Στον Έβρο είχα ξαναπάει πριν πολλά χρόνια. Είχα γνωρίσει την Αλεξανδρούπολη και το δάσος της Δαδιάς. Αυτή τη φορά έφτασα μέχρι το Διδυμότειχο. Αφορμή γι’ αυτή τη διαδρομή μια ακόμα παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Τριανταφυλλάκη
Γράφει ο Διαμαντής Μπασαντής, συγγραφέας - δημοσιογράφος
Στον Έβρο είχα ξαναπάει πριν πολλά χρόνια. Είχα γνωρίσει την Αλεξανδρούπολη και το δάσος της Δαδιάς. Αυτή τη φορά έφτασα μέχρι το Διδυμότειχο. Αφορμή γι’ αυτή τη διαδρομή μια ακόμα παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Τριανταφυλλάκη (Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει…).
Η Αλεξανδρούπολη είναι η πύλη του Έβρου. Το καταλαβαίνεις μόλις αφήσεις πίσω σου την πόλη και αρχίσεις να ανεβαίνεις βόρεια. Αν κάτι θυμάμαι από την παρουσίαση της Αλεξανδρούπολης δεν είναι ο κόσμος που ήρθε ή οι ομιλίες. Αλλά η ανάγνωση και η μουσική που τη συνόδευε. Κάποια στιγμή «χάθηκα» στις περιγραφές των λόφων του Catskills, στην άνω Νέα Υόρκη. Περιγραφές γραμμένες από έναν Έλληνα που γεννήθηκε στους λόφους του Διδυμότειχου. Σκεφτόμουν τις πεδιάδες και τους λόφους του Έβρου. Σκεφτόμουν τη διαδρομή του συγγραφέα. Τελικά ότι ζήσαμε είμαστε εμείς. Ότι ακούσαμε είμαστε εμείς. Ότι είδαμε μέχρι εκεί που φτάσαμε είμαστε εμείς. Καθένας εμπεριέχει όσα άκουσε, είδε, γνώρισε, έζησε. Μερικές φορές εικόνες και ήχοι μοιάζουν μακρινά ή ετερόκλητα. Όπως π.χ. στις σελίδες του Τριανταφυλλάκη οι λόφοι του Catskills και του Διδυμότειχου ή τα ακούσματα του Χρόνη Αηδονίδη και του Φρανκ Σινάτρα. Όμως αυτή η ετερότητα είναι που δημιουργεί και την μοναδικότητα κάθε ιστορίας που γίνεται επιτυχημένο βιβλίο.
Στην Αλεξανδρούπολη «άκουσα» το βιβλίο. Στο Διδυμότειχο, όμως, το «είδα». Το είδα στα πρόσωπα των πολλών μεσήλικων που ήρθαν στην παρουσίαση. Το είδα στα πρόσωπα των λαμπερών κοριτσιών του χτες που έγιναν καθηγήτριες και γύρισαν στον τόπο τους για να σπρώξουν τη ζωή πάρα πέρα. Το «είδα» στις αφηγήσεις για γιαγιάδες και παππούδες που έζησαν και πέθαναν δουλεύοντας αδιάκοπα περιμένοντας μια ζωή τη μέρα που θα επέστρεφαν στα σπίτια που άφησαν κάποτε απέναντι. Το «είδα» και στην παιδική και εφηβική ηλικία ενός φίλου που ήξερα εδώ και 25 χρόνια.
Κάποτε είχα διαβάσει πως «πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια». Το θυμήθηκα πάλι καθώς περιδιαβαίναμε μαζί τους πράσινους χορταριασμένους λόφους. Τις πλημμυρισμένες από νερό πεδιάδες. Τον μισογκρεμισμένο πύργο στο Πύθιο. Τις ράγες του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης. Τις όχθες του Ερυθροπόταμου. Το κάστρο του Διδυμοτείχου. Σε όλη τη διαδρομή μας «συνόδευε» ο ατίθασος Έβρος που είχε πλημμυρίσει τα πάντα.
Αν δεν δεις τη διαδρομή δεν καταλαβαίνεις την απόσταση που διάνυσε κάποιος. Από αυτή την άποψη η πραγματικότητα πολλές φορές υπολείπεται της φαντασίας. Ή, όπως είπε κάποτε ο Ισπανός ποιητής Αντόνιο Ματσάδο: «Ταξιδιώτη δεν υπάρχει δρόμος. Ο δρόμος χαράζεται καθώς περπατάμε…».
Κατά διαστήματα αρκετοί με ρώτησαν: «Από πού είσαι;». Δεν ανέφερα την μικροαστική Αθήνα. Αλλά την πατρική καταγωγή: Την Άνδρο. Τον τόπο που σηματοδοτεί τη δική μου αέναη επιστροφή. Και καθώς ξαφνιαζόντουσαν θυμόμουνα τον υπέροχο στίχο του Εγγονόπουλου: «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος;». «Εσύ ένας Ανδριώτης στον Έβρο», έλεγα μέσα μου…
Ο Έβρος: Μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα μισοξεχασμένη μια-δύο δεκαετίες πίσω. Μια Ελλάδα αγροτική και αγροτοβιομηχανική. Μια Ελλάδα με έντονες αναφορές στα Βαλκάνια, στη κεντρική Ευρώπη, αλλά και στην Τουρκία. Δέκα ώρες κάνουν τα μεγάλα φορτηγά με τα προϊόντα από το Διδυμότειχο μέχρι την Αθήνα. Δέκα ώρες και μέχρι την Ουγγαρία! Λιγότερο από μισή ώρα για την Βουλγαρία. Πέντε-έξι ώρες για Ρουμανία. Και μόνο δύο - δυόμιση ώρες για Κωνσταντινούπολη Καθόλου τυχαίο που κάθε Σαββατοκύριακο εκατοντάδες ευκατάστατοι Τούρκοι από την Πόλη γεμίζουν την Αλεξανδρούπολη…
Την περιοχή οι περισσότεροι Έλληνες την έμαθαν όταν πήγαν φαντάροι. Και ένοιωσαν εχθρικά απέναντί της. Οι άλλοι την αγνοούμε. Δηλαδή καλά που βρέθηκε και ο Μαχαιρίτσας με το «Διδυμότειχο μπλουζ» και μας την θύμισε κάποτε. Κι όμως το ξεχασμένο Διδυμότειχο υπήρξε τρεις φορές πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Κι εκεί στέφθηκε αυτοκράτορας το 1341 ο Ιωάννης Κατακουζηνός…
Το πρωί της αναχώρησης περπάτησα προς τον Ερυθροπόταμο. Η πόλη τυλιγμένη σε μια αραιή ομίχλη. Το ποτάμι πλημμυρισμένο κυλούσε αργά. Τα μεγάλα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά καθρεφτιζόντουσαν στα νερά μέσα στα οποία βούλιαζαν. Μια παράξενη σιωπή. Τοπίο βγαλμένο από σκηνή του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αφέθηκα να πάρω μια τελευταία μνήμη από μιαν ελληνική εσχατιά που περαστικός κατάφερα να αγγίξω.
Στον Έβρο είχα ξαναπάει πριν πολλά χρόνια. Είχα γνωρίσει την Αλεξανδρούπολη και το δάσος της Δαδιάς. Αυτή τη φορά έφτασα μέχρι το Διδυμότειχο. Αφορμή γι’ αυτή τη διαδρομή μια ακόμα παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Τριανταφυλλάκη (Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει…).
Η Αλεξανδρούπολη είναι η πύλη του Έβρου. Το καταλαβαίνεις μόλις αφήσεις πίσω σου την πόλη και αρχίσεις να ανεβαίνεις βόρεια. Αν κάτι θυμάμαι από την παρουσίαση της Αλεξανδρούπολης δεν είναι ο κόσμος που ήρθε ή οι ομιλίες. Αλλά η ανάγνωση και η μουσική που τη συνόδευε. Κάποια στιγμή «χάθηκα» στις περιγραφές των λόφων του Catskills, στην άνω Νέα Υόρκη. Περιγραφές γραμμένες από έναν Έλληνα που γεννήθηκε στους λόφους του Διδυμότειχου. Σκεφτόμουν τις πεδιάδες και τους λόφους του Έβρου. Σκεφτόμουν τη διαδρομή του συγγραφέα. Τελικά ότι ζήσαμε είμαστε εμείς. Ότι ακούσαμε είμαστε εμείς. Ότι είδαμε μέχρι εκεί που φτάσαμε είμαστε εμείς. Καθένας εμπεριέχει όσα άκουσε, είδε, γνώρισε, έζησε. Μερικές φορές εικόνες και ήχοι μοιάζουν μακρινά ή ετερόκλητα. Όπως π.χ. στις σελίδες του Τριανταφυλλάκη οι λόφοι του Catskills και του Διδυμότειχου ή τα ακούσματα του Χρόνη Αηδονίδη και του Φρανκ Σινάτρα. Όμως αυτή η ετερότητα είναι που δημιουργεί και την μοναδικότητα κάθε ιστορίας που γίνεται επιτυχημένο βιβλίο.
Στην Αλεξανδρούπολη «άκουσα» το βιβλίο. Στο Διδυμότειχο, όμως, το «είδα». Το είδα στα πρόσωπα των πολλών μεσήλικων που ήρθαν στην παρουσίαση. Το είδα στα πρόσωπα των λαμπερών κοριτσιών του χτες που έγιναν καθηγήτριες και γύρισαν στον τόπο τους για να σπρώξουν τη ζωή πάρα πέρα. Το «είδα» στις αφηγήσεις για γιαγιάδες και παππούδες που έζησαν και πέθαναν δουλεύοντας αδιάκοπα περιμένοντας μια ζωή τη μέρα που θα επέστρεφαν στα σπίτια που άφησαν κάποτε απέναντι. Το «είδα» και στην παιδική και εφηβική ηλικία ενός φίλου που ήξερα εδώ και 25 χρόνια.
Κάποτε είχα διαβάσει πως «πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια». Το θυμήθηκα πάλι καθώς περιδιαβαίναμε μαζί τους πράσινους χορταριασμένους λόφους. Τις πλημμυρισμένες από νερό πεδιάδες. Τον μισογκρεμισμένο πύργο στο Πύθιο. Τις ράγες του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης. Τις όχθες του Ερυθροπόταμου. Το κάστρο του Διδυμοτείχου. Σε όλη τη διαδρομή μας «συνόδευε» ο ατίθασος Έβρος που είχε πλημμυρίσει τα πάντα.
Αν δεν δεις τη διαδρομή δεν καταλαβαίνεις την απόσταση που διάνυσε κάποιος. Από αυτή την άποψη η πραγματικότητα πολλές φορές υπολείπεται της φαντασίας. Ή, όπως είπε κάποτε ο Ισπανός ποιητής Αντόνιο Ματσάδο: «Ταξιδιώτη δεν υπάρχει δρόμος. Ο δρόμος χαράζεται καθώς περπατάμε…».
Κατά διαστήματα αρκετοί με ρώτησαν: «Από πού είσαι;». Δεν ανέφερα την μικροαστική Αθήνα. Αλλά την πατρική καταγωγή: Την Άνδρο. Τον τόπο που σηματοδοτεί τη δική μου αέναη επιστροφή. Και καθώς ξαφνιαζόντουσαν θυμόμουνα τον υπέροχο στίχο του Εγγονόπουλου: «Στρατηγέ, τι γύρευες στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος;». «Εσύ ένας Ανδριώτης στον Έβρο», έλεγα μέσα μου…
Ο Έβρος: Μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα μισοξεχασμένη μια-δύο δεκαετίες πίσω. Μια Ελλάδα αγροτική και αγροτοβιομηχανική. Μια Ελλάδα με έντονες αναφορές στα Βαλκάνια, στη κεντρική Ευρώπη, αλλά και στην Τουρκία. Δέκα ώρες κάνουν τα μεγάλα φορτηγά με τα προϊόντα από το Διδυμότειχο μέχρι την Αθήνα. Δέκα ώρες και μέχρι την Ουγγαρία! Λιγότερο από μισή ώρα για την Βουλγαρία. Πέντε-έξι ώρες για Ρουμανία. Και μόνο δύο - δυόμιση ώρες για Κωνσταντινούπολη Καθόλου τυχαίο που κάθε Σαββατοκύριακο εκατοντάδες ευκατάστατοι Τούρκοι από την Πόλη γεμίζουν την Αλεξανδρούπολη…
Την περιοχή οι περισσότεροι Έλληνες την έμαθαν όταν πήγαν φαντάροι. Και ένοιωσαν εχθρικά απέναντί της. Οι άλλοι την αγνοούμε. Δηλαδή καλά που βρέθηκε και ο Μαχαιρίτσας με το «Διδυμότειχο μπλουζ» και μας την θύμισε κάποτε. Κι όμως το ξεχασμένο Διδυμότειχο υπήρξε τρεις φορές πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας! Κι εκεί στέφθηκε αυτοκράτορας το 1341 ο Ιωάννης Κατακουζηνός…
Το πρωί της αναχώρησης περπάτησα προς τον Ερυθροπόταμο. Η πόλη τυλιγμένη σε μια αραιή ομίχλη. Το ποτάμι πλημμυρισμένο κυλούσε αργά. Τα μεγάλα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά καθρεφτιζόντουσαν στα νερά μέσα στα οποία βούλιαζαν. Μια παράξενη σιωπή. Τοπίο βγαλμένο από σκηνή του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αφέθηκα να πάρω μια τελευταία μνήμη από μιαν ελληνική εσχατιά που περαστικός κατάφερα να αγγίξω.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω