τα σημαντικότερα μουσουλμανικά μνημεία της περιοχής. Σημειώνεται ότι το Διδυμότειχο διέθετε μεγάλο αριθμό τεμενών (περίπου 12 κατά το 17ο αιώνα), αρχικά δίχως μιναρέ. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν απομείνει επτά τεμένη. Το σημαντικότερο όλων ήταν το Μεγάλο Τέμενος, που δεσπόζει μέχρι σήμερα στο Διδυμότειχο.
Το Μεγάλο Τέμενος αποδίδουν οι Οθωμανοί συγγραφείς στον Βαγιαζήτ Α’ Γιλντριρίμ (1389-1402), ενώ ολοκληρώθηκε επί του Μεχμέντ του Α’ το 1420-1421, σύμφωνα και με τις επιγραφές επάνω από τις δύο κύριες εισόδους. Αποτελείται από δύο οικοδομικές φάσεις, εξωτερικά και εσωτερικά. Το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη. Στο εσωτερικό του τεμένους ο κεντρικός χώρος καλύπτεται από διακοσμητικό ξύλινο θόλο. Τις θύρες περιβάλλουν ανάγλυφα αραβουργήματα και δίχρωμα ζιγκ-ζαγκ μοτίβα.
Μνημεία της Βουλγαρίας
Σε παράρτημα παρατίθενται και περίπου 15 θρησκευτικά μνημεία της διασυνοριακής περιοχής, στη Βουλγαρία, η πλειονότητα των οποίων χρονολογούνται το 19ο αιώνα. «Μέσα από την περιγραφή τους υπογραμμίζεται η ενότητα του χώρου», εξηγεί ο κ. Γουρίδης.
Σ' αυτά συγκαταλέγεται ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο Μπελοπόλιανε, (το παλαιό ελληνικό Άκ-Αλαν), που χρονολογείται το 1838. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκεπή βασιλική, κτισμένη με ορθογωνικούς λαξευτούς λίθους και κομψό διπλό καμπύλο λαξευτό γείσο. Στο υπέρθυρο της νότιας θύρας του αύλειου χώρου ξεχωρίζει το αποτροπαϊκό επτακέφαλο τέρας. Στο εσωτερικό του, ο ναός διατηρεί τα αυθεντικά του στοιχεία, όπως το διώροφο υπερώο, τα ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια και το πλακόστρωτο δάπεδο. Στο ιερό εκατέρωθεν της κεντρικής αψίδας αναπτύσσονται από τρεις κόγχες σε κάθε πλευρά, ενώ διατηρείται και το ημικυκλικό σύνθρονο με το δεσποτικό θρόνο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω