Το Δίκαιο, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου, δεν μπορεί να τεθεί χωρίς διατάξεις, περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, περί της ισότητας των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, περί της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το χρώμα
Άρθρο του Δικηγόρου Χρήστου Βασματζίδη
με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Το Δίκαιο, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου, δεν μπορεί να τεθεί χωρίς διατάξεις, περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, περί της ισότητας των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, περί της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, περί της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του σεβασμού αυτής, της... απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της δουλείας, της ελευθερίας της έκφρασης και του σεβασμού της ιδιωτικότητας και όλων των άλλων επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτά και αποτελούν αντικείμενο νομικών συγγραμμάτων
Ωστόσο υποβλήθηκε με ένταση ο προβληματισμός ότι στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, τα ατομικά ή ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται κατ’ εξακολούθηση, καταπίπτουν σε απλές πλέον απρόσφορες διακηρύξεις, συρρικνώνονται και δεν παρέχουν την αναμενόμενη προστασία στους φορείς τους, από την καταρρακτώδη θέσπιση νόμων που επιβάλλουν την βούληση της υπερ-κρατικής κυβέρνησης.
Το δίκαιο με τους ορισμούς και τους κανόνες του, εκφράζει όχι μόνο ένα οικονομικοπολιτικό αλλά και ένα πνευματικό καθεστώς, όχι μόνο μια ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων που έχει συντελεσθεί σε ορισμένο τόπο και χρόνο μέσα σε μια κοινωνική ενότητα, αλλά και την πνευματική φυσιογνωμία αυτής της ενότητας, το ανθρώπινο ύφος της. Μόνο όταν έχουμε αυτό ως δεδομένο μπορούμε να πλησιάσουμε και να αναλύσουμε την ορθότητα της παραπάνω ένστασης.
Συνεπώς λοιπόν, όπως και αν εκληφθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (και εννοούνται ως τέτοια τα κατοχυρωμένα στο Ελληνικό Σύνταγμα, στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ, που υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1948, (όσον αφορά τη διεθνή τους διάσταση), ενώ στον ευρωπαϊκό χώρο τα κατοχυρωμένα στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέστη νομικά δεσμευτικός από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), δεν παύουν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του πνευματικού ορίζοντα του ανθρώπου. Όταν λοιπόν στο άρ.1 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ ορίζεται ότι «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα, είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης» ή όταν το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρ.2, παρ.1 ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας», γίνεται αντιληπτή η πνευματικότητα που απορρέει από το δικαιϊκό σύστημα και που αποβλέπει στην προφύλαξή της και στην αναγνώρισή της. Ο άνθρωπος δηλαδή αναγνωρίζεται ως πνευματική οντότητα που αξίζει τόσο του σεβασμού από τους άλλους και από την πολιτεία όσο και της αναγνώρισης της ισότητάς του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, προαπαιτούμενο της εν ζωή ελευθερίας. Τα δικαιώματα αυτά άλλωστε χρησιμοποιούνται στην επιστήμη και με τον όρο «ατομικές ελευθερίες».
Ακόμη όμως και πριν την οικονομική κρίση υπήρξε σε συγγράμματα πανεπιστημιακών η επιφύλαξη περί τυπικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι δηλαδή δεν μπορεί να έχει σημασία η ελευθερία του να μιλάει ή να γράφει κανείς όταν είναι δέσμιος στην καθημερινή ζωή από τον εργοδότη και από την τυραννία της ανάγκης. Τυπική εμφανίζεται και η ισότητα των πολιτών μπροστά στο νόμο: Όπως σκωπτικά παρατήρησε ο Anatole France, ο νόμος απαγορεύει εξίσου στους πλούσιους και στους φτωχούς να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί. (Αριστόβουλος Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες δ΄ έκδοση). Ή όπως μεταγενέστερα έγραψε ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς «Ένα οικονομικά ισχυρό και ένα οικονομικά ανίσχυρο άτομο έχουν τα ίδια καταρχήν δικαιώματα οικονομικής ελευθερίας - αδιάφορο αν μπορούν να κοινωνήσουν αμοιβαία τις ανάγκες τους. Ένας αναλφάβητος πολίτης και ένας ιδιοκτήτης μέσων μαζικής επικοινωνίας έχουν το ίδιο νομικό δικαίωμα ελευθερίας στην έκφραση, άσχετα με τη διαφορά εξουσιαστικής ισχύος του λόγου τους» (Η απανθρωπία του δικαιώματος, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998).
Άρα λοιπόν η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του ελέγχου της προσφορότητάς τους στην ανθρωπότητα και στην δικαιοσύνη δεν είναι καινούρια. Είναι ωστόσο απλουστευτικό να ενοχοποιείται ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι δεν αποτέλεσε τον ανασχετικό παράγοντα των μέτρων που κατά πολλούς οδήγησαν στην εξαθλίωση τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Και τούτο το λέω διότι ο ίδιος αυτός κατάλογος αποτέλεσε τον μηχανισμό στήριξης ενός Κράτους που πριν περίπου τρία χρόνια έδινε επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους με βάση την αρχή της ισότητας, που καλλιεργούσε το όνειρο ενός διορισμού στο Δημόσιο ως προσωπική καταξίωση με αντίτιμο την αρχή της μονιμότητας, που ευνοούσε τον συνδικαλισμό ώστε να πάρει την μορφή που εκφράζεται στην αντιαισθητική παράσταση της αγριότητας των προσώπων των ηγετών τους, όταν απειλούν. Είναι γνωστό όμως ότι το φρόνημα δεν τιμωρείται.
Το φρόνημα όμως δίνει «ζωή» στο νόμο, ώστε να λειτουργήσει και να κοινωνήσει, σύμφωνα με το σκοπό για τον οποίο τίθεται.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιανναρά, αυτό που διαπιστώνεται είναι η θεοποίηση των οικονομικών προτεραιοτήτων, οι οποίες καταδυναστεύουν την πολιτική ζωή και απονεκρώνουν τις λειτουργίες της, υπονομεύοντας τελικά τους στόχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και φαινομενικά δεν τους αμφισβητούν («Η απανθρωπία του δικαιώματος», Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, σελ. 210-213, όπου τονίζεται ότι «…η αφομοίωση του κράτους από την οικονομία είναι το φαινόμενο που κυριαρχεί… Δεν αμφισβητείται ο ρόλος του κράτους για την προστασία… των δικαιωμάτων… Όμως οι συνέπειες της κρατικής υποταγής στις οικονομικές προτεραιότητες μοιάζει να έχουν υπονομεύσει ή και εξαλείψει τους στόχους στους οποίους απέβλεπε η λογική των δικαιωμάτων»). Συνεπώς σύμφωνα με την παραπάνω κριτική διαπιστώνεται κατ’ αρχήν ότι «η καθολίκευση της ατομικής εξουσίας του δικαιώματος είναι μια εντυπωσιακή σε αποτελεσματική χρησιμότητα κατάκτηση της νεωτερικότητας» και δεύτερον ότι τελικά αυτή η χρησιμότητα υπονομεύεται. Αυτά συντελούν και καταδεικνύουν την σταδιακή κατάρρευση ή και το τέλος «καίριων μορφών της νεωτερικότητας»: το τέλος των ιδεολογιών, το τέλος του αστικού κράτους και η κατάρρευση της πολιτικής, χωρίς από την άλλη πλευρά να κυοφορείται καμία ουσιαστική αντιπρόταση. Στον πυρήνα της όλης παθολογίας βρίσκεται η «ανθρωπολογική αλλοίωση», στην οποία οδήγησε ο έντονος ατομοκεντρισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην ουσία, μπορούμε να μιλάμε για παράχρηση της λογικής αυτών, η οποία καθιστά ανενεργή και ακίνδυνα για το σύστημα τα θετικά της σημεία.
(Οι παραπάνω συντομεύσεις είναι από τη μελέτη του Γ. Θεοφύλακτου, Δικηγόρου, δημοσιευμένη στο www.antibaro.gr).
Η πρόταση του συγγραφέα είναι μία ανανοηματοδότηση του «δικαιώματος», ικανή να άρει την απροσωπία - απανθρωπία του, και να προβάρει την απόλυτη ετερότητα, τη μοναδικότητα, τη μη αντικαταστασιμότητα του προσώπου.
Πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό;
Πολλοί ακόμη και σήμερα, που ενεργούν στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, έχουν την εντύπωση ότι ελευθερία είναι απλά η δυνατότητα να προβάλλεις αντίδραση σε κάθε τι που είναι τόσο καινοτόμο και απειλεί τα συμφέροντά τους. Δυστυχώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η έννοια της ελευθερίας είναι έννοια αφαιρετική –κατά τη ρήση του Α. Τερζάκη- σχεδόν ασκητική, και πραγματώνεται σε καθεστώς αυτονομίας, δηλαδή όταν το πνεύμα θέτει τις αρχές της δράσης του, που μετουσιώνονται σε πράξεις και η βούληση αυτοδεσμεύεται απ’ αυτές και όχι το αντίθετο.
Άρα το φρόνημα, ή άλλως η συνείδηση. Αυτή «θεωρεί» και δημιουργεί τα δικαιώματα, σύμφωνα με τις αρχές που θέτει η ίδια για να πράξει (αυτονομία και όχι ετερονομία), χωρίς όμως αυτή να ταυτίζεται μαζί τους, καθόσον είναι πολύ ευρύτερη. Τα χρησιμοποιεί όμως. Τους δίνει περιεχόμενο, τα ερμηνεύει. Με βάση αυτά θεσπίζει νέους κανόνες ή αντικρούει άλλους και συνδιαλλέγεται με την κοινωνία, φτιάχνοντας Πολιτεία.
Δεν θεωρώ ότι ο ηθικός κανόνας ως αξία του πνεύματος είναι αποκομμένος από την πολιτική πράξη. Το να μην πληρώνω τους φόρους μου συστηματικά, έστω και αν έχω αντίρρηση για την δικαιότητα του συστήματος υπολογισμού πληρωμής (νόμος), είναι μία πολιτική πράξη, η οποία ανάγεται στις αρχές του πνεύματός μου. Το να διεκδικώ μία θέση στο Δημόσιο με πλαστά δικαιολογητικά είναι μία πολιτική πράξη καταστρατήγησης ενός νόμου που τέθηκε. Το να νομοθετώ παροχές καταβάλλοντας κάθε είδους επίδομα, χρησιμοποιώντας την αρχή της ισότητας, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας. Όλα αυτά και άλλα πολλά καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτά καθεαυτά αλλά η χρήση τους. Πράγματι μετά από όλα αυτά, δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν παράγοντα ανάσχεσης μνημονίων, σκληρής λιτότητας, ανεργίας, αυτοκτονιών, θανάτων ως σε θάλαμο αερίων, φτώχειας και πτώσης της ποιότητας του βιοτικού επιπέδου, λόγω της ανελέητης περικοπής μισθών και συντάξεων, εκμηδένισης των παροχών παιδείας και υγείας, και γι’ αυτό το λόγο βρέθηκαν στο στόχαστρο.
Αυτό έγινε πιστεύω γιατί ήδη από πριν η σημασία τους είχε παρανοηθεί και σταδιακά υπέπεσε σε μία εργαλειακή αντίληψη, που θα εξυπηρετεί το ατομικό συμφέρον ή και το συμφέρον μικρών κοινοτήτων, ή γενικά μία είδους υλιστικής ευδαιμονίας, γνώρισμα της δυτικής κοινωνίας, παραγνωρίζοντας τον μεγάλο σκοπό για τον οποίο έχουν τεθεί. Όταν αναιρέθηκε αυτή η ευδαιμονία, αναιρέθηκε και ο μηχανισμός υποστήριξής τους, δηλαδή τα ίδια τα δικαιώματα.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα νοηματοδοτούν και απορρέουν από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία πρέπει να προστατεύεται από τις προσβολές του Κράτους. Δηλαδή επιζητούμε την πραγμάτωση ενός απόλυτου σκοπού. Ο Kant το είπε καλά στην κατηγορική προσταγή του: «Πράττε έτσι ώστε τόσο στο πρόσωπό σου, όσο και στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα πάντοτε ως σκοπό και όχι ως μέσο». (Περίπου τον ίδιο ηθικό κανόνα διατύπωσε ο Σπινόζα και πριν απ’ όλους ο Ιησούς στη θετική του εκδοχή «πάντα ουν όσα εάν θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείται αυτοίς»). Επομένως αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποβλέπουν παρά μόνο στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δηλαδή μίας αξίας ηθικής και απόλυτης, δεν γίνεται παρά να τα «θεωρούμε» με χροιά ηθική. Και έτσι να τα χρησιμοποιούμε αλλά και να απαιτούμε ο,τιδήποτε πράττεται σε βάρος αυτής της θεώρησης, να ακυρώνεται.
Ο Habermas στο βιβλίο του «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», (Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου) αναφέρει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η ηθική πηγή όλων των άλλων δικαιωμάτων. Όπως και ο Γιανναράς έτσι και ο Habermas θεωρεί ότι ο αδιαίρετος χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων στηρίζεται στην εξατομίκευση, στη μη συγκρίσιμη αξία του καθενός, ενώ υιοθετεί την άποψη του Kant ότι η αυτονομία αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να μπορεί ο άνθρωπος να αυτοδεσμευθεί στις αρχές της βούλησής του.
Ας αναλογιστούμε πόσο τραγικό θα είναι να εκλείψει κάποτε η ικανότητα του ανθρώπου να θέσει ελευθέρως κανόνες ηθικού χρέους, και να υποτάσσει σε αυτούς τη βούλησή του, δηλαδή να πράττει με βάση αυτούς. Παύει αυτομάτως να νοείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και η βούληση χάνει την αυτονομία της, και άγεται πλέον από κανόνες που δεν ορίζει η ίδια. Είναι αυτονόητο ότι η πολιτική ενσάρκωση αυτής της κατάστασης θα είναι ο,τιδήποτε δεν αναγνωρίζει την αξιακή ύπαρξη του ανθρώπου. Ο,τιδήποτε θα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μέσο για την επιδίωξη άλλων σκοπών που δεν θα προέρχονται από την ίδια του τη βούληση. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που συνέβησαν αυτά, ενώ πλέον είναι ορατό το ενδεχόμενο της πολιτικής εκτροπής που θα συνοδεύσει απλά την κοινωνική, εκτός αν…
Εκτός αν κοιτάξουμε τον άνθρωπο πάλι ως αξία, ως το ον εκείνο που έχοντας επίγνωση της δουλείας του παλεύει μονίμως και διαρκώς για την ελευθερία του, που έχοντας επίγνωση της ατέλειάς του παλεύει για την υπερνίκησή της. Μέρος αυτού του αγώνα είναι και η απαίτηση της χρήσης των δικαιωμάτων του, ως δεσμευτικές επιταγές μίας ηθικής βούλησης που τείνει στην αυτοπραγμάτωσή της.
Χρήστος Βασματζίδης
Δικηγόρος, Μετ. Διπλ. στο Δημόσιο Δίκαιο
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης
με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Το Δίκαιο, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δυτικού τύπου, δεν μπορεί να τεθεί χωρίς διατάξεις, περί σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, περί της ισότητας των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, περί της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, περί της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του σεβασμού αυτής, της... απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της δουλείας, της ελευθερίας της έκφρασης και του σεβασμού της ιδιωτικότητας και όλων των άλλων επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτά και αποτελούν αντικείμενο νομικών συγγραμμάτων
Ωστόσο υποβλήθηκε με ένταση ο προβληματισμός ότι στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, τα ατομικά ή ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται κατ’ εξακολούθηση, καταπίπτουν σε απλές πλέον απρόσφορες διακηρύξεις, συρρικνώνονται και δεν παρέχουν την αναμενόμενη προστασία στους φορείς τους, από την καταρρακτώδη θέσπιση νόμων που επιβάλλουν την βούληση της υπερ-κρατικής κυβέρνησης.
Το δίκαιο με τους ορισμούς και τους κανόνες του, εκφράζει όχι μόνο ένα οικονομικοπολιτικό αλλά και ένα πνευματικό καθεστώς, όχι μόνο μια ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων που έχει συντελεσθεί σε ορισμένο τόπο και χρόνο μέσα σε μια κοινωνική ενότητα, αλλά και την πνευματική φυσιογνωμία αυτής της ενότητας, το ανθρώπινο ύφος της. Μόνο όταν έχουμε αυτό ως δεδομένο μπορούμε να πλησιάσουμε και να αναλύσουμε την ορθότητα της παραπάνω ένστασης.
Συνεπώς λοιπόν, όπως και αν εκληφθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (και εννοούνται ως τέτοια τα κατοχυρωμένα στο Ελληνικό Σύνταγμα, στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ, που υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1948, (όσον αφορά τη διεθνή τους διάσταση), ενώ στον ευρωπαϊκό χώρο τα κατοχυρωμένα στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατέστη νομικά δεσμευτικός από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), δεν παύουν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του πνευματικού ορίζοντα του ανθρώπου. Όταν λοιπόν στο άρ.1 της Οικουμενικής Διακήρυξης του ΟΗΕ ορίζεται ότι «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα, είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης» ή όταν το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρ.2, παρ.1 ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας», γίνεται αντιληπτή η πνευματικότητα που απορρέει από το δικαιϊκό σύστημα και που αποβλέπει στην προφύλαξή της και στην αναγνώρισή της. Ο άνθρωπος δηλαδή αναγνωρίζεται ως πνευματική οντότητα που αξίζει τόσο του σεβασμού από τους άλλους και από την πολιτεία όσο και της αναγνώρισης της ισότητάς του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, προαπαιτούμενο της εν ζωή ελευθερίας. Τα δικαιώματα αυτά άλλωστε χρησιμοποιούνται στην επιστήμη και με τον όρο «ατομικές ελευθερίες».
Ακόμη όμως και πριν την οικονομική κρίση υπήρξε σε συγγράμματα πανεπιστημιακών η επιφύλαξη περί τυπικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι δηλαδή δεν μπορεί να έχει σημασία η ελευθερία του να μιλάει ή να γράφει κανείς όταν είναι δέσμιος στην καθημερινή ζωή από τον εργοδότη και από την τυραννία της ανάγκης. Τυπική εμφανίζεται και η ισότητα των πολιτών μπροστά στο νόμο: Όπως σκωπτικά παρατήρησε ο Anatole France, ο νόμος απαγορεύει εξίσου στους πλούσιους και στους φτωχούς να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί. (Αριστόβουλος Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες δ΄ έκδοση). Ή όπως μεταγενέστερα έγραψε ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς «Ένα οικονομικά ισχυρό και ένα οικονομικά ανίσχυρο άτομο έχουν τα ίδια καταρχήν δικαιώματα οικονομικής ελευθερίας - αδιάφορο αν μπορούν να κοινωνήσουν αμοιβαία τις ανάγκες τους. Ένας αναλφάβητος πολίτης και ένας ιδιοκτήτης μέσων μαζικής επικοινωνίας έχουν το ίδιο νομικό δικαίωμα ελευθερίας στην έκφραση, άσχετα με τη διαφορά εξουσιαστικής ισχύος του λόγου τους» (Η απανθρωπία του δικαιώματος, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998).
Άρα λοιπόν η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του ελέγχου της προσφορότητάς τους στην ανθρωπότητα και στην δικαιοσύνη δεν είναι καινούρια. Είναι ωστόσο απλουστευτικό να ενοχοποιείται ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι δεν αποτέλεσε τον ανασχετικό παράγοντα των μέτρων που κατά πολλούς οδήγησαν στην εξαθλίωση τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Και τούτο το λέω διότι ο ίδιος αυτός κατάλογος αποτέλεσε τον μηχανισμό στήριξης ενός Κράτους που πριν περίπου τρία χρόνια έδινε επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους με βάση την αρχή της ισότητας, που καλλιεργούσε το όνειρο ενός διορισμού στο Δημόσιο ως προσωπική καταξίωση με αντίτιμο την αρχή της μονιμότητας, που ευνοούσε τον συνδικαλισμό ώστε να πάρει την μορφή που εκφράζεται στην αντιαισθητική παράσταση της αγριότητας των προσώπων των ηγετών τους, όταν απειλούν. Είναι γνωστό όμως ότι το φρόνημα δεν τιμωρείται.
Το φρόνημα όμως δίνει «ζωή» στο νόμο, ώστε να λειτουργήσει και να κοινωνήσει, σύμφωνα με το σκοπό για τον οποίο τίθεται.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιανναρά, αυτό που διαπιστώνεται είναι η θεοποίηση των οικονομικών προτεραιοτήτων, οι οποίες καταδυναστεύουν την πολιτική ζωή και απονεκρώνουν τις λειτουργίες της, υπονομεύοντας τελικά τους στόχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και φαινομενικά δεν τους αμφισβητούν («Η απανθρωπία του δικαιώματος», Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, σελ. 210-213, όπου τονίζεται ότι «…η αφομοίωση του κράτους από την οικονομία είναι το φαινόμενο που κυριαρχεί… Δεν αμφισβητείται ο ρόλος του κράτους για την προστασία… των δικαιωμάτων… Όμως οι συνέπειες της κρατικής υποταγής στις οικονομικές προτεραιότητες μοιάζει να έχουν υπονομεύσει ή και εξαλείψει τους στόχους στους οποίους απέβλεπε η λογική των δικαιωμάτων»). Συνεπώς σύμφωνα με την παραπάνω κριτική διαπιστώνεται κατ’ αρχήν ότι «η καθολίκευση της ατομικής εξουσίας του δικαιώματος είναι μια εντυπωσιακή σε αποτελεσματική χρησιμότητα κατάκτηση της νεωτερικότητας» και δεύτερον ότι τελικά αυτή η χρησιμότητα υπονομεύεται. Αυτά συντελούν και καταδεικνύουν την σταδιακή κατάρρευση ή και το τέλος «καίριων μορφών της νεωτερικότητας»: το τέλος των ιδεολογιών, το τέλος του αστικού κράτους και η κατάρρευση της πολιτικής, χωρίς από την άλλη πλευρά να κυοφορείται καμία ουσιαστική αντιπρόταση. Στον πυρήνα της όλης παθολογίας βρίσκεται η «ανθρωπολογική αλλοίωση», στην οποία οδήγησε ο έντονος ατομοκεντρισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην ουσία, μπορούμε να μιλάμε για παράχρηση της λογικής αυτών, η οποία καθιστά ανενεργή και ακίνδυνα για το σύστημα τα θετικά της σημεία.
(Οι παραπάνω συντομεύσεις είναι από τη μελέτη του Γ. Θεοφύλακτου, Δικηγόρου, δημοσιευμένη στο www.antibaro.gr).
Η πρόταση του συγγραφέα είναι μία ανανοηματοδότηση του «δικαιώματος», ικανή να άρει την απροσωπία - απανθρωπία του, και να προβάρει την απόλυτη ετερότητα, τη μοναδικότητα, τη μη αντικαταστασιμότητα του προσώπου.
Πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό;
Πολλοί ακόμη και σήμερα, που ενεργούν στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, έχουν την εντύπωση ότι ελευθερία είναι απλά η δυνατότητα να προβάλλεις αντίδραση σε κάθε τι που είναι τόσο καινοτόμο και απειλεί τα συμφέροντά τους. Δυστυχώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η έννοια της ελευθερίας είναι έννοια αφαιρετική –κατά τη ρήση του Α. Τερζάκη- σχεδόν ασκητική, και πραγματώνεται σε καθεστώς αυτονομίας, δηλαδή όταν το πνεύμα θέτει τις αρχές της δράσης του, που μετουσιώνονται σε πράξεις και η βούληση αυτοδεσμεύεται απ’ αυτές και όχι το αντίθετο.
Άρα το φρόνημα, ή άλλως η συνείδηση. Αυτή «θεωρεί» και δημιουργεί τα δικαιώματα, σύμφωνα με τις αρχές που θέτει η ίδια για να πράξει (αυτονομία και όχι ετερονομία), χωρίς όμως αυτή να ταυτίζεται μαζί τους, καθόσον είναι πολύ ευρύτερη. Τα χρησιμοποιεί όμως. Τους δίνει περιεχόμενο, τα ερμηνεύει. Με βάση αυτά θεσπίζει νέους κανόνες ή αντικρούει άλλους και συνδιαλλέγεται με την κοινωνία, φτιάχνοντας Πολιτεία.
Δεν θεωρώ ότι ο ηθικός κανόνας ως αξία του πνεύματος είναι αποκομμένος από την πολιτική πράξη. Το να μην πληρώνω τους φόρους μου συστηματικά, έστω και αν έχω αντίρρηση για την δικαιότητα του συστήματος υπολογισμού πληρωμής (νόμος), είναι μία πολιτική πράξη, η οποία ανάγεται στις αρχές του πνεύματός μου. Το να διεκδικώ μία θέση στο Δημόσιο με πλαστά δικαιολογητικά είναι μία πολιτική πράξη καταστρατήγησης ενός νόμου που τέθηκε. Το να νομοθετώ παροχές καταβάλλοντας κάθε είδους επίδομα, χρησιμοποιώντας την αρχή της ισότητας, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας. Όλα αυτά και άλλα πολλά καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτά καθεαυτά αλλά η χρήση τους. Πράγματι μετά από όλα αυτά, δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν παράγοντα ανάσχεσης μνημονίων, σκληρής λιτότητας, ανεργίας, αυτοκτονιών, θανάτων ως σε θάλαμο αερίων, φτώχειας και πτώσης της ποιότητας του βιοτικού επιπέδου, λόγω της ανελέητης περικοπής μισθών και συντάξεων, εκμηδένισης των παροχών παιδείας και υγείας, και γι’ αυτό το λόγο βρέθηκαν στο στόχαστρο.
Αυτό έγινε πιστεύω γιατί ήδη από πριν η σημασία τους είχε παρανοηθεί και σταδιακά υπέπεσε σε μία εργαλειακή αντίληψη, που θα εξυπηρετεί το ατομικό συμφέρον ή και το συμφέρον μικρών κοινοτήτων, ή γενικά μία είδους υλιστικής ευδαιμονίας, γνώρισμα της δυτικής κοινωνίας, παραγνωρίζοντας τον μεγάλο σκοπό για τον οποίο έχουν τεθεί. Όταν αναιρέθηκε αυτή η ευδαιμονία, αναιρέθηκε και ο μηχανισμός υποστήριξής τους, δηλαδή τα ίδια τα δικαιώματα.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα νοηματοδοτούν και απορρέουν από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία πρέπει να προστατεύεται από τις προσβολές του Κράτους. Δηλαδή επιζητούμε την πραγμάτωση ενός απόλυτου σκοπού. Ο Kant το είπε καλά στην κατηγορική προσταγή του: «Πράττε έτσι ώστε τόσο στο πρόσωπό σου, όσο και στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα πάντοτε ως σκοπό και όχι ως μέσο». (Περίπου τον ίδιο ηθικό κανόνα διατύπωσε ο Σπινόζα και πριν απ’ όλους ο Ιησούς στη θετική του εκδοχή «πάντα ουν όσα εάν θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτως και υμείς ποιείται αυτοίς»). Επομένως αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποβλέπουν παρά μόνο στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δηλαδή μίας αξίας ηθικής και απόλυτης, δεν γίνεται παρά να τα «θεωρούμε» με χροιά ηθική. Και έτσι να τα χρησιμοποιούμε αλλά και να απαιτούμε ο,τιδήποτε πράττεται σε βάρος αυτής της θεώρησης, να ακυρώνεται.
Ο Habermas στο βιβλίο του «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», (Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου) αναφέρει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η ηθική πηγή όλων των άλλων δικαιωμάτων. Όπως και ο Γιανναράς έτσι και ο Habermas θεωρεί ότι ο αδιαίρετος χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων στηρίζεται στην εξατομίκευση, στη μη συγκρίσιμη αξία του καθενός, ενώ υιοθετεί την άποψη του Kant ότι η αυτονομία αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να μπορεί ο άνθρωπος να αυτοδεσμευθεί στις αρχές της βούλησής του.
Ας αναλογιστούμε πόσο τραγικό θα είναι να εκλείψει κάποτε η ικανότητα του ανθρώπου να θέσει ελευθέρως κανόνες ηθικού χρέους, και να υποτάσσει σε αυτούς τη βούλησή του, δηλαδή να πράττει με βάση αυτούς. Παύει αυτομάτως να νοείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και η βούληση χάνει την αυτονομία της, και άγεται πλέον από κανόνες που δεν ορίζει η ίδια. Είναι αυτονόητο ότι η πολιτική ενσάρκωση αυτής της κατάστασης θα είναι ο,τιδήποτε δεν αναγνωρίζει την αξιακή ύπαρξη του ανθρώπου. Ο,τιδήποτε θα χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μέσο για την επιδίωξη άλλων σκοπών που δεν θα προέρχονται από την ίδια του τη βούληση. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που συνέβησαν αυτά, ενώ πλέον είναι ορατό το ενδεχόμενο της πολιτικής εκτροπής που θα συνοδεύσει απλά την κοινωνική, εκτός αν…
Εκτός αν κοιτάξουμε τον άνθρωπο πάλι ως αξία, ως το ον εκείνο που έχοντας επίγνωση της δουλείας του παλεύει μονίμως και διαρκώς για την ελευθερία του, που έχοντας επίγνωση της ατέλειάς του παλεύει για την υπερνίκησή της. Μέρος αυτού του αγώνα είναι και η απαίτηση της χρήσης των δικαιωμάτων του, ως δεσμευτικές επιταγές μίας ηθικής βούλησης που τείνει στην αυτοπραγμάτωσή της.
Χρήστος Βασματζίδης
Δικηγόρος, Μετ. Διπλ. στο Δημόσιο Δίκαιο
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω