Ίσως ούτε ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί τις αλλαγές που θα έφερνε στην ιστορία της ελληνικής λόγιας μουσικής η έρευνά του. Και ενώ η έρευνα συνεχίζεται, ο συνθέτης, πιανίστας και επιπλέον και μηχανολόγος - μηχανικός Θανάσης Τρικούπης
Ίσως ούτε ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί τις αλλαγές που θα έφερνε στην ιστορία της ελληνικής λόγιας μουσικής η έρευνά του.
Και ενώ η έρευνα συνεχίζεται, ο συνθέτης, πιανίστας και επιπλέον και μηχανολόγος - μηχανικός Θανάσης Τρικούπης μετρά ήδη στα αρχεία που καταχωρούνται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τα ονόματα περίπου 400 συνθετών, καθώς και πολλές εκατοντάδες έργα. Τα περισσότερα άγνωστα μέχρι τώρα.
Έχουν περάσει μόνον λίγοι μήνες, από τότε που άρχισε η προσπάθεια δημιουργίας ενός ψηφιακού Αρχείου Ελληνικής Μουσικής, στο οποίο θα περιλαμβάνονταν τα έργα ελλήνων συνθετών. Πολλαπλά χρήσιμη η δημιουργία του, που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας με το Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών του Γκρατς της Αυστρίας.
«Κάνουμε αυτό που θα έπρεπε να είχε γίνει από χρόνια», τονίζει με έμφαση ο Θανάσης Τρικούπης, στον οποίο ανατέθηκε ο ρόλος του κύριου ερευνητή για την υλοποίηση του προγράμματος. Πιανίστας και συνθέτης αλλά και μηχανολόγος-μηχανικός, απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο Θανάσης Τρικούπης, από τη στιγμή που ανέλαβε την υλοποίηση του προγράμματος, άρχισε και τα ταξίδια. Θα έπρεπε να αναζητήσει το υλικό του όχι μόνο εντός των ελληνικών συνόρων.
«Συλλέγουμε ό,τι ελληνική παρτιτούρα μπορούμε να βρούμε στην Ελλάδα αλλά και στις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, Αυστρία - Γερμανία - Γαλλία - Ιταλία, όπου έχουν σπουδάσει οι περισσότεροι έλληνες συνθέτες. Σε αυτά τα ερευνητικά ταξίδια επισκεπτόμαστε εκπαιδευτικά ιδρύματα, θέατρα, βιβλιοθήκες, συλλόγους μουσικών, για να βρούμε όποιο στοιχείο μπορούμε, και ήδη στους πρώτους δέκα μήνες του προγράμματος έχουμε συλλέξει περίπου 10.000 μουσικά έργα και ονόματα 400 συνθετών».
Η καταγραφή σύμφωνα με τους όρους της συνεργασίας των δύο πανεπιστημίων θα οδηγήσει και στη συγγραφή μιας μονογραφίας, που θα έχει τη θέση της ιστορίας της έντεχνης ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα.
«Υποτίθεται πως η ιστορία του 19ου αιώνα έχει γραφεί, αλλά, αφού παραδοτέα είναι όλα όσα είναι σχετικά με την ελληνική μουσική, δεν περιοριζόμαστε στον 20ό αιώνα, αλλά εντάσσουμε και στοιχεία που αφορούν τον προηγούμενο», λέει ο Θανάσης Τρικούπης, γνωστός και για την προσφορά του στη μουσική ζωή και παιδεία της Αλεξανδρούπολης και της ευρύτερης περιοχής της Θράκης. Εντός των συνόρων σημαντική βοήθεια του έχουν προσφέρει ιδιώτες συλλέκτες και χαρακτηρίζει «δεξί μας χέρι» τον Θωμά Ταμβάκο, που διατηρεί το μεγαλύτερο αρχείο ελλήνων μουσικών, αλλά και άλλους.
Όμως διαφορετική ήταν η αντιμετώπιση από ελληνικούς φορείς, εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς, που δεν έδειξαν και μεγάλη προθυμία να συμβάλουν στη δημιουργία του αρχείου. Αντιθέτως οι εμπειρίες από το εξωτερικό ήταν ενθαρρυντικές.
«Πήγα στο θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης και την ίδια ημέρα μού άνοιξαν το μουσικό αρχείο τους και μου έδωσαν ό,τι σχετικό με την Ελλάδα είχαν». Το ίδιο συνέβη και στο Ωδείο της Νάπολης ή στο ειδικό τμήμα της Δημόσιας Κρατικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης, όπου φυλάσσεται η μουσική συλλογή. Οι αναζητήσεις ήταν κουραστικές, αλλά οι ανακαλύψεις του προκαλούν αίσθηση.
«Στη Βιέννη, όπου δεν είχαν καταγραφεί κατά εθνικότητες, αναζητώντας ελληνικά ονόματα, βρίσκεις συνθέτες του 19ου αιώνα, μέλη της εκεί ελληνικής κοινότητας που είχαν γράψει έργα και τα είχαν αφιερώσει για παράδειγμα στον Σίνα ή άλλους ευεργέτες. Είναι συγκινητικό να ανακαλύπτεις έναν Έλληνα που δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του και να έχει εκδοθεί το έργο του στη Βιέννη. Φέρνεις κάτι καινούργιο πίσω, όπως και από τη Νάπολη, όπου είχαν σπουδάσει οι παλαιότεροι από τους δικούς μας συνθέτες, όπως ο Μάντζαρος ή οι αδελφοί Λαμπελέτ, και βρίσκεις έργα από την εποχή της μαθητείας τους που είχαν εκδοθεί από εκδοτικούς οίκους του Μιλάνου, όπως ο Ρικόρντι. Έργα παντελώς άγνωστα στην Ελλάδα».
Η κάθε παρτιτούρα γίνεται έτσι μία ψηφίδα σε ένα μωσαϊκό που θα συνθέσει την ιστορία της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα. Η βάση δεδομένων που ήδη στήνεται θα είναι προσβάσιμη μόνον στους ειδικούς, ώστε να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η τυχόν εμπορική εκμετάλλευση του υλικού που συγκεντρώνεται, και θα είναι δίγλωσση. Σίγουρα θα προσφέρει σε μουσικολόγους, ιστορικούς, κριτικούς και σπουδαστές των τμημάτων μουσικών σπουδών των πανεπιστημίων άφθονο υλικό για εργασίες, που με τη σειρά τους θα δώσουν απαντήσεις σε πολλά ζητήματα που εξακολουθούν να προκαλούν συζητήσεις. Ή κατά την άποψη του Θανάση Τρικούπη το υλικό και η επεξεργασία του στη συνέχεια θα βοηθήσει, ώστε «να μη μιλάμε για μία ελληνική μουσική που την εκπροσωπούν μόνον τρία-τέσσερα ονόματα, που είναι οι κορυφές μιας πυραμίδας, αλλά να μάθουμε και τι πρόσφεραν τόσοι άλλοι, κάτι που έχουν κάνει ήδη οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Και ενώ η έρευνα συνεχίζεται, ο συνθέτης, πιανίστας και επιπλέον και μηχανολόγος - μηχανικός Θανάσης Τρικούπης μετρά ήδη στα αρχεία που καταχωρούνται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τα ονόματα περίπου 400 συνθετών, καθώς και πολλές εκατοντάδες έργα. Τα περισσότερα άγνωστα μέχρι τώρα.
Έχουν περάσει μόνον λίγοι μήνες, από τότε που άρχισε η προσπάθεια δημιουργίας ενός ψηφιακού Αρχείου Ελληνικής Μουσικής, στο οποίο θα περιλαμβάνονταν τα έργα ελλήνων συνθετών. Πολλαπλά χρήσιμη η δημιουργία του, που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας με το Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών του Γκρατς της Αυστρίας.
«Κάνουμε αυτό που θα έπρεπε να είχε γίνει από χρόνια», τονίζει με έμφαση ο Θανάσης Τρικούπης, στον οποίο ανατέθηκε ο ρόλος του κύριου ερευνητή για την υλοποίηση του προγράμματος. Πιανίστας και συνθέτης αλλά και μηχανολόγος-μηχανικός, απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο Θανάσης Τρικούπης, από τη στιγμή που ανέλαβε την υλοποίηση του προγράμματος, άρχισε και τα ταξίδια. Θα έπρεπε να αναζητήσει το υλικό του όχι μόνο εντός των ελληνικών συνόρων.
«Συλλέγουμε ό,τι ελληνική παρτιτούρα μπορούμε να βρούμε στην Ελλάδα αλλά και στις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, Αυστρία - Γερμανία - Γαλλία - Ιταλία, όπου έχουν σπουδάσει οι περισσότεροι έλληνες συνθέτες. Σε αυτά τα ερευνητικά ταξίδια επισκεπτόμαστε εκπαιδευτικά ιδρύματα, θέατρα, βιβλιοθήκες, συλλόγους μουσικών, για να βρούμε όποιο στοιχείο μπορούμε, και ήδη στους πρώτους δέκα μήνες του προγράμματος έχουμε συλλέξει περίπου 10.000 μουσικά έργα και ονόματα 400 συνθετών».
Η καταγραφή σύμφωνα με τους όρους της συνεργασίας των δύο πανεπιστημίων θα οδηγήσει και στη συγγραφή μιας μονογραφίας, που θα έχει τη θέση της ιστορίας της έντεχνης ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα.
«Υποτίθεται πως η ιστορία του 19ου αιώνα έχει γραφεί, αλλά, αφού παραδοτέα είναι όλα όσα είναι σχετικά με την ελληνική μουσική, δεν περιοριζόμαστε στον 20ό αιώνα, αλλά εντάσσουμε και στοιχεία που αφορούν τον προηγούμενο», λέει ο Θανάσης Τρικούπης, γνωστός και για την προσφορά του στη μουσική ζωή και παιδεία της Αλεξανδρούπολης και της ευρύτερης περιοχής της Θράκης. Εντός των συνόρων σημαντική βοήθεια του έχουν προσφέρει ιδιώτες συλλέκτες και χαρακτηρίζει «δεξί μας χέρι» τον Θωμά Ταμβάκο, που διατηρεί το μεγαλύτερο αρχείο ελλήνων μουσικών, αλλά και άλλους.
Όμως διαφορετική ήταν η αντιμετώπιση από ελληνικούς φορείς, εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς, που δεν έδειξαν και μεγάλη προθυμία να συμβάλουν στη δημιουργία του αρχείου. Αντιθέτως οι εμπειρίες από το εξωτερικό ήταν ενθαρρυντικές.
«Πήγα στο θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης και την ίδια ημέρα μού άνοιξαν το μουσικό αρχείο τους και μου έδωσαν ό,τι σχετικό με την Ελλάδα είχαν». Το ίδιο συνέβη και στο Ωδείο της Νάπολης ή στο ειδικό τμήμα της Δημόσιας Κρατικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης, όπου φυλάσσεται η μουσική συλλογή. Οι αναζητήσεις ήταν κουραστικές, αλλά οι ανακαλύψεις του προκαλούν αίσθηση.
«Στη Βιέννη, όπου δεν είχαν καταγραφεί κατά εθνικότητες, αναζητώντας ελληνικά ονόματα, βρίσκεις συνθέτες του 19ου αιώνα, μέλη της εκεί ελληνικής κοινότητας που είχαν γράψει έργα και τα είχαν αφιερώσει για παράδειγμα στον Σίνα ή άλλους ευεργέτες. Είναι συγκινητικό να ανακαλύπτεις έναν Έλληνα που δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του και να έχει εκδοθεί το έργο του στη Βιέννη. Φέρνεις κάτι καινούργιο πίσω, όπως και από τη Νάπολη, όπου είχαν σπουδάσει οι παλαιότεροι από τους δικούς μας συνθέτες, όπως ο Μάντζαρος ή οι αδελφοί Λαμπελέτ, και βρίσκεις έργα από την εποχή της μαθητείας τους που είχαν εκδοθεί από εκδοτικούς οίκους του Μιλάνου, όπως ο Ρικόρντι. Έργα παντελώς άγνωστα στην Ελλάδα».
Η κάθε παρτιτούρα γίνεται έτσι μία ψηφίδα σε ένα μωσαϊκό που θα συνθέσει την ιστορία της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα. Η βάση δεδομένων που ήδη στήνεται θα είναι προσβάσιμη μόνον στους ειδικούς, ώστε να αποκλειστεί κατά το δυνατόν η τυχόν εμπορική εκμετάλλευση του υλικού που συγκεντρώνεται, και θα είναι δίγλωσση. Σίγουρα θα προσφέρει σε μουσικολόγους, ιστορικούς, κριτικούς και σπουδαστές των τμημάτων μουσικών σπουδών των πανεπιστημίων άφθονο υλικό για εργασίες, που με τη σειρά τους θα δώσουν απαντήσεις σε πολλά ζητήματα που εξακολουθούν να προκαλούν συζητήσεις. Ή κατά την άποψη του Θανάση Τρικούπη το υλικό και η επεξεργασία του στη συνέχεια θα βοηθήσει, ώστε «να μη μιλάμε για μία ελληνική μουσική που την εκπροσωπούν μόνον τρία-τέσσερα ονόματα, που είναι οι κορυφές μιας πυραμίδας, αλλά να μάθουμε και τι πρόσφεραν τόσοι άλλοι, κάτι που έχουν κάνει ήδη οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Πηγή: Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (Κώστας Μαρίνος)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω