Ο Νίκος Ζερβόπουλος, γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1960 στην Αλεξανδρούπολη, όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από το Πρακτικό Λύκειο Αρρένων και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για δύο χρόνια στην Αθήνα
Συνέντευξη στο Θεοδόση Βαφειάδη
Ο Νίκος Ζερβόπουλος, γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1960 στην Αλεξανδρούπολη, όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από το Πρακτικό Λύκειο Αρρένων και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για δύο χρόνια στην Αθήνα, όπου και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιδιωτική Δραματική Σχολή Γιώργου Θεοδοσιάδη (1978-1980). Το 1980, μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, σπούδασε για τρία χρόνια στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.).
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Ζερβόπουλος, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο επαγγελματικό, διδακτικό και ερευνητικό έργο στο χώρο του θεάτρου.
Από το 1987 (χρονιά που ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως δόκιμος έφεδρος αξιωματικός) μέχρι σήμερα, οργάνωσε και παρουσίασε, σε συνεργασία με διάφορους φορείς, πλήθος θεατρικών παραστάσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σε αρκετά χωριά της Θράκης και ιδιαιτέρως του Νομού Έβρου: «Θάψτε τους νεκρούς» του Ιρβιν Σόου (Συμπαραγωγή: Δήμος Αλεξανδρούπολης, Κινηματογραφική Λέσχη Αλεξανδρούπολης, Δ' Σώμα Στρατού), «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά, «Εμιγκρέδες» του Σλαβομίρ Μρόζεκ, «Φιάκας» του Δημοσθένη Μισιτζή («Θεατρικό Εργαστήρι του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αλεξανδρούπολης», που ίδρυσε, οργάνωσε και λειτούργησε ο ίδιος), «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα (Θεατρικό Εργαστήρι Δήμου Φερών), «Ο αχόρταγος» του Δημήτρη Ψαθά, «Ελένη» του Ευριπίδη, κ.ά.
Το 1989 - 1990, σκηνοθέτησε στην Κατερίνη ως συνεργάτης του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου Νομού Πιερίας, τον «Φονιά» του Μήτσου Ευθυμιάδη, την «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη και τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Τα τρία παραπάνω έργα παρουσιάστηκαν και στο Κίεβο.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το «ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής», στα εξής έργα: «Εσωτερικές ειδήσεις» του Μάριου Ποντίκα, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, σε διασκευή για παιδιά του Γιάννη Καλατζόπουλου, «Βασίλισσα του χιονιού» (παιδικό θέατρο) και τέλος, σκηνοθέτησε και διασκεύασε την «Τερέζα» του Φρέντυ Γερμανού, όπου και ερμήνευσε τον ρόλο του συγγραφέα.
Με τη θεατρική ομάδα φοιτητών του Δ.Π.Θ., ανεβάζει τα έργα: «Αρκούδα» του Τσέχωφ, «Άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα» του Πιραντέλο, «Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα» και «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο» του Γιάννη Ξανθούλη, «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα, «Ο Ορφέας στον Άδη» του Τ. Ουίλιαμς, «Η χαμένη κούκλα» του Αλφόνσο Σάστρε, «Η πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε διασκευή για παιδιά του Γ. Καλατζόπουλου, «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς, «Το μεγάλο ταξίδι του Τουρτούρι – Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι» και «Τα 88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά, «Έτσι σώθηκε το δάσος» της Μ. Γουμενοπούλου, «Ο γυάλινος κόσμος» του Τ. Ουίλιαμς, «Ο θείος Βάνια» του Τσέχωφ, «Με δύναμη απ’ την Κηφισιά» των Δ. Κεχαίδη – Ε. Χαβιαρά, κ.ά.
Από το 1990 μέχρι το 2007, δίδαξε κουκλοθέατρο, παιδικό θέατρο, θέατρο σκιών και θεατρικό παιχνίδι στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών και θεατρική αγωγή στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Πέρα από το διδακτικό έργο που του έχει ανατεθεί στα δύο Τμήματα της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Δ.Π.Θ, έχει διδάξει σε πολλά επιμορφωτικά προγράμματα και σεμινάρια: δραματοποίηση, δραματολογία, υποκριτική, τεχνικές οργάνωσης θεατρικής παράστασης, θεωρία της αισθητικής, θεατρολογία, θεατρικό παιχνίδι, ιστορία θεάτρου, θεωρία θεάτρου και δραματικής τέχνης, κουκλοθέατρο, κατασκευή κούκλας, θέατρο σκιών, εκφορά του λόγου, θεωρία κινηματογράφου, κριτική ανάλυση θεατρικών παραστάσεων, δραματοποίηση και δραματική αναπαράσταση των μύθων και των παραμυθιών, κ.λπ.
Από το 1990 έως σήμερα, συμμετείχε σε πολυάριθμες εκδηλώσεις ως αφηγητής (π.χ. Αναλόγιο με θέμα τον Καβάφη, Παρουσίαση ενός μονόπρακτου του Γ. Αθανασόπουλου που αναφέρεται στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο ψυχιατρείο, κ.ά.), μετά από πρόσκληση διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων και άλλων φορέων της Θράκης.
Συνεργάστηκε ως διδάσκων και επιστημονικός συνεργάτης – σύμβουλος, με το Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων Δήμου Κομοτηνής, με το Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ υπήρξε εισηγητής σε πλήθος συνεδρίων, ημερίδων και συμποσίων, σχετικών με το θέατρο, σε όλη την Ελλάδα.
Το 1999, μετά από πρόσκληση του Συλλόγου Δασκάλων «Αριστοτέλης» της Βάδης – Βυρτεμβέργης και του Ελληνικού Προξενείου, οργάνωσε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε το θεατρικό έργο του Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία» σε διασκευή για παιδιά του Γιάννη Καλατζόπουλου, το οποίο αντιπροσώπευσε την Ελληνική συμμετοχή στις εκδηλώσεις της Στουτγκάρδης «KULTUR – BEGEGNUNGEN» (Συνάντηση Πολιτισμών). Στη συνέχεια το έργο περιόδευσε σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων το Μόναχο και στη Ζυρίχη της Ελβετίας, μετά από πρόσκληση της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας Ζυρίχης. Στην παράσταση πήραν μέρος Έλληνες εκπαιδευτικοί.
Τέλος, διετέλεσε μέλος σε πολλές κριτικές επιτροπές θεατρικών αγώνων.
Ο Νίκος Ζερβόπουλος, έχει τιμηθεί για την πολιτιστική και πνευματική αναβάθμιση του Τμήματος Νηπιαγωγών Αλεξανδρούπολης από το Σύλλογο Φοιτητών «Αλέξανδρος Δελμούζος», για την προσφορά του στο θέατρο της περιφέρειας από το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης και το Υπουργείο Αιγαίου, ενώ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχει εγκρίνει το εγχειρίδιο «Η Δραματική Τέχνη στην Εκπαιδευτική Πράξη» για τους νηπιαγωγούς και τους δασκάλους.
Το σημαντικότερο βραβείο όμως το έχει κερδίσει από το θεατρόφιλο κοινό της ιδιαίτερης πατρίδας του, το οποίο επιβραβεύει 30 χρόνια τώρα, κάθε καλλιτεχνική του πρωτοβουλία και προσπάθεια.
Αγαπητέ κύριε Ζερβόπουλε, γεννηθήκατε στην Αλεξανδρούπολη. Οι γονείς σας;
Ν.Ζ.: Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, όπως και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν από την Κρήτη. Βρέθηκε στην Αθήνα και εκεί έμαθε την τέχνη του εστιάτορα. Στις αρχές του '50, εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη, όπου γνώρισε τη μητέρα μου και άνοιξε το περίφημο εστιατόριο «Κληματαριά». Και τους δύο τους έχασα πολύ νωρίς, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Ο πατέρας μου πέθανε τον Ιανουάριο του 1981 και τρία χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1984 η μητέρα μου. Συμβαίνουν κι αυτά.
Πώς ξεκινά η αγάπη σας για το θέατρο στην Αλεξανδρούπολη του '60 και του '70; Ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα ενός παιδιού που μεγαλώνει στην επαρχία;
Ν.Ζ.: Στο σχολείο υπήρχαν οι περίφημες σχολικές γιορτές (της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου), στις οποίες όλοι σχεδόν οι μαθητές παίρναμε μέρος. Εγώ συμμετείχα ενεργά σ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο, η πρώτη μου επαφή. Όπως προανέφερα όμως, ο πατέρας μου είχε το γνωστό εστιατόριο της εποχής, την «Κληματαριά», απ’ όπου περνούσαν όλοι οι περιοδεύοντες θίασοι, για να φάνε και να πιουν. Ερχόντουσαν κυρίως οι θίασοι του Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Τα καλοκαίρια που πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα, με έπαιρναν κι εμένα μαζί τους κι έτσι είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς μεγάλους ηθοποιούς από κοντά. Να φανταστείτε, είχα δει αρχές του ’70 στην Αλεξανδρούπολη, το «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, με το Θάνο Κωτσόπουλο, μέσα από τα παρασκήνια! Όπως καταλαβαίνετε, αυτό για μένα ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ζούσα σ’ ένα μαγικό κόσμο!
Ήσαστε από τα παιδιά που έλεγαν «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ηθοποιός»;
Ν.Ζ.: Όχι ποτέ. Το μικρόβιο ίσως μπήκε τότε αλλά δεν του έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ακολουθήσω κάτι τέτοιο. Αυτό έγινε στην πορεία. Στην τελευταία τάξη του σχολείου, μετά από παρότρυνση μιας φιλολόγου, ανεβάσαμε ένα ιστορικό θεατρικό έργο για τον Παπαφλέσσα. Μας είχαν στείλει σκηνικά και κοστούμια από το Κ.Θ.Β.Ε. και πήραν μέρος όλοι οι μαθητές του Πρακτικού Λυκείου. Αυτήν την παράσταση την ανεβάσαμε το 1978 εδώ που είμαστε τώρα, στο Πνευματικό Κέντρο της Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης! Αυτός ο χώρος που τώρα ανακαινίζεται πλήρως για να γίνει ένα σύγχρονο θέατρο, υπήρχε από το 1974. Ουσιαστικά, ξεκίνησα την πορεία μου σ’ αυτόν το χώρο!
Ήταν καθοριστική αυτή η παράσταση για να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Ν.Ζ.: Νομίζω ναι. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι μετά το τέλος της παράστασης και με παρότρυναν να συνεχίσω. Τότε άρχισα κι εγώ να το συνειδητοποιώ. Οι γονείς μου και ιδιαίτερα ο πατέρας μου, δεν ήθελαν ν’ ασχοληθώ. Ήξεραν το χώρο και τους ανθρώπους του θεάτρου, τους σεβόντουσαν, αλλά γνώριζαν και τη βρωμιά που υπάρχει σ’ αυτήν τη δουλειά.
Ποια είναι η εμπειρία σας από τη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε.; Τι αναμνήσεις έχετε;
Ν.Ζ.: Θυμάμαι πως δώσαμε περίπου 90 άτομα εξετάσεις και περάσαμε οχτώ. Και στο δεύτερο και τρίτο έτος μείναμε πέντε. Δύο αγόρια και τρία κορίτσια! Οι υπόλοιποι δεν άντεξαν! Παρά το γεγονός πως είχα παρακολουθήσει μαθήματα στη «Σχολή Θεοδοσιάδη» και είχα αρκετές εικόνες, υπήρχε ένας προϊδεασμός δηλαδή, ωστόσο δεν περίμενα το βαθμό δυσκολίας που έχει μια τέτοια σπουδή. Καταρχάς, η 3ετής φοίτηση είναι υποχρεωτική, καθημερινά 14:00 – 22:00, εκτός Κυριακής. Ο κάθε φοιτητής δικαιούνταν 50 απουσίες, δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες. Δηλαδή, αν έλειπες μια εβδομάδα, έχανες τη χρονιά!
Τα μαθήματα;
Ν.Ζ.: Είχε πολλά ενδιαφέροντα αντικείμενα και κάποια από αυτά πρωτόγνωρα για εμάς εκείνη την εποχή, όπως η «υποκριτική», η τέχνη του ηθοποιού, ο «αυτοσχεδιασμός», ένα άγνωστο και δύσκολο κομμάτι για εμάς τότε και πολλές ασκήσεις που έχουν να κάνουν με το σώμα, γιατί ο ηθοποιός ό,τι κάνει επί σκηνής, το κάνει με το σώμα του. Έπρεπε να εναρμονιστούμε με το σώμα μας, να γνωρίσουμε πώς λειτουργεί, να το αποδεχτούμε και να πορευτούμε μ’ αυτό. Θυμάμαι δέ χαρακτηριστικά, τις δύο πρώτες εβδομάδες μας έβαζαν να υποδυθούμε το ρόλο του βαριά αρρώστου και του νεκρού. Ξεκινάς από εκεί γιατί όλα εκεί καταλήγουν. Και πολλά άλλα ενδιαφέροντα μαθήματα, όπως μουσική, τραγούδι, φωνητική, ορθοφωνία, χορό, κινησιολογία, τα πάντα. Ήταν μια πλήρης σπουδή, μαθαίνεις τα πάντα γύρω από το θέατρο. Κι έτσι πρέπει. Επίσης, εκεί έμαθα φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης, γεωγραφία κ.ά. Με βοήθησε το γεγονός ότι ήξερα μαθηματικά, καθώς η γνώση των μαθηματικών βοηθάει στη χωροταξία, το πώς δηλαδή θα τοποθετήσεις το σώμα σου μέσα σ’ ένα χώρο και πώς θα τοποθετηθείς σε σχέση με τους άλλους.
Ποιοι δίδασκαν;
Ν.Ζ.: Δίδασκαν σπουδαίοι δάσκαλοι: Δημήτρης Βάκιας, Διονύσης Καλός, Σοφία Λάππου, Αλέκος Ουδινότης, Στέλιος Γούτης, Στέλιος Καλφόπουλος, ενώ είχα την τύχη όταν ήμουν στο δεύτερο και στο τρίτο έτος, να διευθύνει το Κ.Θ.Β.Ε., ο Θοδωρής Τερζόπουλος του «Θεάτρου Άττις». Πρωτοπόρος σκηνοθέτης, είχε σπουδάσει στη Γερμανία, στο θέατρο Μπερλίν Ανσάμπλ (Berliner Ensemble) που είχε ιδρύσει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και η Έλενα Βάνγκερ στο Ανατολικό Βερολίνο. Αυτός ο άνθρωπος μας έκανε πράγματα καινοτόμα! Τους θυμάμαι όλους με αγάπη!
Τι το ξεχωριστό έκανε για εσάς ο Θεόδωρος Τερζόπουλος;
Ν.Ζ.: Όταν τελείωσε η σχολή, ο Θόδωρος Τερζόπουλος, κράτησε τέσσερις καλούς μαθητές και μας έκανε για ένα εξάμηνο σεμινάρια σκηνοθεσίας, φέρνοντας σπουδαίους δασκάλους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν μεγάλη τύχη αυτό για μένα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου, ακόμη και σήμερα! Στις δραματικές σχολές κάνεις στοιχεία σκηνοθεσίας, επιφανειακά κι επιδερμικά. Υπάρχει όμως μία σχολή σκηνοθεσίας κινηματογράφου στην Ελλάδα, η περίφημη «Σχολή Σταυράκου».
Για ποιο λόγο επιστρέψατε στην Αλεξανδρούπολη και δε συνεχίσατε τη θεατρική σας διαδρομή στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα;
Ν.Ζ.: Αρχικά, επέστρεψα για σοβαρούς οικογενειακούς και προσωπικούς λόγους. Είχα κατά καιρούς προτάσεις από αξιόλογους συναδέλφους, αλλά συγγενείς και φίλοι με παρότρυναν να συνεχίσω τη δουλειά μου εδώ, στον τόπο μου. Δεν σκέφτηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να φύγω και βέβαια ούτε το μετάνιωσα που έμεινα εδώ. Τα πρώτα χρόνια, πριν και μετά την 29μηνη στρατιωτική μου θητεία, είχα αναπτύξει μια έντονη καλλιτεχνική δράση. Ήμουν ικανοποιημένος. Κακά τα ψέματα, κι εγώ όταν ήμουν 19 χρονών ξεκινούσα με τη φιλοδοξία μιας μεγάλης καριέρας, να παίξω τον Άμλετ στα 29 και τον Οιδίποδα στα 49… αλλά δε μετάνιωσα ούτε στιγμή για το δρόμο που ακολούθησα στο θέατρο ως σήμερα.
Πόσο καθορίζουν έναν άνθρωπο και ιδιαίτερα έναν καλλιτέχνη, τα βιώματα από την παιδική και εφηβική του ηλικία; Έχετε επηρεαστεί από αυτά τα βιώματα για να ερμηνεύσετε τους ρόλους σας;
Ν.Ζ.: Βέβαια, όπως όλοι οι ηθοποιοί. Όταν ενσαρκώνεις ένα ρόλο, καλείσαι να το κάνεις αναμοχλεύοντας εμπειρίες και βιώματα της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Με το θέατρο και γενικά με τις τέχνες, ασχολούνται άνθρωποι που κάποια στιγμή αισθάνθηκαν χωρίς ακριβώς να το προσδιορίσουν, ένα συναισθηματικό έλλειμμα ή κενό. Για να το ελαφρύνω κάπως, είχε πει κάποτε ο Αρκάς «Προσπαθώ να βγω από το προσωπικό μου αδιέξοδο, αλλά δε θυμάμαι από πού μπήκα». Όλοι οι άνθρωποι έχουμε θετικά και αρνητικά συναισθήματα, όπως υπάρχουν θετικοί και αρνητικοί αριθμοί. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε συναισθηματικά ελλείμματα. Ο καθένας προσπαθεί να βρει διεξόδους σ’ αυτήν τη ζωή. Για παράδειγμα, σ’ αυτούς τους πολύ δύσκολους καιρούς που περνάμε στη χώρα μας, ο κάθε άνθρωπος καταβάλλει απέλπιδες προσπάθειες στο να μετριάσει τη ζοφερή αυτή κατάσταση που βιώνουμε όλοι μας. Το θέατρο είναι μεγάλο σχολείο επειδή δοκιμάζεις τον εαυτό σου, τα όριά σου, τις αντοχές σου.
Τι σημαίνει για εσάς «ταλέντο»;
Ν.Ζ.: Το ταλέντο είναι πολλά πράγματα, είναι ένας συνδυασμός. Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης μας, συνηθίζει να λέει τα τελευταία χρόνια μετά το τέλος των παραστάσεών μας: «Ο Θεός έδωσε αυτό το χάρισμα στο Νίκο». Με άλλους όρους, στις «Βάκχες», λέει ο Ευριπίδης διά στόματος Τειρεσία: «Όταν ο Θεός στο σώμα έρθει πολύς». Ίσως είναι αυτό που λέμε θείο δώρο. Δεν ξέρω αν το έχω, κάποιοι το λένε… ας υποθέσουμε πως το έχω! Ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αρκεί, δε σημαίνει τίποτα. Αυτό το θείο χάρισμα είναι για μένα το 1% της υπόθεσης και το υπόλοιπο 99% είναι μελέτη και σκληρή δουλειά!
Η θεατρική παιδεία στην Ελλάδα είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο;
Ν.Ζ.: Είναι αποκομμένα τα πράγματα και λίγο κατακερματισμένα. Στη δική μου εποχή, δεν υπήρχε παιδεία όσον αφορά το θέατρο. Μια «Αντιγόνη» κάναμε στο σχολείο κι αν είχες έναν καλό εκπαιδευτικό, όπως είχα εγώ, μάθαινες κάποια πράγματα. Το επίπεδο της Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε., που τελείωσα στις αρχές του ΄80, ήταν πάρα πολύ υψηλό, αλλά έμπαινες κατευθείαν στα βαθιά και στα δύσκολα επειδή ακριβώς δεν είχες το κατάλληλο υπόβαθρο. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια κυρίως στα δημοτικά σχολεία, αλλά και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού έχουν μπει κάποια μαθήματα (μουσική, θέατρο, εικαστικά).
Μπορεί μια Δραματική Σχολή να «φτιάξει» έναν ηθοποιό ή είναι θέμα έμφυτου ταλέντου και χρόνιας τριβής με το αντικείμενο;
Ν.Ζ.: Όχι, είναι θέμα χρόνιας τριβής και σκληρής δουλειάς. Η Δραματική Σχολή, όπως και όλες οι σπουδές ανεξαρτήτως αντικειμένου, σου δίνουν κλειδιά και κώδικες, σου δίνουν ένα μπούσουλα. Το σανίδι είναι αυτό που θα πει σε βάθος χρόνου, αν κάποιος αξίζει. Η σχολή απλώς θα σου δώσει τα πρώτα εφόδια.
Πολλοί σκηνοθέτες και αρκετοί ηθοποιοί, διδάσκουν σε δραματικές σχολές και κάποιοι μάλιστα έχουν ιδρύσει και δικές τους σχολές. Ένας καλός σκηνοθέτης ή ένας καλός ηθοποιός, μπορεί να είναι και καλός δάσκαλος;
Ν.Ζ.: Όχι απαραίτητα. Άλλο πράγμα να είναι κάποιος καλός σκηνοθέτης, άλλο καλός ηθοποιός και άλλο καλός δάσκαλος. Μπορεί να συμβαίνουν και τα τρία, αλλά αυτό είναι μια σπάνια περίπτωση. Εγώ δε θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο ηθοποιό και σκηνοθέτη, ό, τι κι αν έχω παίξει. Θεωρώ όμως πως τα καταφέρνω στο θέμα της διδασκαλίας κι αυτό γιατί ενδιαφέρομαι να μεταλαμπαδεύσω αυτά που γνωρίζω σε όλους τους συνεργάτες μου, από το 1983 μέχρι σήμερα.
Τι είναι αυτό που θαυμάζετε περισσότερο σ' έναν ηθοποιό;
Ν.Ζ.: Η συνέπεια. Η συνέπεια λόγου και έργου. Είναι ό,τι πιο δύσκολο σ’ αυτήν τη ζωή. Αυτά που λες και πρεσβεύεις, να προσπαθείς να τα πραγματώσεις στην καθημερινότητά σου.
Πώς αντιμετωπίζει ο ηθοποιός ένα κοινό που μιλάει κατά τη διάρκεια της παράστασης;
Ν.Ζ.: Εκείνη την ώρα, προσπαθείς να συγκεντρωθείς στο ρόλο και στον εαυτό σου, γιατί με τον παραμικρό θόρυβο αποσυντονίζεσαι. Όταν είσαι πάνω στη σκηνή, είσαι εντελώς εκτεθειμένος. Βέβαια δε φταίνε οι άνθρωποι, τα πάντα είναι θέμα παιδείας. Δεν έχουν παιδεία σε ό, τι αφορά το πόσο μεγάλο σχολείο είναι το θέατρο. Η τέχνη γενικότερα, μπορεί να κάνει καλύτερο έναν άνθρωπο, να τον βοηθήσει ν’ αναγνωρίσει πράγματα και άγνωστες πτυχές του ίδιου του εαυτού του, να βελτιώσει τις σχέσεις που έχει με τους άλλους ανθρώπους, είτε μέσα στην οικογένειά του, είτε με τους φίλους του. Δυστυχώς, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα στην Ελλάδα. «Η οικογένεια και όχι το άτομο είναι η βάση της κοινωνίας», λέει ο Καντ. Τα πάντα ξεκινούν πρωτίστως από την οικογένεια και μετά από το σχολείο, τη γειτονιά και τον κοινωνικό περίγυρο.
Γράφονται καλά θεατρικά έργα από νέους έλληνες συγγραφείς ή έχουμε μείνει στη γενιά του Ιάκωβου Καμπανέλλη και της Λούλας Αναγνωστάκη; Υπάρχει σημαντικό υλικό στη σημερινή δραματουργία;
Ν.Ζ.: Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει ανάλογη συνέχεια στην ελληνική δραματουργία. Έχουμε μείνει στον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Ζιώγα… Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχουν δύο τάσεις. Υπάρχει μία τάση που μοιάζει λίγο στην ηθογραφία του ΄20 και του '30, με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παντελή Χορν, κ.ά., με το να καταγράφονται δηλαδή καινούργιες τάσεις της κοινωνίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα, με τον Βασίλη Κατσικονούρη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η τηλεοπτικοποίηση του θεατρικού έργου, καθώς πολλά έργα έχουν την τεχνική του σεναρίου των σήριαλ. Εγώ δε μπαίνω στον κόπο να διαβάσω τέτοια έργα, το θεωρώ σπατάλη χρόνου. Ευτυχώς, η ελληνική δραματουργία και η παγκόσμια, έχει αμέτρητα αριστουργήματα. Μακάρι να είχαμε πέντε ζωές για να κάνουμε περισσότερα πράγματα!
Τι θα λέγατε σ’ ένα νέο παιδί που έρχεται και σας λέει «Θέλω να γίνω ηθοποιός». Τι θα το συμβουλεύατε, ειδικά αυτή την εποχή που η ανεργία στους ηθοποιούς έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο;
Ν.Ζ.: Θα έλεγα σ’ αυτό το παιδί πως το θέατρο είναι η πιο πλήρης σπουδή. Να πάει να το κάνει αν του αρέσει, εναλλακτικά όμως να κάνει και κάτι άλλο. Σε ό, τι αφορά την ερασιτεχνική ενασχόληση με το θέατρο, αυτό είναι ευλογία, είναι δώρο θεού. Είναι μια σημαντική διέξοδος από την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, τα τετριμμένα και τις τρομακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή.
Πώς βλέπετε την πορεία των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων, με τα οποία έχετε συνεργαστεί αρκετές φορές;
Ν.Ζ.: Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ξεκίνησαν τη δεκαετία του ΄80, ως ένα όραμα της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, για να μπορέσει η επαρχία να έχει το δικό της μόνιμο θέατρο, τουλάχιστον ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Εκπλήρωσαν τον ρόλο τους ως ένα βαθμό και μέχρι τα μέσα του 1990. Σήμερα αυτή η υπόθεση έχει σχεδόν πεθάνει, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική χρηματοδότηση, γι’ αυτό και λιγοστεύουν οι δικές τους παραγωγές.
Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει αντιμετωπίσει όλα αυτά τα χρόνια τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, έτσι όπως θα έπρεπε;
Ν.Ζ.: Οι δήμοι, οι νομαρχίες και τώρα οι περιφέρειες, ασχολήθηκαν με άλλα πράγματα και δεν έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον πολιτισμό. Θα το πω ευθέως και ευθαρσώς. Ο πολιτισμός δεν πληρώνει καλά, δεν πουλάει και δεν έχει ανάλογο κέρδος, σε σχέση με κάποιες άλλου τύπου υποδομές που θα έκανε ένας δήμος ή μια περιφέρεια. Το θεωρούν περιττό γιατί δεν έχουν άμεσο κέρδος.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, συνεργάζεστε με το Εργαστήρι Λόγου και Τέχνης «Συνάντηση» της Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ν.Ζ.: Μου τηλεφώνησε ο πατέρας Δημήτριος Κεσκίνης, λέγοντάς μου πως υπάρχει στον Άγιο Νικόλαο μια ενοριακή ομάδα 20 παιδιών και σε μία από τις συνάξεις τους, ενδιαφέρθηκαν ν’ ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο. Να σας πω την αλήθεια, στην αρχή εξεπλάγην. Δώσαμε ένα ραντεβού με τον πατέρα Δημήτριο, συζητήσαμε το πλαίσιο που θα κινηθούμε και συμφωνήσαμε. Έτσι ξεκίνησε η θεατρική ομάδα το 2003. Τότε ήταν ακόμα μητροπολίτης ο νυν Παναγιότατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμος.
Σας έθεσαν κάποιους όρους;
Ν.Ζ.: Το μόνο που μου είπαν είναι να μην ανεβάσουμε καμιά επιθεώρηση με βωμολοχίες. Και τους απάντησα πως αυτά εγώ δεν τ’ αγγίζω, δεν ασχολούμαι με τέτοια πράγματα έτσι κι αλλιώς! Δε μου έθεσαν άλλους όρους, ήταν από την αρχή μια ελεύθερη και δημιουργική συνεργασία. Κι έτσι συνεχίζουμε μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία παρέμβαση.
Ποια έργα έχετε ανεβάσει μέχρι σήμερα;
Ν.Ζ.: Το πρώτο έργο που ανεβάσαμε, το Σεπτέμβριο του 2004, μετά από πολύμηνες πρόβες, ήταν ο «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μέχρι σήμερα, έχουμε επίσης ανεβάσει το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (2006) του ίδιου συγγραφέα, τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (2008), την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρήντριχ Ντύρρενματ (2009), το «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα (2011) και το «Όνειρο νύχτας του μεσοκαλόκαιρου» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (2012). Το 2010, ιδρύθηκε και η «Νέα Σκηνή» με μαθητές γυμνασίου και λυκείου, που κατά τα έτη 2011 και 2012, παρουσιάσαμε τα μονόπρακτα των: Αυγούστου Στριντμπεργκ («Μπροστά στο θάνατο»), Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ («Το κύκνειο άσμα» και «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού»), Μπέρτολντ Μπρεχτ («Η Εβραία»), Ζαν Κοκτώ («Το φάντασμα της Μασσαλίας» και «Στο πανηγύρι») και Τένεσυ Ουίλιαμς («Η λαίδη Φθειροζολ»).
Και τώρα το θρυλικό «Μεγάλο μας τσίρκο», που ανεβάζετε για τρίτη φορά. Είχατε δει την παράσταση με τη Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο;
Ν.Ζ.: Ναι! Είχα την τύχη να δω αυτή την παράσταση στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1973. Στο καλοκαιρινό «Αθήναιον» της Οδού Πατησίων. Μια παράσταση που τη θυμάμαι σαν όνειρο. Έχω στο μυαλό μου τη συγχωρεμένη την Καρέζη και τον Καζάκο να περιφέρονται ανάμεσα στους θεατές. Είχαν διαμορφώσει έτσι τον χώρο, ώστε οι θεατές ν’ αποτελούν μέρος της παράστασης. Ήταν ένα πανηγύρι. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης επίτηδες είχε γράψει κάποιες σκηνές κραυγαλέες ούτως ώστε οι λογοκριτές να τις κόψουν, για να μπορέσει να περάσει από κάτω τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κάποια υπονοούμενα και που οι λογοκριτές δε μπορούσαν να τα πιάσουν.
Πόσο επίκαιρο είναι αυτό το έργο σήμερα;
Ν.Ζ.: Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά, το 1973, το θέμα ήταν η βία, η καταπίεση, η ανελευθερία. Σήμερα το έργο αυτό είναι άκρως επίκαιρο και για άλλους δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ο σύγχρονος Έλληνας να ξαναθυμηθεί την ιστορία του. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το κατάντημά μας. Όχι τόσο το οικονομικό και το πολιτικό, όσο το ηθικό και το κοινωνικό. Δεν διαφυλάξαμε ως κόρη οφθαλμού την κοινωνική μας συνοχή. Αυτό υπάρχει στο έργο. Έχει μια σκηνή με τον Κολοκοτρώνη όπου λέει στο Ρωμιό και στο Ρωμιάκι: «Βρε Έλληνες, δύο είστε και διαφωνείτε;».
Πότε θ’ ανέβει το έργο και ποιοι είναι οι υπόλοιποι συντελεστές;
Ν.Ζ.: Το έργο θ’ ανέβει μετά το καλοκαίρι του 2013, όταν θα είναι έτοιμο το θέατρό μας. Τα σκηνικά επιμελείται ο Νίκος Δανκαλής κι εγώ τα κοστούμια και τους φωτισμούς. Με βοηθούν επίσης, η γυναίκα μου, η κοινωνιολόγος Ελένη Κανακίδου στα κοστούμια, και ο ηχολήπτης μας, ο Γιάννης Κυριακάκης στους φωτισμούς. Ο Βαγγέλης Μάμμος θα παίζει πιάνο και θα τραγουδάει, ενώ έχει αναλάβει και τη μουσική διδασκαλία. Θα έχουμε χορωδία και ζωντανή ορχήστρα, την οποία θα διευθύνω εγώ επί σκηνής.
Κύριε Ζερβόπουλε, ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, μετά από τριάντα χρόνια σοβαρής δουλειάς στο θέατρο, ποια είναι η χειρότερη και ποια η ευτυχέστερη στιγμή της πορείας σας;
Ν.Ζ.: Οι δυσάρεστες στιγμές είναι αμέτρητες, οπότε λέω να τις αφήσουμε. Θα σας πω μόνο κάτι που σκέφτομαι κάθε βράδυ που τελειώνω την πρόβα ή την παράσταση. Μια φράση του Κρέοντα, από την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ: Πότε πότε τα βράδια είμαι κουρασμένος και αναρωτιέμαι μην είναι μάταιο να οδηγώ τους ανθρώπους, μην είναι τούτο δουλειά σιχαμερή που θα έπρεπε να την αφήσω σε άλλους, πιο πωρωμένους, κι έπειτα το πρωί βιαστικά προβλήματα μου παρουσιάζονται που πρέπει να τους δώσω κάποια λύση. Νομίζω πως σας κάλυψα!
Η σημαντικότερη στιγμή –όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων- είναι όταν μου τηλεφώνησε το Φεβρουάριο του 2003 ο πατέρας Δημήτριος, για τη δημιουργία της θεατρικής ομάδας.
Όσο αντέχει ο οργανισμός μου, θα συνεχίσω να υπηρετώ το θέατρο μέσα από αυτό το μετερίζι, μέσα από το Εργαστήρι Λόγου και Τέχνης «Η Συνάντηση», έχοντας την πολύτιμη στήριξη και βοήθεια του σεβασμιότατου μητροπολίτη κ.κ. Άνθιμου (Κουκουρίδη) και του πατέρα Δημήτριου Κεσκίνη.
Ο Νίκος Ζερβόπουλος, γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1960 στην Αλεξανδρούπολη, όπου και μεγάλωσε. Αποφοίτησε από το Πρακτικό Λύκειο Αρρένων και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για δύο χρόνια στην Αθήνα, όπου και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιδιωτική Δραματική Σχολή Γιώργου Θεοδοσιάδη (1978-1980). Το 1980, μετά από εισαγωγικές εξετάσεις, σπούδασε για τρία χρόνια στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.).
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Νίκος Ζερβόπουλος, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο επαγγελματικό, διδακτικό και ερευνητικό έργο στο χώρο του θεάτρου.
Από το 1987 (χρονιά που ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως δόκιμος έφεδρος αξιωματικός) μέχρι σήμερα, οργάνωσε και παρουσίασε, σε συνεργασία με διάφορους φορείς, πλήθος θεατρικών παραστάσεων σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σε αρκετά χωριά της Θράκης και ιδιαιτέρως του Νομού Έβρου: «Θάψτε τους νεκρούς» του Ιρβιν Σόου (Συμπαραγωγή: Δήμος Αλεξανδρούπολης, Κινηματογραφική Λέσχη Αλεξανδρούπολης, Δ' Σώμα Στρατού), «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά, «Εμιγκρέδες» του Σλαβομίρ Μρόζεκ, «Φιάκας» του Δημοσθένη Μισιτζή («Θεατρικό Εργαστήρι του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αλεξανδρούπολης», που ίδρυσε, οργάνωσε και λειτούργησε ο ίδιος), «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα (Θεατρικό Εργαστήρι Δήμου Φερών), «Ο αχόρταγος» του Δημήτρη Ψαθά, «Ελένη» του Ευριπίδη, κ.ά.
Το 1989 - 1990, σκηνοθέτησε στην Κατερίνη ως συνεργάτης του Καλλιτεχνικού Εργαστηρίου Νομού Πιερίας, τον «Φονιά» του Μήτσου Ευθυμιάδη, την «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη και τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Τα τρία παραπάνω έργα παρουσιάστηκαν και στο Κίεβο.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το «ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής», στα εξής έργα: «Εσωτερικές ειδήσεις» του Μάριου Ποντίκα, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, σε διασκευή για παιδιά του Γιάννη Καλατζόπουλου, «Βασίλισσα του χιονιού» (παιδικό θέατρο) και τέλος, σκηνοθέτησε και διασκεύασε την «Τερέζα» του Φρέντυ Γερμανού, όπου και ερμήνευσε τον ρόλο του συγγραφέα.
Με τη θεατρική ομάδα φοιτητών του Δ.Π.Θ., ανεβάζει τα έργα: «Αρκούδα» του Τσέχωφ, «Άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα» του Πιραντέλο, «Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα» και «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο» του Γιάννη Ξανθούλη, «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα, «Ο Ορφέας στον Άδη» του Τ. Ουίλιαμς, «Η χαμένη κούκλα» του Αλφόνσο Σάστρε, «Η πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε διασκευή για παιδιά του Γ. Καλατζόπουλου, «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς, «Το μεγάλο ταξίδι του Τουρτούρι – Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι» και «Τα 88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά, «Έτσι σώθηκε το δάσος» της Μ. Γουμενοπούλου, «Ο γυάλινος κόσμος» του Τ. Ουίλιαμς, «Ο θείος Βάνια» του Τσέχωφ, «Με δύναμη απ’ την Κηφισιά» των Δ. Κεχαίδη – Ε. Χαβιαρά, κ.ά.
Από το 1990 μέχρι το 2007, δίδαξε κουκλοθέατρο, παιδικό θέατρο, θέατρο σκιών και θεατρικό παιχνίδι στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών και θεατρική αγωγή στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Πέρα από το διδακτικό έργο που του έχει ανατεθεί στα δύο Τμήματα της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Δ.Π.Θ, έχει διδάξει σε πολλά επιμορφωτικά προγράμματα και σεμινάρια: δραματοποίηση, δραματολογία, υποκριτική, τεχνικές οργάνωσης θεατρικής παράστασης, θεωρία της αισθητικής, θεατρολογία, θεατρικό παιχνίδι, ιστορία θεάτρου, θεωρία θεάτρου και δραματικής τέχνης, κουκλοθέατρο, κατασκευή κούκλας, θέατρο σκιών, εκφορά του λόγου, θεωρία κινηματογράφου, κριτική ανάλυση θεατρικών παραστάσεων, δραματοποίηση και δραματική αναπαράσταση των μύθων και των παραμυθιών, κ.λπ.
Από το 1990 έως σήμερα, συμμετείχε σε πολυάριθμες εκδηλώσεις ως αφηγητής (π.χ. Αναλόγιο με θέμα τον Καβάφη, Παρουσίαση ενός μονόπρακτου του Γ. Αθανασόπουλου που αναφέρεται στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο ψυχιατρείο, κ.ά.), μετά από πρόσκληση διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων και άλλων φορέων της Θράκης.
Συνεργάστηκε ως διδάσκων και επιστημονικός συνεργάτης – σύμβουλος, με το Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων Δήμου Κομοτηνής, με το Κέντρο Διαπολιτισμικής Αγωγής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ υπήρξε εισηγητής σε πλήθος συνεδρίων, ημερίδων και συμποσίων, σχετικών με το θέατρο, σε όλη την Ελλάδα.
Το 1999, μετά από πρόσκληση του Συλλόγου Δασκάλων «Αριστοτέλης» της Βάδης – Βυρτεμβέργης και του Ελληνικού Προξενείου, οργάνωσε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε το θεατρικό έργο του Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία» σε διασκευή για παιδιά του Γιάννη Καλατζόπουλου, το οποίο αντιπροσώπευσε την Ελληνική συμμετοχή στις εκδηλώσεις της Στουτγκάρδης «KULTUR – BEGEGNUNGEN» (Συνάντηση Πολιτισμών). Στη συνέχεια το έργο περιόδευσε σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων το Μόναχο και στη Ζυρίχη της Ελβετίας, μετά από πρόσκληση της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας Ζυρίχης. Στην παράσταση πήραν μέρος Έλληνες εκπαιδευτικοί.
Τέλος, διετέλεσε μέλος σε πολλές κριτικές επιτροπές θεατρικών αγώνων.
Ο Νίκος Ζερβόπουλος, έχει τιμηθεί για την πολιτιστική και πνευματική αναβάθμιση του Τμήματος Νηπιαγωγών Αλεξανδρούπολης από το Σύλλογο Φοιτητών «Αλέξανδρος Δελμούζος», για την προσφορά του στο θέατρο της περιφέρειας από το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης και το Υπουργείο Αιγαίου, ενώ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχει εγκρίνει το εγχειρίδιο «Η Δραματική Τέχνη στην Εκπαιδευτική Πράξη» για τους νηπιαγωγούς και τους δασκάλους.
Το σημαντικότερο βραβείο όμως το έχει κερδίσει από το θεατρόφιλο κοινό της ιδιαίτερης πατρίδας του, το οποίο επιβραβεύει 30 χρόνια τώρα, κάθε καλλιτεχνική του πρωτοβουλία και προσπάθεια.
Αγαπητέ κύριε Ζερβόπουλε, γεννηθήκατε στην Αλεξανδρούπολη. Οι γονείς σας;
Ν.Ζ.: Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, όπως και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν από την Κρήτη. Βρέθηκε στην Αθήνα και εκεί έμαθε την τέχνη του εστιάτορα. Στις αρχές του '50, εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη, όπου γνώρισε τη μητέρα μου και άνοιξε το περίφημο εστιατόριο «Κληματαριά». Και τους δύο τους έχασα πολύ νωρίς, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου. Ο πατέρας μου πέθανε τον Ιανουάριο του 1981 και τρία χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1984 η μητέρα μου. Συμβαίνουν κι αυτά.
Πώς ξεκινά η αγάπη σας για το θέατρο στην Αλεξανδρούπολη του '60 και του '70; Ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα ενός παιδιού που μεγαλώνει στην επαρχία;
Ν.Ζ.: Στο σχολείο υπήρχαν οι περίφημες σχολικές γιορτές (της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου), στις οποίες όλοι σχεδόν οι μαθητές παίρναμε μέρος. Εγώ συμμετείχα ενεργά σ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο, η πρώτη μου επαφή. Όπως προανέφερα όμως, ο πατέρας μου είχε το γνωστό εστιατόριο της εποχής, την «Κληματαριά», απ’ όπου περνούσαν όλοι οι περιοδεύοντες θίασοι, για να φάνε και να πιουν. Ερχόντουσαν κυρίως οι θίασοι του Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Τα καλοκαίρια που πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα, με έπαιρναν κι εμένα μαζί τους κι έτσι είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς μεγάλους ηθοποιούς από κοντά. Να φανταστείτε, είχα δει αρχές του ’70 στην Αλεξανδρούπολη, το «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, με το Θάνο Κωτσόπουλο, μέσα από τα παρασκήνια! Όπως καταλαβαίνετε, αυτό για μένα ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ζούσα σ’ ένα μαγικό κόσμο!
Ήσαστε από τα παιδιά που έλεγαν «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω ηθοποιός»;
Ν.Ζ.: Όχι ποτέ. Το μικρόβιο ίσως μπήκε τότε αλλά δεν του έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ακολουθήσω κάτι τέτοιο. Αυτό έγινε στην πορεία. Στην τελευταία τάξη του σχολείου, μετά από παρότρυνση μιας φιλολόγου, ανεβάσαμε ένα ιστορικό θεατρικό έργο για τον Παπαφλέσσα. Μας είχαν στείλει σκηνικά και κοστούμια από το Κ.Θ.Β.Ε. και πήραν μέρος όλοι οι μαθητές του Πρακτικού Λυκείου. Αυτήν την παράσταση την ανεβάσαμε το 1978 εδώ που είμαστε τώρα, στο Πνευματικό Κέντρο της Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης! Αυτός ο χώρος που τώρα ανακαινίζεται πλήρως για να γίνει ένα σύγχρονο θέατρο, υπήρχε από το 1974. Ουσιαστικά, ξεκίνησα την πορεία μου σ’ αυτόν το χώρο!
Ήταν καθοριστική αυτή η παράσταση για να ασχοληθείτε με το θέατρο;
Ν.Ζ.: Νομίζω ναι. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι μετά το τέλος της παράστασης και με παρότρυναν να συνεχίσω. Τότε άρχισα κι εγώ να το συνειδητοποιώ. Οι γονείς μου και ιδιαίτερα ο πατέρας μου, δεν ήθελαν ν’ ασχοληθώ. Ήξεραν το χώρο και τους ανθρώπους του θεάτρου, τους σεβόντουσαν, αλλά γνώριζαν και τη βρωμιά που υπάρχει σ’ αυτήν τη δουλειά.
Ποια είναι η εμπειρία σας από τη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε.; Τι αναμνήσεις έχετε;
Ν.Ζ.: Θυμάμαι πως δώσαμε περίπου 90 άτομα εξετάσεις και περάσαμε οχτώ. Και στο δεύτερο και τρίτο έτος μείναμε πέντε. Δύο αγόρια και τρία κορίτσια! Οι υπόλοιποι δεν άντεξαν! Παρά το γεγονός πως είχα παρακολουθήσει μαθήματα στη «Σχολή Θεοδοσιάδη» και είχα αρκετές εικόνες, υπήρχε ένας προϊδεασμός δηλαδή, ωστόσο δεν περίμενα το βαθμό δυσκολίας που έχει μια τέτοια σπουδή. Καταρχάς, η 3ετής φοίτηση είναι υποχρεωτική, καθημερινά 14:00 – 22:00, εκτός Κυριακής. Ο κάθε φοιτητής δικαιούνταν 50 απουσίες, δικαιολογημένες και αδικαιολόγητες. Δηλαδή, αν έλειπες μια εβδομάδα, έχανες τη χρονιά!
Τα μαθήματα;
Ν.Ζ.: Είχε πολλά ενδιαφέροντα αντικείμενα και κάποια από αυτά πρωτόγνωρα για εμάς εκείνη την εποχή, όπως η «υποκριτική», η τέχνη του ηθοποιού, ο «αυτοσχεδιασμός», ένα άγνωστο και δύσκολο κομμάτι για εμάς τότε και πολλές ασκήσεις που έχουν να κάνουν με το σώμα, γιατί ο ηθοποιός ό,τι κάνει επί σκηνής, το κάνει με το σώμα του. Έπρεπε να εναρμονιστούμε με το σώμα μας, να γνωρίσουμε πώς λειτουργεί, να το αποδεχτούμε και να πορευτούμε μ’ αυτό. Θυμάμαι δέ χαρακτηριστικά, τις δύο πρώτες εβδομάδες μας έβαζαν να υποδυθούμε το ρόλο του βαριά αρρώστου και του νεκρού. Ξεκινάς από εκεί γιατί όλα εκεί καταλήγουν. Και πολλά άλλα ενδιαφέροντα μαθήματα, όπως μουσική, τραγούδι, φωνητική, ορθοφωνία, χορό, κινησιολογία, τα πάντα. Ήταν μια πλήρης σπουδή, μαθαίνεις τα πάντα γύρω από το θέατρο. Κι έτσι πρέπει. Επίσης, εκεί έμαθα φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης, γεωγραφία κ.ά. Με βοήθησε το γεγονός ότι ήξερα μαθηματικά, καθώς η γνώση των μαθηματικών βοηθάει στη χωροταξία, το πώς δηλαδή θα τοποθετήσεις το σώμα σου μέσα σ’ ένα χώρο και πώς θα τοποθετηθείς σε σχέση με τους άλλους.
Ποιοι δίδασκαν;
Ν.Ζ.: Δίδασκαν σπουδαίοι δάσκαλοι: Δημήτρης Βάκιας, Διονύσης Καλός, Σοφία Λάππου, Αλέκος Ουδινότης, Στέλιος Γούτης, Στέλιος Καλφόπουλος, ενώ είχα την τύχη όταν ήμουν στο δεύτερο και στο τρίτο έτος, να διευθύνει το Κ.Θ.Β.Ε., ο Θοδωρής Τερζόπουλος του «Θεάτρου Άττις». Πρωτοπόρος σκηνοθέτης, είχε σπουδάσει στη Γερμανία, στο θέατρο Μπερλίν Ανσάμπλ (Berliner Ensemble) που είχε ιδρύσει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και η Έλενα Βάνγκερ στο Ανατολικό Βερολίνο. Αυτός ο άνθρωπος μας έκανε πράγματα καινοτόμα! Τους θυμάμαι όλους με αγάπη!
Τι το ξεχωριστό έκανε για εσάς ο Θεόδωρος Τερζόπουλος;
Ν.Ζ.: Όταν τελείωσε η σχολή, ο Θόδωρος Τερζόπουλος, κράτησε τέσσερις καλούς μαθητές και μας έκανε για ένα εξάμηνο σεμινάρια σκηνοθεσίας, φέρνοντας σπουδαίους δασκάλους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν μεγάλη τύχη αυτό για μένα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου, ακόμη και σήμερα! Στις δραματικές σχολές κάνεις στοιχεία σκηνοθεσίας, επιφανειακά κι επιδερμικά. Υπάρχει όμως μία σχολή σκηνοθεσίας κινηματογράφου στην Ελλάδα, η περίφημη «Σχολή Σταυράκου».
Για ποιο λόγο επιστρέψατε στην Αλεξανδρούπολη και δε συνεχίσατε τη θεατρική σας διαδρομή στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα;
Ν.Ζ.: Αρχικά, επέστρεψα για σοβαρούς οικογενειακούς και προσωπικούς λόγους. Είχα κατά καιρούς προτάσεις από αξιόλογους συναδέλφους, αλλά συγγενείς και φίλοι με παρότρυναν να συνεχίσω τη δουλειά μου εδώ, στον τόπο μου. Δεν σκέφτηκα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια να φύγω και βέβαια ούτε το μετάνιωσα που έμεινα εδώ. Τα πρώτα χρόνια, πριν και μετά την 29μηνη στρατιωτική μου θητεία, είχα αναπτύξει μια έντονη καλλιτεχνική δράση. Ήμουν ικανοποιημένος. Κακά τα ψέματα, κι εγώ όταν ήμουν 19 χρονών ξεκινούσα με τη φιλοδοξία μιας μεγάλης καριέρας, να παίξω τον Άμλετ στα 29 και τον Οιδίποδα στα 49… αλλά δε μετάνιωσα ούτε στιγμή για το δρόμο που ακολούθησα στο θέατρο ως σήμερα.
Πόσο καθορίζουν έναν άνθρωπο και ιδιαίτερα έναν καλλιτέχνη, τα βιώματα από την παιδική και εφηβική του ηλικία; Έχετε επηρεαστεί από αυτά τα βιώματα για να ερμηνεύσετε τους ρόλους σας;
Ν.Ζ.: Βέβαια, όπως όλοι οι ηθοποιοί. Όταν ενσαρκώνεις ένα ρόλο, καλείσαι να το κάνεις αναμοχλεύοντας εμπειρίες και βιώματα της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας. Με το θέατρο και γενικά με τις τέχνες, ασχολούνται άνθρωποι που κάποια στιγμή αισθάνθηκαν χωρίς ακριβώς να το προσδιορίσουν, ένα συναισθηματικό έλλειμμα ή κενό. Για να το ελαφρύνω κάπως, είχε πει κάποτε ο Αρκάς «Προσπαθώ να βγω από το προσωπικό μου αδιέξοδο, αλλά δε θυμάμαι από πού μπήκα». Όλοι οι άνθρωποι έχουμε θετικά και αρνητικά συναισθήματα, όπως υπάρχουν θετικοί και αρνητικοί αριθμοί. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε συναισθηματικά ελλείμματα. Ο καθένας προσπαθεί να βρει διεξόδους σ’ αυτήν τη ζωή. Για παράδειγμα, σ’ αυτούς τους πολύ δύσκολους καιρούς που περνάμε στη χώρα μας, ο κάθε άνθρωπος καταβάλλει απέλπιδες προσπάθειες στο να μετριάσει τη ζοφερή αυτή κατάσταση που βιώνουμε όλοι μας. Το θέατρο είναι μεγάλο σχολείο επειδή δοκιμάζεις τον εαυτό σου, τα όριά σου, τις αντοχές σου.
Τι σημαίνει για εσάς «ταλέντο»;
Ν.Ζ.: Το ταλέντο είναι πολλά πράγματα, είναι ένας συνδυασμός. Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης μας, συνηθίζει να λέει τα τελευταία χρόνια μετά το τέλος των παραστάσεών μας: «Ο Θεός έδωσε αυτό το χάρισμα στο Νίκο». Με άλλους όρους, στις «Βάκχες», λέει ο Ευριπίδης διά στόματος Τειρεσία: «Όταν ο Θεός στο σώμα έρθει πολύς». Ίσως είναι αυτό που λέμε θείο δώρο. Δεν ξέρω αν το έχω, κάποιοι το λένε… ας υποθέσουμε πως το έχω! Ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αρκεί, δε σημαίνει τίποτα. Αυτό το θείο χάρισμα είναι για μένα το 1% της υπόθεσης και το υπόλοιπο 99% είναι μελέτη και σκληρή δουλειά!
Η θεατρική παιδεία στην Ελλάδα είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο;
Ν.Ζ.: Είναι αποκομμένα τα πράγματα και λίγο κατακερματισμένα. Στη δική μου εποχή, δεν υπήρχε παιδεία όσον αφορά το θέατρο. Μια «Αντιγόνη» κάναμε στο σχολείο κι αν είχες έναν καλό εκπαιδευτικό, όπως είχα εγώ, μάθαινες κάποια πράγματα. Το επίπεδο της Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε., που τελείωσα στις αρχές του ΄80, ήταν πάρα πολύ υψηλό, αλλά έμπαινες κατευθείαν στα βαθιά και στα δύσκολα επειδή ακριβώς δεν είχες το κατάλληλο υπόβαθρο. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια κυρίως στα δημοτικά σχολεία, αλλά και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού έχουν μπει κάποια μαθήματα (μουσική, θέατρο, εικαστικά).
Μπορεί μια Δραματική Σχολή να «φτιάξει» έναν ηθοποιό ή είναι θέμα έμφυτου ταλέντου και χρόνιας τριβής με το αντικείμενο;
Ν.Ζ.: Όχι, είναι θέμα χρόνιας τριβής και σκληρής δουλειάς. Η Δραματική Σχολή, όπως και όλες οι σπουδές ανεξαρτήτως αντικειμένου, σου δίνουν κλειδιά και κώδικες, σου δίνουν ένα μπούσουλα. Το σανίδι είναι αυτό που θα πει σε βάθος χρόνου, αν κάποιος αξίζει. Η σχολή απλώς θα σου δώσει τα πρώτα εφόδια.
Πολλοί σκηνοθέτες και αρκετοί ηθοποιοί, διδάσκουν σε δραματικές σχολές και κάποιοι μάλιστα έχουν ιδρύσει και δικές τους σχολές. Ένας καλός σκηνοθέτης ή ένας καλός ηθοποιός, μπορεί να είναι και καλός δάσκαλος;
Ν.Ζ.: Όχι απαραίτητα. Άλλο πράγμα να είναι κάποιος καλός σκηνοθέτης, άλλο καλός ηθοποιός και άλλο καλός δάσκαλος. Μπορεί να συμβαίνουν και τα τρία, αλλά αυτό είναι μια σπάνια περίπτωση. Εγώ δε θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο ηθοποιό και σκηνοθέτη, ό, τι κι αν έχω παίξει. Θεωρώ όμως πως τα καταφέρνω στο θέμα της διδασκαλίας κι αυτό γιατί ενδιαφέρομαι να μεταλαμπαδεύσω αυτά που γνωρίζω σε όλους τους συνεργάτες μου, από το 1983 μέχρι σήμερα.
Τι είναι αυτό που θαυμάζετε περισσότερο σ' έναν ηθοποιό;
Ν.Ζ.: Η συνέπεια. Η συνέπεια λόγου και έργου. Είναι ό,τι πιο δύσκολο σ’ αυτήν τη ζωή. Αυτά που λες και πρεσβεύεις, να προσπαθείς να τα πραγματώσεις στην καθημερινότητά σου.
Πώς αντιμετωπίζει ο ηθοποιός ένα κοινό που μιλάει κατά τη διάρκεια της παράστασης;
Ν.Ζ.: Εκείνη την ώρα, προσπαθείς να συγκεντρωθείς στο ρόλο και στον εαυτό σου, γιατί με τον παραμικρό θόρυβο αποσυντονίζεσαι. Όταν είσαι πάνω στη σκηνή, είσαι εντελώς εκτεθειμένος. Βέβαια δε φταίνε οι άνθρωποι, τα πάντα είναι θέμα παιδείας. Δεν έχουν παιδεία σε ό, τι αφορά το πόσο μεγάλο σχολείο είναι το θέατρο. Η τέχνη γενικότερα, μπορεί να κάνει καλύτερο έναν άνθρωπο, να τον βοηθήσει ν’ αναγνωρίσει πράγματα και άγνωστες πτυχές του ίδιου του εαυτού του, να βελτιώσει τις σχέσεις που έχει με τους άλλους ανθρώπους, είτε μέσα στην οικογένειά του, είτε με τους φίλους του. Δυστυχώς, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα στην Ελλάδα. «Η οικογένεια και όχι το άτομο είναι η βάση της κοινωνίας», λέει ο Καντ. Τα πάντα ξεκινούν πρωτίστως από την οικογένεια και μετά από το σχολείο, τη γειτονιά και τον κοινωνικό περίγυρο.
Γράφονται καλά θεατρικά έργα από νέους έλληνες συγγραφείς ή έχουμε μείνει στη γενιά του Ιάκωβου Καμπανέλλη και της Λούλας Αναγνωστάκη; Υπάρχει σημαντικό υλικό στη σημερινή δραματουργία;
Ν.Ζ.: Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει ανάλογη συνέχεια στην ελληνική δραματουργία. Έχουμε μείνει στον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Ζιώγα… Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπάρχουν δύο τάσεις. Υπάρχει μία τάση που μοιάζει λίγο στην ηθογραφία του ΄20 και του '30, με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παντελή Χορν, κ.ά., με το να καταγράφονται δηλαδή καινούργιες τάσεις της κοινωνίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα, με τον Βασίλη Κατσικονούρη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η τηλεοπτικοποίηση του θεατρικού έργου, καθώς πολλά έργα έχουν την τεχνική του σεναρίου των σήριαλ. Εγώ δε μπαίνω στον κόπο να διαβάσω τέτοια έργα, το θεωρώ σπατάλη χρόνου. Ευτυχώς, η ελληνική δραματουργία και η παγκόσμια, έχει αμέτρητα αριστουργήματα. Μακάρι να είχαμε πέντε ζωές για να κάνουμε περισσότερα πράγματα!
Τι θα λέγατε σ’ ένα νέο παιδί που έρχεται και σας λέει «Θέλω να γίνω ηθοποιός». Τι θα το συμβουλεύατε, ειδικά αυτή την εποχή που η ανεργία στους ηθοποιούς έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο;
Ν.Ζ.: Θα έλεγα σ’ αυτό το παιδί πως το θέατρο είναι η πιο πλήρης σπουδή. Να πάει να το κάνει αν του αρέσει, εναλλακτικά όμως να κάνει και κάτι άλλο. Σε ό, τι αφορά την ερασιτεχνική ενασχόληση με το θέατρο, αυτό είναι ευλογία, είναι δώρο θεού. Είναι μια σημαντική διέξοδος από την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, τα τετριμμένα και τις τρομακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή.
Πώς βλέπετε την πορεία των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων, με τα οποία έχετε συνεργαστεί αρκετές φορές;
Ν.Ζ.: Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ξεκίνησαν τη δεκαετία του ΄80, ως ένα όραμα της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, για να μπορέσει η επαρχία να έχει το δικό της μόνιμο θέατρο, τουλάχιστον ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Εκπλήρωσαν τον ρόλο τους ως ένα βαθμό και μέχρι τα μέσα του 1990. Σήμερα αυτή η υπόθεση έχει σχεδόν πεθάνει, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική χρηματοδότηση, γι’ αυτό και λιγοστεύουν οι δικές τους παραγωγές.
Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει αντιμετωπίσει όλα αυτά τα χρόνια τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, έτσι όπως θα έπρεπε;
Ν.Ζ.: Οι δήμοι, οι νομαρχίες και τώρα οι περιφέρειες, ασχολήθηκαν με άλλα πράγματα και δεν έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον πολιτισμό. Θα το πω ευθέως και ευθαρσώς. Ο πολιτισμός δεν πληρώνει καλά, δεν πουλάει και δεν έχει ανάλογο κέρδος, σε σχέση με κάποιες άλλου τύπου υποδομές που θα έκανε ένας δήμος ή μια περιφέρεια. Το θεωρούν περιττό γιατί δεν έχουν άμεσο κέρδος.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, συνεργάζεστε με το Εργαστήρι Λόγου και Τέχνης «Συνάντηση» της Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ν.Ζ.: Μου τηλεφώνησε ο πατέρας Δημήτριος Κεσκίνης, λέγοντάς μου πως υπάρχει στον Άγιο Νικόλαο μια ενοριακή ομάδα 20 παιδιών και σε μία από τις συνάξεις τους, ενδιαφέρθηκαν ν’ ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο. Να σας πω την αλήθεια, στην αρχή εξεπλάγην. Δώσαμε ένα ραντεβού με τον πατέρα Δημήτριο, συζητήσαμε το πλαίσιο που θα κινηθούμε και συμφωνήσαμε. Έτσι ξεκίνησε η θεατρική ομάδα το 2003. Τότε ήταν ακόμα μητροπολίτης ο νυν Παναγιότατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμος.
Σας έθεσαν κάποιους όρους;
Ν.Ζ.: Το μόνο που μου είπαν είναι να μην ανεβάσουμε καμιά επιθεώρηση με βωμολοχίες. Και τους απάντησα πως αυτά εγώ δεν τ’ αγγίζω, δεν ασχολούμαι με τέτοια πράγματα έτσι κι αλλιώς! Δε μου έθεσαν άλλους όρους, ήταν από την αρχή μια ελεύθερη και δημιουργική συνεργασία. Κι έτσι συνεχίζουμε μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία παρέμβαση.
Ποια έργα έχετε ανεβάσει μέχρι σήμερα;
Ν.Ζ.: Το πρώτο έργο που ανεβάσαμε, το Σεπτέμβριο του 2004, μετά από πολύμηνες πρόβες, ήταν ο «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μέχρι σήμερα, έχουμε επίσης ανεβάσει το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (2006) του ίδιου συγγραφέα, τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (2008), την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρήντριχ Ντύρρενματ (2009), το «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» του Αλεσάντρο Κασόνα (2011) και το «Όνειρο νύχτας του μεσοκαλόκαιρου» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (2012). Το 2010, ιδρύθηκε και η «Νέα Σκηνή» με μαθητές γυμνασίου και λυκείου, που κατά τα έτη 2011 και 2012, παρουσιάσαμε τα μονόπρακτα των: Αυγούστου Στριντμπεργκ («Μπροστά στο θάνατο»), Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ («Το κύκνειο άσμα» και «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού»), Μπέρτολντ Μπρεχτ («Η Εβραία»), Ζαν Κοκτώ («Το φάντασμα της Μασσαλίας» και «Στο πανηγύρι») και Τένεσυ Ουίλιαμς («Η λαίδη Φθειροζολ»).
Και τώρα το θρυλικό «Μεγάλο μας τσίρκο», που ανεβάζετε για τρίτη φορά. Είχατε δει την παράσταση με τη Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο;
Ν.Ζ.: Ναι! Είχα την τύχη να δω αυτή την παράσταση στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1973. Στο καλοκαιρινό «Αθήναιον» της Οδού Πατησίων. Μια παράσταση που τη θυμάμαι σαν όνειρο. Έχω στο μυαλό μου τη συγχωρεμένη την Καρέζη και τον Καζάκο να περιφέρονται ανάμεσα στους θεατές. Είχαν διαμορφώσει έτσι τον χώρο, ώστε οι θεατές ν’ αποτελούν μέρος της παράστασης. Ήταν ένα πανηγύρι. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης επίτηδες είχε γράψει κάποιες σκηνές κραυγαλέες ούτως ώστε οι λογοκριτές να τις κόψουν, για να μπορέσει να περάσει από κάτω τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κάποια υπονοούμενα και που οι λογοκριτές δε μπορούσαν να τα πιάσουν.
Πόσο επίκαιρο είναι αυτό το έργο σήμερα;
Ν.Ζ.: Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά, το 1973, το θέμα ήταν η βία, η καταπίεση, η ανελευθερία. Σήμερα το έργο αυτό είναι άκρως επίκαιρο και για άλλους δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ο σύγχρονος Έλληνας να ξαναθυμηθεί την ιστορία του. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το κατάντημά μας. Όχι τόσο το οικονομικό και το πολιτικό, όσο το ηθικό και το κοινωνικό. Δεν διαφυλάξαμε ως κόρη οφθαλμού την κοινωνική μας συνοχή. Αυτό υπάρχει στο έργο. Έχει μια σκηνή με τον Κολοκοτρώνη όπου λέει στο Ρωμιό και στο Ρωμιάκι: «Βρε Έλληνες, δύο είστε και διαφωνείτε;».
Πότε θ’ ανέβει το έργο και ποιοι είναι οι υπόλοιποι συντελεστές;
Ν.Ζ.: Το έργο θ’ ανέβει μετά το καλοκαίρι του 2013, όταν θα είναι έτοιμο το θέατρό μας. Τα σκηνικά επιμελείται ο Νίκος Δανκαλής κι εγώ τα κοστούμια και τους φωτισμούς. Με βοηθούν επίσης, η γυναίκα μου, η κοινωνιολόγος Ελένη Κανακίδου στα κοστούμια, και ο ηχολήπτης μας, ο Γιάννης Κυριακάκης στους φωτισμούς. Ο Βαγγέλης Μάμμος θα παίζει πιάνο και θα τραγουδάει, ενώ έχει αναλάβει και τη μουσική διδασκαλία. Θα έχουμε χορωδία και ζωντανή ορχήστρα, την οποία θα διευθύνω εγώ επί σκηνής.
Κύριε Ζερβόπουλε, ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, μετά από τριάντα χρόνια σοβαρής δουλειάς στο θέατρο, ποια είναι η χειρότερη και ποια η ευτυχέστερη στιγμή της πορείας σας;
Ν.Ζ.: Οι δυσάρεστες στιγμές είναι αμέτρητες, οπότε λέω να τις αφήσουμε. Θα σας πω μόνο κάτι που σκέφτομαι κάθε βράδυ που τελειώνω την πρόβα ή την παράσταση. Μια φράση του Κρέοντα, από την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ: Πότε πότε τα βράδια είμαι κουρασμένος και αναρωτιέμαι μην είναι μάταιο να οδηγώ τους ανθρώπους, μην είναι τούτο δουλειά σιχαμερή που θα έπρεπε να την αφήσω σε άλλους, πιο πωρωμένους, κι έπειτα το πρωί βιαστικά προβλήματα μου παρουσιάζονται που πρέπει να τους δώσω κάποια λύση. Νομίζω πως σας κάλυψα!
Η σημαντικότερη στιγμή –όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων- είναι όταν μου τηλεφώνησε το Φεβρουάριο του 2003 ο πατέρας Δημήτριος, για τη δημιουργία της θεατρικής ομάδας.
Όσο αντέχει ο οργανισμός μου, θα συνεχίσω να υπηρετώ το θέατρο μέσα από αυτό το μετερίζι, μέσα από το Εργαστήρι Λόγου και Τέχνης «Η Συνάντηση», έχοντας την πολύτιμη στήριξη και βοήθεια του σεβασμιότατου μητροπολίτη κ.κ. Άνθιμου (Κουκουρίδη) και του πατέρα Δημήτριου Κεσκίνη.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω