«Και Καρυοφυλλιά και Καραμπέτη; Αποκλείεται να κάνεις καριέρα με αυτό το όνομα». Έτσι δυσοίωνα ξεκίνησε τα υποκριτικά της βήματα. Η μόνη που είχε άλλη άποψη ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και είχε δίκιο. Σήμερα στο όνομά της όλοι λένε «respect» αφού το κορίτσι από το χωριό της Δόξας κατάφερε να χτίσει μια μεγάλη καριέρα όπου τα «όχι» ήταν δυσανάλογα των (λίγων) «ναι». Όλα αυτά χάρη στο ταλέντο της που απόδρασε από ένα κλειστοφοβικό καφενείο του Έβρου
Το 1992 η αείμνηστη σταρ με το αλάνθαστο ένστικτο είναι καλεσμένη στον «Πρωινό καφέ» του ANT1. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, καθισμένη στον καναπέ, σε κουβέντα που στήνεται για τα υποσχόμενα ταλέντα της υποκριτικής, παροτρύνει τους τηλεθεατές να συγκρατήσουν ένα όνομα: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη...»
«Το μέλλον τής επιφυλάσσει λαμπρή καριέρα», προέβλεψε η Αλίκη, «μανούλα», όπως λένε άνθρωποι του χώρου, στο να εντοπίζει ταλαντούχους ηθοποιούς, όχι από ανταγωνιστική νοοτροπία, αλλά κυρίως από πάθος για την τέχνη της.
Ένα πάθος που συμμερίζεται εξίσου και η μυστηριώδης για κάποιους Καρυοφυλλιά που προτίμησε τα βαθιά νερά της υποκριτικής από τα εμπορικά τηλεοπτικά μονοπάτια των παχυλών -κάποτε- αμοιβών. Το έχει αποδείξει ποικιλοτρόπως μέσα από θεατρικές επιλογές, συνεργασίες, επιλεκτικές τηλεοπτικές συμμετοχές και ακόμα πιο περιορισμένες συνεντεύξεις, όπου ζήτημα αν της αποσπάσεις κουβέντες για κάποια πιο προσωπικά ζητήματα. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν είναι ξινή, ούτε απροσπέλαστη, ούτε δήθεν κουλτουριάρα, απλά δεν αντέχει να αναλώνεται σε λαϊφσταλίστικες επιταγές, να το παίζει έτσι ή αλλιώς, να δίνει tips, in και out, να μιλάει για μόδα, να κάνει επίδειξη αποκτημάτων.
Όχι ότι δεν τα έχει κάνει. Ειδικά νεότερη ως πιο άπειρη και ψαρωμένη με τις απαιτήσεις των εντύπων για πόζες και δηλώσεις, η ηθοποιός που έκανε το μπαμ με τον τηλεοπτικό «Κίτρινο φάκελο» το ’90 έγινε γνωστή ως γυναίκα μοιραία και βαμπ - κι έτσι άρεσε στα media να την πλασάρουν. Μετά, βέβαια, αποφάσισε να πλασάρεται η ίδια όπως ήθελε, αποτινάζοντας τις ταμπέλες σαν αντιαισθητικούς κόκκους σκόνης από μαύρα σακάκια. Καλύτερα ας πούμε να παίζει στο θέατρο φορώντας γεροντίστικο φόρεμα με καφέ παντόφλες και τα μαλλιά μαζεμένα κότσο παρά να το παίζει σατανική κυρία εφοπλιστού με σινιέ συνολάκια σε καθημερινή σαπουνόπερα. Φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που παίζει στο θεατρικό έργο «La Chunga» μαζί με την Ηλιάννα Μαυρομάτη -σ.σ.: κόρη της Λίλας Καφαντάρη- στον ρόλο μιας πενηντάρας αντρογυναίκας που διευθύνει ένα παρακμιακό καφενείο κάπου στο Περού. Λένε ότι, όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο κοντά έρχεσαι στο μακρινό παρελθόν σου.
Ίσως αυτό να συμβαίνει και στην Καραμπέτη, η οποία για τον ρόλο της άντλησε κάμποσο υλικό από το παρόμοιο σκηνικό που έζησε μέχρι τα εφηβικά της χρόνια σε ένα άλλο καφενείο στον Έβρο. Τα δικά της βιώματα, δηλαδή, ήρθαν και τη βρήκαν πάνω στη σκηνή.
Γεννήθηκε στην Ελλάδα του ’57 σε ένα μικρό χωριό του Έβρου, τη Δόξα - είχε προηγηθεί ο αδερφός της, που αργότερα θα μεταναστεύσει στη Γερμανία για 35 χρόνια. Χρόνια δύσκολα, φτωχικά, με το κύμα μετανάστευσης να σαρώνει πόλεις και χωριά αλλά και με εικόνες αυθεντικές που συνηθίζονται σε πλάνα νοσταλγικών ταινιών του νεορεαλισμού.
«Από κείνα τα χρόνια θυμάμαι τα χρώματα των εποχών, το σκαρφάλωμα στα δέντρα, τη γεύση του φρέσκου αµύγδαλου, τη µυρωδιά του σιµιγδαλένιου χαλβά που έψηνε η µητέρα µου στον φούρνο της ξυλόσομπας, τον χιονοπόλεμο στα διαλείμματα του σχολείου, το νερό που κουβαλούσαµε µε τις στάμνες από την πηγή, τις αυτοσχέδιες κούνιες φτιαγμένες µε σχοινιά και κουβέρτες, τα πηγάδια στις αυλές, τις νύχτες µε τον έναστρο ουρανό που δεν τον βλέπω πια στην πόλη, τα “αστέρια” που πετούσαν γύρω µας το καλοκαίρι -οι πυγολαμπίδες-, τα πρόσωπα των ανθρώπων που τα άλλαξε τόσο η ζωή, τις κινηµατογραφικές προβολές στο καφενείο του πατέρα µου, κάτι σαν "Σινεµά ο Παράδεισος”», θα δηλώσει πρόσφατα σε συνέντευξή της, κάτι παράδοξο για εκείνη που σπάνια αναφέρεται στα χρόνια του Έβρου.
Σε αυτό το καφενείο που βρισκόταν κάτω από το πατρικό της σπίτι θα κυλήσουν όλα της τα παιδικά χρόνια μέχρι και την εφηβεία. Καθώς η μητέρα της ήταν εκείνη που ουσιαστικά το διηύθυνε, η Καρυοφυλλιά μόλις σχόλαγε από το σχολείο χωνόταν κατευθείαν στο ανδροκρατούμενο καφενείο. Μέσα σε καπνούς τσιγάρων, ζαριές από τάβλι, βρισιές και κουβέντες ανθρώπων σκληρών και αγράμματων, καθόταν σε μια γωνιά και διάβαζε τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Μοναδική συντροφιά της, ένα ξεχαρβαλωμένο ραδιοφωνάκι όπου απολάμβανε να ακούει θεατρικά έργα ταξιδεύοντας νοερά σε τόπους μακριά από τη Δόξα Έβρου, σε ρόλους εκτός καφενείου.
Η ευκαιρία θα έρθει με τις σπουδές της στη Θεσσαλονίκη στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, σπουδές που τελικά θα της φανούν αχρείαστες αφού άλλα ήταν τα πλάνα για τη ζωή της. Λένε ότι ποτέ δεν πήρε το πτυχίο της, αντιθέτως θα αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Είναι η εποχή του νεανικού ενθουσιασμού, των καλλιτεχνικών παρεών, του μποέμικου τρόπου ζωής, των πειραματισμών. Θα ιδρύσει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, θα περάσει από το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης αλλά τα χρόνια που θα τη σημαδεύσουν θα είναι εκείνα του Ανοιχτού Θεάτρου, του οποίου υπήρξε στέλεχος για οκτώ χρόνια (από το ’84 έως το ’92). Με την τότε θεατρική της οικογένεια, με δεσπόζουσα την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Γιώργου Μιχαηλίδη, θα ερμηνεύσει ρόλους σε έργα-σταθμούς του κλασικού ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Μπομαρσέ, Στρίντμπεργκ, Τσέχοφ, Αντρέγιεφ κ.τ.λ.). Η Λυδία Φωτοπούλου, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Νίκος Σεργιανόπουλος, ο Κώστας Φαλελάκης είναι φίλοι της εκτός από συνεργάτες, άνθρωποι με ταλέντο, ανήσυχοι, με πάθος για την τέχνη τους.
Αν και στους θεατρικούς κύκλους είναι σχετικά γνωστή και έχει παίξει σε δύο ταινίες (στον «Έρωτα του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα και στον «Μελισσοκόμο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου), το ευρύ κοινό την αγνοεί. Η πρώτη της τηλεοπτική συμμετοχή στις «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας: “Το τελευταίο γεύμα”, “Το μαύρο δωμάτιο”» (ET2, 1989) θα κάνει αίσθηση. Παίζει με στόφα, έχει δυναμικό και ιδιαίτερο τύπο, είναι σέξι και μυστηριώδης. Με τον «Κίτρινο φάκελο» το δύσκολο όνομά της θα εντυπωθεί σε μεγαλύτερο κοινό με τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του σίριαλ «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» (1992-93) που θα γνωρίσει την καθολική αποδοχή. Θα αρχίσουν οι φωτογραφήσεις, οι συνεντεύξεις, οι δεκάδες προτάσεις.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη φλερτάρει με τις εμπορικές επιλογές αλλά το ενδιαφέρον της πάντα θα είναι στραμμένο σε πιο σύνθετους θεατρικούς ρόλους. Μένει στην Κυψέλη αλλά την κουρεύει μέχρι και σήμερα ο Γιώργος Δουδέσης στο Κολωνάκι. Ντύνεται με άποψη, είναι ενημερωμένη για μόδες κ.τ.λ. αλλά δεν το κάνει και θέμα.
Αν και απεχθάνεται να μιλάει για την προσωπική της ζωή, και ακόμα χειρότερα τα δημοσιεύματα επ’ αυτής -λένε μάλιστα ότι σχεδόν «απαγορεύει» στους εκάστοτε συντρόφους της να αναφέρονται στη σχέση τους μαζί της-, κάποιες φορές δεν καταφέρνει να αποτρέψει τα κουτσομπολιά. Η σχέση της με τον καλογυμνασμένο και εντυπωσιακό Αλέκο Συσσοβίτη, που συναντήθηκαν κινηματογραφικά στην «Ελεύθερη κατάδυση», θα είναι η πρώτη που θα απασχολήσει τα έντυπα.
«Η Καρυοφυλλιά είναι άνθρωπος που γοητεύεται και θαυμάζει πολύ την ομορφιά. Είναι ένα αντρικό στοιχείο της προσωπικότητάς της: όπως βλέπουν οι άντρες μια ωραία γυναίκα, ένα ωραίο σώμα και κάθονται και τη χαζεύουν, έτσι και εκείνη αποσβολώνεται», λέει συνάδελφός της, συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά: «Είναι πολύ μάγκας τύπος. Δεν την ενδιαφέρουν ούτε τα λεφτά, ούτε η εξουσία. Γοητεύεται πολύ, όμως, από τύπους όπως ο Κοβάλσκι, τους ήρωες δηλαδή των έργων του Τένεσι Ουίλιαμς». Που είναι όμορφοι, καλογυμνασμένοι, σχετικά παρακμιακοί, ολίγον τι σημαδεμένοι και μελαγχολικοί.
Για την έλξη της στην αντρική ομορφιά διηγούνται και το εξής περιστατικό: έχει χωρίσει προ πολλού από τον Συσσοβίτη, έχει σχέση με έναν νεαρό ηθοποιό με τον οποίο παίζουν μαζί σε παράσταση που βρίσκεται σε καλοκαιρινή περιοδεία. «Είμαστε στην Πιερία και ξεναγούμαστε από τοπικούς φορείς στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου Κατερίνης. Έχει πολλή ζέστη και κάποια στιγμή ο νεαρός ηθοποιός που είχε σώμα αγάλματος βγάζει το πουκάμισό του. Η Καρυοφυλλιά έχει κολλήσει και τον χαζεύει. Υπήρχε λοιπόν ένα ρυάκι και ο νεαρός καλλονός άρχισε να βρέχει το σώμα του.
Εκείνη, που δεν έχει πάρει το βλέμμα από πάνω του, ξαφνικά του φωνάζει: "Έτσι, βρέξε, αγόρι μου, το κορμί σου", θυμάται αυτόπτης μάρτυρας. Η σχέση της με το νερό έχει επίσης μια θεατρική διάσταση, σαν στοιχείο εξαγνισμού τραγωδίας. Η σχέση της πάλι με τον ηθοποιό Οθωνα Μεταξά, μια σχέση έρωτα και πάθους, θα κρατήσει τέσσερα χρόνια.
Η Καρυοφυλλιά απολαμβάνει ιδιαίτερα να την πηγαίνουν βόλτες με μηχανή και ειδικά στη διαδρομή κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου. Δεν οδηγεί, κυκλοφορεί συνέχεια με ταξί, κυρίως για να πηγαίνει στο θέατρο, διότι γενικά δεν είναι τύπος που βγαίνει συχνά έξω και ειδικά σε κοσμικά στέκια.
Το πολύ να την πετύχεις στα εστιατόρια «Mini Size» και «Πρόσωπα» στην Κωνσταντινουπόλεως, στέκια κυρίως ηθοποιών. Συνήθως κλείνεται στο 85 τετραγωνικών μέτρων σπίτι της στο Πεδίον του Άρεως, το οποίο αγόρασε πριν από πέντε περίπου χρόνια με δάνειο, με λίγους φίλους και τον τωρινό της σύντροφο, τον 38χρονο Βούλγαρο ηθοποιό Κρις Ραντάνοφ, έναν άνθρωπο με βιώματα για πέντε ζωές - και κάποια για σενάρια σε θρίλερ.
Γνώρισε τον πατέρα του σε ηλικία 14 χρόνων καθώς ήταν φυλακισμένος με το κομμουνιστικό καθεστώς, παράλληλα με το σχολείο ήταν και παλαιστής, τελείωσε σχολή τεχνικής ενέργειας, έκανε για δύο χρόνια το στρατιωτικό του με πολλά καψώνια και ξύλο για το τίποτα, δούλεψε ως εισπράκτορας και αργότερα λόγω σωματότυπου και ως πορτιέρης.
Μέχρι που τελικά θα βρεθεί να δουλεύει για λογαριασμό του υπόκοσμου, μπλέκοντας σε συμμορίες με πιστόλια, κλομπ και στιλέτα. Ύστερα από ένα ατύχημα στα 28 του χρόνια, που θα τον καθηλώσει στο νοσοκομείο με σπασμένα σαγόνια, η «καριέρα» του στη νύχτα θα τερματιστεί. Η μητέρα του, που στο μεταξύ έχει έρθει στην Ελλάδα, θα του φτιάξει τα χαρτιά για να τον φέρει εδώ.
Θα δουλέψει στα Goody’s, θα αρχίσει να μαθαίνει ελληνικά, θα ηρεμήσει, θα βρει τον εαυτό του τόσο ώστε να αποφασίσει να κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα: να γίνει ηθοποιός. Θα τελειώσει τη σχολή «Ίασμος», θα πάρει τις πρώτες θεατρικές δουλειές του, θα γνωρίσει την ντίβα του θεάτρου. Ο Κρις Ραντάνοφ ανήκει στην κατηγορία των πραγματικών «ηρώων» που πάντα την έλκυαν. Ζουν μαζί και είναι ευτυχισμένοι. Εκείνη τρέχει συνέχεια από θεατρικό πρότζεκτ σε καινούρια έργα, σε αναγνώσεις ποιημάτων και τελευταία, πολύ σπάνια, σε σίριαλ. Δεν υπάρχουν προτάσεις που να την καλύπτουν καλλιτεχνικά, άρα δεν τις κάνει - κι ας βγαίνει οικονομικά ίσα-ίσα.
Ποτέ δεν είχε εξάρτηση από τα λεφτά, ποτέ δεν έκανε κάτι για τα λεφτά. Και κυρίως γάμο - αν και αυτόν δεν θα τον έκανε ούτως ή άλλως αφού οι συμβάσεις και τα δήθεν βιολογικά ρολόγια που χτυπούν, σε εκείνη τουλάχιστον, τήρησαν σιγή διαρκείας. Ούτε είναι ο ματαιόδοξος τύπος που ανιχνεύει ρυτίδες και θα βγει στο σανίδι με ψεύτικες βλεφαρίδες ενώ παίζει την ηρωίδα που βρίσκεται, ας πούμε, στο κελί της φυλακής.
Φροντίζει τη διατροφή της, γυμνάζεται εντατικά, το σώμα της είναι σμιλεμένο και το πρόσωπό της μεγαλώνει όμορφα, χωρίς «παρεμβάσεις». Ειδικά σήμερα θεωρεί ύβρη τον υποτιθέμενο «λαμπερό τρόπο ζωής». Άλλωστε και εκείνη την κυνηγούν λογαριασμοί και τράπεζες και τρέχει νυχθημερόν όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Φέτος το καλοκαίρι πάλι δεν θα κάνει διακοπές. Τα τελευταία 10 χρόνια άλλωστε το ίδιο της συμβαίνει. Το πολύ να σταματήσει για μία εβδομάδα. Θα είναι, όμως, στην Επίδαυρο, στην παράσταση του Εθνικού «Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη, που θα σκηνοθετήσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, κι αυτό είναι που προέχει τώρα για εκείνη.
«Δεν δέχομαι τον όρο σταρ. Είμαι μια εργαζόμενη ηθοποιός», συνηθίζει να λέει και το δείχνει στην πράξη.
Το 1992 η αείμνηστη σταρ με το αλάνθαστο ένστικτο είναι καλεσμένη στον «Πρωινό καφέ» του ANT1. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, καθισμένη στον καναπέ, σε κουβέντα που στήνεται για τα υποσχόμενα ταλέντα της υποκριτικής, παροτρύνει τους τηλεθεατές να συγκρατήσουν ένα όνομα: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη...»
«Το μέλλον τής επιφυλάσσει λαμπρή καριέρα», προέβλεψε η Αλίκη, «μανούλα», όπως λένε άνθρωποι του χώρου, στο να εντοπίζει ταλαντούχους ηθοποιούς, όχι από ανταγωνιστική νοοτροπία, αλλά κυρίως από πάθος για την τέχνη της.
Ένα πάθος που συμμερίζεται εξίσου και η μυστηριώδης για κάποιους Καρυοφυλλιά που προτίμησε τα βαθιά νερά της υποκριτικής από τα εμπορικά τηλεοπτικά μονοπάτια των παχυλών -κάποτε- αμοιβών. Το έχει αποδείξει ποικιλοτρόπως μέσα από θεατρικές επιλογές, συνεργασίες, επιλεκτικές τηλεοπτικές συμμετοχές και ακόμα πιο περιορισμένες συνεντεύξεις, όπου ζήτημα αν της αποσπάσεις κουβέντες για κάποια πιο προσωπικά ζητήματα. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν είναι ξινή, ούτε απροσπέλαστη, ούτε δήθεν κουλτουριάρα, απλά δεν αντέχει να αναλώνεται σε λαϊφσταλίστικες επιταγές, να το παίζει έτσι ή αλλιώς, να δίνει tips, in και out, να μιλάει για μόδα, να κάνει επίδειξη αποκτημάτων.
Όχι ότι δεν τα έχει κάνει. Ειδικά νεότερη ως πιο άπειρη και ψαρωμένη με τις απαιτήσεις των εντύπων για πόζες και δηλώσεις, η ηθοποιός που έκανε το μπαμ με τον τηλεοπτικό «Κίτρινο φάκελο» το ’90 έγινε γνωστή ως γυναίκα μοιραία και βαμπ - κι έτσι άρεσε στα media να την πλασάρουν. Μετά, βέβαια, αποφάσισε να πλασάρεται η ίδια όπως ήθελε, αποτινάζοντας τις ταμπέλες σαν αντιαισθητικούς κόκκους σκόνης από μαύρα σακάκια. Καλύτερα ας πούμε να παίζει στο θέατρο φορώντας γεροντίστικο φόρεμα με καφέ παντόφλες και τα μαλλιά μαζεμένα κότσο παρά να το παίζει σατανική κυρία εφοπλιστού με σινιέ συνολάκια σε καθημερινή σαπουνόπερα. Φέτος είναι η δεύτερη χρονιά που παίζει στο θεατρικό έργο «La Chunga» μαζί με την Ηλιάννα Μαυρομάτη -σ.σ.: κόρη της Λίλας Καφαντάρη- στον ρόλο μιας πενηντάρας αντρογυναίκας που διευθύνει ένα παρακμιακό καφενείο κάπου στο Περού. Λένε ότι, όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο κοντά έρχεσαι στο μακρινό παρελθόν σου.
Ίσως αυτό να συμβαίνει και στην Καραμπέτη, η οποία για τον ρόλο της άντλησε κάμποσο υλικό από το παρόμοιο σκηνικό που έζησε μέχρι τα εφηβικά της χρόνια σε ένα άλλο καφενείο στον Έβρο. Τα δικά της βιώματα, δηλαδή, ήρθαν και τη βρήκαν πάνω στη σκηνή.
Σινεμά ο Παράδεισος
Γεννήθηκε στην Ελλάδα του ’57 σε ένα μικρό χωριό του Έβρου, τη Δόξα - είχε προηγηθεί ο αδερφός της, που αργότερα θα μεταναστεύσει στη Γερμανία για 35 χρόνια. Χρόνια δύσκολα, φτωχικά, με το κύμα μετανάστευσης να σαρώνει πόλεις και χωριά αλλά και με εικόνες αυθεντικές που συνηθίζονται σε πλάνα νοσταλγικών ταινιών του νεορεαλισμού.
«Από κείνα τα χρόνια θυμάμαι τα χρώματα των εποχών, το σκαρφάλωμα στα δέντρα, τη γεύση του φρέσκου αµύγδαλου, τη µυρωδιά του σιµιγδαλένιου χαλβά που έψηνε η µητέρα µου στον φούρνο της ξυλόσομπας, τον χιονοπόλεμο στα διαλείμματα του σχολείου, το νερό που κουβαλούσαµε µε τις στάμνες από την πηγή, τις αυτοσχέδιες κούνιες φτιαγμένες µε σχοινιά και κουβέρτες, τα πηγάδια στις αυλές, τις νύχτες µε τον έναστρο ουρανό που δεν τον βλέπω πια στην πόλη, τα “αστέρια” που πετούσαν γύρω µας το καλοκαίρι -οι πυγολαμπίδες-, τα πρόσωπα των ανθρώπων που τα άλλαξε τόσο η ζωή, τις κινηµατογραφικές προβολές στο καφενείο του πατέρα µου, κάτι σαν "Σινεµά ο Παράδεισος”», θα δηλώσει πρόσφατα σε συνέντευξή της, κάτι παράδοξο για εκείνη που σπάνια αναφέρεται στα χρόνια του Έβρου.
Σε αυτό το καφενείο που βρισκόταν κάτω από το πατρικό της σπίτι θα κυλήσουν όλα της τα παιδικά χρόνια μέχρι και την εφηβεία. Καθώς η μητέρα της ήταν εκείνη που ουσιαστικά το διηύθυνε, η Καρυοφυλλιά μόλις σχόλαγε από το σχολείο χωνόταν κατευθείαν στο ανδροκρατούμενο καφενείο. Μέσα σε καπνούς τσιγάρων, ζαριές από τάβλι, βρισιές και κουβέντες ανθρώπων σκληρών και αγράμματων, καθόταν σε μια γωνιά και διάβαζε τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Μοναδική συντροφιά της, ένα ξεχαρβαλωμένο ραδιοφωνάκι όπου απολάμβανε να ακούει θεατρικά έργα ταξιδεύοντας νοερά σε τόπους μακριά από τη Δόξα Έβρου, σε ρόλους εκτός καφενείου.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
Η ευκαιρία θα έρθει με τις σπουδές της στη Θεσσαλονίκη στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, σπουδές που τελικά θα της φανούν αχρείαστες αφού άλλα ήταν τα πλάνα για τη ζωή της. Λένε ότι ποτέ δεν πήρε το πτυχίο της, αντιθέτως θα αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Είναι η εποχή του νεανικού ενθουσιασμού, των καλλιτεχνικών παρεών, του μποέμικου τρόπου ζωής, των πειραματισμών. Θα ιδρύσει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, θα περάσει από το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης αλλά τα χρόνια που θα τη σημαδεύσουν θα είναι εκείνα του Ανοιχτού Θεάτρου, του οποίου υπήρξε στέλεχος για οκτώ χρόνια (από το ’84 έως το ’92). Με την τότε θεατρική της οικογένεια, με δεσπόζουσα την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Γιώργου Μιχαηλίδη, θα ερμηνεύσει ρόλους σε έργα-σταθμούς του κλασικού ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Μπομαρσέ, Στρίντμπεργκ, Τσέχοφ, Αντρέγιεφ κ.τ.λ.). Η Λυδία Φωτοπούλου, η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Νίκος Σεργιανόπουλος, ο Κώστας Φαλελάκης είναι φίλοι της εκτός από συνεργάτες, άνθρωποι με ταλέντο, ανήσυχοι, με πάθος για την τέχνη τους.
Αν και στους θεατρικούς κύκλους είναι σχετικά γνωστή και έχει παίξει σε δύο ταινίες (στον «Έρωτα του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα και στον «Μελισσοκόμο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου), το ευρύ κοινό την αγνοεί. Η πρώτη της τηλεοπτική συμμετοχή στις «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας: “Το τελευταίο γεύμα”, “Το μαύρο δωμάτιο”» (ET2, 1989) θα κάνει αίσθηση. Παίζει με στόφα, έχει δυναμικό και ιδιαίτερο τύπο, είναι σέξι και μυστηριώδης. Με τον «Κίτρινο φάκελο» το δύσκολο όνομά της θα εντυπωθεί σε μεγαλύτερο κοινό με τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του σίριαλ «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» (1992-93) που θα γνωρίσει την καθολική αποδοχή. Θα αρχίσουν οι φωτογραφήσεις, οι συνεντεύξεις, οι δεκάδες προτάσεις.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη φλερτάρει με τις εμπορικές επιλογές αλλά το ενδιαφέρον της πάντα θα είναι στραμμένο σε πιο σύνθετους θεατρικούς ρόλους. Μένει στην Κυψέλη αλλά την κουρεύει μέχρι και σήμερα ο Γιώργος Δουδέσης στο Κολωνάκι. Ντύνεται με άποψη, είναι ενημερωμένη για μόδες κ.τ.λ. αλλά δεν το κάνει και θέμα.
Λεωφορείο ο πόθος
Αν και απεχθάνεται να μιλάει για την προσωπική της ζωή, και ακόμα χειρότερα τα δημοσιεύματα επ’ αυτής -λένε μάλιστα ότι σχεδόν «απαγορεύει» στους εκάστοτε συντρόφους της να αναφέρονται στη σχέση τους μαζί της-, κάποιες φορές δεν καταφέρνει να αποτρέψει τα κουτσομπολιά. Η σχέση της με τον καλογυμνασμένο και εντυπωσιακό Αλέκο Συσσοβίτη, που συναντήθηκαν κινηματογραφικά στην «Ελεύθερη κατάδυση», θα είναι η πρώτη που θα απασχολήσει τα έντυπα.
«Η Καρυοφυλλιά είναι άνθρωπος που γοητεύεται και θαυμάζει πολύ την ομορφιά. Είναι ένα αντρικό στοιχείο της προσωπικότητάς της: όπως βλέπουν οι άντρες μια ωραία γυναίκα, ένα ωραίο σώμα και κάθονται και τη χαζεύουν, έτσι και εκείνη αποσβολώνεται», λέει συνάδελφός της, συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά: «Είναι πολύ μάγκας τύπος. Δεν την ενδιαφέρουν ούτε τα λεφτά, ούτε η εξουσία. Γοητεύεται πολύ, όμως, από τύπους όπως ο Κοβάλσκι, τους ήρωες δηλαδή των έργων του Τένεσι Ουίλιαμς». Που είναι όμορφοι, καλογυμνασμένοι, σχετικά παρακμιακοί, ολίγον τι σημαδεμένοι και μελαγχολικοί.
Για την έλξη της στην αντρική ομορφιά διηγούνται και το εξής περιστατικό: έχει χωρίσει προ πολλού από τον Συσσοβίτη, έχει σχέση με έναν νεαρό ηθοποιό με τον οποίο παίζουν μαζί σε παράσταση που βρίσκεται σε καλοκαιρινή περιοδεία. «Είμαστε στην Πιερία και ξεναγούμαστε από τοπικούς φορείς στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου Κατερίνης. Έχει πολλή ζέστη και κάποια στιγμή ο νεαρός ηθοποιός που είχε σώμα αγάλματος βγάζει το πουκάμισό του. Η Καρυοφυλλιά έχει κολλήσει και τον χαζεύει. Υπήρχε λοιπόν ένα ρυάκι και ο νεαρός καλλονός άρχισε να βρέχει το σώμα του.
Εκείνη, που δεν έχει πάρει το βλέμμα από πάνω του, ξαφνικά του φωνάζει: "Έτσι, βρέξε, αγόρι μου, το κορμί σου", θυμάται αυτόπτης μάρτυρας. Η σχέση της με το νερό έχει επίσης μια θεατρική διάσταση, σαν στοιχείο εξαγνισμού τραγωδίας. Η σχέση της πάλι με τον ηθοποιό Οθωνα Μεταξά, μια σχέση έρωτα και πάθους, θα κρατήσει τέσσερα χρόνια.
Η Ασυμβίβαστη
Η Καρυοφυλλιά απολαμβάνει ιδιαίτερα να την πηγαίνουν βόλτες με μηχανή και ειδικά στη διαδρομή κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου. Δεν οδηγεί, κυκλοφορεί συνέχεια με ταξί, κυρίως για να πηγαίνει στο θέατρο, διότι γενικά δεν είναι τύπος που βγαίνει συχνά έξω και ειδικά σε κοσμικά στέκια.
Το πολύ να την πετύχεις στα εστιατόρια «Mini Size» και «Πρόσωπα» στην Κωνσταντινουπόλεως, στέκια κυρίως ηθοποιών. Συνήθως κλείνεται στο 85 τετραγωνικών μέτρων σπίτι της στο Πεδίον του Άρεως, το οποίο αγόρασε πριν από πέντε περίπου χρόνια με δάνειο, με λίγους φίλους και τον τωρινό της σύντροφο, τον 38χρονο Βούλγαρο ηθοποιό Κρις Ραντάνοφ, έναν άνθρωπο με βιώματα για πέντε ζωές - και κάποια για σενάρια σε θρίλερ.
Γνώρισε τον πατέρα του σε ηλικία 14 χρόνων καθώς ήταν φυλακισμένος με το κομμουνιστικό καθεστώς, παράλληλα με το σχολείο ήταν και παλαιστής, τελείωσε σχολή τεχνικής ενέργειας, έκανε για δύο χρόνια το στρατιωτικό του με πολλά καψώνια και ξύλο για το τίποτα, δούλεψε ως εισπράκτορας και αργότερα λόγω σωματότυπου και ως πορτιέρης.
Μέχρι που τελικά θα βρεθεί να δουλεύει για λογαριασμό του υπόκοσμου, μπλέκοντας σε συμμορίες με πιστόλια, κλομπ και στιλέτα. Ύστερα από ένα ατύχημα στα 28 του χρόνια, που θα τον καθηλώσει στο νοσοκομείο με σπασμένα σαγόνια, η «καριέρα» του στη νύχτα θα τερματιστεί. Η μητέρα του, που στο μεταξύ έχει έρθει στην Ελλάδα, θα του φτιάξει τα χαρτιά για να τον φέρει εδώ.
Θα δουλέψει στα Goody’s, θα αρχίσει να μαθαίνει ελληνικά, θα ηρεμήσει, θα βρει τον εαυτό του τόσο ώστε να αποφασίσει να κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα: να γίνει ηθοποιός. Θα τελειώσει τη σχολή «Ίασμος», θα πάρει τις πρώτες θεατρικές δουλειές του, θα γνωρίσει την ντίβα του θεάτρου. Ο Κρις Ραντάνοφ ανήκει στην κατηγορία των πραγματικών «ηρώων» που πάντα την έλκυαν. Ζουν μαζί και είναι ευτυχισμένοι. Εκείνη τρέχει συνέχεια από θεατρικό πρότζεκτ σε καινούρια έργα, σε αναγνώσεις ποιημάτων και τελευταία, πολύ σπάνια, σε σίριαλ. Δεν υπάρχουν προτάσεις που να την καλύπτουν καλλιτεχνικά, άρα δεν τις κάνει - κι ας βγαίνει οικονομικά ίσα-ίσα.
«Δεν είμαι σταρ, είμαι μια εργαζόμενη ηθοποιός»
Ποτέ δεν είχε εξάρτηση από τα λεφτά, ποτέ δεν έκανε κάτι για τα λεφτά. Και κυρίως γάμο - αν και αυτόν δεν θα τον έκανε ούτως ή άλλως αφού οι συμβάσεις και τα δήθεν βιολογικά ρολόγια που χτυπούν, σε εκείνη τουλάχιστον, τήρησαν σιγή διαρκείας. Ούτε είναι ο ματαιόδοξος τύπος που ανιχνεύει ρυτίδες και θα βγει στο σανίδι με ψεύτικες βλεφαρίδες ενώ παίζει την ηρωίδα που βρίσκεται, ας πούμε, στο κελί της φυλακής.
Φροντίζει τη διατροφή της, γυμνάζεται εντατικά, το σώμα της είναι σμιλεμένο και το πρόσωπό της μεγαλώνει όμορφα, χωρίς «παρεμβάσεις». Ειδικά σήμερα θεωρεί ύβρη τον υποτιθέμενο «λαμπερό τρόπο ζωής». Άλλωστε και εκείνη την κυνηγούν λογαριασμοί και τράπεζες και τρέχει νυχθημερόν όπως οι περισσότεροι Έλληνες. Φέτος το καλοκαίρι πάλι δεν θα κάνει διακοπές. Τα τελευταία 10 χρόνια άλλωστε το ίδιο της συμβαίνει. Το πολύ να σταματήσει για μία εβδομάδα. Θα είναι, όμως, στην Επίδαυρο, στην παράσταση του Εθνικού «Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη, που θα σκηνοθετήσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, κι αυτό είναι που προέχει τώρα για εκείνη.
«Δεν δέχομαι τον όρο σταρ. Είμαι μια εργαζόμενη ηθοποιός», συνηθίζει να λέει και το δείχνει στην πράξη.
Πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (Τζένη Αγιανδρίτη)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω