Αργοπεθαίνουν οι ελληνικές θάλασσες, μαζί και το θρακικό πέλαγος, σύμφωνα και με τα πορίσματα έρευνας από διεθνή ερευνητική ομάδα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί ψαριών στη Μεσόγειο απαντώνται σε θαλάσσιες περιοχές της Ισπανίας και της Ιταλίας, ενώ τα νερά της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι σχεδόν νεκρά. Άλλωστε, στην περιοχή του θρακικού πελάγους, η υπεραλίευση, κυρίως από τους Τούρκους ψαράδες, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τους αλιείς της περιοχής, ο αριθμός των οποίων, τα τελευταία χρόνια, έχει μειωθεί κατακόρυφα...
Η μελέτη
Οι ερευνητές πέρασαν τρία χρόνια πραγματοποιώντας καταδύσεις και δειγματοληψίες στα νερά του Μαρόκου, της Τυνησίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στόχος τους ήταν να ποσοτικοποιήσουν την επίδραση που έχουν στα οικοσυστήματα οι προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές, όπου αυτές υπάρχουν.
«Αυτά που βρήκαμε παρουσιάζουν τεράστιες αντιθέσεις. Οι υψηλότερες βιομάζες ιχθύων εντοπίστηκαν σε θαλάσσια καταφύγια έξω από την Ισπανία και την Ιταλία. Δυστυχώς, γύρω από την Ελλάδα και την Τουρκία τα νερά ήταν νεκρά» αναφέρει ο Ενρίκ Σαλά, ερευνητής του National Geographic και επικεφαλής της ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι σημαντικότερες απειλές για τα οικοσυστήματα της ανατολικής Μεσογείου είναι η υπεραλίευση, η καταστροφή των ενδιαιτημάτων, η ρύπανση, η άνοδος της επιφανειακής θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής, καθώς και τα περίπου 600 είδη που έχουν εισβάλει από την Ερυθρά Θάλασσα μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Ένας άλλος παράγοντας που βρέθηκε να επηρεάζει την υγεία των πληθυσμών ήταν τα φύκη, τα οποία προσφέρουν τροφή στα ψάρια. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, δύο ξενικά είδη ψαριών που τρέφονται με φύκια (Siganus luridus και S. rivulatus) έχουν απονεκρώσει μεγάλες εκτάσεις του βυθού.
Και όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η υγεία των φυκών καθορίζει την ταχύτητα με την οποία ανακάμπτουν τα ιχθυαποθέματα όταν δημιουργείται ένα θαλάσσιο καταφύγιο. Παρόλα αυτά, ο σημαντικότερος προγνωστικός δείκτης για τη βιομάζα των ιχθύων σε οποιαδήποτε περιοχή ήταν το επίπεδο νομικής προστασίας.
Στις προστατευόμενες περιοχές, διαπιστώνει η μελέτη, οι πληθυσμοί των ψαριών ανακάμπτουν από την υπεραλίευση και φτάνουν σε επίπεδα δέκα φορές υψηλότερα σε σχέση με περιοχές όπου δραστηριοποιείται η αλιευτική βιομηχανία.
Αυτό πάντως ισχύει μόνο στα θαλάσσια καταφύγια όπου απαγορεύεται κάθε μορφή αλιείας, και όχι σε «προστατευόμενες» περιοχές όπου επιτρέπονται ορισμένες αλιευτικές δραστηριότητες. Όπως προκύπτει από την έρευνα, ο καθορισμός νέων προστατευόμενων περιοχών έχει κρίσιμη σημασία για τη βιωσιμότητα της αλιείας.
«Κατακρεουργείται το Αιγαίο»
Μιλώντας στη «ΓΝΩΜΗ», ο αντιπρόεδρος του Αλιευτικού Συνδέσμου Μηχανοτρατών και Γρι-Γρι Αλεξανδρούπολης, Νίκος Χαρανάς, σημειώνει πως μέχρι το 1995 που εμφανίστηκαν οι ψαράδες της Τουρκίας στο Αιγαίο, οι θάλασσές μας ήταν πλούσιες σε κάθε λογής ιχθυαποθέματα. «Στην αρχή, εμφανίστηκαν 4-5 καΐκια και μετά πολλαπλασιάστηκαν. Αφού καθάρισαν τα δικά τους παράλια, απλώθηκαν στα διεθνή ύδατα, στα χωρικά ύδατα και πλέον είναι παντού. Το Αιγαίο έχει παραβιαστεί σε κακουργηματικό βαθμό», αναφέρει σχετικά ο κ. Χαρανάς.
Όπως αναφέρει, η κατάσταση είναι ίδια σε όλο το Αιγαίο, από την Θράκη μέχρι την Κρήτη, με τους Τούρκους να αλωνίζουν, ορισμένους Έλληνες να μη σέβονται τη θάλασσα και τις δυνατότητές της, και το ελληνικό κράτος να σφυρίζει αδιάφορα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρανά, υπάρχουν ορισμένα είδη που έχουν εκλείψει, όπως για παράδειγμα τα θράψαλα και οι γαρίδες, όχι μόνο από την υπεραλίευση, αλλά και από τα απόβλητα που καταλήγουν στη θάλασσα από τα ποτάμια. Πρόσφατο παράδειγμα, η μόλυνση του Έβρου από διαρροή εργοστασίου της Βουλγαρίας.
«Πριν από δύο χρόνια, προέκυψε πρόβλημα με μία βιομηχανία στη Βουλγαρία και τα νερά του Έβρου είχαν μολυνθεί. Εκείνο το περιστατικό μας στοίχισε ακριβά, καθώς ‘καθάρισε’ από την περιοχή μας τα χταπόδια. Μόλις πριν λίγους μήνες εμφανίστηκαν τα χταπόδια πάλι στα νερά μας».
Όλη αυτή η κατάσταση, η μείωση δηλαδή των ιχθυαποθεμάτων, από την υπεραλίευση και τη μόλυνση, σε συνδυασμό με την αύξηση στο κόστος των καυσίμων και τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία, έχουν οδηγήσει πολλές οικογένειες στην απόφαση να εγκαταλείψουν την αλιεία. Μέχρι πριν κάποια χρόνια, υπήρχαν σε Αλεξανδρούπολη και Σαμοθράκη μέχρι και 30 μηχανότρατες, ενώ σήμερα είναι 15 με 16, ενώ υπάρχει μόνο ένα γρι-γρι, το οποίο οι ιδιοκτήτες του κρατούν με "νύχια και με δόντια"…
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί ψαριών στη Μεσόγειο απαντώνται σε θαλάσσιες περιοχές της Ισπανίας και της Ιταλίας, ενώ τα νερά της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι σχεδόν νεκρά. Άλλωστε, στην περιοχή του θρακικού πελάγους, η υπεραλίευση, κυρίως από τους Τούρκους ψαράδες, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τους αλιείς της περιοχής, ο αριθμός των οποίων, τα τελευταία χρόνια, έχει μειωθεί κατακόρυφα...
Η μελέτη
Οι ερευνητές πέρασαν τρία χρόνια πραγματοποιώντας καταδύσεις και δειγματοληψίες στα νερά του Μαρόκου, της Τυνησίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στόχος τους ήταν να ποσοτικοποιήσουν την επίδραση που έχουν στα οικοσυστήματα οι προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές, όπου αυτές υπάρχουν.
«Αυτά που βρήκαμε παρουσιάζουν τεράστιες αντιθέσεις. Οι υψηλότερες βιομάζες ιχθύων εντοπίστηκαν σε θαλάσσια καταφύγια έξω από την Ισπανία και την Ιταλία. Δυστυχώς, γύρω από την Ελλάδα και την Τουρκία τα νερά ήταν νεκρά» αναφέρει ο Ενρίκ Σαλά, ερευνητής του National Geographic και επικεφαλής της ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι σημαντικότερες απειλές για τα οικοσυστήματα της ανατολικής Μεσογείου είναι η υπεραλίευση, η καταστροφή των ενδιαιτημάτων, η ρύπανση, η άνοδος της επιφανειακής θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής, καθώς και τα περίπου 600 είδη που έχουν εισβάλει από την Ερυθρά Θάλασσα μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Ένας άλλος παράγοντας που βρέθηκε να επηρεάζει την υγεία των πληθυσμών ήταν τα φύκη, τα οποία προσφέρουν τροφή στα ψάρια. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, δύο ξενικά είδη ψαριών που τρέφονται με φύκια (Siganus luridus και S. rivulatus) έχουν απονεκρώσει μεγάλες εκτάσεις του βυθού.
Και όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η υγεία των φυκών καθορίζει την ταχύτητα με την οποία ανακάμπτουν τα ιχθυαποθέματα όταν δημιουργείται ένα θαλάσσιο καταφύγιο. Παρόλα αυτά, ο σημαντικότερος προγνωστικός δείκτης για τη βιομάζα των ιχθύων σε οποιαδήποτε περιοχή ήταν το επίπεδο νομικής προστασίας.
Στις προστατευόμενες περιοχές, διαπιστώνει η μελέτη, οι πληθυσμοί των ψαριών ανακάμπτουν από την υπεραλίευση και φτάνουν σε επίπεδα δέκα φορές υψηλότερα σε σχέση με περιοχές όπου δραστηριοποιείται η αλιευτική βιομηχανία.
Αυτό πάντως ισχύει μόνο στα θαλάσσια καταφύγια όπου απαγορεύεται κάθε μορφή αλιείας, και όχι σε «προστατευόμενες» περιοχές όπου επιτρέπονται ορισμένες αλιευτικές δραστηριότητες. Όπως προκύπτει από την έρευνα, ο καθορισμός νέων προστατευόμενων περιοχών έχει κρίσιμη σημασία για τη βιωσιμότητα της αλιείας.
«Κατακρεουργείται το Αιγαίο»
Μιλώντας στη «ΓΝΩΜΗ», ο αντιπρόεδρος του Αλιευτικού Συνδέσμου Μηχανοτρατών και Γρι-Γρι Αλεξανδρούπολης, Νίκος Χαρανάς, σημειώνει πως μέχρι το 1995 που εμφανίστηκαν οι ψαράδες της Τουρκίας στο Αιγαίο, οι θάλασσές μας ήταν πλούσιες σε κάθε λογής ιχθυαποθέματα. «Στην αρχή, εμφανίστηκαν 4-5 καΐκια και μετά πολλαπλασιάστηκαν. Αφού καθάρισαν τα δικά τους παράλια, απλώθηκαν στα διεθνή ύδατα, στα χωρικά ύδατα και πλέον είναι παντού. Το Αιγαίο έχει παραβιαστεί σε κακουργηματικό βαθμό», αναφέρει σχετικά ο κ. Χαρανάς.
Όπως αναφέρει, η κατάσταση είναι ίδια σε όλο το Αιγαίο, από την Θράκη μέχρι την Κρήτη, με τους Τούρκους να αλωνίζουν, ορισμένους Έλληνες να μη σέβονται τη θάλασσα και τις δυνατότητές της, και το ελληνικό κράτος να σφυρίζει αδιάφορα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρανά, υπάρχουν ορισμένα είδη που έχουν εκλείψει, όπως για παράδειγμα τα θράψαλα και οι γαρίδες, όχι μόνο από την υπεραλίευση, αλλά και από τα απόβλητα που καταλήγουν στη θάλασσα από τα ποτάμια. Πρόσφατο παράδειγμα, η μόλυνση του Έβρου από διαρροή εργοστασίου της Βουλγαρίας.
«Πριν από δύο χρόνια, προέκυψε πρόβλημα με μία βιομηχανία στη Βουλγαρία και τα νερά του Έβρου είχαν μολυνθεί. Εκείνο το περιστατικό μας στοίχισε ακριβά, καθώς ‘καθάρισε’ από την περιοχή μας τα χταπόδια. Μόλις πριν λίγους μήνες εμφανίστηκαν τα χταπόδια πάλι στα νερά μας».
Όλη αυτή η κατάσταση, η μείωση δηλαδή των ιχθυαποθεμάτων, από την υπεραλίευση και τη μόλυνση, σε συνδυασμό με την αύξηση στο κόστος των καυσίμων και τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία, έχουν οδηγήσει πολλές οικογένειες στην απόφαση να εγκαταλείψουν την αλιεία. Μέχρι πριν κάποια χρόνια, υπήρχαν σε Αλεξανδρούπολη και Σαμοθράκη μέχρι και 30 μηχανότρατες, ενώ σήμερα είναι 15 με 16, ενώ υπάρχει μόνο ένα γρι-γρι, το οποίο οι ιδιοκτήτες του κρατούν με "νύχια και με δόντια"…
Πηγή: Εφημερίδα Η ΓΝΩΜΗ (Κική Ηπειρώτου)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω