Νέους ελπιδοφόρους επαγγελματικούς ορίζοντες για την ανάπτυξη των ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα δημιουργεί ο καταιγισμός αιτήσεων, που έχουν κατατεθεί στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για τη δημιουργία εργοστασίων καύσης βιομάζας, με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Αν και μέχρι σήμερα η αξιοποίηση της βιομάζας στη χώρα μας γινόταν με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς η ελκυστική τιμή των 200 ευρώ για κάθε παραγόμενη μεγαβατώρα, που έθεσε το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κίνησε το ενδιαφέρον για νέες φιλόδοξες επενδύσεις...»
Ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να λειτουργήσουν οι νέες μονάδες είναι να εξασφαλιστεί επαρκής ποσότητα καύσιμης ύλης που θα τις τροφοδοτήσει. Οι επιλογές περιορίζονται στα ενεργειακά φυτά (αγριαγκινάρα, καλάμι κ.ά.), τα υπολείμματα ξυλείας, αγροτικών καλλιεργειών και ζωικής παραγωγής και τα οργανικά απορρίμματα.
Ανά την Ελληνική Επικράτεια αρκετοί επενδυτές έχουν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με αγρότες, προκειμένου να αρχίσουν την καλλιέργεια ενεργειακών φυτών -κυρίως αγριαγκινάρας- στα εδάφη τους. Η αγριαγκινάρα ή αλλιώς γαϊδουράγκαθο (επιστημονική ονομασία: Silybum marianum/Cardus marianus) ενδείκνυται για παραγωγή βιομάζας, καθώς έχει σημαντική θερμογόνο αξία και μπορεί να αποδώσει 1,5-2 τόνους ανά στρέμμα. Θεωρείται εύκολη καλλιέργεια, δεν χρειάζεται πότισμα και ευδοκιμεί σε βραχώδη εδάφη σε όλη την Ελλάδα.
Το ενδεχόμενο εισαγωγής βιομάζας από χώρες του εξωτερικού φαίνεται μάλλον οικονομικά ασύμφορο για τους επενδυτές και επιπλέον καταρρέει η έννοια της πράσινης ενέργειας, επειδή είναι μεγάλο το ενεργειακό αποτύπωμα για τη μεταφορά από τη μία χώρα στην άλλη. Στην Ευρώπη των 27, η βιομάζα κατέχει εξέχουσα θέση στην παραγωγή ενέργειας ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, ενώ η ραγδαία αύξηση παρατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια.
Στη Γηραιά Ηπειρο, το 2004 διακινούνταν 10.000 τόνοι βιομάζας, ενώ το 2010 η ποσότητα αυτή ξεπέρασε τους 500.000 τόνους. Μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται στη δημιουργία μικρών τοπικών μονάδων με ισχύ κάτω από ένα MW για παραγωγή pellets, δηλαδή στερεών καυσίμων από ξύλο. Τέτοιες μονάδες ξεφυτρώνουν σωρηδόν σαν τα μανιτάρια σε αγροτικές περιοχές της χώρας μας, όπως στη Σκύδρα και την Αριδαία του νομού Πέλλας και την Κόνιτσα του νομού Ιωαννίνων, προκειμένου να τροφοδοτήσουν οικιακές σόμπες και λέβητες.
Το κατ’ εξοχήν «πράσινο» αυτό υλικό δεν χρησιμοποιείται σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Σαλαμίνα, λόγω ενός αναχρονιστικού νόμου του 1993, παρότι στην Ευρώπη κερδίζει συνεχώς έδαφος.
Χρήστος Κ. Γκιουμουσίδης
Γεωτεχνικός - Δασολόγος
Master στην Περιβαλλοντική Πολιτική και Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της Υπαίθρου
Ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να λειτουργήσουν οι νέες μονάδες είναι να εξασφαλιστεί επαρκής ποσότητα καύσιμης ύλης που θα τις τροφοδοτήσει. Οι επιλογές περιορίζονται στα ενεργειακά φυτά (αγριαγκινάρα, καλάμι κ.ά.), τα υπολείμματα ξυλείας, αγροτικών καλλιεργειών και ζωικής παραγωγής και τα οργανικά απορρίμματα.
Ανά την Ελληνική Επικράτεια αρκετοί επενδυτές έχουν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με αγρότες, προκειμένου να αρχίσουν την καλλιέργεια ενεργειακών φυτών -κυρίως αγριαγκινάρας- στα εδάφη τους. Η αγριαγκινάρα ή αλλιώς γαϊδουράγκαθο (επιστημονική ονομασία: Silybum marianum/Cardus marianus) ενδείκνυται για παραγωγή βιομάζας, καθώς έχει σημαντική θερμογόνο αξία και μπορεί να αποδώσει 1,5-2 τόνους ανά στρέμμα. Θεωρείται εύκολη καλλιέργεια, δεν χρειάζεται πότισμα και ευδοκιμεί σε βραχώδη εδάφη σε όλη την Ελλάδα.
Το ενδεχόμενο εισαγωγής βιομάζας από χώρες του εξωτερικού φαίνεται μάλλον οικονομικά ασύμφορο για τους επενδυτές και επιπλέον καταρρέει η έννοια της πράσινης ενέργειας, επειδή είναι μεγάλο το ενεργειακό αποτύπωμα για τη μεταφορά από τη μία χώρα στην άλλη. Στην Ευρώπη των 27, η βιομάζα κατέχει εξέχουσα θέση στην παραγωγή ενέργειας ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, ενώ η ραγδαία αύξηση παρατηρείται τα τελευταία 5 χρόνια.
Στη Γηραιά Ηπειρο, το 2004 διακινούνταν 10.000 τόνοι βιομάζας, ενώ το 2010 η ποσότητα αυτή ξεπέρασε τους 500.000 τόνους. Μεγάλη κινητικότητα παρατηρείται στη δημιουργία μικρών τοπικών μονάδων με ισχύ κάτω από ένα MW για παραγωγή pellets, δηλαδή στερεών καυσίμων από ξύλο. Τέτοιες μονάδες ξεφυτρώνουν σωρηδόν σαν τα μανιτάρια σε αγροτικές περιοχές της χώρας μας, όπως στη Σκύδρα και την Αριδαία του νομού Πέλλας και την Κόνιτσα του νομού Ιωαννίνων, προκειμένου να τροφοδοτήσουν οικιακές σόμπες και λέβητες.
Το κατ’ εξοχήν «πράσινο» αυτό υλικό δεν χρησιμοποιείται σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Σαλαμίνα, λόγω ενός αναχρονιστικού νόμου του 1993, παρότι στην Ευρώπη κερδίζει συνεχώς έδαφος.
Χρήστος Κ. Γκιουμουσίδης
Γεωτεχνικός - Δασολόγος
Master στην Περιβαλλοντική Πολιτική και Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη της Υπαίθρου
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω