Ζάχαρη, βανίλια, κακάο, μέντα. Όχι, δεν θα σας παρουσιάσουμε συνταγή ζαχαροπλαστικής αλλά μια άλλη, άγνωστη σε μεγάλο βαθμό στους πολλούς συνταγή, η οποία «μαγειρεύεται» από τις καπνοβιομηχανίες και… σερβίρεται στους καπνιστές
Ζάχαρη, βανίλια, κακάο, μέντα. Όχι, δεν θα σας παρουσιάσουμε συνταγή ζαχαροπλαστικής αλλά μια άλλη, άγνωστη σε μεγάλο βαθμό στους πολλούς συνταγή, η οποία «μαγειρεύεται» από τις καπνοβιομηχανίες και… σερβίρεται στους καπνιστές, θέτοντας σε μεγάλο κίνδυνο την υγεία τους.
Αυτό καταγγέλλει στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένας από τους επιστήμονες - «γκουρού» του πεδίου σχετικά με τον έλεγχο του καπνίσματος ο οποίος είναι γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο για το ότι «φωτίζει» εδώ και έτη τις… σκοτεινές κινήσεις της... καπνοβιομηχανίας.
Ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης για τον Έλεγχο του Καπνού Στάντον Γκλαντζ δεν μένει μόνο στα λόγια: των λόγων του το αληθές παρουσιάζεται μέσα από μελέτη η οποία, όπως αναφέρει, φανερώνει μια μεγάλη «απάτη» η οποία αφορά τα πρόσθετα των τσιγάρων που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία ήδη από τη δεκαετία του 1970 και αποτελούν ως και το 10% του βάρους του τσιγάρου. Πρόκειται για ουσίες που περιέχονται στον ίδιο τον καπνό, αλλά και στο χαρτί και στο φίλτρο προκειμένου να χαρίζουν καλύτερη γεύση στο τσιγάρο το οποίο χωρίς αυτές μάλλον δεν θα ήταν τόσο δημοφιλές. Οι ουσίες αυτές αποτέλεσαν μάλιστα την κύρια «συνταγή» των λάιτ τσιγάρων τα οποία λανσαρίστηκαν ως πιο… υγιεινά. Μια συνταγή επιτυχίας για τις καπνοβιομηχανίες που μάλλον μετατρέπεται σε «πικρό πιάτο» για την υγεία του πληθυσμού.
Από το 2013 κάτι φαίνεται να αλλάζει σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των καπνοβιομηχανιών. Στις ΗΠΑ για πρώτη φορά νόμος θα αναγκάζει τις εταιρείες να αναγράφουν στα προϊόντα τους την ποσότητα συνολικά 20 επικίνδυνων ουσιών που περιέχονται στο νέφος καπνού του τσιγάρου - πρόκειται για ένα βήμα προόδου, τη στιγμή βέβαια που πολλοί ειδικοί σημειώνουν ότι απαιτείται να γίνουν άλματα στο συγκεκριμένο πεδίο. Ένα πεδίο που φαίνεται να «νοσεί» (και μαζί του ο πληθυσμός), όπως δείχνει και η σοκαριστική μελέτη του καθηγητή Γκλαντζ και της ομάδας του η οποία φέρνει στο φως τους κινδύνους των προσθέτων των τσιγάρων.
Η μελέτη αυτή που δημοσιεύθηκε στην έγκριτη επιθεώρηση «PLoS Medicine» επικεντρωνόταν σε ένα πρόγραμμα της μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας παγκοσμίως, της Philip Morris (με πολύ γνωστές μάρκες τσιγάρων όπως Marlboro, Virginia Slims, Βenson & Hedges, Muratti αλλά και Assos και Old Navy της εταιρείας Παπαστράτος η οποία έχει εξαγοραστεί από τον κολοσσό η έδρα του οποίου βρίσκεται στην Ελβετία). Το πρόγραμμα αυτό με τον τίτλο Project Mix αφορούσε έλεγχο των πρόσθετων ουσιών των τσιγάρων και σύμφωνα με τα λεγόμενα του καθηγητή ήταν μάλλον ένα πρόγραμμα… mix and match (με βάση τα εταιρικά συμφέροντα).
Mix… κατά βούλησιν
Τι ακριβώς εστί Project Mix; Όπως εξηγεί ο δρ Γκλαντζ η Philip Morris εξαγόρασε πριν από περίπου 30 χρόνια ένα εργαστήριο στην Κολονία με το όνομα Inbifo το οποίο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα αφιερωμένο στην τοξικότητα των προσθέτων των τσιγάρων. Στο πλαίσιο του προγράμματος αναλύθηκαν 333 πρόσθετα σε διαφορετικούς συνδυασμούς μεταξύ τους. Οι αναλύσεις οδήγησαν το 2002 σε τέσσερα επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Food and Chemical Toxicology». Ποια ήταν τα ευρήματα αυτών των μελετών; Συνοψίζονταν στο ότι δεν υπήρξε καμία απόδειξη σχετικά με αύξηση της τοξικότητας των γνωστών ουσιών των τσιγάρων η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί στα πρόσθετα που περιέχουν.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γκλαντζ τα αποτελέσματα αυτά έγιναν «σημαία» από τις εταιρείες προκειμένου να παρουσιάσουν προς τις αρμόδιες αρχές τα ασφαλή μείγματα των καπνών τους. Μάλιστα, αποτέλεσαν τη βάση για τη μεγάλη προώθηση των λάιτ τσιγάρων τα οποία τα τελευταία χρόνια προτιμούν ολοένα και περισσότεροι καπνιστές. Στα πιο «ελαφριά» τσιγάρα οι εταιρείες μείωσαν τη νικοτίνη αλλά αύξησαν τις ποσότητες των προσθέτων, λέει ο καθηγητής - τι σημαίνει στην πραγματικότητα αυτό το… mix για τον καπνιστή θα διαβάσετε στη συνέχεια.
Ας επιστρέψουμε όμως στις μελέτες που δημοσίευσε η Philip Morris και στο πόσο έγκυρες ήταν. Ο καθηγητής Γκλαντζ εξηγεί ότι στο πλαίσιο του Project Mix διεξήχθησαν διαφορετικά πειράματα που αφορούσαν τη σύσταση των χημικών στοιχείων στον καπνό που εκλύεται από το τσιγάρο καθώς και τοξικολογικές παθοφυσιολογικές αναλύσεις σε ζώα αλλά και σε κυτταρικές καλλιέργειες σχετικά με γενετική επιβάρυνση από τις προσθετικές ουσίες.
Πώς «μαγείρεψαν» τις μελέτες
Η προσεκτική μελέτη των στοιχείων από την ομάδα του δρος Γκλαντζ έδειξε αρκετά «σκοτεινά» σημεία τα οποία και αποτυπώθηκαν στο άρθρο του PLoS Medicine. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχαν σοβαρά κενά στη μελέτη; Ναι και όχι. Τι εννοώ με αυτό; Σε πρώτη ανάγνωση ο τρόπος διεξαγωγής των πειραμάτων, ο τρόπος με τον οποίον τα πειραματόζωα - συγκεκριμένα αρουραίοι - εκτέθηκαν στις ουσίες, δεν φάνηκε να έχει προβλήματα. Ακολουθήθηκαν σωστές εργαστηριακές πρακτικές. Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά έδειξε δύο σημεία που μαρτυρούν ότι υπήρξε… μαγείρεμα κατά το δοκούν».
Δηλαδή, συνεχίζει ο καθηγητής, «υπήρξε παρέμβαση στην επιλογή σχετικά με το πώς έγινε η ανάλυση των στοιχείων στο πλαίσιο της μελέτης και κατά δεύτερον στον τρόπο με τον οποίον παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα. Η ανάλυση αφορούσε τρεις κατηγορίες τσιγάρων - μία χωρίς πρόσθετα, μία με λίγα πρόσθετα και μία με υψηλά επίπεδα προσθέτων. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων παρουσιάστηκαν διαφορές μεταξύ των τσιγάρων με ή χωρίς πρόσθετα σε ό,τι αφορούσε την αύξηση της τοξικότητας καρκινογόνων ουσιών του τσιγάρου. Παράλληλα προέκυψε ότι αυξήθηκε σημαντικά η ποσότητα των μικροσωματιδίων που εισπνέονται, γεγονός άκρως σημαντικό καθώς αυτού του είδους τα σωματίδια αυξάνουν τον κίνδυνο φλεγμονής των αναπνευστικών οδών αλλά και καρδιαγγειακών επεισοδίων. Τα μικροσωματίδια αυτά αποτελούν "οχήματα μεταφοράς" πολύ επικίνδυνων τοξινών».
Σε αυτό το σημείο, κατά τον καθηγητή, ακριβώς επειδή τα αποτελέσματα δεν ήταν «βολικά» ξαφνικά άλλαξε το πρωτόκολλο της μελέτης. «Ενώ σύμφωνα με το αρχικό πρωτόκολλο τα στοιχεία έπρεπε να παρουσιαστούν - όπως είναι λογικό - με βάση την περιεκτικότητα των ουσιών όπως αυτή προέκυψε ανά τσιγάρο, οι ερευνητές άλλαξαν το πρωτόκολλο και παρουσίασαν τα στοιχεία επί της συνολικής μάζας των μικροσωματιδίων. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκαν μικρότερες συγκεντρώσεις».
Την ίδια στιγμή και τα πειράματα σε ζώα φάνηκαν να παρουσιάζουν… τρύπες. «Τα δείγματα ήταν πάρα πολύ μικρά - της τάξεως των 8-9 ζώων στην πλειονότητα των περιπτώσεων - με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξαχθούν στατιστικώς σημαντικά συμπεράσματα. Παράλληλα, οι αρουραίοι που χρησιμοποιήθηκαν παρακολουθήθηκαν επί τρεις μήνες το πολύ - διάστημα παρακολούθησης μικρό ακόμη και για τα πειραματόζωα αφού η διάρκεια ζωής των αρουραίων είναι τρία με τέσσερα έτη. Έτσι δεν κατέστη δυνατόν να φανούν πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας στα ζώα. Πολλοί και διαφορετικοί έγκριτοι τοξικολόγοι στους οποίους απευθύνθηκα για να κρίνουν τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν τις χαρακτήρισαν ως "γελοίες"».
Όταν η ομάδα του δρος Γκλαντζ επανέλαβε με βάση το αρχικό πρωτόκολλο τους υπολογισμούς και τις μετρήσεις ανά τσιγάρο, τότε τα αποτελέσματα που προέκυψαν ήταν πολύ διαφορετικά από εκείνα που δημοσιεύθηκαν από τη Philip Morris. Όπως φάνηκε, τα «αθώα» προσθετικά οδηγούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 20% 15 διαφορετικών καρκινογόνων ή κυτταροτοξικών προϊόντων του τσιγάρου όπως το αρσενικό, το κάδμιο, η φορμαλδεΰδη και ο μόλυβδος. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το πιο ανησυχητικό στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι η πλειονότητα των προσθέτων των τσιγάρων «μασκάρει» τον ερεθισμό που προκαλεί στον οργανισμό ο καπνός με αποτέλεσμα ο καπνιστής να εισπνέει ακόμη πιο βαθιά σε κάθε ρουφηξιά του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία του.
«Εσωτερική υπόθεση»
Ωστόσο, γεγονός είναι ότι τα στοιχεία αυτά που ο καθηγητής Γκλαντζ αναφέρει ότι είχαν τόσο σημαντικά κενά δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικό περιοδικό - όπως είναι γνωστό για να γίνουν οι δημοσιεύσεις επιστημονικών άρθρων αυτά πάντα περνούν από το «κόσκινο» μιας αυστηρής ανεξάρτητης επιτροπής επιστημόνων. Πώς κατέστη λοιπόν δυνατή η δημοσίευση; Η απάντηση κρύβεται στα… εκατομμύρια σελίδων εσωτερικής αλληλογραφίας και απόρρητων εγγράφων των καπνοβιομηχανιών που ήλθαν στο φως έπειτα από αγωγές που έγιναν τη δεκαετία του 1990 εναντίον τους από τις αρχές δεκάδων πολιτειών των ΗΠΑ.
Ο καθηγητής Γκλαντζ και η ομάδα του «ξεκοκάλισαν» ούτε ένα, ούτε δύο αλλά 79 (!) εκατομμύρια σελίδες αυτών των εγγράφων και τελικώς «έπιασαν λαβράκι». Βρήκαν ότι ο διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού όπου έγινε η δημοσίευση ήταν… επιστημονικός σύμβουλος της Philip Morris καθώς και ότι 11 μέλη της επιτροπής σύνταξης του Food and Chemical Toxicology είχαν οικονομικούς δεσμούς με την εταιρεία - «δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η αξιολόγησή τους ήταν τόσο "ελαστική"» τονίζει ο καθηγητής και συμπληρώνει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι σε εσωτερική αλληλογραφία του 2001 o Έντουαρντ Καρμάινς, επιστημονικός υπεύθυνος του Project Mix, απαντά σε ερώτηση συναδέλφου του σχετικά με το αν θα δημοσιευθούν οι μελέτες γράφοντας "στραφήκαμε σε ένα επιστημονικό περιοδικό του οποίου ο διευθυντής σύνταξης μας γνώριζε. Το θέμα κανονίστηκε εσωτερικά"».
Ο δρ Γκλαντζ αναφέρει μάλιστα ότι και η British American Tobacco (ΒΑΤ, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία του είδους παγκοσμίως με μάρκες όπως Dunhill, Lucky Strike, Kent, Pall Mall και Rothmans) διεξήγαγε αντίστοιχες μελέτες που έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα της Philip Morris. Και οι μελέτες αυτές δημοσιεύθηκαν - «καθόλου τυχαία», όπως τονίζει, στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό. «Κάνουμε αναφορά στη μελέτη μας, αν και όχι τόσο εκτενώς, και στις μελέτες της ΒΑΤ. Σε κάθε περίπτωση, το Project Mix ήταν το πρώτο τέτοιου βεληνεκούς πρόγραμμα του είδους του που άνοιξε τον δρόμο και για τις άλλες εταιρείες» λέει.
Τα πρόσθετα λοιπόν αποτελούν κύρια «συστατικά» που… εμπλουτίζουν τη συνταγή (και προφανώς τα ταμεία) της καπνοβιομηχανίας. Ο ίδιος ο καθηγητής Γκλαντζ αναφέρει ότι «ένα τσιγάρο χωρίς καθόλου πρόσθετα θα ήταν πιθανότατα ένα λιγότερο τοξικό τσιγάρο». Ποια θεωρεί όμως ως τα πιο επικίνδυνα προσθετικά του τσιγάρου; «Δεν ξέρουμε ακριβώς από τις μελέτες ποιοι συνδυασμοί προσθέτων χρησιμοποιήθηκαν και σε τι ποσότητες ώστε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για την κάθε ουσία, ωστόσο η μενθόλη και η ζάχαρη φαίνεται ότι συνδέονται με σοβαρούς κινδύνους».
Η μενθόλη της εξάρτησης
Η μενθόλη, η οποία ήταν η κύρια αιτία που… έσπρωξε άμα τη εμφανίσει της εφήβους και νέους στο κάπνισμα, φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την εξάρτηση καθώς «αναισθητοποιεί» τις αναπνευστικές οδούς. Ο καθηγητής εξηγεί ότι μειώνει την πικράδα του καπνού και οδηγεί με αυτόν τον τρόπο σε πιο βαθιά εισπνοή του. Έτσι, οι χημικές ουσίες και τα μικροσωματίδια εισέρχονται ακόμη πιο βαθιά στους βρόγχους και στις κυψελίδες των πνευμόνων όπου μπορούν να «πυροδοτήσουν» τους πιο επικίνδυνους καρκίνους. Συγχρόνως η μενθόλη ενισχύει την απορρόφηση της νικοτίνης στο στόμα και στον λάρυγγα αυξάνοντας τη διαπερατότητα των βλεννωδών μεμβρανών τους αλλά και την παραγωγή σάλιου. Επιπροσθέτως οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγή μικροσωματιδίων στο νέφος καπνού του τσιγάρου, γεγονός που αυξάνει τον καρδιακό κίνδυνο.
Τέλος, το συγκεκριμένο πρόσθετο αποτελεί μια πολύ καλή λύση ώστε τα λάιτ τσιγάρα να διατηρούν τις εθιστικές ιδιότητές τους. Δρα συνεργικά με το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, γεγονός που επιτρέπει να μειώνεται η ποσότητα νικοτίνης, χωρίς να μειώνεται όμως η εθιστικότητα του καπνού.
Τα σάκχαρα πάλι, που περιέχονται φυσικά στα φύλλα του καπνού και χάνονται σε μεγάλο βαθμό κατά την επεξεργασία του, προστίθενται τεχνητά ώστε να μειώσουν τη στυφή γεύση του. Εχουν την ιδιότητα να παράγουν χημικά υποπροϊόντα που ονομάζονται αλδεΰδες (όπως η φορμαλδεΰδη, η ακεταλδεΰδη κ.ά.). Μελέτες έδειξαν όμως ότι η ακεταλδεΰδη δρα συνεργικά με τη νικοτίνη αυξάνοντας τον εθισμό σε αυτήν. «Είναι τυχαίο άραγε ότι μάρκες τσιγάρων όπως τα Marlboro που περιέχουν την περισσότερη ζάχαρη είναι και οι πιο δημοφιλείς;» ερωτά ο καθηγητής Γκλαντζ.
Τι απαντούν οι εταιρείες
«Το Βήμα» ήλθε σε επαφή τόσο με τη Philip Morris όσο και με την British American Tobacco προκειμένου να καταγραφεί και η δική τους άποψη. Εκπρόσωπος της Philip Morris International ανέφερε ότι «όλα τα τσιγάρα, με ή χωρίς συστατικά, είναι επιβλαβή και εθιστικά. Τα συστατικά που προστίθενται στον καπνό δεν αυξάνουν την εγγενή τοξικότητα και εθιστικότητα των τσιγάρων».
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στο «επίμαχο» Project Mix ο εκπρόσωπος της εταιρείας υπογράμμισε ότι «οι έρευνες στο πλαίσιο του Project Mix, καθώς και άλλες εκτενείς, δημοσιευμένες επιστημονικές έρευνες για τα συστατικά των τσιγάρων, υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι αυτά δεν αυξάνουν την εγγενή τοξικότητα των τσιγάρων. Πιστεύουμε ότι οι επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στο σχετικό άρθρο του καθηγητή Γκλαντζ και των συνεργατών του, δεν αποδυναμώνουν το πόρισμα των ερευνών του Project Mix. Οι συγγραφείς του άρθρου δεν ανέλυσαν τα ερευνητικά πρωτόκολλα που εφαρμόστηκαν για το Project Mix, παρά απλώς βάσισαν την ατελή τους ανάλυση σε έγγραφα που βρήκαν στο Διαδίκτυο. Οι έρευνες του Project Mix διεξήχθησαν με βάση εδραιωμένες αρχές και τυπικούς κανόνες της τοξικολογίας και παρ' ότι ο καθηγητής Γκλαντζ ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία σχετικά με τα συστατικά του νέφους καπνού μπορούσαν να παρουσιαστούν με διαφορετικό τρόπο, αυτό δεν θα άλλαζε τα τελικά αποτελέσματα του προγράμματος, δεδομένου του εύρους των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν».
Από την πλευρά του εκπρόσωπος της British American Tobacco είπε στο «Βήμα» ότι «το βασικό συστατικό όλων των προϊόντων μας είναι ο καπνός ενώ προστίθενται μικρές ποσότητες άλλων συστατικών προκειμένου να εξισορροπείται η φυσική γεύση του καπνού, να αποκαθίστανται τα σάκχαρα που χάνονται κατά την επεξεργασία του καπνού και να διατηρείται η ποιότητα του προϊόντος. Οι τοξικολογικές αξιολογήσεις κινδύνου των συστατικών που προστίθενται στον καπνό των προϊόντων μας διεξάγονται από δικούς μας αλλά και από ανεξάρτητους επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων καταξιωμένων τοξικολόγων. Το 2004 ο Ρίτσαρντ Μπέικερ, επιστήμονας που εργάζεται στις ερευνητικές εγκαταστάσεις μας, δημοσίευσε ανασκόπηση σχετικά με την επίδραση περισσότερων από 450 συστατικών του καπνού η οποία ανέφερε ότι όλες οι ως σήμερα μελέτες μαρτυρούν πως τα κοινώς χρησιμοποιούμενα συστατικά του καπνού δεν αλλάζουν την τοξικότητα νέφους καπνού που εκλύεται κατά το κάπνισμα».
Να σημειωθεί πάντως ότι η δημοσίευση του κ. Μπέικερ έγινε στο επιστημονικό περιοδικό… «Food and Chemical Toxicology»!
Νόμος στα… δαχτυλίδια καπνού
Ενώ το τοπίο φαίνεται τουλάχιστον «θολό» (από τα σύννεφα καπνού) σε ό,τι αφορά τις κινήσεις των χωρών για την προστασία του πληθυσμού από το κάπνισμα, ένας νόμος που τίθεται σε ισχύ στις ΗΠΑ από το 2013 φαίνεται να ρίχνει μια αχτίδα αισιοδοξίας - ή μήπως όχι; Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν οι καπνοβιομηχανίες και οι εισαγωγείς πρέπει να αναφέρουν τις ακριβείς ποσότητες 93 διαφορετικών ουσιών που περιέχονται στο νέφος καπνού του τσιγάρου και των στριφτών τσιγάρων. Αρχικώς, ο νόμος θα αφορά 18 ουσίες του νέφους καπνού των «συμβατικών» τσιγάρων και δύο των στριφτών τσιγάρων (δείτε τον σχετικό πίνακα) καθώς η αρμόδια αμερικανική Επιτροπή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) που συνέταξε τη λίστα των επικίνδυνων ουσιών παραδέχθηκε ότι οι εταιρείες χρειάζονται χρόνο προκειμένου να είναι σε θέση να διεξάγουν αναλύσεις για σχεδόν 100 ουσίες σε κάθε προϊόν.
Είναι η συγκεκριμένη κίνηση ένα βήμα προς τον καλύτερο έλεγχο της καπνοβιομηχανίας; Ο καθηγητής Γκλαντζ απαντά αρνητικά. Όπως λέει «δεν νομίζω ότι αυτή η κίνηση θα προσφέρει κάτι σημαντικό. Αρκετοί ειδικοί που ανήκουν στον χώρο της δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένου εμού, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι από την FDA η οποία δείχνει να είναι άκρως "ελαστική" με τις καπνοβιομηχανίες. Αν ήθελε να κάνει κάτι δραστικό τότε θα έπρεπε να απαγορεύσει άμεσα τη χρήση τουλάχιστον κάποιων προσθέτων στα τσιγάρα με πρώτη τη μενθόλη. Ενώ ήδη από το 2001 έχει παραδεχθεί μέσα από μελέτες που διεξήγαγε ότι η απομάκρυνση της μενθόλης από τα τσιγάρα θα είχε όφελος για τη δημόσια υγεία, σήμερα, τόσα χρόνια μετά, δεν έχει κάνει τίποτα. Αν θέλουμε να έχουμε αποτέλεσμα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Βραζιλίας».
Ιδού ποιο είναι το βραζιλιάνικο παράδειγμα προς μίμηση, κατά τον ειδικό: «Η Βραζιλία είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως η οποία πριν από επτά μήνες απαγόρευσε τη χρήση όλων σχεδόν των προσθέτων στα τσιγάρα τα οποία μπορεί να ενισχύσουν τη δράση της νικοτίνης όπως η θεοβρομίνη (περιέχεται στο κακάο), η αμμωνία και η γ-βαλερολακτόνη (χαρίζει άρωμα βοτάνων). Στη χώρα επιτρέπεται πλέον μόνο η προσθήκη σακχάρων στο τσιγάρο και αυτή σε πολύ μικρές ποσότητες». Ο καθηγητής Γκλαντζ καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοβουλίας τα οποία πιστεύω πως θα αποδείξουν την εθιστική και επικίνδυνη "δύναμη" των προσθέτων».
Έπειτα από όλα αυτά εμείς μάλλον δεν έχουμε να... προσθέσουμε τίποτα. Τα συμπεράσματα στον καθένα (καπνιστή ή μη).
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Βλάπτει ή όχι;
Δεν μπορούσαμε να μη ρωτήσουμε έναν γνωστό παγκοσμίως ειδήμονα στο πεδίο του ελέγχου του καπνίσματος σχετικά με τη νέα «μόδα» των ηλεκτρονικών τσιγάρων. Ο καθηγητής Γκλαντζ απάντησε ότι όλοι οι μέχρι στιγμής ισχυρισμοί σχετικά με το ότι το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι πιο «υγιεινό» σε σύγκριση με τα συμβατικά είναι επιστημονικώς αβάσιμοι. «Οι έλεγχοι ποιότητας αυτών των συσκευών καπνίσματος είναι πολύ φτωχοί. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι και τα ηλεκτρονικά τσιγάρα πρέπει να υπάγονται στην ίδια διαδικασία ελέγχου με τα συμβατικά. Πρέπει να υπάρξουν επίσης ενδελεχείς και μακροχρόνιες μελέτες σχετικά με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα προτού καταλήξουμε σε συμπεράσματα». Σύμφωνα με τον ειδικό, τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου πρέπει να απαγορευθεί σε κλειστούς χώρους. «Μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από περίπου δύο μήνες και η οποία εξέταζε τις εκπομπές σωματιδίων στον ατμό που εκλύεται από τη συσκευή έδειξε ότι εμφανίζεται έκλυση ανιχνεύσιμων επιπέδων πολλών και διαφορετικών τοξικών χημικών».
Ο δρ Γκλαντζ υποστηρίζει επίσης ότι δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ηλεκτρονικό τσιγάρο αποτελεί μια καλή μέθοδο διακοπής του καπνίσματος. «Αδημοσίευτα ακόμη στοιχεία των Κέντρων για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών των ΗΠΑ (CDC) μαρτυρούν ότι οι περισσότεροι καπνιστές ακολουθούν μια συνδυαστική οδό κατά την οποία καπνίζουν τόσο συμβατικό τσιγάρο όσο και ηλεκτρονικό. Αυτός δεν είναι, όπως καταλαβαίνετε, σωστός τρόπος διακοπής του καπνίσματος…».
Αυτό καταγγέλλει στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένας από τους επιστήμονες - «γκουρού» του πεδίου σχετικά με τον έλεγχο του καπνίσματος ο οποίος είναι γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο για το ότι «φωτίζει» εδώ και έτη τις… σκοτεινές κινήσεις της... καπνοβιομηχανίας.
Ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης για τον Έλεγχο του Καπνού Στάντον Γκλαντζ δεν μένει μόνο στα λόγια: των λόγων του το αληθές παρουσιάζεται μέσα από μελέτη η οποία, όπως αναφέρει, φανερώνει μια μεγάλη «απάτη» η οποία αφορά τα πρόσθετα των τσιγάρων που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία ήδη από τη δεκαετία του 1970 και αποτελούν ως και το 10% του βάρους του τσιγάρου. Πρόκειται για ουσίες που περιέχονται στον ίδιο τον καπνό, αλλά και στο χαρτί και στο φίλτρο προκειμένου να χαρίζουν καλύτερη γεύση στο τσιγάρο το οποίο χωρίς αυτές μάλλον δεν θα ήταν τόσο δημοφιλές. Οι ουσίες αυτές αποτέλεσαν μάλιστα την κύρια «συνταγή» των λάιτ τσιγάρων τα οποία λανσαρίστηκαν ως πιο… υγιεινά. Μια συνταγή επιτυχίας για τις καπνοβιομηχανίες που μάλλον μετατρέπεται σε «πικρό πιάτο» για την υγεία του πληθυσμού.
Από το 2013 κάτι φαίνεται να αλλάζει σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των καπνοβιομηχανιών. Στις ΗΠΑ για πρώτη φορά νόμος θα αναγκάζει τις εταιρείες να αναγράφουν στα προϊόντα τους την ποσότητα συνολικά 20 επικίνδυνων ουσιών που περιέχονται στο νέφος καπνού του τσιγάρου - πρόκειται για ένα βήμα προόδου, τη στιγμή βέβαια που πολλοί ειδικοί σημειώνουν ότι απαιτείται να γίνουν άλματα στο συγκεκριμένο πεδίο. Ένα πεδίο που φαίνεται να «νοσεί» (και μαζί του ο πληθυσμός), όπως δείχνει και η σοκαριστική μελέτη του καθηγητή Γκλαντζ και της ομάδας του η οποία φέρνει στο φως τους κινδύνους των προσθέτων των τσιγάρων.
Η μελέτη αυτή που δημοσιεύθηκε στην έγκριτη επιθεώρηση «PLoS Medicine» επικεντρωνόταν σε ένα πρόγραμμα της μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας παγκοσμίως, της Philip Morris (με πολύ γνωστές μάρκες τσιγάρων όπως Marlboro, Virginia Slims, Βenson & Hedges, Muratti αλλά και Assos και Old Navy της εταιρείας Παπαστράτος η οποία έχει εξαγοραστεί από τον κολοσσό η έδρα του οποίου βρίσκεται στην Ελβετία). Το πρόγραμμα αυτό με τον τίτλο Project Mix αφορούσε έλεγχο των πρόσθετων ουσιών των τσιγάρων και σύμφωνα με τα λεγόμενα του καθηγητή ήταν μάλλον ένα πρόγραμμα… mix and match (με βάση τα εταιρικά συμφέροντα).
Mix… κατά βούλησιν
Τι ακριβώς εστί Project Mix; Όπως εξηγεί ο δρ Γκλαντζ η Philip Morris εξαγόρασε πριν από περίπου 30 χρόνια ένα εργαστήριο στην Κολονία με το όνομα Inbifo το οποίο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα αφιερωμένο στην τοξικότητα των προσθέτων των τσιγάρων. Στο πλαίσιο του προγράμματος αναλύθηκαν 333 πρόσθετα σε διαφορετικούς συνδυασμούς μεταξύ τους. Οι αναλύσεις οδήγησαν το 2002 σε τέσσερα επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Food and Chemical Toxicology». Ποια ήταν τα ευρήματα αυτών των μελετών; Συνοψίζονταν στο ότι δεν υπήρξε καμία απόδειξη σχετικά με αύξηση της τοξικότητας των γνωστών ουσιών των τσιγάρων η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί στα πρόσθετα που περιέχουν.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γκλαντζ τα αποτελέσματα αυτά έγιναν «σημαία» από τις εταιρείες προκειμένου να παρουσιάσουν προς τις αρμόδιες αρχές τα ασφαλή μείγματα των καπνών τους. Μάλιστα, αποτέλεσαν τη βάση για τη μεγάλη προώθηση των λάιτ τσιγάρων τα οποία τα τελευταία χρόνια προτιμούν ολοένα και περισσότεροι καπνιστές. Στα πιο «ελαφριά» τσιγάρα οι εταιρείες μείωσαν τη νικοτίνη αλλά αύξησαν τις ποσότητες των προσθέτων, λέει ο καθηγητής - τι σημαίνει στην πραγματικότητα αυτό το… mix για τον καπνιστή θα διαβάσετε στη συνέχεια.
Ας επιστρέψουμε όμως στις μελέτες που δημοσίευσε η Philip Morris και στο πόσο έγκυρες ήταν. Ο καθηγητής Γκλαντζ εξηγεί ότι στο πλαίσιο του Project Mix διεξήχθησαν διαφορετικά πειράματα που αφορούσαν τη σύσταση των χημικών στοιχείων στον καπνό που εκλύεται από το τσιγάρο καθώς και τοξικολογικές παθοφυσιολογικές αναλύσεις σε ζώα αλλά και σε κυτταρικές καλλιέργειες σχετικά με γενετική επιβάρυνση από τις προσθετικές ουσίες.
Πώς «μαγείρεψαν» τις μελέτες
Η προσεκτική μελέτη των στοιχείων από την ομάδα του δρος Γκλαντζ έδειξε αρκετά «σκοτεινά» σημεία τα οποία και αποτυπώθηκαν στο άρθρο του PLoS Medicine. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχαν σοβαρά κενά στη μελέτη; Ναι και όχι. Τι εννοώ με αυτό; Σε πρώτη ανάγνωση ο τρόπος διεξαγωγής των πειραμάτων, ο τρόπος με τον οποίον τα πειραματόζωα - συγκεκριμένα αρουραίοι - εκτέθηκαν στις ουσίες, δεν φάνηκε να έχει προβλήματα. Ακολουθήθηκαν σωστές εργαστηριακές πρακτικές. Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά έδειξε δύο σημεία που μαρτυρούν ότι υπήρξε… μαγείρεμα κατά το δοκούν».
Δηλαδή, συνεχίζει ο καθηγητής, «υπήρξε παρέμβαση στην επιλογή σχετικά με το πώς έγινε η ανάλυση των στοιχείων στο πλαίσιο της μελέτης και κατά δεύτερον στον τρόπο με τον οποίον παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα. Η ανάλυση αφορούσε τρεις κατηγορίες τσιγάρων - μία χωρίς πρόσθετα, μία με λίγα πρόσθετα και μία με υψηλά επίπεδα προσθέτων. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων παρουσιάστηκαν διαφορές μεταξύ των τσιγάρων με ή χωρίς πρόσθετα σε ό,τι αφορούσε την αύξηση της τοξικότητας καρκινογόνων ουσιών του τσιγάρου. Παράλληλα προέκυψε ότι αυξήθηκε σημαντικά η ποσότητα των μικροσωματιδίων που εισπνέονται, γεγονός άκρως σημαντικό καθώς αυτού του είδους τα σωματίδια αυξάνουν τον κίνδυνο φλεγμονής των αναπνευστικών οδών αλλά και καρδιαγγειακών επεισοδίων. Τα μικροσωματίδια αυτά αποτελούν "οχήματα μεταφοράς" πολύ επικίνδυνων τοξινών».
Σε αυτό το σημείο, κατά τον καθηγητή, ακριβώς επειδή τα αποτελέσματα δεν ήταν «βολικά» ξαφνικά άλλαξε το πρωτόκολλο της μελέτης. «Ενώ σύμφωνα με το αρχικό πρωτόκολλο τα στοιχεία έπρεπε να παρουσιαστούν - όπως είναι λογικό - με βάση την περιεκτικότητα των ουσιών όπως αυτή προέκυψε ανά τσιγάρο, οι ερευνητές άλλαξαν το πρωτόκολλο και παρουσίασαν τα στοιχεία επί της συνολικής μάζας των μικροσωματιδίων. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκαν μικρότερες συγκεντρώσεις».
Την ίδια στιγμή και τα πειράματα σε ζώα φάνηκαν να παρουσιάζουν… τρύπες. «Τα δείγματα ήταν πάρα πολύ μικρά - της τάξεως των 8-9 ζώων στην πλειονότητα των περιπτώσεων - με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξαχθούν στατιστικώς σημαντικά συμπεράσματα. Παράλληλα, οι αρουραίοι που χρησιμοποιήθηκαν παρακολουθήθηκαν επί τρεις μήνες το πολύ - διάστημα παρακολούθησης μικρό ακόμη και για τα πειραματόζωα αφού η διάρκεια ζωής των αρουραίων είναι τρία με τέσσερα έτη. Έτσι δεν κατέστη δυνατόν να φανούν πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας στα ζώα. Πολλοί και διαφορετικοί έγκριτοι τοξικολόγοι στους οποίους απευθύνθηκα για να κρίνουν τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν τις χαρακτήρισαν ως "γελοίες"».
Όταν η ομάδα του δρος Γκλαντζ επανέλαβε με βάση το αρχικό πρωτόκολλο τους υπολογισμούς και τις μετρήσεις ανά τσιγάρο, τότε τα αποτελέσματα που προέκυψαν ήταν πολύ διαφορετικά από εκείνα που δημοσιεύθηκαν από τη Philip Morris. Όπως φάνηκε, τα «αθώα» προσθετικά οδηγούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 20% 15 διαφορετικών καρκινογόνων ή κυτταροτοξικών προϊόντων του τσιγάρου όπως το αρσενικό, το κάδμιο, η φορμαλδεΰδη και ο μόλυβδος. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το πιο ανησυχητικό στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι η πλειονότητα των προσθέτων των τσιγάρων «μασκάρει» τον ερεθισμό που προκαλεί στον οργανισμό ο καπνός με αποτέλεσμα ο καπνιστής να εισπνέει ακόμη πιο βαθιά σε κάθε ρουφηξιά του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία του.
«Εσωτερική υπόθεση»
Ωστόσο, γεγονός είναι ότι τα στοιχεία αυτά που ο καθηγητής Γκλαντζ αναφέρει ότι είχαν τόσο σημαντικά κενά δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικό περιοδικό - όπως είναι γνωστό για να γίνουν οι δημοσιεύσεις επιστημονικών άρθρων αυτά πάντα περνούν από το «κόσκινο» μιας αυστηρής ανεξάρτητης επιτροπής επιστημόνων. Πώς κατέστη λοιπόν δυνατή η δημοσίευση; Η απάντηση κρύβεται στα… εκατομμύρια σελίδων εσωτερικής αλληλογραφίας και απόρρητων εγγράφων των καπνοβιομηχανιών που ήλθαν στο φως έπειτα από αγωγές που έγιναν τη δεκαετία του 1990 εναντίον τους από τις αρχές δεκάδων πολιτειών των ΗΠΑ.
Ο καθηγητής Γκλαντζ και η ομάδα του «ξεκοκάλισαν» ούτε ένα, ούτε δύο αλλά 79 (!) εκατομμύρια σελίδες αυτών των εγγράφων και τελικώς «έπιασαν λαβράκι». Βρήκαν ότι ο διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού όπου έγινε η δημοσίευση ήταν… επιστημονικός σύμβουλος της Philip Morris καθώς και ότι 11 μέλη της επιτροπής σύνταξης του Food and Chemical Toxicology είχαν οικονομικούς δεσμούς με την εταιρεία - «δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η αξιολόγησή τους ήταν τόσο "ελαστική"» τονίζει ο καθηγητής και συμπληρώνει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι σε εσωτερική αλληλογραφία του 2001 o Έντουαρντ Καρμάινς, επιστημονικός υπεύθυνος του Project Mix, απαντά σε ερώτηση συναδέλφου του σχετικά με το αν θα δημοσιευθούν οι μελέτες γράφοντας "στραφήκαμε σε ένα επιστημονικό περιοδικό του οποίου ο διευθυντής σύνταξης μας γνώριζε. Το θέμα κανονίστηκε εσωτερικά"».
Ο δρ Γκλαντζ αναφέρει μάλιστα ότι και η British American Tobacco (ΒΑΤ, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία του είδους παγκοσμίως με μάρκες όπως Dunhill, Lucky Strike, Kent, Pall Mall και Rothmans) διεξήγαγε αντίστοιχες μελέτες που έδωσαν παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα της Philip Morris. Και οι μελέτες αυτές δημοσιεύθηκαν - «καθόλου τυχαία», όπως τονίζει, στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό. «Κάνουμε αναφορά στη μελέτη μας, αν και όχι τόσο εκτενώς, και στις μελέτες της ΒΑΤ. Σε κάθε περίπτωση, το Project Mix ήταν το πρώτο τέτοιου βεληνεκούς πρόγραμμα του είδους του που άνοιξε τον δρόμο και για τις άλλες εταιρείες» λέει.
Τα πρόσθετα λοιπόν αποτελούν κύρια «συστατικά» που… εμπλουτίζουν τη συνταγή (και προφανώς τα ταμεία) της καπνοβιομηχανίας. Ο ίδιος ο καθηγητής Γκλαντζ αναφέρει ότι «ένα τσιγάρο χωρίς καθόλου πρόσθετα θα ήταν πιθανότατα ένα λιγότερο τοξικό τσιγάρο». Ποια θεωρεί όμως ως τα πιο επικίνδυνα προσθετικά του τσιγάρου; «Δεν ξέρουμε ακριβώς από τις μελέτες ποιοι συνδυασμοί προσθέτων χρησιμοποιήθηκαν και σε τι ποσότητες ώστε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για την κάθε ουσία, ωστόσο η μενθόλη και η ζάχαρη φαίνεται ότι συνδέονται με σοβαρούς κινδύνους».
Η μενθόλη της εξάρτησης
Η μενθόλη, η οποία ήταν η κύρια αιτία που… έσπρωξε άμα τη εμφανίσει της εφήβους και νέους στο κάπνισμα, φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την εξάρτηση καθώς «αναισθητοποιεί» τις αναπνευστικές οδούς. Ο καθηγητής εξηγεί ότι μειώνει την πικράδα του καπνού και οδηγεί με αυτόν τον τρόπο σε πιο βαθιά εισπνοή του. Έτσι, οι χημικές ουσίες και τα μικροσωματίδια εισέρχονται ακόμη πιο βαθιά στους βρόγχους και στις κυψελίδες των πνευμόνων όπου μπορούν να «πυροδοτήσουν» τους πιο επικίνδυνους καρκίνους. Συγχρόνως η μενθόλη ενισχύει την απορρόφηση της νικοτίνης στο στόμα και στον λάρυγγα αυξάνοντας τη διαπερατότητα των βλεννωδών μεμβρανών τους αλλά και την παραγωγή σάλιου. Επιπροσθέτως οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγή μικροσωματιδίων στο νέφος καπνού του τσιγάρου, γεγονός που αυξάνει τον καρδιακό κίνδυνο.
Τέλος, το συγκεκριμένο πρόσθετο αποτελεί μια πολύ καλή λύση ώστε τα λάιτ τσιγάρα να διατηρούν τις εθιστικές ιδιότητές τους. Δρα συνεργικά με το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, γεγονός που επιτρέπει να μειώνεται η ποσότητα νικοτίνης, χωρίς να μειώνεται όμως η εθιστικότητα του καπνού.
Τα σάκχαρα πάλι, που περιέχονται φυσικά στα φύλλα του καπνού και χάνονται σε μεγάλο βαθμό κατά την επεξεργασία του, προστίθενται τεχνητά ώστε να μειώσουν τη στυφή γεύση του. Εχουν την ιδιότητα να παράγουν χημικά υποπροϊόντα που ονομάζονται αλδεΰδες (όπως η φορμαλδεΰδη, η ακεταλδεΰδη κ.ά.). Μελέτες έδειξαν όμως ότι η ακεταλδεΰδη δρα συνεργικά με τη νικοτίνη αυξάνοντας τον εθισμό σε αυτήν. «Είναι τυχαίο άραγε ότι μάρκες τσιγάρων όπως τα Marlboro που περιέχουν την περισσότερη ζάχαρη είναι και οι πιο δημοφιλείς;» ερωτά ο καθηγητής Γκλαντζ.
Τι απαντούν οι εταιρείες
«Το Βήμα» ήλθε σε επαφή τόσο με τη Philip Morris όσο και με την British American Tobacco προκειμένου να καταγραφεί και η δική τους άποψη. Εκπρόσωπος της Philip Morris International ανέφερε ότι «όλα τα τσιγάρα, με ή χωρίς συστατικά, είναι επιβλαβή και εθιστικά. Τα συστατικά που προστίθενται στον καπνό δεν αυξάνουν την εγγενή τοξικότητα και εθιστικότητα των τσιγάρων».
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στο «επίμαχο» Project Mix ο εκπρόσωπος της εταιρείας υπογράμμισε ότι «οι έρευνες στο πλαίσιο του Project Mix, καθώς και άλλες εκτενείς, δημοσιευμένες επιστημονικές έρευνες για τα συστατικά των τσιγάρων, υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι αυτά δεν αυξάνουν την εγγενή τοξικότητα των τσιγάρων. Πιστεύουμε ότι οι επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στο σχετικό άρθρο του καθηγητή Γκλαντζ και των συνεργατών του, δεν αποδυναμώνουν το πόρισμα των ερευνών του Project Mix. Οι συγγραφείς του άρθρου δεν ανέλυσαν τα ερευνητικά πρωτόκολλα που εφαρμόστηκαν για το Project Mix, παρά απλώς βάσισαν την ατελή τους ανάλυση σε έγγραφα που βρήκαν στο Διαδίκτυο. Οι έρευνες του Project Mix διεξήχθησαν με βάση εδραιωμένες αρχές και τυπικούς κανόνες της τοξικολογίας και παρ' ότι ο καθηγητής Γκλαντζ ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία σχετικά με τα συστατικά του νέφους καπνού μπορούσαν να παρουσιαστούν με διαφορετικό τρόπο, αυτό δεν θα άλλαζε τα τελικά αποτελέσματα του προγράμματος, δεδομένου του εύρους των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν».
Από την πλευρά του εκπρόσωπος της British American Tobacco είπε στο «Βήμα» ότι «το βασικό συστατικό όλων των προϊόντων μας είναι ο καπνός ενώ προστίθενται μικρές ποσότητες άλλων συστατικών προκειμένου να εξισορροπείται η φυσική γεύση του καπνού, να αποκαθίστανται τα σάκχαρα που χάνονται κατά την επεξεργασία του καπνού και να διατηρείται η ποιότητα του προϊόντος. Οι τοξικολογικές αξιολογήσεις κινδύνου των συστατικών που προστίθενται στον καπνό των προϊόντων μας διεξάγονται από δικούς μας αλλά και από ανεξάρτητους επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων καταξιωμένων τοξικολόγων. Το 2004 ο Ρίτσαρντ Μπέικερ, επιστήμονας που εργάζεται στις ερευνητικές εγκαταστάσεις μας, δημοσίευσε ανασκόπηση σχετικά με την επίδραση περισσότερων από 450 συστατικών του καπνού η οποία ανέφερε ότι όλες οι ως σήμερα μελέτες μαρτυρούν πως τα κοινώς χρησιμοποιούμενα συστατικά του καπνού δεν αλλάζουν την τοξικότητα νέφους καπνού που εκλύεται κατά το κάπνισμα».
Να σημειωθεί πάντως ότι η δημοσίευση του κ. Μπέικερ έγινε στο επιστημονικό περιοδικό… «Food and Chemical Toxicology»!
Νόμος στα… δαχτυλίδια καπνού
Ενώ το τοπίο φαίνεται τουλάχιστον «θολό» (από τα σύννεφα καπνού) σε ό,τι αφορά τις κινήσεις των χωρών για την προστασία του πληθυσμού από το κάπνισμα, ένας νόμος που τίθεται σε ισχύ στις ΗΠΑ από το 2013 φαίνεται να ρίχνει μια αχτίδα αισιοδοξίας - ή μήπως όχι; Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν οι καπνοβιομηχανίες και οι εισαγωγείς πρέπει να αναφέρουν τις ακριβείς ποσότητες 93 διαφορετικών ουσιών που περιέχονται στο νέφος καπνού του τσιγάρου και των στριφτών τσιγάρων. Αρχικώς, ο νόμος θα αφορά 18 ουσίες του νέφους καπνού των «συμβατικών» τσιγάρων και δύο των στριφτών τσιγάρων (δείτε τον σχετικό πίνακα) καθώς η αρμόδια αμερικανική Επιτροπή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) που συνέταξε τη λίστα των επικίνδυνων ουσιών παραδέχθηκε ότι οι εταιρείες χρειάζονται χρόνο προκειμένου να είναι σε θέση να διεξάγουν αναλύσεις για σχεδόν 100 ουσίες σε κάθε προϊόν.
Είναι η συγκεκριμένη κίνηση ένα βήμα προς τον καλύτερο έλεγχο της καπνοβιομηχανίας; Ο καθηγητής Γκλαντζ απαντά αρνητικά. Όπως λέει «δεν νομίζω ότι αυτή η κίνηση θα προσφέρει κάτι σημαντικό. Αρκετοί ειδικοί που ανήκουν στον χώρο της δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένου εμού, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι από την FDA η οποία δείχνει να είναι άκρως "ελαστική" με τις καπνοβιομηχανίες. Αν ήθελε να κάνει κάτι δραστικό τότε θα έπρεπε να απαγορεύσει άμεσα τη χρήση τουλάχιστον κάποιων προσθέτων στα τσιγάρα με πρώτη τη μενθόλη. Ενώ ήδη από το 2001 έχει παραδεχθεί μέσα από μελέτες που διεξήγαγε ότι η απομάκρυνση της μενθόλης από τα τσιγάρα θα είχε όφελος για τη δημόσια υγεία, σήμερα, τόσα χρόνια μετά, δεν έχει κάνει τίποτα. Αν θέλουμε να έχουμε αποτέλεσμα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Βραζιλίας».
Ιδού ποιο είναι το βραζιλιάνικο παράδειγμα προς μίμηση, κατά τον ειδικό: «Η Βραζιλία είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως η οποία πριν από επτά μήνες απαγόρευσε τη χρήση όλων σχεδόν των προσθέτων στα τσιγάρα τα οποία μπορεί να ενισχύσουν τη δράση της νικοτίνης όπως η θεοβρομίνη (περιέχεται στο κακάο), η αμμωνία και η γ-βαλερολακτόνη (χαρίζει άρωμα βοτάνων). Στη χώρα επιτρέπεται πλέον μόνο η προσθήκη σακχάρων στο τσιγάρο και αυτή σε πολύ μικρές ποσότητες». Ο καθηγητής Γκλαντζ καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοβουλίας τα οποία πιστεύω πως θα αποδείξουν την εθιστική και επικίνδυνη "δύναμη" των προσθέτων».
Έπειτα από όλα αυτά εμείς μάλλον δεν έχουμε να... προσθέσουμε τίποτα. Τα συμπεράσματα στον καθένα (καπνιστή ή μη).
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
Βλάπτει ή όχι;
Δεν μπορούσαμε να μη ρωτήσουμε έναν γνωστό παγκοσμίως ειδήμονα στο πεδίο του ελέγχου του καπνίσματος σχετικά με τη νέα «μόδα» των ηλεκτρονικών τσιγάρων. Ο καθηγητής Γκλαντζ απάντησε ότι όλοι οι μέχρι στιγμής ισχυρισμοί σχετικά με το ότι το ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι πιο «υγιεινό» σε σύγκριση με τα συμβατικά είναι επιστημονικώς αβάσιμοι. «Οι έλεγχοι ποιότητας αυτών των συσκευών καπνίσματος είναι πολύ φτωχοί. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι και τα ηλεκτρονικά τσιγάρα πρέπει να υπάγονται στην ίδια διαδικασία ελέγχου με τα συμβατικά. Πρέπει να υπάρξουν επίσης ενδελεχείς και μακροχρόνιες μελέτες σχετικά με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα προτού καταλήξουμε σε συμπεράσματα». Σύμφωνα με τον ειδικό, τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου πρέπει να απαγορευθεί σε κλειστούς χώρους. «Μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από περίπου δύο μήνες και η οποία εξέταζε τις εκπομπές σωματιδίων στον ατμό που εκλύεται από τη συσκευή έδειξε ότι εμφανίζεται έκλυση ανιχνεύσιμων επιπέδων πολλών και διαφορετικών τοξικών χημικών».
Ο δρ Γκλαντζ υποστηρίζει επίσης ότι δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ηλεκτρονικό τσιγάρο αποτελεί μια καλή μέθοδο διακοπής του καπνίσματος. «Αδημοσίευτα ακόμη στοιχεία των Κέντρων για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών των ΗΠΑ (CDC) μαρτυρούν ότι οι περισσότεροι καπνιστές ακολουθούν μια συνδυαστική οδό κατά την οποία καπνίζουν τόσο συμβατικό τσιγάρο όσο και ηλεκτρονικό. Αυτός δεν είναι, όπως καταλαβαίνετε, σωστός τρόπος διακοπής του καπνίσματος…».
Πηγή: Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ via myhnews.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω