Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την δεύτερη ενότητα του δεύτερου μέρους της έκθεσης πεπραγμένων για το έτος 2013 που θα παρουσιαστεί στις 12.2.2014 στην ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Η πρώτη ενότητα αυτού του μέρους
του Χρήστου Βασματζίδη, Δικηγόρου, Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την δεύτερη ενότητα του δεύτερου μέρους της έκθεσης πεπραγμένων για το έτος 2013 που θα παρουσιαστεί στις 12.2.2014 στην ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Η πρώτη ενότητα αυτού του μέρους έχει ήδη δημοσιευθεί εδώ (www.alexpolisonline.com/2014/02/blog-post_632.html)...
«Ο θεσμός του Συμπαραστάτη έχει σημείο αναφοράς λειτουργίας του τους ενεργούς δημότες, αυτούς δηλαδή των οποίων θίγονται τα δικαιώματά τους από τη δράση της διοίκησης του Δήμου. Άρα λοιπόν ο άλλος πόλος αναφοράς είναι οι δημοτικές υπηρεσίες στο σύνολό τους.
Έρχεται λοιπόν από την ίδρυσή του με το ν. 3852/2010 ο Συμπαραστάτης να αποτελέσει τον ενδιάμεσο εκφραστή αυτής της σχέσης έντασης δηλαδή Διοίκησης- Δημότη. Και καλείται φυσικά να πάρει θέση.
Ο ρόλος του Συμπαραστάτη δεν είναι διαιτητικός. Άλλο η διαμεσολάβηση, άλλο η διαιτησία. Η διαμεσολάβηση όταν λήξει πρέπει να έχει αποτυπωμένη άποψη. Η διαιτησία απλά καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η διαφορά, η αντιδικία. Ο Συμπαραστάτης με τη διαμεσολάβηση θα πάρει θέση, θα γίνει μέρος της συζήτησης και της διαφοράς. Συνεπώς από τώρα τίθεται ο στόχος: να πουν τα μέρη της διαφοράς «μα… το είπε ο Συμπαραστάτης».
Και όσον αφορά τον πρώτο πόλο, τον δημότη έγινε αναφορά στα προηγούμενα. Μένει να εξερευνήσουμε τη σχέση του θεσμού με τον δεύτερο πόλο την διοίκηση, της οποίας την άσκηση κατά κάποιο τρόπο ελέγχει ο θεσμός.
Το βασικότερο στοιχείο αυτής της σχέσης είναι, ότι όταν εντοπισθεί το πρόβλημα και διαπιστωθεί ότι η διοίκηση δεν ενεργεί ορθά ή νόμιμα, ή παραλείπει να ενεργήσει, ή δεν ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια προς όφελος του δημότη ενώ μπορεί να το πράξει, τότε καλείται να διορθώσει το πρόβλημα. Άρα λοιπόν και δω, όπως και με τον πρώτο πόλο, τον δημότη, αναπτύσσεται μία διαλεκτική σχέση. Και είναι διαλεκτική γιατί δεν επιβάλλεται ο Συμπαραστάτης με κανέναν τρόπο. Συστήνει, καλεί προς εφαρμογή του ορθού, γνωμοδοτεί, επιχειρηματολογεί. Δεν τιμωρεί, δεν επιβάλλει καμία κύρωση και έτσι πρέπει. Κυρώσεις επιβάλλουν τα δικαστήρια. Εφαρμόζει τη νομιμότητα, και την παρουσιάζει χωρίς σχήματα λόγου στην υπηρεσία. Ακόμη ακόμη και αν χρειαστεί να γνωμοδοτήσει περαιτέρω και να υποστηρίξει την άποψή του.
Ο στόχος είναι αυτός που τέθηκε παραπάνω. Να παραδεχθεί η διοίκηση την άποψη του Συμπαραστάτη, να την αποδεχθεί και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση ή στην ενέργεια δικαιώνοντας τον Δημότη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει σε αυτό το σημείο ότι πρέπει να τελειώσει η συζήτηση, γιατί πράγματι η διοίκηση θα αποδεχθεί την άποψη και θα προχωρήσει στα περαιτέρω. Και όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Διοίκηση δεν προχώρησε στην εφαρμογή των προτάσεων. Άρα η κουβέντα μόλις αρχίζει.
Ποια είναι η ισχύς του Συμπαραστάτη απέναντι στη διοικητική λειτουργία; Πως αντιλαμβάνεται ένας προϊστάμενος υπηρεσίας (δηλαδή υπηρετών πολλά χρόνια τη δημόσια λειτουργία), όταν έρθει ένα χαρτί από μη υπάλληλο του Δήμου, που να του συστήνει να ανακαλέσει για λόγους που δεν περιγράφονται εμφανώς στο νομοθέτημα που εφαρμόζει ένα πρόστιμο; Ποιος ο ρόλος των αιρετών σε αυτή τη σχέση, στους οποίους πιθανόν να προσφύγει ο προϊστάμενος; Πως αντιλαμβάνεται μία υπηρεσία το γεγονός ότι ο Συμπαραστάτης υποδεικνύει τρόπους για ορθότερη διοικητική λειτουργία μέσω των προτάσεών του; Πως αντιμετωπίζει τη δυσανασχέτηση που βασίζεται στο στερεότυπο σχήμα «μετά από τόσα χρόνια υπηρεσία».
Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της λειτουργίας του θεσμού και η απάντησή τους αποτελεί μέθοδο εργασίας.
Η μέθοδος αυτή οικοδομείται με τα εξής στοιχεία:
- Κατ’ αρχήν γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί ότι ο Συμπαραστάτης δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα κακώς κείμενα που υπάρχουν σ’ ένα Δήμο.
- Δεν υποκαθιστά ούτε τους αιρετούς και τη λειτουργία τους, ούτε τις υπηρεσίες. Συμβάλλει πάνω σε συγκεκριμένο πρόβλημα με σαφείς προτάσεις, χωρίς να απαξιώνει. Δεν είναι εχθρός της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του Συμπαραστάτη δεν είναι η προκαταρκτική εξέταση των εισαγγελέων, που έχουν νιώσει στο πετσί τους, υπάλληλοι του Δήμου μας, τα τελευταία χρόνια. Ανήκει σε μία κατηγορία ελέγχων, που προσιδιάζει περισσότερο σε «μελέτη». Αναλύονται τα στοιχεία, οι πλευρές του προβλήματος, το νομοθετικό πλαίσιο και γίνεται μία σύσταση προς την υπηρεσία αν πρέπει να γίνει. Αν πάλι από τη μελέτη προκύψει ότι η καταγγελία δεν ευσταθεί, ανακοινώνεται στον καταγγέλλοντα.
- Συζητά με την υπηρεσία, παίρνει έγγραφα, τηλεφωνεί, επικοινωνεί με αντιδημάρχους και με τον ίδιο τον Δήμαρχο όποτε χρειαστεί.
- Βασικό στοιχείο είναι ότι όταν η υπηρεσία του ζητήσει την άποψή του για θέμα που ενδεχομένως θα αποτελέσει πηγή έντασης με τους δημότες, οφείλει να γνωμοδοτήσει. Να λειτουργήσει ως οιονεί νομικός σύμβουλος και να πάρει θέση. Να «διευρύνει» τις αρμοδιότητές του. Να ενεργήσει προληπτικά. Έτσι αφενός εκπαιδεύει την υπηρεσία, αφετέρου ενεργεί προληπτικά απέναντι σε εκκολαπτόμενη μορφή «κακοδιοίκησης». Και ακόμη περαιτέρω κερδίζει την εμπιστοσύνη της διοίκησης.
Το ζήτημα για την ολοκλήρωση της επιτυχούς διαμεσολάβησης λοιπόν είναι η πρόκληση εμπιστοσύνης. Ή αλλιώς η αξιοπιστία. Να πείσει ότι αυτό που λέει είναι το ορθό. Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα. Χωρίς προηγούμενο ο θεσμός αυτός, χωρίς επαρκή νομοθετική στήριξη (μόνο το άρ. 77 του ν. 3852/2010), χωρίς εκλογή με συγκεκριμένο κατάλογο προσόντων, παρά μόνο με την πομπώδη αξιολογική αναφορά του «εγνωσμένου κύρους και αξίας», έρχεται για να πείσει για την ορθότητα των κρίσεών του.
Άραγε αρκεί η συναινετική και ευρεία πλειοψηφία των 2/3 του δημοτικού συμβουλίου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη αξιοπιστία; Αρκεί ακόμη και η ευρεία αποδοχή του προσώπου του Συμπαραστάτη ως αμερόληπτου και αντικειμενικού κριτή που έχει αποδεδειγμένα προσφέρει στην επιστήμη και στο γνωστικό αντικείμενο στο οποίο εργάζεται;
Η συναίνεση και η αποδοχή είναι δυνατό να επιτευχθούν στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου. Αυτά αρκούν για την επιλογή του Συμπαραστάτη, όμως αυτός θα έχει ως συνομιλητή τις υπηρεσίες του Δήμου και όχι το δημοτικό συμβούλιο. Εκεί θα πρέπει να πείσει, εκεί θα έρθει σε κόντρα με υπάρχουσες δομές και αντιλήψεις που κρατούν χρόνια, εκεί θα πρέπει να λύσει δεσμούς και να συγκρουστεί με απόψεις, εκεί θα του ζητηθεί να ελεγχθεί η σύστασή του ή η γνωμοδότησή του και από άλλη υπηρεσία (π.χ. νομική).
Όλα τα παραπάνω είναι καταγραφές μιας καθημερινής εμπειρίας, από τη συγκεκριμένη θέση και καταδεικνύουν ότι η δουλειά της διαμεσολάβησης, ή της μελέτης της υπόθεσης, δεν είναι κάτι απλό και εύκολο.
Έτσι λοιπόν για να προσθέσω στα παραπάνω, ως στοιχείο της μεθόδου εργασίας, είναι η τελική φόρμα της σύστασης προς την δημοτική υπηρεσία να εμπεριέχει τη δυνατότητα άρσης κάθε αμφισβήτησης που πάει να γεννηθεί.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι υποθέσεις σχετίστηκαν με νομολογία, με επιπλέον εγκυκλίους, με προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από την πλευρά του καταγγέλλοντος, ενώ ακόμη επιστρατεύτηκαν και γνωμοδοτήσεις νομικών υπηρεσιών άλλων Δήμων και αναφορές φυσικά σε ομολόγους άλλων Δήμων που έχουν χειριστεί παρόμοια θέματα.
Εκτός από την προφορική διαμεσολάβηση και εκτός από την απλή διαβίβαση στην υπηρεσία μιας καταγγελίας, με σύσταση να πράξει τα νόμιμα που ήταν εμφανή, στις άλλες περιπτώσεις καταγγελιών που απαιτήθηκε εξειδικευμένη έρευνα, ή σειρά ενεργειών, ασχέτως αν τελικώς η καταγγελία αποδείχθηκε αβάσιμη ή έγινε δεκτή, τα πορίσματα αυτού του ελέγχου αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Δήμου, ώστε να είναι δυνατή η γνωστοποίηση του σκεπτικού και η επικοινωνία με το κοινό.
Δηλαδή άλλο ένα στοιχείο που οδηγεί στην εμπέδωση της αξιοπιστίας είναι η γνωστοποίηση της θέσης του Συμπαραστάτη σε υπόθεση, ώστε αυτή η θέση να αναπτύξει συζήτηση ή κριτική, ενώ ικανοποιεί το αίτημα για διαφάνεια και χρηστή διοίκηση.
Αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω αποτελούν τη δυναμική της σχέσης του Συμπαραστάτη με τις υπηρεσίες. Αυτό που πρέπει να προστεθεί ως επίλογος είναι ότι η σχέση αυτή δεν διακρίνεται από στασιμότητα. Η ένταση είναι εγγενές στοιχείο της λειτουργίας των δύο πλευρών όταν έρχονται αντιμέτωπες. Η εργασία έγκειται στη σταδιακή απομείωση της έντασης και στην εξασφάλιση μιας διαδικασίας διαλόγου που θα αποδομεί τα στερεότυπα και κοινότυπα πλαίσια εφαρμογής των κανόνων και θα δίνει βάση στις γενικές αρχές καλής διακυβέρνησης».
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την δεύτερη ενότητα του δεύτερου μέρους της έκθεσης πεπραγμένων για το έτος 2013 που θα παρουσιαστεί στις 12.2.2014 στην ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Η πρώτη ενότητα αυτού του μέρους έχει ήδη δημοσιευθεί εδώ (www.alexpolisonline.com/2014/02/blog-post_632.html)...
«Ο θεσμός του Συμπαραστάτη έχει σημείο αναφοράς λειτουργίας του τους ενεργούς δημότες, αυτούς δηλαδή των οποίων θίγονται τα δικαιώματά τους από τη δράση της διοίκησης του Δήμου. Άρα λοιπόν ο άλλος πόλος αναφοράς είναι οι δημοτικές υπηρεσίες στο σύνολό τους.
Έρχεται λοιπόν από την ίδρυσή του με το ν. 3852/2010 ο Συμπαραστάτης να αποτελέσει τον ενδιάμεσο εκφραστή αυτής της σχέσης έντασης δηλαδή Διοίκησης- Δημότη. Και καλείται φυσικά να πάρει θέση.
Ο ρόλος του Συμπαραστάτη δεν είναι διαιτητικός. Άλλο η διαμεσολάβηση, άλλο η διαιτησία. Η διαμεσολάβηση όταν λήξει πρέπει να έχει αποτυπωμένη άποψη. Η διαιτησία απλά καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η διαφορά, η αντιδικία. Ο Συμπαραστάτης με τη διαμεσολάβηση θα πάρει θέση, θα γίνει μέρος της συζήτησης και της διαφοράς. Συνεπώς από τώρα τίθεται ο στόχος: να πουν τα μέρη της διαφοράς «μα… το είπε ο Συμπαραστάτης».
Και όσον αφορά τον πρώτο πόλο, τον δημότη έγινε αναφορά στα προηγούμενα. Μένει να εξερευνήσουμε τη σχέση του θεσμού με τον δεύτερο πόλο την διοίκηση, της οποίας την άσκηση κατά κάποιο τρόπο ελέγχει ο θεσμός.
Το βασικότερο στοιχείο αυτής της σχέσης είναι, ότι όταν εντοπισθεί το πρόβλημα και διαπιστωθεί ότι η διοίκηση δεν ενεργεί ορθά ή νόμιμα, ή παραλείπει να ενεργήσει, ή δεν ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια προς όφελος του δημότη ενώ μπορεί να το πράξει, τότε καλείται να διορθώσει το πρόβλημα. Άρα λοιπόν και δω, όπως και με τον πρώτο πόλο, τον δημότη, αναπτύσσεται μία διαλεκτική σχέση. Και είναι διαλεκτική γιατί δεν επιβάλλεται ο Συμπαραστάτης με κανέναν τρόπο. Συστήνει, καλεί προς εφαρμογή του ορθού, γνωμοδοτεί, επιχειρηματολογεί. Δεν τιμωρεί, δεν επιβάλλει καμία κύρωση και έτσι πρέπει. Κυρώσεις επιβάλλουν τα δικαστήρια. Εφαρμόζει τη νομιμότητα, και την παρουσιάζει χωρίς σχήματα λόγου στην υπηρεσία. Ακόμη ακόμη και αν χρειαστεί να γνωμοδοτήσει περαιτέρω και να υποστηρίξει την άποψή του.
Ο στόχος είναι αυτός που τέθηκε παραπάνω. Να παραδεχθεί η διοίκηση την άποψη του Συμπαραστάτη, να την αποδεχθεί και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση ή στην ενέργεια δικαιώνοντας τον Δημότη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει σε αυτό το σημείο ότι πρέπει να τελειώσει η συζήτηση, γιατί πράγματι η διοίκηση θα αποδεχθεί την άποψη και θα προχωρήσει στα περαιτέρω. Και όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Διοίκηση δεν προχώρησε στην εφαρμογή των προτάσεων. Άρα η κουβέντα μόλις αρχίζει.
Ποια είναι η ισχύς του Συμπαραστάτη απέναντι στη διοικητική λειτουργία; Πως αντιλαμβάνεται ένας προϊστάμενος υπηρεσίας (δηλαδή υπηρετών πολλά χρόνια τη δημόσια λειτουργία), όταν έρθει ένα χαρτί από μη υπάλληλο του Δήμου, που να του συστήνει να ανακαλέσει για λόγους που δεν περιγράφονται εμφανώς στο νομοθέτημα που εφαρμόζει ένα πρόστιμο; Ποιος ο ρόλος των αιρετών σε αυτή τη σχέση, στους οποίους πιθανόν να προσφύγει ο προϊστάμενος; Πως αντιλαμβάνεται μία υπηρεσία το γεγονός ότι ο Συμπαραστάτης υποδεικνύει τρόπους για ορθότερη διοικητική λειτουργία μέσω των προτάσεών του; Πως αντιμετωπίζει τη δυσανασχέτηση που βασίζεται στο στερεότυπο σχήμα «μετά από τόσα χρόνια υπηρεσία».
Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που τέθηκαν από την αρχή της λειτουργίας του θεσμού και η απάντησή τους αποτελεί μέθοδο εργασίας.
Η μέθοδος αυτή οικοδομείται με τα εξής στοιχεία:
- Κατ’ αρχήν γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί ότι ο Συμπαραστάτης δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα κακώς κείμενα που υπάρχουν σ’ ένα Δήμο.
- Δεν υποκαθιστά ούτε τους αιρετούς και τη λειτουργία τους, ούτε τις υπηρεσίες. Συμβάλλει πάνω σε συγκεκριμένο πρόβλημα με σαφείς προτάσεις, χωρίς να απαξιώνει. Δεν είναι εχθρός της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του Συμπαραστάτη δεν είναι η προκαταρκτική εξέταση των εισαγγελέων, που έχουν νιώσει στο πετσί τους, υπάλληλοι του Δήμου μας, τα τελευταία χρόνια. Ανήκει σε μία κατηγορία ελέγχων, που προσιδιάζει περισσότερο σε «μελέτη». Αναλύονται τα στοιχεία, οι πλευρές του προβλήματος, το νομοθετικό πλαίσιο και γίνεται μία σύσταση προς την υπηρεσία αν πρέπει να γίνει. Αν πάλι από τη μελέτη προκύψει ότι η καταγγελία δεν ευσταθεί, ανακοινώνεται στον καταγγέλλοντα.
- Συζητά με την υπηρεσία, παίρνει έγγραφα, τηλεφωνεί, επικοινωνεί με αντιδημάρχους και με τον ίδιο τον Δήμαρχο όποτε χρειαστεί.
- Βασικό στοιχείο είναι ότι όταν η υπηρεσία του ζητήσει την άποψή του για θέμα που ενδεχομένως θα αποτελέσει πηγή έντασης με τους δημότες, οφείλει να γνωμοδοτήσει. Να λειτουργήσει ως οιονεί νομικός σύμβουλος και να πάρει θέση. Να «διευρύνει» τις αρμοδιότητές του. Να ενεργήσει προληπτικά. Έτσι αφενός εκπαιδεύει την υπηρεσία, αφετέρου ενεργεί προληπτικά απέναντι σε εκκολαπτόμενη μορφή «κακοδιοίκησης». Και ακόμη περαιτέρω κερδίζει την εμπιστοσύνη της διοίκησης.
Το ζήτημα για την ολοκλήρωση της επιτυχούς διαμεσολάβησης λοιπόν είναι η πρόκληση εμπιστοσύνης. Ή αλλιώς η αξιοπιστία. Να πείσει ότι αυτό που λέει είναι το ορθό. Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα. Χωρίς προηγούμενο ο θεσμός αυτός, χωρίς επαρκή νομοθετική στήριξη (μόνο το άρ. 77 του ν. 3852/2010), χωρίς εκλογή με συγκεκριμένο κατάλογο προσόντων, παρά μόνο με την πομπώδη αξιολογική αναφορά του «εγνωσμένου κύρους και αξίας», έρχεται για να πείσει για την ορθότητα των κρίσεών του.
Άραγε αρκεί η συναινετική και ευρεία πλειοψηφία των 2/3 του δημοτικού συμβουλίου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη αξιοπιστία; Αρκεί ακόμη και η ευρεία αποδοχή του προσώπου του Συμπαραστάτη ως αμερόληπτου και αντικειμενικού κριτή που έχει αποδεδειγμένα προσφέρει στην επιστήμη και στο γνωστικό αντικείμενο στο οποίο εργάζεται;
Η συναίνεση και η αποδοχή είναι δυνατό να επιτευχθούν στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου. Αυτά αρκούν για την επιλογή του Συμπαραστάτη, όμως αυτός θα έχει ως συνομιλητή τις υπηρεσίες του Δήμου και όχι το δημοτικό συμβούλιο. Εκεί θα πρέπει να πείσει, εκεί θα έρθει σε κόντρα με υπάρχουσες δομές και αντιλήψεις που κρατούν χρόνια, εκεί θα πρέπει να λύσει δεσμούς και να συγκρουστεί με απόψεις, εκεί θα του ζητηθεί να ελεγχθεί η σύστασή του ή η γνωμοδότησή του και από άλλη υπηρεσία (π.χ. νομική).
Όλα τα παραπάνω είναι καταγραφές μιας καθημερινής εμπειρίας, από τη συγκεκριμένη θέση και καταδεικνύουν ότι η δουλειά της διαμεσολάβησης, ή της μελέτης της υπόθεσης, δεν είναι κάτι απλό και εύκολο.
Έτσι λοιπόν για να προσθέσω στα παραπάνω, ως στοιχείο της μεθόδου εργασίας, είναι η τελική φόρμα της σύστασης προς την δημοτική υπηρεσία να εμπεριέχει τη δυνατότητα άρσης κάθε αμφισβήτησης που πάει να γεννηθεί.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι υποθέσεις σχετίστηκαν με νομολογία, με επιπλέον εγκυκλίους, με προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από την πλευρά του καταγγέλλοντος, ενώ ακόμη επιστρατεύτηκαν και γνωμοδοτήσεις νομικών υπηρεσιών άλλων Δήμων και αναφορές φυσικά σε ομολόγους άλλων Δήμων που έχουν χειριστεί παρόμοια θέματα.
Εκτός από την προφορική διαμεσολάβηση και εκτός από την απλή διαβίβαση στην υπηρεσία μιας καταγγελίας, με σύσταση να πράξει τα νόμιμα που ήταν εμφανή, στις άλλες περιπτώσεις καταγγελιών που απαιτήθηκε εξειδικευμένη έρευνα, ή σειρά ενεργειών, ασχέτως αν τελικώς η καταγγελία αποδείχθηκε αβάσιμη ή έγινε δεκτή, τα πορίσματα αυτού του ελέγχου αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του Δήμου, ώστε να είναι δυνατή η γνωστοποίηση του σκεπτικού και η επικοινωνία με το κοινό.
Δηλαδή άλλο ένα στοιχείο που οδηγεί στην εμπέδωση της αξιοπιστίας είναι η γνωστοποίηση της θέσης του Συμπαραστάτη σε υπόθεση, ώστε αυτή η θέση να αναπτύξει συζήτηση ή κριτική, ενώ ικανοποιεί το αίτημα για διαφάνεια και χρηστή διοίκηση.
Αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω αποτελούν τη δυναμική της σχέσης του Συμπαραστάτη με τις υπηρεσίες. Αυτό που πρέπει να προστεθεί ως επίλογος είναι ότι η σχέση αυτή δεν διακρίνεται από στασιμότητα. Η ένταση είναι εγγενές στοιχείο της λειτουργίας των δύο πλευρών όταν έρχονται αντιμέτωπες. Η εργασία έγκειται στη σταδιακή απομείωση της έντασης και στην εξασφάλιση μιας διαδικασίας διαλόγου που θα αποδομεί τα στερεότυπα και κοινότυπα πλαίσια εφαρμογής των κανόνων και θα δίνει βάση στις γενικές αρχές καλής διακυβέρνησης».
Ο ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ
ΒΑΣΜΑΤΖΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω