Οι πρόγονοί τους ανέβηκαν στην Πίνδο περίπου το 1381, τότε που κυριάρχησαν οι Τούρκοι στην περιοχή. Εκεί, έζησαν απομονωμένοι μέχρι περίπου το 1815, διατηρώντας όλα τα αρχαιοελληνικά στοιχεία, γλώσσα, ήθη, έθιμα και λαϊκή τέχνη, που τους χαρακτήριζαν. Ο λόγος για τους Σαρακατσάνους, ή Σαρακατσαναίους, μια πανάρχαια ελληνική νομαδική φυλή.
Για τους Σαρακατσάνους είναι γνωστό ότι δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους. Απεναντίας, τους πολέμησαν γενναία, γεγονός που εξόργισε τον ίδιο τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Είναι, επίσης, πολύ γνωστές από την ιστορία και τις παραδόσεις μας οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ασκέρι του και τον Σαρακατσάνο προεπαναστατικό ήρωα Κατσαντώνη, ο οποίος τελικά συνελήφθη από τον Αλί Πασά και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Εξαιτίας αυτών των διώξεων, αναγκάστηκαν οι Σαρακατσάνοι να εγκαταλείψουν τα Άγραφα, με τα ποίμνιά τους, και να εξαπλωθούν στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Φεύγοντας από την Πίνδο, οργανώθηκαν σε αυστηρά κλειστές κοινωνίες, “τα τσελιγκάτα”, που διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του '40...»
Αλλά και η Κωνσταντινούπολη είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Σαρακατσάνους, η παράδοση των οποίων συνδέεται άμεσα με την Ορθοδοξία και με το Βυζάντιο. «Ευλογημένος είναι αυτός που θα αφήσει τα Άγραφα και θα πάει στην Πόλη», έλεγαν τότε οι Σαρακατσάνοι, που μέσα από τα έθιμά τους δημιούργησαν έναν άξονα αναφοράς μεταξύ των Αγράφων και της Κωνσταντινούπολης. Η “ιερή” αυτή σχέση χιλιοτραγουδήθηκε και μυθοποιήθηκε, με το πέρασμα των χρόνων.
«Η ζωή των Σαρακατσάνων ήταν αυστηρά προσδιορισμένη -τα καλοκαίρια στα ψηλά βουνά, στα τσελιγκάτα τους, και το χειμώνα στον κάμπο, στα χειμαδιά- στον ελλαδικό χώρο, στη Σερβία και στη Βουλγαρία, ακόμη και στη Μικρά Ασία», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ελευθερίου Κορδελιού-Ευόσμου, o “Σταυραετός”, καθηγητής μαθηματικών, Αθανάσιος Γαλατάς, ο οποίος έχει κάνει εργασίες πάνω στη ζωή των Σαρακατσάνων και ειδικότερα πάνω στα τραγούδια της φυλής του κατά τον 20ο αιώνα.
Ο προπάππος του, Κωνσταντίνος Γαλατάς, έφυγε περίπου το 1870 από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, μαζί με άλλους Σαρακατσαναίους τσέλιγκες, για να φτάσουν στην περιοχή του Νις (Σερβία), με 5.000 πρόβατα και 1.000 άλογα.
«Η περηφάνια των Σαρακατσάνων ήταν ότι δεν υποδουλώθηκαν στους Τούρκους. Έτσι, το τότε ορθόδοξο σερβικό κράτος ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό γι΄ αυτούς, η Ελλάδα ήταν πάντα όμως στην καρδιά τους. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’40, επέστρεψαν στην πατρίδα».
Περίφημοι τόποι για τα χειμαδιά των Σαρακατσάνων στον ελλαδικό χώρο ήταν η Αττική, αλλά και η Χαλκιδική, λόγω του ξερού κλίματος που είχε. Την περίοδο 1939-1940, από τη Λάρισα και πάνω, υπήρχαν 100 τσελιγκάτα, με 2.366 οικογένειες, σύμφωνα με στοιχεία του Λαογραφικού Μουσείου Σαρακατσάνων Σερρών. Ο συνολικός πληθυσμός ήταν 14.196 άτομα, με βιός 744.300 πρόβατα, 122.160 γίδια και 12.755 άλογα.
Χαρακτηριστικό για τους Σαρακατσάνους είναι ότι ήξεραν όλοι γράμματα. Στα τσελιγκάτα τους φρόντιζαν τα καλοκαίρια να έχουν πάντα κάποιο δάσκαλο. «Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Μενέλαος Λουντέμης, όταν μαθητής ακόμη στη Γ΄ Γυμνασίου δίδαξε στο Βέρμιο τα παιδιά των Σαρακατσάνων, μια εμπειρία την οποία περιγράφει στο βιβλίο του “Συννεφιάζει”», μας αναφέρει ο κ. Γαλατάς.
Η μετάδοση των γνώσεων στους Σαρακατσάνους γινόταν με την άμεση και καθημερινή επαφή των νέων με τους μεγαλύτερους (αδέλφια, γονείς κ.ά.), στη δουλειά, στο σπίτι, μέσα από συζητήσεις και διηγήσεις. Έτσι, αποκτούσαν μια γενική μόρφωση. Εκτός, όμως, από τη γενική μόρφωση τα παιδιά (μόνο τα αγόρια) έπρεπε να αποκτήσουν βασική μόρφωση (ανάγνωση και αριθμητική), για να μπορούν να “λογαριάζονται”, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, να μπορούν να ελέγχουν τα λογιστικά του τσελιγκάτου.
Για να μάθουν ανάγνωση και γραφή, τα παιδιά χρησιμοποιούσαν σουγιά, τον οποίο δεν αποχωρίζονταν ποτέ, και μ΄ αυτόν χάραζαν γράμματα και αριθμούς στους κορμούς των δέντρων ή σε κάποιο σανίδι. Από την περίοδο, όμως, που λειτουργούσαν τα τσελιγκάτα και μέχρι το 1945, τη βασική τους μόρφωση την αναλάμβανε κάποιος δάσκαλος ή ορισμένες φορές κάποιος απόφοιτος Γυμνασίου, κατά τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Τον δάσκαλο τον πλήρωναν κατ’ αποκοπή για το διάστημα αυτό που απασχολούνταν στο τσελιγκάτο. Τι σίτισή του αναλάμβαναν οι οικογένειες που είχαν παιδιά στο σχολείο, ενώ για τη διαμονή του υπήρχε το δασκαλοκάλυβο, δίπλα στο καλύβι που χρησιμοποιούσαν ως σχολείο. Το μάθημα γινόταν μέσα στο σχολείο ή και έξω, κάτω από δέντρα κοντά σε βρύσες.
Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας τσελιγκάτων, η εκπαίδευση των Σαρακατσάνων έγινε πιο οργανωμένη, οπότε τα σχολεία εξοπλίστηκαν με θρανία και μαυροπίνακες. Σε τέτοια σχολεία πήραν τις πρώτες γνώσεις Σαρακατσάνοι, οι οποίοι, αργότερα, μετά τη διάλυση των τσελιγκάτων, έγιναν έμποροι, επιχειρηματίες, επιστήμονες, πολιτικοί.
Γεννήθηκε σε σαρακατσάνικη καλύβα, μεγάλωσε σε στάνη, ανδρώθηκε σε τσελιγκάτο. Ο λόγος για τον Νίκο Κατσαρό, ο οποίος έφτασε να γίνει αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Είναι ο άνθρωπος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις αρχαιοελληνικές ρίζες του Σαρακατσάνικου λόγου και έχει εκδώσει σχετικά βιβλία, τα έσοδα από τις πωλήσεις των οποίων διαθέτει για τους σκοπούς της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων.
«Σαρακατσάνοι και νομάδες ποιμένες ήταν οι γονείς μου και οι πάπποι μου και οι προπάπποι μου και προπάπποι εκείνων…», θα μας πει με συγκίνηση ο κ. Κατσαρός. «Όταν ήρθα σε επαφή με τον κόσμο των χωριών και των πόλεων, ως μαθητής και φοιτητής αργότερα, διαπίστωσα ότι πολλές λέξεις που χρησιμοποιούσαν ο παππούς και η γιαγιά, όπως και οι γονείς μου, ήταν άγνωστες σε εκείνους, άλλες πάλι είχαν άλλο περιεχόμενο, άλλη σημασία, διαφορετική προφορά. Οι ασυνήθιστες και περίεργες λέξεις της σαρακατσάνικης ομιλίας με προβλημάτιζαν πάντα. Η γνώση, αργότερα, της παραδοχής της επιστήμης, χωρίς σοβαρό και υπεύθυνο αντίλογο, ότι οι Σαρακατσάνοι είναι ένα αρχαίο ελληνικό φύλο -το αρχαιότερο ίσως- αναγκαία με οδήγησε στη σκέψη ότι πρέπει να αναζητήσω τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσας», αναφέρει.
Κάτι που έκανε, τελικά, με πολλή προσοχή και ευλάβεια, αν και δεν είναι γλωσσολόγος. Κατέγραψε και ετυμολόγησε πάνω από 500 σπάνιες σαρακατσάνικες λέξεις. Σε 302 απ’ αυτές απαντώνται οι ρίζες τους στα έπη του Ομήρου. Κάποιες, μάλιστα, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και την ίδια σημασία, άλλες με ελάχιστες διαφορές.
Αλλά και οι λοιπές έχουν επίσης αρχαιοελληνική καταγωγή, όπως επισημαίνει ο κ. Κατσαρός. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μερικές απ’ αυτές: Η λέξη πίνος, που απαντάται μόνο στο Σαρακατσάνικο λόγο (σημαίνει το λερωμένο νερό, μετά το πλύσιμο των μαλλιών των προβάτων, από το πίνος= ρύπος, ακαθαρσία), αγγελοκρούομαι (εξανίσταμαι, δαιμονίζομαι, θίγομαι εύκολα. Άγγελος + κρούω), ακουρμαίνομαι ή ακουρμάζομαι (ακούω με εντεταμένη προσοχή, από το ακροάομαι-ακροώμαι), αρμακάς (σωρός από πέτρες, από το έρμαξ-κος = σωρός λίθων), κ.ά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Σαρακατσάνοι έγραφαν τους στίχους των τραγουδιών τους στο ιαμβικό μέτρο, δεκαπεντασύλλαβο, όπως ο Όμηρος.
Σ’ όλη την Ελλάδα ζουν πάνω από 500.000 Σαρακατσάνοι, οι περισσότεροι στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων, Ευάγγελο Μαρμαγκιόλη, από τον Αλμυρό Βόλου.
Πάντως, ο δήμος Ελευθερίου-Κορδελιού Ευόσμου, όπου πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο το 22ο Πανελλήνιο Συνέδριο Σαρακατσάνων, αποτελεί την πυκνότερη και πολυπληθέστερη περιοχή Σαρακατσαναίων, σ’ όλη την Ελλάδα, αριθμώντας περισσότερους από 7.000 Σαρακατσάνους.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσαναίων ιδρύθηκε το 1981, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου και διατηρεί ιδιόκτητα γραφεία.
«Έχουμε μια λαμπρή πορεία και αυτό μπορεί κανείς να το διακρίνει και στο ετήσιο αντάμωμα που κάνουμε, κάθε χρόνο, στα Περτουλιώτικα Λιβάδια, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη σύναξη Σαρακατσαναίων στα Βαλκάνια, όπου η συμμετοχή ξεπερνά τις 30.000 άτομα. Έχουμε, βέβαια, τα κατά τόπους ανταμώματα και εκδηλώσεις των συλλόγων μας», αναφέρει ο κ. Μαρμαγκιόλης, σύμφωνα με τον οποίο «Σαρακατσάνοι υπάρχουν παντού, κυρίως από τη Λάρισα και πάνω, αλλά έχουμε εντοπίσει “αδέλφια” μας και στην Πελοπόννησο, ακόμα και στα Σφακιά της Κρήτης».
Κύριο μέλημα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων, το “Α” και το “Ω”, όπως λέει ο πρόεδρός της, είναι η διατήρηση της παράδοσης.
«Αυτό είναι το χρέος μας. Αλίμονο, αν ξεχάσουμε την καταγωγή μας. Γι΄ αυτό και είμαστε υπερήφανοι για το Μουσείο των Σαρακατσάνων στις Σέρρες, που χάρη στο Βασίλη Τσαούση, αποτελεί σήμερα “κιβωτό”, με τα χιλιάδες εκθέματα που έχει συγκεντρώσει. Γι΄ αυτό και το στηρίζουμε, όπως και το Μουσείο Σαρακατσαναίων στην Αλεξανδρούπολη», επισημαίνει ο κ. Μαρμαγκιόλης.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσαναίων διατηρεί αδελφικές σχέσεις με την Ομοσπονδία Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας, που αριθμεί περίπου 15.000 μέλη, όπως και με τους Σαρακατσάνους της Φύρομ, που μετρούν περίπου 50 οικογένειες.
Αν και πέρασαν πάνω από 200 χρόνια, που αποκόπηκαν από των εθνικό κορμό, κατόρθωσαν να κρατήσουν την ελληνική γλώσσα, να διατηρήσουν ζωντανά τα πανάρχαια ήθη και έθιμα και την ορθόδοξη πίστη τους, μα πάνω απ΄ όλα τη φλόγα και την αγάπη τους για την Ελλάδα.
Συνομιλώντας με τον 33χρονο πρόεδρο της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας, Κώστα Μπαλέζντροβ, μας εντυπωσιάζουν τα άψογα ελληνικά του. Η εξήγηση απλή, όπως θα μας πει, αφού σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκης.
«Δεν έχουν την ίδια τύχη, όμως, τα υπόλοιπα παιδιά των Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία και αυτό είναι το κύριο μέλημά της Ομοσπονδίας μας, από την ίδρυση της το 1991», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπαλέζντροβ, ο οποίος δηλώνει Έλληνας ορθόδοξος.
«Με την αλλαγή του καθεστώτος, μας δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργήσουμε, το 1991, μια οργάνωση που θα μας εκπροσωπεί στο βουλγαρικό κράτος και ανά τον κόσμο. Έχουμε εννέα συλλόγους, με αριθμό μελών περίπου 15.000 άτομα. Θέλουμε να μάθουν όλα τα παιδιά ελληνικά, γι΄ αυτό και οργανώνουμε μαθήματα στους συλλόγους μας, όπου διδάσκουν Σαρακατσάνοι νέοι, που έχουν παρακολουθήσει, γι’ αυτό το σκοπό, ειδικά μαθήματα στην Ελλάδα. Επίσης, το Υπουργείο Παιδείας της Βουλγαρίας, μέσω ειδικού προγράμματος, έχει εντάξει την ελληνική στο πρόγραμμα του σχολείου του δήμου Ρετσίτσα, κοντά στην πόλη Σλίβεν. Εκεί είναι και ο μεγαλύτερος σύλλογος Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία, με πάνω από 2.000 μέλη. Η έδρα της Ομοσπονδίας μας είναι στο Σλίβεν», σημειώνει ο κ. Μπαλέζντροβ.
Οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία ζουν σε πόλεις στην κοιλάδα των Ρόδων, στην οροσειρά του Αίμου (Σλίβεν, Κάρλοβο, Καζανλακ, Καρνομπάτ), στη Βράτσα, στη Μοντάνα (βόρεια Βουλγαρία), αλλά και στην περιοχή της Ρίλα ( Σάμοκοφ και Ντούπνιτσα).
«Θέλουμε να προσελκύσουμε τη νεολαία μας, ώστε να μην χάσουμε το “νήμα” με την Ελλάδα. Θέλουμε να έρχονται όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά μας σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα, τα καλοκαίρια, όπου θα μπορούν να κάνουν τις διακοπές τους, μαθαίνοντας ταυτόχρονα τη γλώσσα, την ιστορία μας…», τονίζει ο κ. Μπαλέζντροβ, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος απ΄ όλα τα μέλη του ΔΣ της Ομοσπονδίας (ο μικρότερος είναι 25 ετών).
Οι δύο μεγαλύτερες εκδηλώσεις της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας είναι το ετήσιο αντάμωμα, στο βουνό του Σλίβεν, την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου και τον Νοέμβριο, το Φεστιβάλ Παραδοσιακών Χορών “Φλάμπουρας”, όπου λαμβάνουν μέρος όλα τα χορευτικά συγκροτήματα της Ομοσπονδίας. Φέτος, το Φεστιβάλ θα γίνει στο Μπόροβετς.
Τα πρώτα του εγκαίνια έγιναν το 1979, στον πρώτο όροφο ενός παλαιού κτιρίου των Σερρών. Το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων στις Σέρρες, στη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα συνεχών αγώνων 25 ετών, στη διάρκεια των οποίων πέρασε από διάφορες φάσεις, αποσπώντας πολλές τιμητικές διακρίσεις. Μεταξύ αυτών, απέσπασε το 1987 ειδική διάκριση του “Ευρωπαϊκού Βραβείου του Μουσείου της χρονιάς” (Prix du Musee de l’Annee), ανάμεσα σε 146 που είχαν διαγωνισθεί.
Το 1997 εγκαινιάστηκε το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων, με εντελώς νέα μορφή, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το ελληνικό δημόσιο. “Ψυχή” της όλης προσπάθειας, ο πρόεδρος του Μουσείου, Βασίλης Τσαούσης.
«Αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτή την υπόθεση, πιστεύοντας στις αξίες των προγόνων μου», δηλώνει με συγκίνηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Τσαούσης, 81 ετών σήμερα, ο οποίος έζησε 16 χρόνια τη νομαδική ζωή των Σαρακατσάνων. «Θέλω να διατηρηθεί στο ακέραιο η παράδοση των Σαρακατσάνων, χωρίς παραποιήσεις, καθώς οφείλουμε σεβασμό στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου μας. Γι΄ αυτό και ίδρυσα, το 1971, το Σύλλογο Σαρακατσαναίων “Ο Κατσαντώνης”, με χορευτικό συγκρότημα, όπου ήμουν πρωτοχορευτής και χοροδιδάσκαλος», μας λέει.
Ταυτόχρονα, ξεκίνησε και την περισυλλογή υλικού από Σαρακατσάνους, απ΄ όλη την Ελλάδα, με απώτερο στόχο την ίδρυση ενός μουσείου. Πήρε, επίσης, περισσότερες από 2.500 συνεντεύξεις από Σαρακατσάνους, έχοντας ηχογραφήσει 1.800 τραγούδια, μερικά από τα οποία μπορεί κάποιος να τ’ ακούσει ζωντανά στην ιστοσελίδα του Μουσείου. Πολλά από τα τραγούδια αυτά διασώζουν ιστορικές στιγμές της πορείας των Σαρακατσάνων.
Στο εξειδικευμένο μουσείο, που αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και όροφο σε μορφή υπερώου, φιλοξενούνται πάνω από 10.000 αντικείμενα.
«Στο υπόγειο έχουν διαμορφωθεί χώροι αποθήκευσης του μουσειακού υλικού, βιβλιοθήκη και μικρή αίθουσα εκδηλώσεων και διδασκαλίας Σαρακατσάνικων χορών και μουσικής, ενώ στο ισόγειο και τον όροφο κατεβλήθη προσπάθεια να παρουσιαστεί η ζωή και η τέχνη των Σαρακατσάνων κατά την τελευταία φάση της νομαδικής ζωής τους, δηλαδή κατά την εποχή του μεσοπολέμου και ως το τέλος της δεκαετίας του ’40, οπότε ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός εξαφάνισαν τα τσελιγκάτα. Στο ισόγειο, τα χορτόπλεκτα καλύβια, με τις διάφορες μορφές και χρήσεις, δίνουν μια συμπυκνωμένη εικόνα της ζωής στο τσελιγκάτο», λέει ο κ. Τσαούσης.
Με περηφάνια, μας αναφέρει, ακόμη, ότι η Ακαδημία της Σουηδίας έχει κάνει εργασία για τη ζωή των Σαρακατσάνων, μέσω του Μουσείου, γεγονός που προκάλεσε πολλές επισκέψεις Σουηδών επιστημόνων στις Σέρρες. Επίσης, μέλη της Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Δανίας επισκέφθηκαν το Μουσείο, για να καταγράψουν τους χορούς και τα τραγούδια των Σαρακατσάνων, κάτι που δεν έχει γίνει, αντίστοιχα, από κάποια ελληνική πρωτοβουλία, σύμφωνα με τον κ. Τσαούση.
Ο ίδιος δεν παραλείπει να μας αναφέρει τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι το Μουσείο, στην παρούσα φάση, αντιμετωπίζει αδυναμία να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα, περίπου 50.000 ευρώ ετησίως.
Στην προηγμένη τεχνολογικά κοινωνία μας, οι Σαρακατσάνοι παραμένουν γερά δεμένοι με τις ρίζες τους. Ας δούμε κάποια από τα εθιμικά-παραδοσιακά στοιχεία της αυστηρά κλειστής κοινωνίας των Σαρακατσαναίων, δανειζόμενοι στοιχεία από τις ιστοσελίδες του Λαογραφικού Μουσείου των Σαρακατσάνων στις Σέρρες και Συλλόγων Σαρακατσαναίων της Ελλάδας.
Ολόκληρη η ζωή των Σαρακατσάνων, θα λέγαμε, ότι περικλείεται σε τρεις μονάχα λέξεις: Στράτα, βουνά, χειμαδιά.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν αυστηρά πατριαρχική και σ’ αυτή υπήρχαν άγραφοι κανόνες, αυστηροί και απαραβίαστοι. Δουλειά, προσήλωση στην οικογένεια και υποταγή στους νόμους της σαρακατσάνικης κοινωνίας, αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ζωής τους, με απόλυτο σεβασμό στους γονείς.
Ο ρόλος της γυναίκας σ’ αυτή την κοινωνία ήταν αυστηρά προσδιορισμένος. Αν και δεν μάθαινε γράμματα, αυτή αναλάμβανε τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, σύμφωνα με όσα έχει διδαχτεί. Η διδαχή αυτή, χωρίς ξένες επιδράσεις, έφτανε από γενιά σε γενιά, ίδια και απαράλλαχτη, βασισμένη στις θεμελιώδεις αξίες της σαρακατσάνικης ηθικής.
Οι Σαρακατσάνοι ακολουθούσαν αυστηρά την παράδοση και παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Η ενδογαμία αυτή συνέβαλε στη διατήρηση της κλειστής κοινωνίας, των εθίμων και του τρόπου ζωής τους. Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο, που κανόνιζαν οι γονείς των μελλονύμφων.
Αφού αποφασιζόταν το συνοικέσιο και γινόταν κάποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων οικογενειών, έδιναν “λόγο” και σε λίγες ημέρες γινόταν ο αρραβώνας “σύβασμα”, μια ιερή υπόσχεση, που η διάλυσή του ήταν μεγάλη προσβολή για ολόκληρο το σόι. Γινόταν χωρίς την παρουσία των νέων, με την ανταλλαγή ενός κόκκινου μαντηλιού, που είχε επάνω το δαχτυλίδι. Στην κοπέλα δεν γνωστοποιούσαν επίσημα τον αρραβώνα, ενώ απεναντίας γίνονταν πανηγυρικά γνωστός στο γαμπρό και μάλιστα με ντουφεκιές. Αμέσως μετά τον αρραβώνα, όριζαν και την ημέρα του γάμου, που συνήθως γινόταν το φθινόπωρο και πριν από τα Χριστούγεννα, δηλαδή πριν αρχίσει ο “γέννος”, και το καλοκαίρι, κυρίως τ’ Άι Λιά.
Προίκα δεν έδιναν οι Σαρακατσαναίοι, ή καλύτερα δεν τη ζητούσαν, καθώς γι΄ αυτούς μετρούσε πάνω απ΄ όλα ο άνθρωπος. Τα έθιμα του σαρακατσάνικου γάμου, η λεγόμενη “χαρά”, που διαρκούσε οκτώ μέρες, ήταν πάρα πολλά και αποτελούσαν ένα μοναδικό στο είδος τους θέαμα. Ήταν ένα γεγονός που έσπαγε, άλλωστε, τη μονοτονία της καθημερινότητας.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα καλέσματα, που ήταν απαραίτητα, αφού κανείς δεν πήγαινε στο γάμο απρόσκλητος. Άλλο ένα συμβολικό έθιμο ήταν τα προζύμια, που τα έπιαναν τρία παιδιά (δύο αγόρια και ένα κορίτσι ).
Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν ο αποχαιρετισμός της νύφης, αφού επρόκειτο για πραγματική απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι. Τη Δευτέρα του γάμου, ακολουθούσε ο χορός της νύφης.
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, ήταν το ράψιμο του φλάμπουρα, που αποτελεί και την επίσημη αρχή του γάμου. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Έβρου, το ξύλο του φλάμπουρα ήταν από αγριοτριανταφυλλιά (μαλιαροκολιά). Στο πάνω άκρο σχηματίζονταν σταυρός, στου οποίου τα τρία άκρα στερέωναν τρία μήλα, σύμβολο της γονιμότητας. Το ξύλο του φλάμπουρα τυλίγονταν με πολύχρωμες δαντέλες, ενώ το κύριο μέρος του ήταν η ελληνική σημαία, στολισμένη με φρέντζες και κορδέλες, φούντες και “χαρχαγγέλια”, τα οποία χτυπούσαν, όταν τον κουνούσαν στον χορό. Το ράψιμο του φλάμπουρα γινόταν από τον μπράτιμο, κοντινό άνθρωπο του γαμπρού, συνήθως αδελφός ή ανεψιός με μάνα και πατέρα, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν:
Μετά το πέρας του ραψίματος, οι παρευρισκόμενοι κερνούσαν τον φλάμπουρα, με πρώτο τον μπράτιμο, και έλεγαν το παρακάτω τραγούδι:
Συ κύριε μπράτιμε
ράψε τον φλάμπουρα καλά
θα γείρει ράχες και βουνά
θα τον ξεσκίσουν τα κλαριά
θα τον γελάει η πεθερά
δεν θα μας δώσει τα προικιά.
Τίνος είν’ το μπαϊράκι
Τ’ άξιο και το κόκκινο
Του γαμπρού είν’ το μπαϊράκι
Τ’ άξιο και το κόκκινο
Ποιος το φτιάνει, ποιος το στήνει
Ποιος το ομορφοκοκκινίζει
Ο πατέρας μου το φτιάνει
Και το κατακοκκινίζει
Η μανούλα μου το φτιάνει
Και το ομορφοκοκκινίζει
Κέρνα μπράτιμε κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι
κέρνα πατέρα κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι
κέρνα μανούλα κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι.
Στο τέλος έστηναν χορό και “χόρευαν” τον φλάμπουρα.
Η δημιουργία αδελφικού δεσμού στους Σαρακατσαναίους ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το έθιμο αυτό αναπτύσσεται ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο δεσμός γινόταν μεταξύ ατόμων, που δεν έχουν συγγένεια αίματος, με την ίδια θρησκεία και τις σχέσεις τους να διέπονται από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και αυταπάρνησης.
Η επισημοποίηση γινόταν σε μια “μαγική” τελετή, με θρησκευτικό χαρακτήρα και με συμβολικές πράξεις, όπως ανάμειξη αίματος, ανταλλαγή όπλων, περίζωση με την Αγία Ζώνη κ.ά. Μέχρι το 1920, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στο βουνό Ρίλα (Βουλγαρία), οι Σαρακατσαναίοι πιανόταν σταυραδέλφια, κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, την ημέρα που γιόρταζε η Μονή.
Το Γκουρμπάνι ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας, που αντιπροσωπεύει δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να εκδηλωθούν για το καλό του τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός προσώπου, ανάλογα το που ήταν ταμένο το “γκουρμπάνι”.
Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Οι γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι” οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άι Δημήτρη και του Άι Γιώργη.
Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί, που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες, που είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι.
Οι καλεσμένοι, αφού χαιρετούσαν δίνοντας ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά τους την τάβλα. Επάνω στην τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες για τον καθένα. Αφού μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι, πίνοντας ρακί από το παγούρι, όλοι με τη σειρά.
Τα τραγούδια που άρχιζαν το γκουρμπάνι “τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.
Να σημειώσουμε ότι στην Αισύμη Αλεξανδρούπολης λειτουργούν από τον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Νομού Έβρου, Μουσείο Σαρακατσάνικης Παράδοσης και Παραδοσιακός Σαρακατσάνικος Οικισμός.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε στη σελίδα μας: Μουσεία
Για τους Σαρακατσάνους είναι γνωστό ότι δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους. Απεναντίας, τους πολέμησαν γενναία, γεγονός που εξόργισε τον ίδιο τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Είναι, επίσης, πολύ γνωστές από την ιστορία και τις παραδόσεις μας οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ασκέρι του και τον Σαρακατσάνο προεπαναστατικό ήρωα Κατσαντώνη, ο οποίος τελικά συνελήφθη από τον Αλί Πασά και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Εξαιτίας αυτών των διώξεων, αναγκάστηκαν οι Σαρακατσάνοι να εγκαταλείψουν τα Άγραφα, με τα ποίμνιά τους, και να εξαπλωθούν στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Φεύγοντας από την Πίνδο, οργανώθηκαν σε αυστηρά κλειστές κοινωνίες, “τα τσελιγκάτα”, που διατηρήθηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του '40...»
Αλλά και η Κωνσταντινούπολη είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Σαρακατσάνους, η παράδοση των οποίων συνδέεται άμεσα με την Ορθοδοξία και με το Βυζάντιο. «Ευλογημένος είναι αυτός που θα αφήσει τα Άγραφα και θα πάει στην Πόλη», έλεγαν τότε οι Σαρακατσάνοι, που μέσα από τα έθιμά τους δημιούργησαν έναν άξονα αναφοράς μεταξύ των Αγράφων και της Κωνσταντινούπολης. Η “ιερή” αυτή σχέση χιλιοτραγουδήθηκε και μυθοποιήθηκε, με το πέρασμα των χρόνων.
«Η ζωή των Σαρακατσάνων ήταν αυστηρά προσδιορισμένη -τα καλοκαίρια στα ψηλά βουνά, στα τσελιγκάτα τους, και το χειμώνα στον κάμπο, στα χειμαδιά- στον ελλαδικό χώρο, στη Σερβία και στη Βουλγαρία, ακόμη και στη Μικρά Ασία», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ελευθερίου Κορδελιού-Ευόσμου, o “Σταυραετός”, καθηγητής μαθηματικών, Αθανάσιος Γαλατάς, ο οποίος έχει κάνει εργασίες πάνω στη ζωή των Σαρακατσάνων και ειδικότερα πάνω στα τραγούδια της φυλής του κατά τον 20ο αιώνα.
Ο προπάππος του, Κωνσταντίνος Γαλατάς, έφυγε περίπου το 1870 από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής, μαζί με άλλους Σαρακατσαναίους τσέλιγκες, για να φτάσουν στην περιοχή του Νις (Σερβία), με 5.000 πρόβατα και 1.000 άλογα.
«Η περηφάνια των Σαρακατσάνων ήταν ότι δεν υποδουλώθηκαν στους Τούρκους. Έτσι, το τότε ορθόδοξο σερβικό κράτος ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό γι΄ αυτούς, η Ελλάδα ήταν πάντα όμως στην καρδιά τους. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’40, επέστρεψαν στην πατρίδα».
Περίφημοι τόποι για τα χειμαδιά των Σαρακατσάνων στον ελλαδικό χώρο ήταν η Αττική, αλλά και η Χαλκιδική, λόγω του ξερού κλίματος που είχε. Την περίοδο 1939-1940, από τη Λάρισα και πάνω, υπήρχαν 100 τσελιγκάτα, με 2.366 οικογένειες, σύμφωνα με στοιχεία του Λαογραφικού Μουσείου Σαρακατσάνων Σερρών. Ο συνολικός πληθυσμός ήταν 14.196 άτομα, με βιός 744.300 πρόβατα, 122.160 γίδια και 12.755 άλογα.
Η εκπαίδευση στους Σαρακατσάνους
Χαρακτηριστικό για τους Σαρακατσάνους είναι ότι ήξεραν όλοι γράμματα. Στα τσελιγκάτα τους φρόντιζαν τα καλοκαίρια να έχουν πάντα κάποιο δάσκαλο. «Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Μενέλαος Λουντέμης, όταν μαθητής ακόμη στη Γ΄ Γυμνασίου δίδαξε στο Βέρμιο τα παιδιά των Σαρακατσάνων, μια εμπειρία την οποία περιγράφει στο βιβλίο του “Συννεφιάζει”», μας αναφέρει ο κ. Γαλατάς.
Η μετάδοση των γνώσεων στους Σαρακατσάνους γινόταν με την άμεση και καθημερινή επαφή των νέων με τους μεγαλύτερους (αδέλφια, γονείς κ.ά.), στη δουλειά, στο σπίτι, μέσα από συζητήσεις και διηγήσεις. Έτσι, αποκτούσαν μια γενική μόρφωση. Εκτός, όμως, από τη γενική μόρφωση τα παιδιά (μόνο τα αγόρια) έπρεπε να αποκτήσουν βασική μόρφωση (ανάγνωση και αριθμητική), για να μπορούν να “λογαριάζονται”, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, να μπορούν να ελέγχουν τα λογιστικά του τσελιγκάτου.
Για να μάθουν ανάγνωση και γραφή, τα παιδιά χρησιμοποιούσαν σουγιά, τον οποίο δεν αποχωρίζονταν ποτέ, και μ΄ αυτόν χάραζαν γράμματα και αριθμούς στους κορμούς των δέντρων ή σε κάποιο σανίδι. Από την περίοδο, όμως, που λειτουργούσαν τα τσελιγκάτα και μέχρι το 1945, τη βασική τους μόρφωση την αναλάμβανε κάποιος δάσκαλος ή ορισμένες φορές κάποιος απόφοιτος Γυμνασίου, κατά τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Τον δάσκαλο τον πλήρωναν κατ’ αποκοπή για το διάστημα αυτό που απασχολούνταν στο τσελιγκάτο. Τι σίτισή του αναλάμβαναν οι οικογένειες που είχαν παιδιά στο σχολείο, ενώ για τη διαμονή του υπήρχε το δασκαλοκάλυβο, δίπλα στο καλύβι που χρησιμοποιούσαν ως σχολείο. Το μάθημα γινόταν μέσα στο σχολείο ή και έξω, κάτω από δέντρα κοντά σε βρύσες.
Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας τσελιγκάτων, η εκπαίδευση των Σαρακατσάνων έγινε πιο οργανωμένη, οπότε τα σχολεία εξοπλίστηκαν με θρανία και μαυροπίνακες. Σε τέτοια σχολεία πήραν τις πρώτες γνώσεις Σαρακατσάνοι, οι οποίοι, αργότερα, μετά τη διάλυση των τσελιγκάτων, έγιναν έμποροι, επιχειρηματίες, επιστήμονες, πολιτικοί.
Οι αρχαιοελληνικές ρίζες του Σαρακατσάνικου λόγου
Γεννήθηκε σε σαρακατσάνικη καλύβα, μεγάλωσε σε στάνη, ανδρώθηκε σε τσελιγκάτο. Ο λόγος για τον Νίκο Κατσαρό, ο οποίος έφτασε να γίνει αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Είναι ο άνθρωπος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις αρχαιοελληνικές ρίζες του Σαρακατσάνικου λόγου και έχει εκδώσει σχετικά βιβλία, τα έσοδα από τις πωλήσεις των οποίων διαθέτει για τους σκοπούς της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων.
«Σαρακατσάνοι και νομάδες ποιμένες ήταν οι γονείς μου και οι πάπποι μου και οι προπάπποι μου και προπάπποι εκείνων…», θα μας πει με συγκίνηση ο κ. Κατσαρός. «Όταν ήρθα σε επαφή με τον κόσμο των χωριών και των πόλεων, ως μαθητής και φοιτητής αργότερα, διαπίστωσα ότι πολλές λέξεις που χρησιμοποιούσαν ο παππούς και η γιαγιά, όπως και οι γονείς μου, ήταν άγνωστες σε εκείνους, άλλες πάλι είχαν άλλο περιεχόμενο, άλλη σημασία, διαφορετική προφορά. Οι ασυνήθιστες και περίεργες λέξεις της σαρακατσάνικης ομιλίας με προβλημάτιζαν πάντα. Η γνώση, αργότερα, της παραδοχής της επιστήμης, χωρίς σοβαρό και υπεύθυνο αντίλογο, ότι οι Σαρακατσάνοι είναι ένα αρχαίο ελληνικό φύλο -το αρχαιότερο ίσως- αναγκαία με οδήγησε στη σκέψη ότι πρέπει να αναζητήσω τις ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσας», αναφέρει.
Κάτι που έκανε, τελικά, με πολλή προσοχή και ευλάβεια, αν και δεν είναι γλωσσολόγος. Κατέγραψε και ετυμολόγησε πάνω από 500 σπάνιες σαρακατσάνικες λέξεις. Σε 302 απ’ αυτές απαντώνται οι ρίζες τους στα έπη του Ομήρου. Κάποιες, μάλιστα, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και την ίδια σημασία, άλλες με ελάχιστες διαφορές.
Αλλά και οι λοιπές έχουν επίσης αρχαιοελληνική καταγωγή, όπως επισημαίνει ο κ. Κατσαρός. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μερικές απ’ αυτές: Η λέξη πίνος, που απαντάται μόνο στο Σαρακατσάνικο λόγο (σημαίνει το λερωμένο νερό, μετά το πλύσιμο των μαλλιών των προβάτων, από το πίνος= ρύπος, ακαθαρσία), αγγελοκρούομαι (εξανίσταμαι, δαιμονίζομαι, θίγομαι εύκολα. Άγγελος + κρούω), ακουρμαίνομαι ή ακουρμάζομαι (ακούω με εντεταμένη προσοχή, από το ακροάομαι-ακροώμαι), αρμακάς (σωρός από πέτρες, από το έρμαξ-κος = σωρός λίθων), κ.ά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι Σαρακατσάνοι έγραφαν τους στίχους των τραγουδιών τους στο ιαμβικό μέτρο, δεκαπεντασύλλαβο, όπως ο Όμηρος.
Πάνω από 500.000 Σαρακατσάνοι στην Ελλάδα
Σ’ όλη την Ελλάδα ζουν πάνω από 500.000 Σαρακατσάνοι, οι περισσότεροι στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων, Ευάγγελο Μαρμαγκιόλη, από τον Αλμυρό Βόλου.
Πάντως, ο δήμος Ελευθερίου-Κορδελιού Ευόσμου, όπου πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο το 22ο Πανελλήνιο Συνέδριο Σαρακατσάνων, αποτελεί την πυκνότερη και πολυπληθέστερη περιοχή Σαρακατσαναίων, σ’ όλη την Ελλάδα, αριθμώντας περισσότερους από 7.000 Σαρακατσάνους.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσαναίων ιδρύθηκε το 1981, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου και διατηρεί ιδιόκτητα γραφεία.
«Έχουμε μια λαμπρή πορεία και αυτό μπορεί κανείς να το διακρίνει και στο ετήσιο αντάμωμα που κάνουμε, κάθε χρόνο, στα Περτουλιώτικα Λιβάδια, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη σύναξη Σαρακατσαναίων στα Βαλκάνια, όπου η συμμετοχή ξεπερνά τις 30.000 άτομα. Έχουμε, βέβαια, τα κατά τόπους ανταμώματα και εκδηλώσεις των συλλόγων μας», αναφέρει ο κ. Μαρμαγκιόλης, σύμφωνα με τον οποίο «Σαρακατσάνοι υπάρχουν παντού, κυρίως από τη Λάρισα και πάνω, αλλά έχουμε εντοπίσει “αδέλφια” μας και στην Πελοπόννησο, ακόμα και στα Σφακιά της Κρήτης».
Κύριο μέλημα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων, το “Α” και το “Ω”, όπως λέει ο πρόεδρός της, είναι η διατήρηση της παράδοσης.
«Αυτό είναι το χρέος μας. Αλίμονο, αν ξεχάσουμε την καταγωγή μας. Γι΄ αυτό και είμαστε υπερήφανοι για το Μουσείο των Σαρακατσάνων στις Σέρρες, που χάρη στο Βασίλη Τσαούση, αποτελεί σήμερα “κιβωτό”, με τα χιλιάδες εκθέματα που έχει συγκεντρώσει. Γι΄ αυτό και το στηρίζουμε, όπως και το Μουσείο Σαρακατσαναίων στην Αλεξανδρούπολη», επισημαίνει ο κ. Μαρμαγκιόλης.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσαναίων διατηρεί αδελφικές σχέσεις με την Ομοσπονδία Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας, που αριθμεί περίπου 15.000 μέλη, όπως και με τους Σαρακατσάνους της Φύρομ, που μετρούν περίπου 50 οικογένειες.
Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας
Αν και πέρασαν πάνω από 200 χρόνια, που αποκόπηκαν από των εθνικό κορμό, κατόρθωσαν να κρατήσουν την ελληνική γλώσσα, να διατηρήσουν ζωντανά τα πανάρχαια ήθη και έθιμα και την ορθόδοξη πίστη τους, μα πάνω απ΄ όλα τη φλόγα και την αγάπη τους για την Ελλάδα.
Συνομιλώντας με τον 33χρονο πρόεδρο της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας, Κώστα Μπαλέζντροβ, μας εντυπωσιάζουν τα άψογα ελληνικά του. Η εξήγηση απλή, όπως θα μας πει, αφού σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκης.
«Δεν έχουν την ίδια τύχη, όμως, τα υπόλοιπα παιδιά των Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία και αυτό είναι το κύριο μέλημά της Ομοσπονδίας μας, από την ίδρυση της το 1991», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μπαλέζντροβ, ο οποίος δηλώνει Έλληνας ορθόδοξος.
«Με την αλλαγή του καθεστώτος, μας δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργήσουμε, το 1991, μια οργάνωση που θα μας εκπροσωπεί στο βουλγαρικό κράτος και ανά τον κόσμο. Έχουμε εννέα συλλόγους, με αριθμό μελών περίπου 15.000 άτομα. Θέλουμε να μάθουν όλα τα παιδιά ελληνικά, γι΄ αυτό και οργανώνουμε μαθήματα στους συλλόγους μας, όπου διδάσκουν Σαρακατσάνοι νέοι, που έχουν παρακολουθήσει, γι’ αυτό το σκοπό, ειδικά μαθήματα στην Ελλάδα. Επίσης, το Υπουργείο Παιδείας της Βουλγαρίας, μέσω ειδικού προγράμματος, έχει εντάξει την ελληνική στο πρόγραμμα του σχολείου του δήμου Ρετσίτσα, κοντά στην πόλη Σλίβεν. Εκεί είναι και ο μεγαλύτερος σύλλογος Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία, με πάνω από 2.000 μέλη. Η έδρα της Ομοσπονδίας μας είναι στο Σλίβεν», σημειώνει ο κ. Μπαλέζντροβ.
Οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία ζουν σε πόλεις στην κοιλάδα των Ρόδων, στην οροσειρά του Αίμου (Σλίβεν, Κάρλοβο, Καζανλακ, Καρνομπάτ), στη Βράτσα, στη Μοντάνα (βόρεια Βουλγαρία), αλλά και στην περιοχή της Ρίλα ( Σάμοκοφ και Ντούπνιτσα).
«Θέλουμε να προσελκύσουμε τη νεολαία μας, ώστε να μην χάσουμε το “νήμα” με την Ελλάδα. Θέλουμε να έρχονται όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά μας σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα, τα καλοκαίρια, όπου θα μπορούν να κάνουν τις διακοπές τους, μαθαίνοντας ταυτόχρονα τη γλώσσα, την ιστορία μας…», τονίζει ο κ. Μπαλέζντροβ, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος απ΄ όλα τα μέλη του ΔΣ της Ομοσπονδίας (ο μικρότερος είναι 25 ετών).
Οι δύο μεγαλύτερες εκδηλώσεις της Ομοσπονδίας Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσαναίων Βουλγαρίας είναι το ετήσιο αντάμωμα, στο βουνό του Σλίβεν, την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου και τον Νοέμβριο, το Φεστιβάλ Παραδοσιακών Χορών “Φλάμπουρας”, όπου λαμβάνουν μέρος όλα τα χορευτικά συγκροτήματα της Ομοσπονδίας. Φέτος, το Φεστιβάλ θα γίνει στο Μπόροβετς.
Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων Σερρών
Τα πρώτα του εγκαίνια έγιναν το 1979, στον πρώτο όροφο ενός παλαιού κτιρίου των Σερρών. Το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων στις Σέρρες, στη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα συνεχών αγώνων 25 ετών, στη διάρκεια των οποίων πέρασε από διάφορες φάσεις, αποσπώντας πολλές τιμητικές διακρίσεις. Μεταξύ αυτών, απέσπασε το 1987 ειδική διάκριση του “Ευρωπαϊκού Βραβείου του Μουσείου της χρονιάς” (Prix du Musee de l’Annee), ανάμεσα σε 146 που είχαν διαγωνισθεί.
Το 1997 εγκαινιάστηκε το Λαογραφικό Μουσείο των Σαρακατσάνων, με εντελώς νέα μορφή, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το ελληνικό δημόσιο. “Ψυχή” της όλης προσπάθειας, ο πρόεδρος του Μουσείου, Βασίλης Τσαούσης.
«Αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτή την υπόθεση, πιστεύοντας στις αξίες των προγόνων μου», δηλώνει με συγκίνηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Τσαούσης, 81 ετών σήμερα, ο οποίος έζησε 16 χρόνια τη νομαδική ζωή των Σαρακατσάνων. «Θέλω να διατηρηθεί στο ακέραιο η παράδοση των Σαρακατσάνων, χωρίς παραποιήσεις, καθώς οφείλουμε σεβασμό στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου μας. Γι΄ αυτό και ίδρυσα, το 1971, το Σύλλογο Σαρακατσαναίων “Ο Κατσαντώνης”, με χορευτικό συγκρότημα, όπου ήμουν πρωτοχορευτής και χοροδιδάσκαλος», μας λέει.
Ταυτόχρονα, ξεκίνησε και την περισυλλογή υλικού από Σαρακατσάνους, απ΄ όλη την Ελλάδα, με απώτερο στόχο την ίδρυση ενός μουσείου. Πήρε, επίσης, περισσότερες από 2.500 συνεντεύξεις από Σαρακατσάνους, έχοντας ηχογραφήσει 1.800 τραγούδια, μερικά από τα οποία μπορεί κάποιος να τ’ ακούσει ζωντανά στην ιστοσελίδα του Μουσείου. Πολλά από τα τραγούδια αυτά διασώζουν ιστορικές στιγμές της πορείας των Σαρακατσάνων.
Στο εξειδικευμένο μουσείο, που αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και όροφο σε μορφή υπερώου, φιλοξενούνται πάνω από 10.000 αντικείμενα.
«Στο υπόγειο έχουν διαμορφωθεί χώροι αποθήκευσης του μουσειακού υλικού, βιβλιοθήκη και μικρή αίθουσα εκδηλώσεων και διδασκαλίας Σαρακατσάνικων χορών και μουσικής, ενώ στο ισόγειο και τον όροφο κατεβλήθη προσπάθεια να παρουσιαστεί η ζωή και η τέχνη των Σαρακατσάνων κατά την τελευταία φάση της νομαδικής ζωής τους, δηλαδή κατά την εποχή του μεσοπολέμου και ως το τέλος της δεκαετίας του ’40, οπότε ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος σπαραγμός εξαφάνισαν τα τσελιγκάτα. Στο ισόγειο, τα χορτόπλεκτα καλύβια, με τις διάφορες μορφές και χρήσεις, δίνουν μια συμπυκνωμένη εικόνα της ζωής στο τσελιγκάτο», λέει ο κ. Τσαούσης.
Με περηφάνια, μας αναφέρει, ακόμη, ότι η Ακαδημία της Σουηδίας έχει κάνει εργασία για τη ζωή των Σαρακατσάνων, μέσω του Μουσείου, γεγονός που προκάλεσε πολλές επισκέψεις Σουηδών επιστημόνων στις Σέρρες. Επίσης, μέλη της Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Δανίας επισκέφθηκαν το Μουσείο, για να καταγράψουν τους χορούς και τα τραγούδια των Σαρακατσάνων, κάτι που δεν έχει γίνει, αντίστοιχα, από κάποια ελληνική πρωτοβουλία, σύμφωνα με τον κ. Τσαούση.
Ο ίδιος δεν παραλείπει να μας αναφέρει τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι το Μουσείο, στην παρούσα φάση, αντιμετωπίζει αδυναμία να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα, περίπου 50.000 ευρώ ετησίως.
Ήθη και έθιμα των Σαρακατσαναίων
Στην προηγμένη τεχνολογικά κοινωνία μας, οι Σαρακατσάνοι παραμένουν γερά δεμένοι με τις ρίζες τους. Ας δούμε κάποια από τα εθιμικά-παραδοσιακά στοιχεία της αυστηρά κλειστής κοινωνίας των Σαρακατσαναίων, δανειζόμενοι στοιχεία από τις ιστοσελίδες του Λαογραφικού Μουσείου των Σαρακατσάνων στις Σέρρες και Συλλόγων Σαρακατσαναίων της Ελλάδας.
Ολόκληρη η ζωή των Σαρακατσάνων, θα λέγαμε, ότι περικλείεται σε τρεις μονάχα λέξεις: Στράτα, βουνά, χειμαδιά.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν αυστηρά πατριαρχική και σ’ αυτή υπήρχαν άγραφοι κανόνες, αυστηροί και απαραβίαστοι. Δουλειά, προσήλωση στην οικογένεια και υποταγή στους νόμους της σαρακατσάνικης κοινωνίας, αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ζωής τους, με απόλυτο σεβασμό στους γονείς.
Ο ρόλος της γυναίκας σ’ αυτή την κοινωνία ήταν αυστηρά προσδιορισμένος. Αν και δεν μάθαινε γράμματα, αυτή αναλάμβανε τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, σύμφωνα με όσα έχει διδαχτεί. Η διδαχή αυτή, χωρίς ξένες επιδράσεις, έφτανε από γενιά σε γενιά, ίδια και απαράλλαχτη, βασισμένη στις θεμελιώδεις αξίες της σαρακατσάνικης ηθικής.
Ο γάμος
Οι Σαρακατσάνοι ακολουθούσαν αυστηρά την παράδοση και παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Η ενδογαμία αυτή συνέβαλε στη διατήρηση της κλειστής κοινωνίας, των εθίμων και του τρόπου ζωής τους. Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο, που κανόνιζαν οι γονείς των μελλονύμφων.
Αφού αποφασιζόταν το συνοικέσιο και γινόταν κάποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων οικογενειών, έδιναν “λόγο” και σε λίγες ημέρες γινόταν ο αρραβώνας “σύβασμα”, μια ιερή υπόσχεση, που η διάλυσή του ήταν μεγάλη προσβολή για ολόκληρο το σόι. Γινόταν χωρίς την παρουσία των νέων, με την ανταλλαγή ενός κόκκινου μαντηλιού, που είχε επάνω το δαχτυλίδι. Στην κοπέλα δεν γνωστοποιούσαν επίσημα τον αρραβώνα, ενώ απεναντίας γίνονταν πανηγυρικά γνωστός στο γαμπρό και μάλιστα με ντουφεκιές. Αμέσως μετά τον αρραβώνα, όριζαν και την ημέρα του γάμου, που συνήθως γινόταν το φθινόπωρο και πριν από τα Χριστούγεννα, δηλαδή πριν αρχίσει ο “γέννος”, και το καλοκαίρι, κυρίως τ’ Άι Λιά.
Προίκα δεν έδιναν οι Σαρακατσαναίοι, ή καλύτερα δεν τη ζητούσαν, καθώς γι΄ αυτούς μετρούσε πάνω απ΄ όλα ο άνθρωπος. Τα έθιμα του σαρακατσάνικου γάμου, η λεγόμενη “χαρά”, που διαρκούσε οκτώ μέρες, ήταν πάρα πολλά και αποτελούσαν ένα μοναδικό στο είδος τους θέαμα. Ήταν ένα γεγονός που έσπαγε, άλλωστε, τη μονοτονία της καθημερινότητας.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα καλέσματα, που ήταν απαραίτητα, αφού κανείς δεν πήγαινε στο γάμο απρόσκλητος. Άλλο ένα συμβολικό έθιμο ήταν τα προζύμια, που τα έπιαναν τρία παιδιά (δύο αγόρια και ένα κορίτσι ).
Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν ο αποχαιρετισμός της νύφης, αφού επρόκειτο για πραγματική απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι. Τη Δευτέρα του γάμου, ακολουθούσε ο χορός της νύφης.
Ο Φλάμπουρας
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, ήταν το ράψιμο του φλάμπουρα, που αποτελεί και την επίσημη αρχή του γάμου. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Έβρου, το ξύλο του φλάμπουρα ήταν από αγριοτριανταφυλλιά (μαλιαροκολιά). Στο πάνω άκρο σχηματίζονταν σταυρός, στου οποίου τα τρία άκρα στερέωναν τρία μήλα, σύμβολο της γονιμότητας. Το ξύλο του φλάμπουρα τυλίγονταν με πολύχρωμες δαντέλες, ενώ το κύριο μέρος του ήταν η ελληνική σημαία, στολισμένη με φρέντζες και κορδέλες, φούντες και “χαρχαγγέλια”, τα οποία χτυπούσαν, όταν τον κουνούσαν στον χορό. Το ράψιμο του φλάμπουρα γινόταν από τον μπράτιμο, κοντινό άνθρωπο του γαμπρού, συνήθως αδελφός ή ανεψιός με μάνα και πατέρα, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν:
Μετά το πέρας του ραψίματος, οι παρευρισκόμενοι κερνούσαν τον φλάμπουρα, με πρώτο τον μπράτιμο, και έλεγαν το παρακάτω τραγούδι:
Συ κύριε μπράτιμε
ράψε τον φλάμπουρα καλά
θα γείρει ράχες και βουνά
θα τον ξεσκίσουν τα κλαριά
θα τον γελάει η πεθερά
δεν θα μας δώσει τα προικιά.
Τίνος είν’ το μπαϊράκι
Τ’ άξιο και το κόκκινο
Του γαμπρού είν’ το μπαϊράκι
Τ’ άξιο και το κόκκινο
Ποιος το φτιάνει, ποιος το στήνει
Ποιος το ομορφοκοκκινίζει
Ο πατέρας μου το φτιάνει
Και το κατακοκκινίζει
Η μανούλα μου το φτιάνει
Και το ομορφοκοκκινίζει
Κέρνα μπράτιμε κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι
κέρνα πατέρα κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι
κέρνα μανούλα κέρνα
κέρνα το μπαϊράκι
κέρνα το μπαϊράκι
και δώσ’ του ένα φλουράκι.
Στο τέλος έστηναν χορό και “χόρευαν” τον φλάμπουρα.
Η αδελφοποιΐα
Η δημιουργία αδελφικού δεσμού στους Σαρακατσαναίους ήταν δυνατό έθιμο, που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Το έθιμο αυτό αναπτύσσεται ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο δεσμός γινόταν μεταξύ ατόμων, που δεν έχουν συγγένεια αίματος, με την ίδια θρησκεία και τις σχέσεις τους να διέπονται από ισόβια υποχρέωση αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και αυταπάρνησης.
Η επισημοποίηση γινόταν σε μια “μαγική” τελετή, με θρησκευτικό χαρακτήρα και με συμβολικές πράξεις, όπως ανάμειξη αίματος, ανταλλαγή όπλων, περίζωση με την Αγία Ζώνη κ.ά. Μέχρι το 1920, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στο βουνό Ρίλα (Βουλγαρία), οι Σαρακατσαναίοι πιανόταν σταυραδέλφια, κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, την ημέρα που γιόρταζε η Μονή.
Σαρακατσάνικο Γκουρμπάνι
Το Γκουρμπάνι ήταν μια εκδήλωση των Σαρακατσάνων με κύριο σκοπό την ευμενή επίδραση της θρησκείας, που αντιπροσωπεύει δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να εκδηλωθούν για το καλό του τσελιγκάτου, της οικογένειας ή ενός προσώπου, ανάλογα το που ήταν ταμένο το “γκουρμπάνι”.
Το “τάμα” γινόταν σε κάποιον άγιο, που πολλές φορές συνέπιπτε με το όνομα του εορτάζοντα, για να έχουν την εύνοιά του. Οι γιορτές, που κατά κύριο λόγο έταζαν το “γκουρμπάνι” οι Σαρακατσάνοι, ήταν κατά προτίμηση της Παναγίας, των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, του Άι Δημήτρη και του Άι Γιώργη.
Στο “τάμα” έσφαζαν ένα αρσενικό αρνί, που το έψηναν στο γάστρο και καλούσαν τους γείτονες να το φάνε όλοι μαζί, πίνοντας ρακί ή κρασί. Τα ψητά και τους διάφορους μεζέδες (όχι μεγάλη ποικιλία) τα έβαζαν σε τάβλες, που είχαν στρώσει μέσα στο καλύβι.
Οι καλεσμένοι, αφού χαιρετούσαν δίνοντας ευχές στον εορτάζοντα, καθόταν γύρω-γύρω στο καλύβι, έχοντας μπροστά τους την τάβλα. Επάνω στην τάβλα έβαζαν σαν πρώτο μεζέ λίγες καραμέλες για τον καθένα. Αφού μαζεύονταν οι καλεσμένοι, άρχιζαν το τραγούδι, πίνοντας ρακί από το παγούρι, όλοι με τη σειρά.
Τα τραγούδια που άρχιζαν το γκουρμπάνι “τα γκουρμπανίσια τραγούδια” όπως τα έλεγαν, ήταν ευχές για τον εορτάζοντα και ήταν καθορισμένα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Διαμαντένια Ριμπά)
Να σημειώσουμε ότι στην Αισύμη Αλεξανδρούπολης λειτουργούν από τον Σύλλογο Σαρακατσαναίων Νομού Έβρου, Μουσείο Σαρακατσάνικης Παράδοσης και Παραδοσιακός Σαρακατσάνικος Οικισμός.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε στη σελίδα μας: Μουσεία
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω