Λίγο πριν τα Χριστούγεννα πραγματοποιήθηκε στις Φέρες μια όμορφη, λιτή και ουσιώδης εκδήλωση. Ο αθλητής και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, Νίκος Μιχαλόπουλος, μίλησε σε μικρούς και μεγάλους για την αξία της προσπάθειας, του αλτρουισμού, του αθλητισμού και της αλληλεγγύης.
Ο ίδιος καταβάλει συνεχώς προσπάθειες για να βοηθήσει, το κατά δύναμιν, τον συνάνθρωπο και δη τα παιδιά. Ένα από τα μεγαλύτερά του κατορθώματα είναι και η ανάβασή του στο όρος Κιλιμάντζαρο μαζί με ομάδα αναγνωρισμένων αθλητών, με επικεφαλής την Ναβρατίλοβα, ώστε να ενισχύσει, μέσω... χορηγιών, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης και φροντίδας παιδιών που δεν έχουν καμία πρόσβαση στα απαραίτητα.
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης τιμήθηκαν, πέραν του ιδίου, και ο Κώστας Γκατσιούδης, η Άννα Βερούλη και η Αντιγόνη Βουρδόλη ως αθλητές που προσέφεραν τα μέγιστα στον ελληνικό αθλητισμό.
Ο Πολιτιστικός Επιμορφωτικός Σύλλογος Φερών "Η Αγία Σοφία" και ο Θόδωρος Βουρδόλης βοήθησαν στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης.
Παρακάτω ακολουθεί η εξιστόρηση του εγχειρήματος από το οποίο μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά.
Λίγο πριν το ξεκίνημα της νέας χρονιάς και έχοντας όλοι στο μυαλό και στην ψυχή μας τον φόβο της κρίσης που μας μαστίζει και δυστυχώς δεν είναι μόνο οικονομική, θα ήθελα να πάω λίγο πίσω, σε ένα σημείο της ζωής μου, που μου έμαθε πολλά και μου έδειξε πολλά. Κύρια όμως πως ο εαυτός μας δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και αν τα δικά μας προβλήματα σε μία κλίμακα από το 1 έως το 10 βρίσκονται κάπου στο 3 με 4, κάποιων άλλων είναι ήδη στο 10 από την ώρα που γεννήθηκα.
Και τότε...
Και τότε ήρθε το Κιλιμάντζαρο.
Το βουνό αυτό, το δεύτερο αλλά κατά πολύ ψηλότερο από το πρώτο, και κυριολεκτικά και σημειολογικά για μένα, είχε μπει από νωρίς αυτή τη χρονιά στη ζωή μου, όταν διάβασα, πως η θρυλική Μαρτίνα Ναβρατίλοβα σκόπευε να το ανέβει ως πείσμα στην διάγνωση της ασθένειάς της από καρκίνο στον μαστό και ταυτόχρονα απόδειξη, πως τίποτα δεν είναι ικανό να μπαίνει εμπόδιο στα όνειρά σου. Ούτε ίσως και το πιο μεγάλο. Γιατί τελικά σημασία έχει, πόσο μεγάλοι στεκόμαστε εμείς μπροστά στα μεγάλα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω, πως από δύο ανθρώπους έχω επηρεαστεί έντονα και ολοκληρωτικά στη ζωή μου. Και οι δύο γυναίκες.
Η μία είναι η Άννα Βερούλη, με την οποία εδώ και πολλά χρόνια μοιράζομαι τη ζωή μου. Το παιδί αυτό στο οποίο είπαν, πως δεν μπορεί να γίνει αθλήτρια την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο στάδιο, το ίδιο στάδιο, που λίγο αργότερα ονομάστηκε "Βερούλειο".
Η άλλη είναι η Μαρτίνα Ναβρατίλοβα. Δεν φοβήθηκε το όνειρό της, το κυνήγησε με κάθε τίμημα και πάντα μιλούσε για όλα δυνατά, ακόμα και για αυτά, που για κάποιους δεν έπρεπε.
Και ξαφνικά κάπου στα τέλη Αυγούστου διαβάζω, πως το Κιλιμάντζαρο δεν έχει σκοπό να το ανέβει μόνη της, αλλά μαζί με άλλους 13 αθλητές απ’ όλο τον κόσμο, που ακόμα δεν είχε βρει και γι’ αυτό έκανε ανοιχτή πρόσκληση προς όλους να τη συνοδεύσουν, αν φυσικά το έλεγε η καρδιά τους και αν φυσικά πληρούσαν τρεις βασικές προυποθέσεις. Να είναι αθλητές, να έχουν σχέση σε κάποιο επίπεδο, επαγγελματικό, φιλανθρωπικό ή εθελοντικό με παιδιά και να μην έχουν ανέβει ποτέ σε βουνό μεγαλύτερο των 4.000 μ.
Και τότε ήταν σαν να είδα τη ζωή μου μπροστά μου. Σαν κάτι να είχε σχεδιαστεί ειδικά για μένα.
Μια ζωή μέσα στον αθλητισμό. Τα τελευταία πολλά χρόνια μόνο με παιδιά και για παιδιά, μέσα από τη διδασκαλία μου και μέσα από τη συγγραφή των βιβλίων μου. Και φυσικά ποτέ πάνω από τα 4.000 μ. Για ποιο λόγο άλλωστε; Δεν θα έλεγα, πως είμαι και ο αντιπροσωπευτικότερος άνθρωπος ούτε του camping, ούτε της αναρρίχησης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά και μαζί με τη Μαρτίνα Ναβρατίλοβα.
Κάποιος μου έκανε πλάκα, για να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά μου.
Από την ώρα που έγραψα στο Laureus Sport For Good Foundation, για τις ανάγκες του οποίου γινόταν το εγχείρημα, πέρασα πολλά άγρυπνα βράδια. Από τη μία είχα μπροστά μου την τεράστια επιθυμία μου να το κάνω και από την άλλη είχα την ασθένεια του βουνού, τον κίνδυνο της ελονοσίας, την διαμονή στο βουνό σε ακραίες καιρικές συνθήκες και ακόμα την επικοινωνία με το ίδρυμα, που ήταν τυπικά εγγλέζικη και απαιτητική. Βουνό όλα μαζί και ίσως υψηλότερο από το Κιλιμάντζαρο. Ο σκοπός όμως δέσποζε πάνω απ’ όλα και η κορυφή της δυσκολίας ήταν το φιλανθρωπικό κομμάτι, που έπρεπε ο καθένας από εμάς και για τη χώρα του να διεκπεραιώσει. Χρήματα δηλαδή που θα πήγαιναν στο προτεινόμενο δύο φορές για το Νόμπελ Ειρήνης Mathare Youth Sport Association στο Ναϊρόμπι, που φιλοξενεί παιδιά-θύματα βίας, πολέμου και σε ποσοστό 80% πάσχοντα από AIDS και που με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτεί αθλητικά προγράμματα, που ανοίγουν σ’ αυτά τα παιδιά ένα παράθυρο ελπίδας, όταν κάθε χαραμάδα είναι τελείως κλειστή. Ο αθλητισμός δηλαδή μέσο για θετικές κοινωνικές αλλαγές. Ο αθλητισμός δηλαδή στην πραγματική του διάσταση.
Ήθελα να το κάνω σαν τρελός και ταυτόχρονα φοβόμουνα. Που πήγαινα να μπλέξω; Περίμενα κάθε μέρα τα emails μου και δεν ήξερα, τι περίμενα να διαβάσω. Αυτό που θα με ανακούφιζε ή αυτό που θα με εκτόξευε;
Και έγινε το δεύτερο.
Και ξεκίνησε η περιπέτεια. Η δυσκολότερη περιπέτεια της ζωής μου, που τότε δεν ήξερα, πως θα είναι και η ωραιότερη.
Στην αρχή μόνο κλειστές πόρτες για εύρεση χρημάτων. Στην Ελλάδα της κρίσης, όχι της οικονομικής αλλά της κρίσης αξιών, το δυσκολότερο είναι να σε πιστέψουν και να σε εμπιστευτούν.
Και μετά… Και μετά μερικές πόρτες άνοιξαν και κάποιες απ’ αυτές δεν ήταν ακριβώς πόρτες αλλά μπουκαπόρτες και το λέω με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Αυτοί που πρέπει καταλαβαίνουν και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό, όχι μόνο για τη βοήθεια, αλλά γιατί με έκαναν να πιστέψω και πάλι στους ανθρώπους.
Έλιωσα στην προπόνηση και διάβασα πολύ. Για λίγο η σκοποβολή είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο και ευχαριστώ τον προπονητή μου για την κατανόηση και την υπομονή. Έψαξα και ενημερώθηκα. Ετοιμάστηκα σε κάθε επίπεδο και περίμενα. Τι; Θα το μάθαινα σε λίγο.
Πέταξα για το Λονδίνο και συναντήθηκα με την υπόλοιπη ομάδα. Αναχωρήσαμε για Ναϊρόμπι.
Περάσαμε την πρώτη μας μέρα στο MYSA και παίξαμε ποδόσφαιρο με τα παιδιά. Μπήκαμε στα slums, στην καρδιά των παραγκουπόλεων, εκεί που το επίσημο κράτος απουσιάζει και τα παιδιά με τα ομορφότερα μάτια στον κόσμο τρώνε από το πιάτο του σκύλου και σου ζητάνε την καραμέλα από το στόμα σου και τα κορδόνια από τα παπούτσια σου, ως το πιο ακραίο σημάδι της δικής τους έννοιας πολυτέλειας, που διαφέρει πολύ από τη δική μας, που κινδυνεύει στις μέρες μας από το διεθνές νομισματικό ταμείο, που μας έχει κάνει να ξεχάσουμε, πως η μεγαλύτερη τελικά πολυτέλεια στη ζωή ίσως να είναι η τύχη του να γεννιέσαι, έχοντας τη δυνατότητα να πίνεις καθαρό νερό.
Φύγαμε για Τανζανία. Πλησιάζαμε το βουνό σε ρεαλιστική βάση πια, γιατί νοητικά το είχαμε ανέβει όλοι μας και αρκετές φορές και αυτό φαινόταν από τις συζητήσεις μας, τα όνειρά μας ακόμα και από τους εφιάλτες μας.
Πρώτη μέρα και ανέβασμα στα 2.600 μ. Περιμέναμε καλοκαιρία και ξηρασία, γι’ αυτό άλλωστε και η επιλογή του Δεκεμβρίου, ως πρώτου μήνα μετά το τέλος των βροχών και μας περίμενε η βροχή και η ομίχλη. Από αυτή που μπορεί να τρυπώσει οπουδήποτε και να σου κρύψει το οτιδήποτε, ακόμα και την ορατότητα προς τον στόχο σου.
Δεύτερη μέρα και συνέχεια στα 3.600 μ. Περισσότερη βροχή, περισσότερη ομίχλη. Ο σάκος βαραίνει ακόμα περισσότερο από την υγρασία και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λίγο πριν το camp πέφτω και γίνομαι ένα με τη λάσπη. Στραβώνει το ένα μου μπαστούνι και έχω να καθαρίσω τα ρούχα μου, που ούτως ή άλλως πασχίζω να κρατήσω στεγνά. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Τα πράγματα δυσκολεύουν. Το βουνό αρχίζει να δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο και δεν αστειεύεται.
Τρίτη μέρα. Πιο ψηλά. 4.330 μ. Το νερό που πέφτει στο κεφάλι μας συναγωνίζεται αυτό, που πρέπει να πίνουμε κάθε μέρα. 6 λίτρα για να αποφύγουμε την αφυδάτωση λόγω υψομέτρου. Και αφυδάτωση σημαίνει χάσιμο του 50% της ενέργειάς σου. Και 6 λίτρα σημαίνει χάσιμο του ύπνου σου κάθε βράδυ, από τις φορές, που πρέπει να εγκαταλείψεις τη ζεστασιά του σάκου σου βγαίνοντας στους -25ο C, που σε περιμένουν έξω, για να αποβάλλεις το νερό αυτό, που με τόση δυσκολία ήπιες. Χάνουμε και τον πρώτο μας βοηθό από εσωτερική αιμορραγία λόγω και πάλι υψομέτρου. Το κλίμα βαραίνει. Η Μαρτίνα δεν είναι καλά. Δυσκολεύεται. Αυτό το φαινόμενο δύναμης και αθλητικής ικανότητας δεν τραβάει και αυτό φαίνεται. Η πλάτη της πονάει πολύ και ο σάκος της τη σκοτώνει. Προσπαθώ να την τρίψω στον αυχένα και με ρωτάει πως λένε το "σ’ αγαπώ" στα ελληνικά. Τι κρίμα που δεν είναι και η πιο χαρούμενη στιγμή για να μου το πει!
Τέταρτη μέρα. Κατεβαίνουμε στα 3.700 μ. για εγκλιματισμό. Η ομίχλη και το χιόνι πια δεν μας αφήνει να δούμε τίποτα από το τοπίο και φυσικά η κορυφή δεν μας αποκαλύπτεται. Κρατάει καλά τα μυστικά της. Η Μαρτίνα δυσκολεύεται ακόμα περισσότερο. Στο εστιατόριο δεν θα αγγίξει τίποτα από το πιάτο της και θα αποχωρήσει νωρίς. Όλοι κοιτιόμαστε περίεργα, αλλά κανένας δεν μιλάει. Κατά τα μεσάνυχτα μια απίστευτη φασαρία και κινητοποίηση έξω από τις σκηνές μας μας ξυπνάει. Όμως κανένας δεν βγαίνει. Εκτός από αυτούς που πραγματικά πρέπει. Γιατρούς και αρχηγούς αποστολής. Η Μαρτίνα δεμένη σε ένα αυτοσχέδιο κάρο και στα χέρια οχτώ αχθοφόρων, που εναλλάσσονται όλο το βράδυ κατεβαίνει γρήγορα το βουνό. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Είναι το πρώτο βράδυ, που θα καταφέρει να δει τ’ αστέρια στον ουρανό, έτσι όπως είναι ανάσκελα στο φορείο της. Κάθε μέτρο που κατεβαίνει την κρατάει στη ζωή. Έχει πάθει πνευμονικό οίδημα. Ο φόβος μας από την πρώτη στιγμή, τώρα πια είναι πάνω από τα κεφάλια μας. Την άλλη μέρα το πρωί βρίσκουμε τη ρακέτα της. Την είχε φέρει μαζί της για να ρίξουμε μερικές μπαλιές στην κορυφή, εκεί που το μπαλάκι, λόγω της έλλειψης οξυγόνου, θα πήγαινε γρηγορότερα. Δεν τα κατάφερε. Θα προσπαθήσουμε εμείς τώρα για εκείνη.
Πέμπτη ημέρα. Σε ένα απίστευτο έδαφος, κάτι μεταξύ κρανίου τόπου και απόλυτης καταστροφής φτάνουμε στα 4.600 μ. Οι αντοχές δοκιμάζονται στο έπακρο. Ο πονοκέφαλος σου σπάει το κεφάλι και η βροχή το τελευταίο ίχνος αντίστασής σου. Έχεις δύο ώρες να ξεκουραστείς, να στεγνώσεις και να φας, κάτι που ούτε σκέφτεσαι και να ξεκινήσεις μεσάνυχτα για την κορυφή. Μια συναθλήτριά μας, μέλος των ειδικών δυνάμεων του αμερικανικού στρατού έχει ακόμα αναχωρήσει για το νοσοκομείο και τρεις ακόμα δηλώνουν, πως δεν θα επιχειρήσουν την κορυφή. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε να πίνουμε νερό. Αισθάνομαι πιο δυνατός από ποτέ, πιο αποφασισμένος από ποτέ, αλλά και πιο κουρασμένος και πιο φοβισμένος από ποτέ. Πως άραγε θα καταλάβω ποιο είναι το όριό μου;
Ξεκινάμε. Είναι μεσάνυχτα. Μέχρι την ανατολή, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα είμαστε ψηλά. Χρειαζόμαστε τον πάγο της νύχτας, που κρατάει τα πετρώματα κάτω από τα πόδια μας συμπαγή. Μας συμβουλεύουν να μην κοιτάμε ψηλά, για να μην εντοπίζουμε τους φακούς των προπορευομένων μας, ώστε να μην μπορούμε να υπολογίσουμε τον όγκο, που μας περιμένει. Φυσικά δεν το κάνει κανένας και τα πόδια μας κόβονται. Όχι όμως μόνο από το δέος, αλλά και από την κούραση. Μια κούραση, που δεν έχεις ξανααισθανθεί ποτέ. Μια κούραση, που μοιάζει με ανημπόρια. Το οξυγόνο έχει μειωθεί τόσο πολύ, που δεν επαρκεί για τίποτα. Κάθε βήμα μια τεράστια προσπάθεια. Χρειάζομαι τον πρώτο μου βοηθό για πρώτη φορά όλες αυτές τις μέρες. Μου παίρνει την τσάντα και δεν σταματάει να μου μιλάει και να μου τραγουδάει. Τον λένε Alpha κι αυτό είναι καλό σημάδι.
Πλησιάζω αλλά δεν έχω φτάσει ακόμα. Το φως έχει βγει και με τυφλώνει. Είμαστε κατά πολύ πάνω από τα σύννεφα και είναι απόκοσμα όμορφα. Σαν να ανοίξανε την πόρτα του αεροπλάνου και με κατεβάσανε. Την πρώτη φορά που είχα δει αυτή την εικόνα, ήταν μερικές ημέρες πριν μέσα από το αεροπλάνο και ήταν στο ίδιο ακριβώς ύψος με αυτό που πετούσαμε. Είμαι σχεδόν στην κορυφή του κόσμου. Είμαι σίγουρα στην κορυφή της Αφρικής. Προσεγγίσω το Stella point, την πράσινη κορυφή και θέλω κάτι λιγότερο από 200μ για την χρυσή. Την Uhuru point, την κορυφή της ελευθερίας, όπως λέγεται στα σουαχίλι, στην ίδια γλώσσα, που το όνομά μου σημαίνει "ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ". Μια στροφή γύρω από τον κρατήρα αυτού του ηφαιστείου σε οριστική σβήση και τα έχω καταφέρει. Μου παίρνει μία ώρα. Την δυσκολότερη της ζωής μου. Μια ώρα όμως που άξιζε τον κόπο.
Βρίσκομαι ψηλά, πιο ψηλά απ’ όσο είχα ποτέ μου φανταστεί. Δεν πετάω στα σύννεφα, είμαι πάνω από τα σύννεφα και το απολαμβάνω. Ανοίγω τη σημαία μας όπως ακριβώς το είχα οραματιστεί. Και αυτή δεν είναι μια οποιαδήποτε σημαία. Είναι η σημαία, που κάποτε κυμάτισε για την Άννα στον υψηλότερο ιστό του Ολυμπιακού σταδίου για εκείνη τη νίκη της, που στάθηκε η αιτία για την δική μου πορεία στον αθλητισμό, για τη δική μου πορεία στη ζωή, που σήμερα με φέρνει εδώ.
Τι τέλειος κύκλος!!! Τι ωραία πτήση!!!
Προσπαθώ να ξεπεράσω τη σύγχυσή μου και δυσκολεύομαι. Μιλάω ελληνικά και απαιτώ να με καταλάβουν, αρνούμαι να συνεχίσω την κάθοδο και πεισμώνω. Με περιμένουν 5 ώρες απίστευτης κατάβασης, μια ώρα ξεκούρασης και άλλες πέντε ώρες κατάβασης για διανυκτέρευση στα 2.500 μ. Την ονομάζουν Victory day και πράγματι είναι. Ημέρα νίκης για όλους μας. Νίκης απέναντι στο βουνό, νίκης απέναντι στο υψόμετρο, απέναντι στον καιρό, απέναντι στις δυσκολίες, απέναντι στις αμφισβητήσεις, τους φόβους, τα όρια, τα εμπόδια, τα "δεν πρέπει", τα "δεν θέλω", τα "δεν μπορώ", νίκη απέναντι ακόμα και στις αναπηρίες (ο Michael Tauber o παραολυμπιονίκης της ποδηλασίας ανέβηκε με τα τεχνητά του μέλη, γιατί έχει χάσει και τα δύο του πόδια). Μια νίκη που σε οδηγεί τελικά στην μεγαλύτερη αλήθεια ενός τέτοιου οδοιπορικού, πως οποιαδήποτε μεγάλη κορυφή και αν ανέβεις, η μεγαλύτερη κορυφή είναι ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ!!!
Και είναι πάντα εκεί και περιμένει να την ανακαλύψεις και να την κατακτήσεις.
Κιλιμάντζαρο, 14 Δεκεμβρίου 2010
Νίκος Μιχαλόπουλος
Αθλητής, Συγγραφέας, Δάσκαλος.
Μέλος του LAUREUS SPORT FOR GOOD FOUNDATION
• H Ελλάδα πρώτη χώρα στην συγκέντρωση χρημάτων ανάμεσα σε εκπροσώπους χωρών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Αυστρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Νότια Αφρική.
• Ψύλλοι ή αετοί;
Καμιά φορά η φύση μας δίνει τα καλύτερα μαθήματα. Αν δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να παρατηρήσουμε, ίσως καταλάβουμε πολλά.
Από τη μία έχουμε τον ψύλλο. Ξέρετε ο ψύλλος είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο, που έχει την ικανότητα να πηδάει 800 φορές πιο ψηλά από το σωματικό του ύψος. Πήρανε λοιπόν τον ψύλλο και το κλείσανε σε ένα κουτάκι ύψους 20 εκατοστών. Ο ψύλλος φυσικά ξεκίνησε να κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά. Στην προσπάθειά του όμως να πηδήσει ψηλά, χτύπησε το κεφάλι του στο ταβάνι του κουτιού και πόνεσε. Προσπάθησε και δεύτερη φορά. Το ίδιο αποτέλεσμα. Προσπάθησε και τρίτη. Ξανά τα ίδια. Φυσικά επειδή καθόλου δεν του άρεσε να πονάει περιόρισε το άλμα του στα 20 εκατοστά. Τότε ξαναπήραν τον ψύλλο και τον έκλεισαν σε ένα κουτάκι ύψους 10 εκατοστών. Ο κακομοίρης ο ψύλλος μας ξανά τα ίδια. Κάθε προσπάθεια και πόνος κάθε πόνος και απογοήτευση. Και πάλι το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να περιορίσει το άλμα του στα 10 εκατοστά αυτή τη φορά. Το μαρτύριό του όμως δεν σταμάτησε εδώ. Τον πήρανε τον ψύλλο μας και τον έκλεισαν σε ένα σπιρτόκουτο αυτή τη φορά. Δεν άργησε να καταλάβει, πως δεν μπορούσε και πάλι να κάνει αυτό που ήξερε και μπορούσε, να πηδάει δηλαδή ψηλά. Περιόρισε και πάλι το άλμα του στο ύψος μόλις ενός σπιρτόκουτου. Και κάπου εδώ τελείωσε το μαρτύριό του και ο ψύλλος μας αφέθηκε και πάλι ελεύθερος στη φύση να κάνει ό,τι ήθελε και ήταν προικισμένος από τη φύση του να κάνει. Μόνο που δεν ξαναπήδησε ποτέ πιο ψηλά από το ύψος ενός σπιρτόκουτου. Είχε πάρει καλά το μάθημά του.
Από την άλλη έχουμε τον αετό. Τον περήφανο αετό, που εκεί κάπου στα σαράντα του χρόνια βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο πρόβλημα για την ύπαρξή του. Σε ένα τεράστιο δίλημμα για την ίδια του τη ζωή του. Η μύτη του έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και έχει κυρτώσει υπερβολικά προς το στόμα του, που τον εμποδίζει να φάει. Τα νύχια του έχουν κι αυτά μεγαλώσει πολύ και έχουν γυρίσει προς το δέρμα του και δεν του επιτρέπουν πια να κυνηγάει τα θηράματά του. Και τα πούπουλά του έχουν βαρύνει υπερβολικά και δεν μπορεί εύκολα να πετάξει. Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Ο ένας είναι να αποδεχθεί τη μοίρα του, να ευχαριστήσει τη φύση για όσα του πρόσφερε και να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Ο άλλος είναι πολύ διαφορετικός και συνήθως τον ακολουθεί. Με όση δύναμη του μένει ανεβαίνει στο πιο ψηλό βουνό, μόνος και απομονωμένος για τρεις ολόκληρους μήνες, 90 ημέρες απομόνωσης, όπου προσπαθεί να στήσει ξανά τον εαυτό του από την αρχή. Στην πρώτη φάση σπάει τη μύτη του, χτυπώντας τη με όση δύναμη έχει στα βράχια, αγνοώντας τον πόνο. Σε πολύ σύντομο χρόνο ένα καινούργιο δυνατό και υγιές κόκαλο θα έχει πάρει τη θέση της παλιάς του μύτης. Με αυτή τώρα θα ξεριζώσει τα νύχια από τα πόδια του, περιμένοντας να φυτρώσουν άλλα, νέα και γερά. Κι όταν γίνει και αυτό με τα νέα του γερά νύχια θα μαδήσει τα γερασμένα του πούπουλα, που τον εμπόδιζαν στο πέταγμά του. Μόλις συμβεί και αυτό, υγιής και δυνατός είναι έτοιμος για την περίφημη πτήση της αναγέννησης. Την περίφημη πτήση προς μία ζωή, που θα κρατήσει άλλα σαράντα ολόκληρα χρόνια. Εκεί που όλα είχαν τελειώσει, άλλη μια ολόκληρη ζωή και χιλιάδες στιγμές απόλυτης ελευθερίας και δύναμης είναι μπροστά του.
Λοιπόν πως θέλουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, σαν ψύλλους ή σαν αετούς;
Ο ίδιος καταβάλει συνεχώς προσπάθειες για να βοηθήσει, το κατά δύναμιν, τον συνάνθρωπο και δη τα παιδιά. Ένα από τα μεγαλύτερά του κατορθώματα είναι και η ανάβασή του στο όρος Κιλιμάντζαρο μαζί με ομάδα αναγνωρισμένων αθλητών, με επικεφαλής την Ναβρατίλοβα, ώστε να ενισχύσει, μέσω... χορηγιών, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης και φροντίδας παιδιών που δεν έχουν καμία πρόσβαση στα απαραίτητα.
Κατά την διάρκεια της εκδήλωσης τιμήθηκαν, πέραν του ιδίου, και ο Κώστας Γκατσιούδης, η Άννα Βερούλη και η Αντιγόνη Βουρδόλη ως αθλητές που προσέφεραν τα μέγιστα στον ελληνικό αθλητισμό.
Ο Πολιτιστικός Επιμορφωτικός Σύλλογος Φερών "Η Αγία Σοφία" και ο Θόδωρος Βουρδόλης βοήθησαν στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης.
Τελικά ο Νίκος κατάφερε και "κάρφωσε" την ελληνική σημαία στην κορυφή του όρους
Παρακάτω ακολουθεί η εξιστόρηση του εγχειρήματος από το οποίο μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά.
Λίγο πριν το ξεκίνημα της νέας χρονιάς και έχοντας όλοι στο μυαλό και στην ψυχή μας τον φόβο της κρίσης που μας μαστίζει και δυστυχώς δεν είναι μόνο οικονομική, θα ήθελα να πάω λίγο πίσω, σε ένα σημείο της ζωής μου, που μου έμαθε πολλά και μου έδειξε πολλά. Κύρια όμως πως ο εαυτός μας δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και αν τα δικά μας προβλήματα σε μία κλίμακα από το 1 έως το 10 βρίσκονται κάπου στο 3 με 4, κάποιων άλλων είναι ήδη στο 10 από την ώρα που γεννήθηκα.
Και τότε...
Και τότε ήρθε το Κιλιμάντζαρο.
Το βουνό αυτό, το δεύτερο αλλά κατά πολύ ψηλότερο από το πρώτο, και κυριολεκτικά και σημειολογικά για μένα, είχε μπει από νωρίς αυτή τη χρονιά στη ζωή μου, όταν διάβασα, πως η θρυλική Μαρτίνα Ναβρατίλοβα σκόπευε να το ανέβει ως πείσμα στην διάγνωση της ασθένειάς της από καρκίνο στον μαστό και ταυτόχρονα απόδειξη, πως τίποτα δεν είναι ικανό να μπαίνει εμπόδιο στα όνειρά σου. Ούτε ίσως και το πιο μεγάλο. Γιατί τελικά σημασία έχει, πόσο μεγάλοι στεκόμαστε εμείς μπροστά στα μεγάλα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω, πως από δύο ανθρώπους έχω επηρεαστεί έντονα και ολοκληρωτικά στη ζωή μου. Και οι δύο γυναίκες.
Η μία είναι η Άννα Βερούλη, με την οποία εδώ και πολλά χρόνια μοιράζομαι τη ζωή μου. Το παιδί αυτό στο οποίο είπαν, πως δεν μπορεί να γίνει αθλήτρια την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στο στάδιο, το ίδιο στάδιο, που λίγο αργότερα ονομάστηκε "Βερούλειο".
Η άλλη είναι η Μαρτίνα Ναβρατίλοβα. Δεν φοβήθηκε το όνειρό της, το κυνήγησε με κάθε τίμημα και πάντα μιλούσε για όλα δυνατά, ακόμα και για αυτά, που για κάποιους δεν έπρεπε.
Και ξαφνικά κάπου στα τέλη Αυγούστου διαβάζω, πως το Κιλιμάντζαρο δεν έχει σκοπό να το ανέβει μόνη της, αλλά μαζί με άλλους 13 αθλητές απ’ όλο τον κόσμο, που ακόμα δεν είχε βρει και γι’ αυτό έκανε ανοιχτή πρόσκληση προς όλους να τη συνοδεύσουν, αν φυσικά το έλεγε η καρδιά τους και αν φυσικά πληρούσαν τρεις βασικές προυποθέσεις. Να είναι αθλητές, να έχουν σχέση σε κάποιο επίπεδο, επαγγελματικό, φιλανθρωπικό ή εθελοντικό με παιδιά και να μην έχουν ανέβει ποτέ σε βουνό μεγαλύτερο των 4.000 μ.
Και τότε ήταν σαν να είδα τη ζωή μου μπροστά μου. Σαν κάτι να είχε σχεδιαστεί ειδικά για μένα.
Μια ζωή μέσα στον αθλητισμό. Τα τελευταία πολλά χρόνια μόνο με παιδιά και για παιδιά, μέσα από τη διδασκαλία μου και μέσα από τη συγγραφή των βιβλίων μου. Και φυσικά ποτέ πάνω από τα 4.000 μ. Για ποιο λόγο άλλωστε; Δεν θα έλεγα, πως είμαι και ο αντιπροσωπευτικότερος άνθρωπος ούτε του camping, ούτε της αναρρίχησης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά και μαζί με τη Μαρτίνα Ναβρατίλοβα.
Κάποιος μου έκανε πλάκα, για να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά μου.
Από την ώρα που έγραψα στο Laureus Sport For Good Foundation, για τις ανάγκες του οποίου γινόταν το εγχείρημα, πέρασα πολλά άγρυπνα βράδια. Από τη μία είχα μπροστά μου την τεράστια επιθυμία μου να το κάνω και από την άλλη είχα την ασθένεια του βουνού, τον κίνδυνο της ελονοσίας, την διαμονή στο βουνό σε ακραίες καιρικές συνθήκες και ακόμα την επικοινωνία με το ίδρυμα, που ήταν τυπικά εγγλέζικη και απαιτητική. Βουνό όλα μαζί και ίσως υψηλότερο από το Κιλιμάντζαρο. Ο σκοπός όμως δέσποζε πάνω απ’ όλα και η κορυφή της δυσκολίας ήταν το φιλανθρωπικό κομμάτι, που έπρεπε ο καθένας από εμάς και για τη χώρα του να διεκπεραιώσει. Χρήματα δηλαδή που θα πήγαιναν στο προτεινόμενο δύο φορές για το Νόμπελ Ειρήνης Mathare Youth Sport Association στο Ναϊρόμπι, που φιλοξενεί παιδιά-θύματα βίας, πολέμου και σε ποσοστό 80% πάσχοντα από AIDS και που με τα χρήματα αυτά χρηματοδοτεί αθλητικά προγράμματα, που ανοίγουν σ’ αυτά τα παιδιά ένα παράθυρο ελπίδας, όταν κάθε χαραμάδα είναι τελείως κλειστή. Ο αθλητισμός δηλαδή μέσο για θετικές κοινωνικές αλλαγές. Ο αθλητισμός δηλαδή στην πραγματική του διάσταση.
Ήθελα να το κάνω σαν τρελός και ταυτόχρονα φοβόμουνα. Που πήγαινα να μπλέξω; Περίμενα κάθε μέρα τα emails μου και δεν ήξερα, τι περίμενα να διαβάσω. Αυτό που θα με ανακούφιζε ή αυτό που θα με εκτόξευε;
Και έγινε το δεύτερο.
Και ξεκίνησε η περιπέτεια. Η δυσκολότερη περιπέτεια της ζωής μου, που τότε δεν ήξερα, πως θα είναι και η ωραιότερη.
Στην αρχή μόνο κλειστές πόρτες για εύρεση χρημάτων. Στην Ελλάδα της κρίσης, όχι της οικονομικής αλλά της κρίσης αξιών, το δυσκολότερο είναι να σε πιστέψουν και να σε εμπιστευτούν.
Και μετά… Και μετά μερικές πόρτες άνοιξαν και κάποιες απ’ αυτές δεν ήταν ακριβώς πόρτες αλλά μπουκαπόρτες και το λέω με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Αυτοί που πρέπει καταλαβαίνουν και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου γι’ αυτό, όχι μόνο για τη βοήθεια, αλλά γιατί με έκαναν να πιστέψω και πάλι στους ανθρώπους.
Έλιωσα στην προπόνηση και διάβασα πολύ. Για λίγο η σκοποβολή είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο και ευχαριστώ τον προπονητή μου για την κατανόηση και την υπομονή. Έψαξα και ενημερώθηκα. Ετοιμάστηκα σε κάθε επίπεδο και περίμενα. Τι; Θα το μάθαινα σε λίγο.
Πέταξα για το Λονδίνο και συναντήθηκα με την υπόλοιπη ομάδα. Αναχωρήσαμε για Ναϊρόμπι.
Περάσαμε την πρώτη μας μέρα στο MYSA και παίξαμε ποδόσφαιρο με τα παιδιά. Μπήκαμε στα slums, στην καρδιά των παραγκουπόλεων, εκεί που το επίσημο κράτος απουσιάζει και τα παιδιά με τα ομορφότερα μάτια στον κόσμο τρώνε από το πιάτο του σκύλου και σου ζητάνε την καραμέλα από το στόμα σου και τα κορδόνια από τα παπούτσια σου, ως το πιο ακραίο σημάδι της δικής τους έννοιας πολυτέλειας, που διαφέρει πολύ από τη δική μας, που κινδυνεύει στις μέρες μας από το διεθνές νομισματικό ταμείο, που μας έχει κάνει να ξεχάσουμε, πως η μεγαλύτερη τελικά πολυτέλεια στη ζωή ίσως να είναι η τύχη του να γεννιέσαι, έχοντας τη δυνατότητα να πίνεις καθαρό νερό.
Φύγαμε για Τανζανία. Πλησιάζαμε το βουνό σε ρεαλιστική βάση πια, γιατί νοητικά το είχαμε ανέβει όλοι μας και αρκετές φορές και αυτό φαινόταν από τις συζητήσεις μας, τα όνειρά μας ακόμα και από τους εφιάλτες μας.
Πρώτη μέρα και ανέβασμα στα 2.600 μ. Περιμέναμε καλοκαιρία και ξηρασία, γι’ αυτό άλλωστε και η επιλογή του Δεκεμβρίου, ως πρώτου μήνα μετά το τέλος των βροχών και μας περίμενε η βροχή και η ομίχλη. Από αυτή που μπορεί να τρυπώσει οπουδήποτε και να σου κρύψει το οτιδήποτε, ακόμα και την ορατότητα προς τον στόχο σου.
Δεύτερη μέρα και συνέχεια στα 3.600 μ. Περισσότερη βροχή, περισσότερη ομίχλη. Ο σάκος βαραίνει ακόμα περισσότερο από την υγρασία και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λίγο πριν το camp πέφτω και γίνομαι ένα με τη λάσπη. Στραβώνει το ένα μου μπαστούνι και έχω να καθαρίσω τα ρούχα μου, που ούτως ή άλλως πασχίζω να κρατήσω στεγνά. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Τα πράγματα δυσκολεύουν. Το βουνό αρχίζει να δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο και δεν αστειεύεται.
Τρίτη μέρα. Πιο ψηλά. 4.330 μ. Το νερό που πέφτει στο κεφάλι μας συναγωνίζεται αυτό, που πρέπει να πίνουμε κάθε μέρα. 6 λίτρα για να αποφύγουμε την αφυδάτωση λόγω υψομέτρου. Και αφυδάτωση σημαίνει χάσιμο του 50% της ενέργειάς σου. Και 6 λίτρα σημαίνει χάσιμο του ύπνου σου κάθε βράδυ, από τις φορές, που πρέπει να εγκαταλείψεις τη ζεστασιά του σάκου σου βγαίνοντας στους -25ο C, που σε περιμένουν έξω, για να αποβάλλεις το νερό αυτό, που με τόση δυσκολία ήπιες. Χάνουμε και τον πρώτο μας βοηθό από εσωτερική αιμορραγία λόγω και πάλι υψομέτρου. Το κλίμα βαραίνει. Η Μαρτίνα δεν είναι καλά. Δυσκολεύεται. Αυτό το φαινόμενο δύναμης και αθλητικής ικανότητας δεν τραβάει και αυτό φαίνεται. Η πλάτη της πονάει πολύ και ο σάκος της τη σκοτώνει. Προσπαθώ να την τρίψω στον αυχένα και με ρωτάει πως λένε το "σ’ αγαπώ" στα ελληνικά. Τι κρίμα που δεν είναι και η πιο χαρούμενη στιγμή για να μου το πει!
Τέταρτη μέρα. Κατεβαίνουμε στα 3.700 μ. για εγκλιματισμό. Η ομίχλη και το χιόνι πια δεν μας αφήνει να δούμε τίποτα από το τοπίο και φυσικά η κορυφή δεν μας αποκαλύπτεται. Κρατάει καλά τα μυστικά της. Η Μαρτίνα δυσκολεύεται ακόμα περισσότερο. Στο εστιατόριο δεν θα αγγίξει τίποτα από το πιάτο της και θα αποχωρήσει νωρίς. Όλοι κοιτιόμαστε περίεργα, αλλά κανένας δεν μιλάει. Κατά τα μεσάνυχτα μια απίστευτη φασαρία και κινητοποίηση έξω από τις σκηνές μας μας ξυπνάει. Όμως κανένας δεν βγαίνει. Εκτός από αυτούς που πραγματικά πρέπει. Γιατρούς και αρχηγούς αποστολής. Η Μαρτίνα δεμένη σε ένα αυτοσχέδιο κάρο και στα χέρια οχτώ αχθοφόρων, που εναλλάσσονται όλο το βράδυ κατεβαίνει γρήγορα το βουνό. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Είναι το πρώτο βράδυ, που θα καταφέρει να δει τ’ αστέρια στον ουρανό, έτσι όπως είναι ανάσκελα στο φορείο της. Κάθε μέτρο που κατεβαίνει την κρατάει στη ζωή. Έχει πάθει πνευμονικό οίδημα. Ο φόβος μας από την πρώτη στιγμή, τώρα πια είναι πάνω από τα κεφάλια μας. Την άλλη μέρα το πρωί βρίσκουμε τη ρακέτα της. Την είχε φέρει μαζί της για να ρίξουμε μερικές μπαλιές στην κορυφή, εκεί που το μπαλάκι, λόγω της έλλειψης οξυγόνου, θα πήγαινε γρηγορότερα. Δεν τα κατάφερε. Θα προσπαθήσουμε εμείς τώρα για εκείνη.
Πέμπτη ημέρα. Σε ένα απίστευτο έδαφος, κάτι μεταξύ κρανίου τόπου και απόλυτης καταστροφής φτάνουμε στα 4.600 μ. Οι αντοχές δοκιμάζονται στο έπακρο. Ο πονοκέφαλος σου σπάει το κεφάλι και η βροχή το τελευταίο ίχνος αντίστασής σου. Έχεις δύο ώρες να ξεκουραστείς, να στεγνώσεις και να φας, κάτι που ούτε σκέφτεσαι και να ξεκινήσεις μεσάνυχτα για την κορυφή. Μια συναθλήτριά μας, μέλος των ειδικών δυνάμεων του αμερικανικού στρατού έχει ακόμα αναχωρήσει για το νοσοκομείο και τρεις ακόμα δηλώνουν, πως δεν θα επιχειρήσουν την κορυφή. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε να πίνουμε νερό. Αισθάνομαι πιο δυνατός από ποτέ, πιο αποφασισμένος από ποτέ, αλλά και πιο κουρασμένος και πιο φοβισμένος από ποτέ. Πως άραγε θα καταλάβω ποιο είναι το όριό μου;
Ξεκινάμε. Είναι μεσάνυχτα. Μέχρι την ανατολή, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα είμαστε ψηλά. Χρειαζόμαστε τον πάγο της νύχτας, που κρατάει τα πετρώματα κάτω από τα πόδια μας συμπαγή. Μας συμβουλεύουν να μην κοιτάμε ψηλά, για να μην εντοπίζουμε τους φακούς των προπορευομένων μας, ώστε να μην μπορούμε να υπολογίσουμε τον όγκο, που μας περιμένει. Φυσικά δεν το κάνει κανένας και τα πόδια μας κόβονται. Όχι όμως μόνο από το δέος, αλλά και από την κούραση. Μια κούραση, που δεν έχεις ξανααισθανθεί ποτέ. Μια κούραση, που μοιάζει με ανημπόρια. Το οξυγόνο έχει μειωθεί τόσο πολύ, που δεν επαρκεί για τίποτα. Κάθε βήμα μια τεράστια προσπάθεια. Χρειάζομαι τον πρώτο μου βοηθό για πρώτη φορά όλες αυτές τις μέρες. Μου παίρνει την τσάντα και δεν σταματάει να μου μιλάει και να μου τραγουδάει. Τον λένε Alpha κι αυτό είναι καλό σημάδι.
Πλησιάζω αλλά δεν έχω φτάσει ακόμα. Το φως έχει βγει και με τυφλώνει. Είμαστε κατά πολύ πάνω από τα σύννεφα και είναι απόκοσμα όμορφα. Σαν να ανοίξανε την πόρτα του αεροπλάνου και με κατεβάσανε. Την πρώτη φορά που είχα δει αυτή την εικόνα, ήταν μερικές ημέρες πριν μέσα από το αεροπλάνο και ήταν στο ίδιο ακριβώς ύψος με αυτό που πετούσαμε. Είμαι σχεδόν στην κορυφή του κόσμου. Είμαι σίγουρα στην κορυφή της Αφρικής. Προσεγγίσω το Stella point, την πράσινη κορυφή και θέλω κάτι λιγότερο από 200μ για την χρυσή. Την Uhuru point, την κορυφή της ελευθερίας, όπως λέγεται στα σουαχίλι, στην ίδια γλώσσα, που το όνομά μου σημαίνει "ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ". Μια στροφή γύρω από τον κρατήρα αυτού του ηφαιστείου σε οριστική σβήση και τα έχω καταφέρει. Μου παίρνει μία ώρα. Την δυσκολότερη της ζωής μου. Μια ώρα όμως που άξιζε τον κόπο.
Βρίσκομαι ψηλά, πιο ψηλά απ’ όσο είχα ποτέ μου φανταστεί. Δεν πετάω στα σύννεφα, είμαι πάνω από τα σύννεφα και το απολαμβάνω. Ανοίγω τη σημαία μας όπως ακριβώς το είχα οραματιστεί. Και αυτή δεν είναι μια οποιαδήποτε σημαία. Είναι η σημαία, που κάποτε κυμάτισε για την Άννα στον υψηλότερο ιστό του Ολυμπιακού σταδίου για εκείνη τη νίκη της, που στάθηκε η αιτία για την δική μου πορεία στον αθλητισμό, για τη δική μου πορεία στη ζωή, που σήμερα με φέρνει εδώ.
Τι τέλειος κύκλος!!! Τι ωραία πτήση!!!
Προσπαθώ να ξεπεράσω τη σύγχυσή μου και δυσκολεύομαι. Μιλάω ελληνικά και απαιτώ να με καταλάβουν, αρνούμαι να συνεχίσω την κάθοδο και πεισμώνω. Με περιμένουν 5 ώρες απίστευτης κατάβασης, μια ώρα ξεκούρασης και άλλες πέντε ώρες κατάβασης για διανυκτέρευση στα 2.500 μ. Την ονομάζουν Victory day και πράγματι είναι. Ημέρα νίκης για όλους μας. Νίκης απέναντι στο βουνό, νίκης απέναντι στο υψόμετρο, απέναντι στον καιρό, απέναντι στις δυσκολίες, απέναντι στις αμφισβητήσεις, τους φόβους, τα όρια, τα εμπόδια, τα "δεν πρέπει", τα "δεν θέλω", τα "δεν μπορώ", νίκη απέναντι ακόμα και στις αναπηρίες (ο Michael Tauber o παραολυμπιονίκης της ποδηλασίας ανέβηκε με τα τεχνητά του μέλη, γιατί έχει χάσει και τα δύο του πόδια). Μια νίκη που σε οδηγεί τελικά στην μεγαλύτερη αλήθεια ενός τέτοιου οδοιπορικού, πως οποιαδήποτε μεγάλη κορυφή και αν ανέβεις, η μεγαλύτερη κορυφή είναι ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ!!!
Και είναι πάντα εκεί και περιμένει να την ανακαλύψεις και να την κατακτήσεις.
Κιλιμάντζαρο, 14 Δεκεμβρίου 2010
Αφιερωμένο στην Μαρτίνα Ναβρατίλοβα. Την αθλήτρια. Τον άνθρωπο. Την έμπνευση.
Νίκος Μιχαλόπουλος
Αθλητής, Συγγραφέας, Δάσκαλος.
Μέλος του LAUREUS SPORT FOR GOOD FOUNDATION
• H Ελλάδα πρώτη χώρα στην συγκέντρωση χρημάτων ανάμεσα σε εκπροσώπους χωρών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Αυστρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Νότια Αφρική.
• Ψύλλοι ή αετοί;
Καμιά φορά η φύση μας δίνει τα καλύτερα μαθήματα. Αν δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να παρατηρήσουμε, ίσως καταλάβουμε πολλά.
Από τη μία έχουμε τον ψύλλο. Ξέρετε ο ψύλλος είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο, που έχει την ικανότητα να πηδάει 800 φορές πιο ψηλά από το σωματικό του ύψος. Πήρανε λοιπόν τον ψύλλο και το κλείσανε σε ένα κουτάκι ύψους 20 εκατοστών. Ο ψύλλος φυσικά ξεκίνησε να κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά. Στην προσπάθειά του όμως να πηδήσει ψηλά, χτύπησε το κεφάλι του στο ταβάνι του κουτιού και πόνεσε. Προσπάθησε και δεύτερη φορά. Το ίδιο αποτέλεσμα. Προσπάθησε και τρίτη. Ξανά τα ίδια. Φυσικά επειδή καθόλου δεν του άρεσε να πονάει περιόρισε το άλμα του στα 20 εκατοστά. Τότε ξαναπήραν τον ψύλλο και τον έκλεισαν σε ένα κουτάκι ύψους 10 εκατοστών. Ο κακομοίρης ο ψύλλος μας ξανά τα ίδια. Κάθε προσπάθεια και πόνος κάθε πόνος και απογοήτευση. Και πάλι το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να περιορίσει το άλμα του στα 10 εκατοστά αυτή τη φορά. Το μαρτύριό του όμως δεν σταμάτησε εδώ. Τον πήρανε τον ψύλλο μας και τον έκλεισαν σε ένα σπιρτόκουτο αυτή τη φορά. Δεν άργησε να καταλάβει, πως δεν μπορούσε και πάλι να κάνει αυτό που ήξερε και μπορούσε, να πηδάει δηλαδή ψηλά. Περιόρισε και πάλι το άλμα του στο ύψος μόλις ενός σπιρτόκουτου. Και κάπου εδώ τελείωσε το μαρτύριό του και ο ψύλλος μας αφέθηκε και πάλι ελεύθερος στη φύση να κάνει ό,τι ήθελε και ήταν προικισμένος από τη φύση του να κάνει. Μόνο που δεν ξαναπήδησε ποτέ πιο ψηλά από το ύψος ενός σπιρτόκουτου. Είχε πάρει καλά το μάθημά του.
Από την άλλη έχουμε τον αετό. Τον περήφανο αετό, που εκεί κάπου στα σαράντα του χρόνια βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο πρόβλημα για την ύπαρξή του. Σε ένα τεράστιο δίλημμα για την ίδια του τη ζωή του. Η μύτη του έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και έχει κυρτώσει υπερβολικά προς το στόμα του, που τον εμποδίζει να φάει. Τα νύχια του έχουν κι αυτά μεγαλώσει πολύ και έχουν γυρίσει προς το δέρμα του και δεν του επιτρέπουν πια να κυνηγάει τα θηράματά του. Και τα πούπουλά του έχουν βαρύνει υπερβολικά και δεν μπορεί εύκολα να πετάξει. Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Ο ένας είναι να αποδεχθεί τη μοίρα του, να ευχαριστήσει τη φύση για όσα του πρόσφερε και να πεθάνει με αξιοπρέπεια. Ο άλλος είναι πολύ διαφορετικός και συνήθως τον ακολουθεί. Με όση δύναμη του μένει ανεβαίνει στο πιο ψηλό βουνό, μόνος και απομονωμένος για τρεις ολόκληρους μήνες, 90 ημέρες απομόνωσης, όπου προσπαθεί να στήσει ξανά τον εαυτό του από την αρχή. Στην πρώτη φάση σπάει τη μύτη του, χτυπώντας τη με όση δύναμη έχει στα βράχια, αγνοώντας τον πόνο. Σε πολύ σύντομο χρόνο ένα καινούργιο δυνατό και υγιές κόκαλο θα έχει πάρει τη θέση της παλιάς του μύτης. Με αυτή τώρα θα ξεριζώσει τα νύχια από τα πόδια του, περιμένοντας να φυτρώσουν άλλα, νέα και γερά. Κι όταν γίνει και αυτό με τα νέα του γερά νύχια θα μαδήσει τα γερασμένα του πούπουλα, που τον εμπόδιζαν στο πέταγμά του. Μόλις συμβεί και αυτό, υγιής και δυνατός είναι έτοιμος για την περίφημη πτήση της αναγέννησης. Την περίφημη πτήση προς μία ζωή, που θα κρατήσει άλλα σαράντα ολόκληρα χρόνια. Εκεί που όλα είχαν τελειώσει, άλλη μια ολόκληρη ζωή και χιλιάδες στιγμές απόλυτης ελευθερίας και δύναμης είναι μπροστά του.
Λοιπόν πως θέλουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, σαν ψύλλους ή σαν αετούς;
Φωτογραφίες από την εκδήλωση στις Φέρες
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω