Πριν από περίπου δύο χρόνια, παραμονή της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, μία πυρκαγιά σε γραφείο του δικαστικού μεγάρου Αλεξανδρούπολης, είχε φέρει στην επιφάνεια τόσο τα προβλήματα του κτιρίου, όσο και την ανάγκη διεκδίκησης κατασκευής νέου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν συζητήσεις για την ακαταλληλότητα του Δικαστικού Μεγάρου, ενός ναι μεν πανέμορφου κτιρίου, που κοσμεί την παραλιακή της Αλεξανδρούπολης, αλλά δεν εξυπηρετεί πλέον στον βαθμό που θα έπρεπε, τόσο τους δικηγόρους και τους δικαστικούς υπαλλήλους, όσο και τους ίδιους τους πολίτες...»
Το κτίριο του Δικαστικού Μεγάρου είναι ένα από τα λιγοστά παραδοσιακά κτίρια που έχουν απομείνει με το άρωμα της παλιάς Αλεξανδρούπολης. Το ισόγειό του κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1910 και ο πρώτος όροφος το 1958. Από τότε μέχρι σήμερα, ο πληθυσμός της Αλεξανδρούπολης έχει τετραπλασιαστεί, ενώ το περιστατικό εκείνο της πυρκαγιάς, έδειξε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ότι το Δικαστικό Μέγαρο δεν πληροί βασικούς κανόνες ασφαλείας.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι πως όταν κατασκευάστηκε το κτίριο δεν προβλέπονταν από τους κατασκευαστές ούτε καν έξοδοι κινδύνου. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι και η έλλειψη υποδομής για την άνετη πρόσβαση στο κτίριο των συνανθρώπων μας με κινητικά προβλήματα, καθώς ο παραδοσιακός χαρακτήρας του κτιρίου, σύμφωνα με τους δικαστικούς, δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε εξωτερική διαμόρφωση και προσθήκη.
Σήμερα, οι συζητήσεις για τη δημιουργία νέου δικαστικού μεγάρου, έχουν κοπάσει. Στην περίοδο που διανύουμε, που τα κονδύλια είναι ανύπαρκτα ή πέφτουν με το σταγονόμετρο, κανείς θα πρέπει να διεκδικήσει με ιδιαίτερη επιμονή την οποιαδήποτε νέα υποδομή. Μάλιστα, σε συνάντηση που είχε πριν λίγους μήνες ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης Κωνσταντίνος Ντίνας με τον προηγούμενο γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργο Δημήτραινα, όταν το θέμα νέου δικαστικού μεγάρου έπεσε στο τραπέζι, η αντίδραση του Γ.Γ. ήταν λίγο - πολύ στο πνεύμα του «μη το συζητάτε καν», υπογραμμίζοντας πως διανύουμε μία πολύ δύσκολη, οικονομικά, περίοδο.
Ωστόσο, σε κάποιες περιοχές, όπως είναι η Πάτρα και το Ηράκλειο, τα νέα δικαστικά μέγαρα, μέσω ΣΔΙΤ, έχουν πάρει τον δρόμο της δημοπράτησης και υλοποίησης, παρά την υπάρχουσα συγκυρία.
«Στην τελευταία συνάντηση που είχαμε με τον προηγούμενο γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν αναφέρθηκα στο ζήτημα της ανάγκης δημιουργίας νέου δικαστικού μεγάρου στην Αλεξανδρούπολη, μου είπε λίγο – πολύ πως δεν υπάρχει περίπτωση να δοθούν κονδύλια, σε μία τέτοια περίοδο, για ένα τέτοιο έργο», λέει ο κ. Ντίνας, σημειώνοντας ωστόσο πως το κτίριο του δικαστικού μεγάρου, μπορεί να έχει σημαντική ιστορική αξία και σπουδαία αρχιτεκτονική, ωστόσο, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της περιοχής.
«Χωρίς υποδομές δεν μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη. Δυστυχώς, το δικαστήριο δεν είναι στην κατάσταση που θα έπρεπε, κι επειδή ανήκει στο ΤΑΧΔΙΚ κι είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο, δεν μπορούμε ούτε καν κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις να κάνουμε», αναφέρει ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Αλεξανδρούπολης.
Για τη δημιουργία ενός νέου, σύγχρονου, άνετου κτιρίου που θα μπορέσει να στεγάσει όλες τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου, πέρα από τα κονδύλια, που είναι και το σπουδαιότερο, θα χρειαζόταν να παραχωρηθεί από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης ένα οικόπεδο, τουλάχιστον 5 στρεμμάτων, προς το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο θα μπορούσε να αναλάβει το κόστος της κατασκευής του νέου Δικαστικού Μεγάρου. Αυτό φυσικά, εφόσον υπάρξει κι η ανάλογη πίεση και διεκδίκηση, τόσο από το δικηγορικό σύλλογο, όσο και από τη νέα δημοτική αρχή, ο επικεφαλής της οποίας, γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ανάγκες και τα προβλήματα.
Η παραχώρηση αυτή βέβαια θα έκρυβε ένα ενδιαφέρον αντάλλαγμα για το Δήμο και τους πολίτες του. Ο Δήμος θα παραχωρούσε ένα οικόπεδο και θα αναλάμβανε το κτίριο που στεγάζεται σήμερα το Δικαστικό Μέγαρο, για να το χρησιμοποιήσει όπως κρίνει καλύτερα, προς όφελος των δημοτών του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν συζητήσεις για την ακαταλληλότητα του Δικαστικού Μεγάρου, ενός ναι μεν πανέμορφου κτιρίου, που κοσμεί την παραλιακή της Αλεξανδρούπολης, αλλά δεν εξυπηρετεί πλέον στον βαθμό που θα έπρεπε, τόσο τους δικηγόρους και τους δικαστικούς υπαλλήλους, όσο και τους ίδιους τους πολίτες...»
Το κτίριο του Δικαστικού Μεγάρου είναι ένα από τα λιγοστά παραδοσιακά κτίρια που έχουν απομείνει με το άρωμα της παλιάς Αλεξανδρούπολης. Το ισόγειό του κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1910 και ο πρώτος όροφος το 1958. Από τότε μέχρι σήμερα, ο πληθυσμός της Αλεξανδρούπολης έχει τετραπλασιαστεί, ενώ το περιστατικό εκείνο της πυρκαγιάς, έδειξε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο ότι το Δικαστικό Μέγαρο δεν πληροί βασικούς κανόνες ασφαλείας.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι πως όταν κατασκευάστηκε το κτίριο δεν προβλέπονταν από τους κατασκευαστές ούτε καν έξοδοι κινδύνου. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι και η έλλειψη υποδομής για την άνετη πρόσβαση στο κτίριο των συνανθρώπων μας με κινητικά προβλήματα, καθώς ο παραδοσιακός χαρακτήρας του κτιρίου, σύμφωνα με τους δικαστικούς, δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε εξωτερική διαμόρφωση και προσθήκη.
Σήμερα, οι συζητήσεις για τη δημιουργία νέου δικαστικού μεγάρου, έχουν κοπάσει. Στην περίοδο που διανύουμε, που τα κονδύλια είναι ανύπαρκτα ή πέφτουν με το σταγονόμετρο, κανείς θα πρέπει να διεκδικήσει με ιδιαίτερη επιμονή την οποιαδήποτε νέα υποδομή. Μάλιστα, σε συνάντηση που είχε πριν λίγους μήνες ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης Κωνσταντίνος Ντίνας με τον προηγούμενο γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργο Δημήτραινα, όταν το θέμα νέου δικαστικού μεγάρου έπεσε στο τραπέζι, η αντίδραση του Γ.Γ. ήταν λίγο - πολύ στο πνεύμα του «μη το συζητάτε καν», υπογραμμίζοντας πως διανύουμε μία πολύ δύσκολη, οικονομικά, περίοδο.
Ωστόσο, σε κάποιες περιοχές, όπως είναι η Πάτρα και το Ηράκλειο, τα νέα δικαστικά μέγαρα, μέσω ΣΔΙΤ, έχουν πάρει τον δρόμο της δημοπράτησης και υλοποίησης, παρά την υπάρχουσα συγκυρία.
Ντίνας: «Χωρίς υποδομές δεν μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη»
«Στην τελευταία συνάντηση που είχαμε με τον προηγούμενο γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν αναφέρθηκα στο ζήτημα της ανάγκης δημιουργίας νέου δικαστικού μεγάρου στην Αλεξανδρούπολη, μου είπε λίγο – πολύ πως δεν υπάρχει περίπτωση να δοθούν κονδύλια, σε μία τέτοια περίοδο, για ένα τέτοιο έργο», λέει ο κ. Ντίνας, σημειώνοντας ωστόσο πως το κτίριο του δικαστικού μεγάρου, μπορεί να έχει σημαντική ιστορική αξία και σπουδαία αρχιτεκτονική, ωστόσο, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της περιοχής.
«Χωρίς υποδομές δεν μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη. Δυστυχώς, το δικαστήριο δεν είναι στην κατάσταση που θα έπρεπε, κι επειδή ανήκει στο ΤΑΧΔΙΚ κι είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο, δεν μπορούμε ούτε καν κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις να κάνουμε», αναφέρει ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Αλεξανδρούπολης.
Ο ρόλος του Δήμου
Για τη δημιουργία ενός νέου, σύγχρονου, άνετου κτιρίου που θα μπορέσει να στεγάσει όλες τις υπηρεσίες του Δικαστηρίου, πέρα από τα κονδύλια, που είναι και το σπουδαιότερο, θα χρειαζόταν να παραχωρηθεί από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης ένα οικόπεδο, τουλάχιστον 5 στρεμμάτων, προς το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο θα μπορούσε να αναλάβει το κόστος της κατασκευής του νέου Δικαστικού Μεγάρου. Αυτό φυσικά, εφόσον υπάρξει κι η ανάλογη πίεση και διεκδίκηση, τόσο από το δικηγορικό σύλλογο, όσο και από τη νέα δημοτική αρχή, ο επικεφαλής της οποίας, γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ανάγκες και τα προβλήματα.
Η παραχώρηση αυτή βέβαια θα έκρυβε ένα ενδιαφέρον αντάλλαγμα για το Δήμο και τους πολίτες του. Ο Δήμος θα παραχωρούσε ένα οικόπεδο και θα αναλάμβανε το κτίριο που στεγάζεται σήμερα το Δικαστικό Μέγαρο, για να το χρησιμοποιήσει όπως κρίνει καλύτερα, προς όφελος των δημοτών του.
Πηγή: Εφημερίδα Η ΓΝΩΜΗ (Κική Ηπειρώτου)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω