Η έκλυση σωματιδίων από τις φωτιές στη φύση αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την θνησιμότητα παγκοσμίως. Ο καπνός από τις δασικές πυρκαγιές, από τις φωτιές σε χορτολιβαδικές εκτάσεις
Επιμέλεια: Αγγελική Μήλιου, βιολόγος
Η έκλυση σωματιδίων από τις φωτιές στη φύση αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την θνησιμότητα παγκοσμίως. Ο καπνός από τις δασικές πυρκαγιές, από τις φωτιές σε χορτολιβαδικές εκτάσεις και από τις ελεγχόμενες φωτιές σε γεωργικές εκτάσεις προκαλεί κατά μέσον όρο το θάνατο 350.000 ανθρώπων παγκοσμίως κάθε χρόνο...
Καθώς όλο και περισσότεροι ανάβουν πλέον το τζάκι τους, όχι πλέον για συντροφιά αλλά προκειμένου να ζεσταθούν, με αποτέλεσμα να το καίνε συνεχώς, ένα νέφος καλύπτει, από τις απογευματινές κυρίως ώρες, τις μεγάλες πόλεις. Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Λονδίνο το 1952, με συνέπεια το θάνατο 4.000 ανθρώπων. Σε εκείνες τις πέντε ημέρες, όπου η ορατότητα ήταν αδύνατη ακόμα και για τους πεζούς που κρατούσαν φανάρια, χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν και αμέτρητοι άλλοι υπέφεραν από αναπνευστικά προβλήματα.
Στην Αθήνα έτσι κι αλλιώς υπάρχει ατμοσφαιρική ρύπανση. Οι κατοικίες σε πολλές περιοχές της πρωτεύουσας αποτελούν ένα καταφύγιο ρύπων. Επικίνδυνοι ρύποι, όπως τα «φονικά» αιωρούμενα σωματίδια, ανιχνεύονται όχι μόνο στους δρόμους της Αττικής αλλά και μέσα στο θεωρητικά προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού. «Εισβάλλουν» αδιακρίτως σε όλους τους χώρους και σε συνδυασμό με τους… εσωτερικά παραγόμενους ρύπους - εκείνους που παράγονται από το μαγείρεμα και το κάπνισμα ή εκπέμπονται από τοξικά δομικά υλικά, προϊόντα καθαρισμού, συσκευές θέρμανσης, τζάκια, ξυλόσομπες, επιβαρύνουν σοβαρά την υγεία. Τα σωματίδια, που εισπνέονται στους πνεύμονες, μπορεί να προξενήσουν βλάβες στην υγεία, όπως καρδιοπάθειες, άσθμα και βρογχίτιδες.
Κατά τις καύσεις εκλύονται άκαυστα αιωρούμενα σωματίδια, λόγω ατελούς καύσεως της καιγόμενης ύλης, καπνός, αιθάλη, άκαυστοι υδρογονάνθρακες, αλδεΰδες, υδρατμοί και διάφορα ρυπογόνα αέρια, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι:
Το μονοξείδιο του άνθρακα (CO): Πρόκειται για ένα άχρωμο και άοσμο αέριο του οποίου η συγκέντρωση σε εσωτερικούς χώρους μπορεί να αυξηθεί σημαντικά κατά την ατελή καύση του άνθρακα που περιέχεται σε καύσιμα, όπως η βενζίνη, το ξύλο ή η κηροζίνη, με τη χρήση οικιακών συσκευών και ψησταριών, με το κάπνισμα, αλλά και από εξωτερικές πηγές, όπως τα οχήματα και τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Οι μέσες συγκεντρώσεις σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους κυμαίνονται συνήθως από 1-3 ppm, αν και τιμές από 10-20 ppm είναι συχνά απαντώμενες στα γκαράζ, λόγω των εκπομπών του μονοξειδίου του άνθρακα από τα οχήματα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η ικανότητα του CO να συμπλέκεται ισχυρά με την αιμοσφαιρίνη (Hb) του αίματος και με αυτόν τον τρόπο να εμποδίζει τη μεταφορά του οξυγόνου στα κύτταρα (σωστή οξυγόνωση των ιστών και οργάνων). Η χημική του συγγένεια με την αιμοσφαιρίνη είναι 218 - 250 φορές ισχυρότερη από αυτή του οξυγόνου. Συνεπώς, παρουσία του CO η Hb αντιδρά επιλεκτικά με αυτό σχηματίζοντας την ανθρακο-οξυαιμοσφαιρίνη (COHb), ενώ παράλληλα ,τα επίπεδα της οξυαιμοσφαιρίνης (ΟHb) μειώνονται σταδιακά.
Η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις μονοξειδίου του άνθρακα δημιουργεί πονοκεφάλους και κούραση, δύσπνοια, ταχυκαρδία, απώλεια μνήμης, αίσθημα πανικού, κατάθλιψη, ακόμα και θάνατο. Η βελτίωση του εξαερισμού, ο έλεγχος των εκπομπών των πηγών εσωτερικού χώρου, η χρήση συστημάτων ανίχνευσης ρύπων αποτελούν κάποια από τα μέτρα περιορισμού και ελέγχου του CO. Η συγκέντρωση υποβάθρου του CO είναι περίπου 0,19 ppm και σε αστικές περιοχές οι ημερήσιες συγκεντρώσεις του που σχετίζονται με τη χρήση μηχανοκίνητων μέσων, μπορεί να φτάσουν τα 50-60 ppm.
Το διοξείδιο του θείου (SO2): Αποτελεί ένα αέριο το οποίο καταλήγει στους εσωτερικούς χώρους από εξωτερικές πηγές, ως αποτέλεσμα της φυσικής και ανθρωπογενούς δραστηριότητας. Φυσικές πηγές είναι οι εκρήξεις ηφαιστείων και τα αναερόβια βακτήρια (παραγωγή H2S το οποίο μετατρέπεται σε SO2). Όσον αφορά στις ανθρωπογενείς πηγές, η χρήση ορυκτών καυσίμων που περιέχουν θείο και ο καθαρισμός θειούχων μεταλλευμάτων είναι οι κύριες πηγές απελευθέρωσής του στην τροπόσφαιρα. Η είσοδός του SO2 σε ένα κτήριο μπορεί να γίνει είτε μέσω του εξαερισμού είτε με διείσδυση μέσω των μικρών κενών στη δόμηση του κτηρίου. Το SO2 στο εσωτερικό του κτηρίου αναμιγνύεται με τον αέρα και κατόπιν μπορεί να προσροφηθεί πάνω σε διάφορες επιφάνειες, οπότε μειώνεται σημαντικά η συγκέντρωσή του. Το SO2 μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του αναπνευστικού συστήματος, ερεθισμούς στο δέρμα και εκζέματα, καθώς και αύξηση θνησιμότητας των ηλικιωμένων κατά τα επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης με SO2. Η συγκέντρωση υποβάθρου για το SO2 είναι περίπου 0,001 ppm, αλλά στις αστικές περιοχές οι μέγιστες συγκεντρώσεις του μπορούν να είναι 0,1 -0,5 ppm.
Μέτρα περιορισμού της εκπομπής του διοξειδίου του θείου στους εσωτερικούς χώρους είναι η διατήρηση των καπναγωγών και γενικά του συστήματος απαγωγής των καυσαερίων σε άριστη κατάσταση, καθώς και η διατήρηση των όποιων αναπόφευκτων εκπομπών σε χαμηλά επίπεδα, με επιλογή συσκευών νεότερης τεχνολογίας και κατάλληλης δυναμικότητας.
Το μονοξείδιο και το διοξείδιο του αζώτου (NO, NO2): Τα οξείδια του αζώτου είναι προϊόντα της καύσης στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 1000° C. Οι κύριες πηγές τους είναι τα αυτοκίνητα, οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και οι οικιακοί καυστήρες. Παράγονται, επίσης, από βιομηχανίες λιπασμάτων και εκρηκτικών. Το NΟ είναι σχετικά μη τοξικό, όμως οξειδώνεται σε NO2, ιδίως σε επεισόδια φωτοχημικής ρύπανσης. Η συγκέντρωση του NΟ στις αστικές περιοχές ανέρχεται ως και τα 0.5 ppm. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι η κύρια πηγή διοξειδίου του αζώτου στα κτήρια που έχουν εξαεριζόμενα συστήματα καύσης. Όπως το διοξείδιο του θείου, έτσι και το διοξείδιο του αζώτου προσροφάται στις επιφάνειες. Το NO, όπως και το CO ελαττώνει την ικανότητα του αίματος για μεταφορά οξυγόνου. Το διοξείδιο του αζώτου σε υψηλές συγκεντρώσεις θεωρείται εξαιρετικά ερεθιστικό, αφού προκαλεί βρογχίτιδα και αυξάνει την ευαισθησία των ασθματικών ατόμων. Σε πολλές περιπτώσεις η εισπνοή ΝΟ2 αυξάνει την ευαισθησία των πνευμόνων για εμφάνιση βακτηριακών λοιμώξεων. Ως μέτρο περιορισμού των συγκεκριμένων οξειδίων θεωρείται η μείωση των δραστηριοτήτων που προκαλούν την εκπομπή τους και ο καλός εξαερισμός του χώρου.
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2): Σχετίζεται κυρίως με τις συσκευές καύσης και θέρμανσης, καθώς και με την ανθρώπινη παρουσία μέσα σε ένα κτήριο. Δεν είναι τοξική ουσία. Είναι γνωστό, όμως, ότι σε μεγάλες συγκεντρώσεις προκαλεί ασφυξία. Συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των 800 ppm φανερώνουν ανεπαρκή αερισμό, συγκεντρώσεις από 600 - 800 ppm, δείχνουν επαρκή αερισμό, ενώ συγκεντρώσεις μικρότερες των 600 ppm είναι οι συνιστώμενες για τα σχολεία. Ένας άνθρωπος, μη καπνιστής, εκπέμπει 0,025 m3/h CO2. Ως μέτρο περιορισμού του διοξειδίου του άνθρακα σε εσωτερικούς χώρους θεωρείται ο περιορισμός των πηγών εκπομπής του και ο συχνός αερισμός.
Αιωρούμενα σωματίδια: Τα αιωρούμενα σωματίδια (particulate matter, ΡΜ) προέρχονται κυρίως από ανθρωπογενείς πηγές (κυκλοφορία οχημάτων και βιομηχανική δραστηριότητα). Διακρίνονται σε σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 10 μm (ΡΜ10), σε άλλα με διάμετρο μικρότερη από 2,5 μm (ΡΜ2,5) και στα υπερλεπτόκοκκα σωματίδια (ultrafine particles, UFΡs) με διάμετρο μικρότερη του 1 μm. Όσο μικρότερα σε μέγεθος τόσο ευκολότερα διεισδύουν στους πνεύμονες και προσβάλλουν τον ανθρώπινο οργανισμό. Ενοχοποιούνται για αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα. Οι μετρήσεις σε σπίτια και γραφεία κατέδειξαν ότι τα επίπεδα των σωματιδίων ΡΜ2,5 ξεπερνούν το ετήσιο όριο που έχει θέσει η ΕΕ. Επίσης πηγές τους αποτελούν τα τζάκια και οι συσκευές καύσης και θέρμανσης. Προκαλούν ερεθισμό στο ρινικό σύστημα και στα μάτια, καθώς επίσης βρογχίτιδα και καρκίνο του πνεύμονα. Σε χώρους που απαγορεύεται το κάπνισμα τα επίπεδα τους είναι χαμηλότερα από τα εξωτερικά. Μέτρο περιορισμού τους αποτελεί η συχνή αλλαγή των φίλτρων των κλιματιστικών και οι καλή συντήρηση των πηγών εκπομπής τους.
Φορμαλδεΰδη: Εύφλεκτη και τοξική ουσία αποτελεί το πρώτο μέλος της ομόλογης σειράς των αλδεϋδών με τύπο ΗCH = O. Σε κανονική πίεση και θερμοκρασία είναι άχρωμο αέριο, με οξεία χαρακτηριστική οσμή, διαλυτή στο νερό. Ήταν από τους πρώτους ρύπους, εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκαν προβλήματα υγείας σε εσωτερικούς χώρους και αποτέλεσε αφορμή για την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των επιστημόνων γύρω από τη ρύπανση των χώρων αυτών. Τα υλικά τα οποία έχουν συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη προσοχή ως πηγές φορμαλδεΰδης σχετίζονται κυρίως με ξύλινες επιφάνειες κατασκευασμένες από πεπιεσμένα βιομηχανικά ξύλα, κόντρα πλακέ κ.ά, τα οποία έχουν συγκολληθεί με ρητίνη ουρίας - φορμαλδεΰδης (UF) και τα μονωτικά που περιέχουν ρητίνη ουρίας - φορμαλδεΰδης (UFFI). Η φορμαλδεΰδη εκλύεται επίσης και από τον καπνό του τσιγάρου, κάποια οικιακά προϊόντα καθαρισμού και τις συσκευές καύσης αερίων. Ο ρυθμός εκπομπής της φορμαλδεΰδης από τα συνθετικά υλικά αυξάνεται με τη αύξηση της θερμοκρασίας και της σχετικής υγρασίας και μειώνεται με την ηλικία των υλικών και την αύξηση του ρυθμού εξαερισμού του χώρου.
Το όριο υγείας για τους εσωτερικούς χώρους έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα 0.1 ppm, ενώ η έκθεση σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό των ματιών, αίσθηση καψίματος στο δέρμα, ναυτία, βήχα και σε μερικές περιπτώσεις προβλήματα αναπνοής και άσθματος. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) έχει κατατάξει τη φορμαλδεΰδη στις ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο στον άνθρωπο. Επίσης, είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τα έργα τέχνης. Τα μέτρα περιορισμού της έκθεσης σε φορμαλδεΰδη συνίστανται στον επαρκή εξαερισμό και στον έλεγχο της θερμοκρασίας και της υγρασίας.
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εισπνοή καπνού, μπορεί να είναι ήπια όπως βήχας, φαρυγγοδυνία, δύσπνοια, πονοκέφαλος, πόνος στο στήθος ζάλη και ναυτία. Ενδείξεις μπορούμε να έχουμε και από το χρώμα του δέρματος, που όταν είναι κυανωτικό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πολύ οξυγόνο στο αίμα. Οι πρώτες βλάβες συμβαίνουν στους βλεννογόνους της μύτης και του στόματος. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν παρουσιαστεί εντονότερη δύσπνοια, μαύρα φλέγματα, ταχυκαρδία και πτώση του νοητικού επιπέδου (σύγχυση).
Βασικό μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η συστηματική συντήρηση του τζακιού, ο καθαρισμός της καμινάδας ή η τοποθέτηση τζακιού που κλείνει αεροστεγώς και οξυγονώνεται με ειδικούς αεραγωγούς μεταφέροντας ζέστη στο κτήριο μέσω ενός συστήματος κυκλοφορίας ζεστού αέρα ή θέρμανσης των καλοριφέρ.
Γενικά, απαραίτητος κρίνεται ο τακτικός αερισμός των δωματίων που θερμαίνονται από τζάκια η ξυλόσομπες.
* Ατελής καύση πραγματοποιείται συνήθως όταν η διαθέσιμη ποσότητα οξυγόνου είναι μικρότερη από όση απαιτείται σύμφωνα με τη στοιχειομετρική εξίσωση της χημικής αντίδρασης που περιγράφει την τέλεια καύση. Είναι πιθανό, ωστόσο, ενώ υπάρχει διαθέσιμη αρκετή ποσότητα οξυγόνου, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η καύση να είναι τέτοιος, ώστε να μη χρησιμοποιείται τελικά ολόκληρη η ποσότητα του οξυγόνου. Ατελής καύση μπορεί επίσης να συμβεί όταν η καύση γίνεται παγιδευμένη σε ένα «χωνευτήρι θερμότητας», όπως είναι μια στερεή επιφάνεια ή μια παγίδα φλόγας.
Η έκλυση σωματιδίων από τις φωτιές στη φύση αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την θνησιμότητα παγκοσμίως. Ο καπνός από τις δασικές πυρκαγιές, από τις φωτιές σε χορτολιβαδικές εκτάσεις και από τις ελεγχόμενες φωτιές σε γεωργικές εκτάσεις προκαλεί κατά μέσον όρο το θάνατο 350.000 ανθρώπων παγκοσμίως κάθε χρόνο...
Καθώς όλο και περισσότεροι ανάβουν πλέον το τζάκι τους, όχι πλέον για συντροφιά αλλά προκειμένου να ζεσταθούν, με αποτέλεσμα να το καίνε συνεχώς, ένα νέφος καλύπτει, από τις απογευματινές κυρίως ώρες, τις μεγάλες πόλεις. Κάτι ανάλογο συνέβη και στο Λονδίνο το 1952, με συνέπεια το θάνατο 4.000 ανθρώπων. Σε εκείνες τις πέντε ημέρες, όπου η ορατότητα ήταν αδύνατη ακόμα και για τους πεζούς που κρατούσαν φανάρια, χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν και αμέτρητοι άλλοι υπέφεραν από αναπνευστικά προβλήματα.
Στην Αθήνα έτσι κι αλλιώς υπάρχει ατμοσφαιρική ρύπανση. Οι κατοικίες σε πολλές περιοχές της πρωτεύουσας αποτελούν ένα καταφύγιο ρύπων. Επικίνδυνοι ρύποι, όπως τα «φονικά» αιωρούμενα σωματίδια, ανιχνεύονται όχι μόνο στους δρόμους της Αττικής αλλά και μέσα στο θεωρητικά προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού. «Εισβάλλουν» αδιακρίτως σε όλους τους χώρους και σε συνδυασμό με τους… εσωτερικά παραγόμενους ρύπους - εκείνους που παράγονται από το μαγείρεμα και το κάπνισμα ή εκπέμπονται από τοξικά δομικά υλικά, προϊόντα καθαρισμού, συσκευές θέρμανσης, τζάκια, ξυλόσομπες, επιβαρύνουν σοβαρά την υγεία. Τα σωματίδια, που εισπνέονται στους πνεύμονες, μπορεί να προξενήσουν βλάβες στην υγεία, όπως καρδιοπάθειες, άσθμα και βρογχίτιδες.
Κατά τις καύσεις εκλύονται άκαυστα αιωρούμενα σωματίδια, λόγω ατελούς καύσεως της καιγόμενης ύλης, καπνός, αιθάλη, άκαυστοι υδρογονάνθρακες, αλδεΰδες, υδρατμοί και διάφορα ρυπογόνα αέρια, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι:
Το μονοξείδιο του άνθρακα (CO): Πρόκειται για ένα άχρωμο και άοσμο αέριο του οποίου η συγκέντρωση σε εσωτερικούς χώρους μπορεί να αυξηθεί σημαντικά κατά την ατελή καύση του άνθρακα που περιέχεται σε καύσιμα, όπως η βενζίνη, το ξύλο ή η κηροζίνη, με τη χρήση οικιακών συσκευών και ψησταριών, με το κάπνισμα, αλλά και από εξωτερικές πηγές, όπως τα οχήματα και τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Οι μέσες συγκεντρώσεις σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους κυμαίνονται συνήθως από 1-3 ppm, αν και τιμές από 10-20 ppm είναι συχνά απαντώμενες στα γκαράζ, λόγω των εκπομπών του μονοξειδίου του άνθρακα από τα οχήματα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η ικανότητα του CO να συμπλέκεται ισχυρά με την αιμοσφαιρίνη (Hb) του αίματος και με αυτόν τον τρόπο να εμποδίζει τη μεταφορά του οξυγόνου στα κύτταρα (σωστή οξυγόνωση των ιστών και οργάνων). Η χημική του συγγένεια με την αιμοσφαιρίνη είναι 218 - 250 φορές ισχυρότερη από αυτή του οξυγόνου. Συνεπώς, παρουσία του CO η Hb αντιδρά επιλεκτικά με αυτό σχηματίζοντας την ανθρακο-οξυαιμοσφαιρίνη (COHb), ενώ παράλληλα ,τα επίπεδα της οξυαιμοσφαιρίνης (ΟHb) μειώνονται σταδιακά.
Η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις μονοξειδίου του άνθρακα δημιουργεί πονοκεφάλους και κούραση, δύσπνοια, ταχυκαρδία, απώλεια μνήμης, αίσθημα πανικού, κατάθλιψη, ακόμα και θάνατο. Η βελτίωση του εξαερισμού, ο έλεγχος των εκπομπών των πηγών εσωτερικού χώρου, η χρήση συστημάτων ανίχνευσης ρύπων αποτελούν κάποια από τα μέτρα περιορισμού και ελέγχου του CO. Η συγκέντρωση υποβάθρου του CO είναι περίπου 0,19 ppm και σε αστικές περιοχές οι ημερήσιες συγκεντρώσεις του που σχετίζονται με τη χρήση μηχανοκίνητων μέσων, μπορεί να φτάσουν τα 50-60 ppm.
Το διοξείδιο του θείου (SO2): Αποτελεί ένα αέριο το οποίο καταλήγει στους εσωτερικούς χώρους από εξωτερικές πηγές, ως αποτέλεσμα της φυσικής και ανθρωπογενούς δραστηριότητας. Φυσικές πηγές είναι οι εκρήξεις ηφαιστείων και τα αναερόβια βακτήρια (παραγωγή H2S το οποίο μετατρέπεται σε SO2). Όσον αφορά στις ανθρωπογενείς πηγές, η χρήση ορυκτών καυσίμων που περιέχουν θείο και ο καθαρισμός θειούχων μεταλλευμάτων είναι οι κύριες πηγές απελευθέρωσής του στην τροπόσφαιρα. Η είσοδός του SO2 σε ένα κτήριο μπορεί να γίνει είτε μέσω του εξαερισμού είτε με διείσδυση μέσω των μικρών κενών στη δόμηση του κτηρίου. Το SO2 στο εσωτερικό του κτηρίου αναμιγνύεται με τον αέρα και κατόπιν μπορεί να προσροφηθεί πάνω σε διάφορες επιφάνειες, οπότε μειώνεται σημαντικά η συγκέντρωσή του. Το SO2 μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του αναπνευστικού συστήματος, ερεθισμούς στο δέρμα και εκζέματα, καθώς και αύξηση θνησιμότητας των ηλικιωμένων κατά τα επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης με SO2. Η συγκέντρωση υποβάθρου για το SO2 είναι περίπου 0,001 ppm, αλλά στις αστικές περιοχές οι μέγιστες συγκεντρώσεις του μπορούν να είναι 0,1 -0,5 ppm.
Μέτρα περιορισμού της εκπομπής του διοξειδίου του θείου στους εσωτερικούς χώρους είναι η διατήρηση των καπναγωγών και γενικά του συστήματος απαγωγής των καυσαερίων σε άριστη κατάσταση, καθώς και η διατήρηση των όποιων αναπόφευκτων εκπομπών σε χαμηλά επίπεδα, με επιλογή συσκευών νεότερης τεχνολογίας και κατάλληλης δυναμικότητας.
Το μονοξείδιο και το διοξείδιο του αζώτου (NO, NO2): Τα οξείδια του αζώτου είναι προϊόντα της καύσης στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 1000° C. Οι κύριες πηγές τους είναι τα αυτοκίνητα, οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρισμού που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και οι οικιακοί καυστήρες. Παράγονται, επίσης, από βιομηχανίες λιπασμάτων και εκρηκτικών. Το NΟ είναι σχετικά μη τοξικό, όμως οξειδώνεται σε NO2, ιδίως σε επεισόδια φωτοχημικής ρύπανσης. Η συγκέντρωση του NΟ στις αστικές περιοχές ανέρχεται ως και τα 0.5 ppm. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι η κύρια πηγή διοξειδίου του αζώτου στα κτήρια που έχουν εξαεριζόμενα συστήματα καύσης. Όπως το διοξείδιο του θείου, έτσι και το διοξείδιο του αζώτου προσροφάται στις επιφάνειες. Το NO, όπως και το CO ελαττώνει την ικανότητα του αίματος για μεταφορά οξυγόνου. Το διοξείδιο του αζώτου σε υψηλές συγκεντρώσεις θεωρείται εξαιρετικά ερεθιστικό, αφού προκαλεί βρογχίτιδα και αυξάνει την ευαισθησία των ασθματικών ατόμων. Σε πολλές περιπτώσεις η εισπνοή ΝΟ2 αυξάνει την ευαισθησία των πνευμόνων για εμφάνιση βακτηριακών λοιμώξεων. Ως μέτρο περιορισμού των συγκεκριμένων οξειδίων θεωρείται η μείωση των δραστηριοτήτων που προκαλούν την εκπομπή τους και ο καλός εξαερισμός του χώρου.
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2): Σχετίζεται κυρίως με τις συσκευές καύσης και θέρμανσης, καθώς και με την ανθρώπινη παρουσία μέσα σε ένα κτήριο. Δεν είναι τοξική ουσία. Είναι γνωστό, όμως, ότι σε μεγάλες συγκεντρώσεις προκαλεί ασφυξία. Συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των 800 ppm φανερώνουν ανεπαρκή αερισμό, συγκεντρώσεις από 600 - 800 ppm, δείχνουν επαρκή αερισμό, ενώ συγκεντρώσεις μικρότερες των 600 ppm είναι οι συνιστώμενες για τα σχολεία. Ένας άνθρωπος, μη καπνιστής, εκπέμπει 0,025 m3/h CO2. Ως μέτρο περιορισμού του διοξειδίου του άνθρακα σε εσωτερικούς χώρους θεωρείται ο περιορισμός των πηγών εκπομπής του και ο συχνός αερισμός.
Αιωρούμενα σωματίδια: Τα αιωρούμενα σωματίδια (particulate matter, ΡΜ) προέρχονται κυρίως από ανθρωπογενείς πηγές (κυκλοφορία οχημάτων και βιομηχανική δραστηριότητα). Διακρίνονται σε σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 10 μm (ΡΜ10), σε άλλα με διάμετρο μικρότερη από 2,5 μm (ΡΜ2,5) και στα υπερλεπτόκοκκα σωματίδια (ultrafine particles, UFΡs) με διάμετρο μικρότερη του 1 μm. Όσο μικρότερα σε μέγεθος τόσο ευκολότερα διεισδύουν στους πνεύμονες και προσβάλλουν τον ανθρώπινο οργανισμό. Ενοχοποιούνται για αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα. Οι μετρήσεις σε σπίτια και γραφεία κατέδειξαν ότι τα επίπεδα των σωματιδίων ΡΜ2,5 ξεπερνούν το ετήσιο όριο που έχει θέσει η ΕΕ. Επίσης πηγές τους αποτελούν τα τζάκια και οι συσκευές καύσης και θέρμανσης. Προκαλούν ερεθισμό στο ρινικό σύστημα και στα μάτια, καθώς επίσης βρογχίτιδα και καρκίνο του πνεύμονα. Σε χώρους που απαγορεύεται το κάπνισμα τα επίπεδα τους είναι χαμηλότερα από τα εξωτερικά. Μέτρο περιορισμού τους αποτελεί η συχνή αλλαγή των φίλτρων των κλιματιστικών και οι καλή συντήρηση των πηγών εκπομπής τους.
Φορμαλδεΰδη: Εύφλεκτη και τοξική ουσία αποτελεί το πρώτο μέλος της ομόλογης σειράς των αλδεϋδών με τύπο ΗCH = O. Σε κανονική πίεση και θερμοκρασία είναι άχρωμο αέριο, με οξεία χαρακτηριστική οσμή, διαλυτή στο νερό. Ήταν από τους πρώτους ρύπους, εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκαν προβλήματα υγείας σε εσωτερικούς χώρους και αποτέλεσε αφορμή για την ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των επιστημόνων γύρω από τη ρύπανση των χώρων αυτών. Τα υλικά τα οποία έχουν συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη προσοχή ως πηγές φορμαλδεΰδης σχετίζονται κυρίως με ξύλινες επιφάνειες κατασκευασμένες από πεπιεσμένα βιομηχανικά ξύλα, κόντρα πλακέ κ.ά, τα οποία έχουν συγκολληθεί με ρητίνη ουρίας - φορμαλδεΰδης (UF) και τα μονωτικά που περιέχουν ρητίνη ουρίας - φορμαλδεΰδης (UFFI). Η φορμαλδεΰδη εκλύεται επίσης και από τον καπνό του τσιγάρου, κάποια οικιακά προϊόντα καθαρισμού και τις συσκευές καύσης αερίων. Ο ρυθμός εκπομπής της φορμαλδεΰδης από τα συνθετικά υλικά αυξάνεται με τη αύξηση της θερμοκρασίας και της σχετικής υγρασίας και μειώνεται με την ηλικία των υλικών και την αύξηση του ρυθμού εξαερισμού του χώρου.
Το όριο υγείας για τους εσωτερικούς χώρους έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα 0.1 ppm, ενώ η έκθεση σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό των ματιών, αίσθηση καψίματος στο δέρμα, ναυτία, βήχα και σε μερικές περιπτώσεις προβλήματα αναπνοής και άσθματος. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) έχει κατατάξει τη φορμαλδεΰδη στις ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο στον άνθρωπο. Επίσης, είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τα έργα τέχνης. Τα μέτρα περιορισμού της έκθεσης σε φορμαλδεΰδη συνίστανται στον επαρκή εξαερισμό και στον έλεγχο της θερμοκρασίας και της υγρασίας.
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εισπνοή καπνού, μπορεί να είναι ήπια όπως βήχας, φαρυγγοδυνία, δύσπνοια, πονοκέφαλος, πόνος στο στήθος ζάλη και ναυτία. Ενδείξεις μπορούμε να έχουμε και από το χρώμα του δέρματος, που όταν είναι κυανωτικό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πολύ οξυγόνο στο αίμα. Οι πρώτες βλάβες συμβαίνουν στους βλεννογόνους της μύτης και του στόματος. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν παρουσιαστεί εντονότερη δύσπνοια, μαύρα φλέγματα, ταχυκαρδία και πτώση του νοητικού επιπέδου (σύγχυση).
Βασικό μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η συστηματική συντήρηση του τζακιού, ο καθαρισμός της καμινάδας ή η τοποθέτηση τζακιού που κλείνει αεροστεγώς και οξυγονώνεται με ειδικούς αεραγωγούς μεταφέροντας ζέστη στο κτήριο μέσω ενός συστήματος κυκλοφορίας ζεστού αέρα ή θέρμανσης των καλοριφέρ.
Γενικά, απαραίτητος κρίνεται ο τακτικός αερισμός των δωματίων που θερμαίνονται από τζάκια η ξυλόσομπες.
Πηγή: medlabnews.gr
* Ατελής καύση πραγματοποιείται συνήθως όταν η διαθέσιμη ποσότητα οξυγόνου είναι μικρότερη από όση απαιτείται σύμφωνα με τη στοιχειομετρική εξίσωση της χημικής αντίδρασης που περιγράφει την τέλεια καύση. Είναι πιθανό, ωστόσο, ενώ υπάρχει διαθέσιμη αρκετή ποσότητα οξυγόνου, ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η καύση να είναι τέτοιος, ώστε να μη χρησιμοποιείται τελικά ολόκληρη η ποσότητα του οξυγόνου. Ατελής καύση μπορεί επίσης να συμβεί όταν η καύση γίνεται παγιδευμένη σε ένα «χωνευτήρι θερμότητας», όπως είναι μια στερεή επιφάνεια ή μια παγίδα φλόγας.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω