Τον γνώρισα στην Αλεξανδρούπολη. Είναι παπαδάσκαλος, συντηρεί ένα μουσείο και έχει για κατοικίδιο μια ταραντούλα. Όταν έρχεται η εποχή που η ταραντούλα αλλάζει εξωσκελετό μαζεύει το κουφάρι της και το κρατάει για ενθύμιο μέσα σε ένα
της Δήμητρας Καγιόγλου (VICE)
Τον γνώρισα στην Αλεξανδρούπολη. Είναι παπαδάσκαλος, συντηρεί ένα μουσείο και έχει για κατοικίδιο μια ταραντούλα. Όταν έρχεται η εποχή που η ταραντούλα αλλάζει εξωσκελετό μαζεύει το κουφάρι της και το κρατάει για ενθύμιο μέσα σε ένα ντουλαπάκι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που φυλάνε οι γονείς τα πρώτα δόντια που ρίχνει το μωρό τους. Στον ελεύθερό του χρόνο κάθεται στο τραπέζι της ανατομίας και ταριχεύει. Τις Κυριακές λειτουργεί σε διάφορες εκκλησίες της γειτονιάς και τις καθημερινές ξεναγεί με παντομίμα τους επισκέπτες που έρχονται να δουν το μουσείο του.
Συνήθως χτυπάς το κουδούνι και περιμένεις γύρω στα τρία λεπτά για να φορέσει τα ράσα του και να κατέβει τα σκαλιά. Το μουσείο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι του και είναι δύο σε ένα: φυσικής ιστορίας από τη μια πλευρά, λαογραφίας από την άλλη. Μπαίνοντας, βλέπεις πως δε διαθέτει τις προδιαγραφές ενός κλασάτου μουσείου με ηλιοροφή, ειδικό φωτισμό, ακουστικό περιήγησης στο αυτί και καφετέρια στον προαύλιο χώρο. Ωστόσο ο παπά Γιώργης θα προσφερθεί να σου ψήσει ένα καφέ και να σε ξεναγήσει ο ίδιος - ό,τι ώρα και να 'ναι ακόμα και μεσάνυχτα. Θα σε ρωτήσει αν έχεις γερό στομάχι και αν όντως έχεις, θα σού ανοίξει την κουρτίνα με τα βαζάκια που περιέχουν έμβρυα από την περιοχή του Τσέρνομπιλ. Θα σου μιλήσει για την τέχνη της ταρίχευσης και για είδη πουλιών όπως η κίσσα που στη φωλιά της μπορείς να βρεις από κομματάκια αλουμινόχαρτου μέχρι και χρυσούς βαφτιστικούς σταυρούς γιατί είναι αρπάχτρα, αγαπά τα έντονα χρώματα και έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα κοσμήματα. Με λίγα λόγια, μέσα σε αυτό το μουσείο πιθανότατα ο Tim Burton να έβρισκε νέους ήρωες για τα φιλμ του.
Όπως λέει ο παπά Γιώργης, όλα ξεκίνησαν να παίρνουν μορφή στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε ένα κτίριο της Βασιλίσσης Όλγας. «Τότε ήμουν πιτσιρικάς, τώρα είμαι κοντά στα ογδόντα ένα. Στο χωριό μας, γεννούσε η γυναίκα στο απέναντι σπίτι και την άκουγες σαν να είσαι μέσα στο δωμάτιο μαζί της. Εμένα μου αρέσει αυτή η καθημερινή επαφή που υπάρχει στις τοπικές κοινωνίες. Ο μόνος λόγος που έφυγα από το χωριό ήταν για να πάω να μάθω γράμματα. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη, πήγα στη σχολή από όπου έβγαιναν τότε οι παπαδάσκαλοι, ολοκλήρωσα τη φοίτησή μου και γύρισα πίσω στο χωριό. Ξεκίνησα μαθήματα σε ένα σχολείο στους Ψαθάδες της Αλεξανδρούπολης. Άνοιξα την πόρτα, μπήκα στην τάξη μου, είδα τους σαράντα μαθητές μου και αμέσως ξεκινήσαμε τη δουλειά».
Εργάζεται ως δάσκαλος επί τριάντα συναπτά έτη. «Δεν υπήρχαν τότε τα τεχνολογικά μέσα που έχετε τώρα. Είχαμε μαθήματα ζωολογίας, μαθαίναμε για το ανθρώπινο σώμα αλλά ήταν πολύ φτωχές οι πληροφορίες που σου έδιναν τα βιβλία, γι' αυτό αποφάσισα να κάνω το μάθημα περισσότερο εποπτικό. Ξεκίνησα να ταριχεύω και να μελετάμε τα ζώα μαζί με τα παιδιά. Πρωί-απόγευμα μάθημα και η νύχτα με έβρισκε να κάθομαι στο τραπέζι της ταρίχευσης. Τις περισσότερες φορές ξημέρωνε πρoτούτο καταλάβω. Σταδιακά φτιάξαμε στο υπόγειο του σχολείου ένα ολόκληρο μουσείο, ερχόντουσαν να το δουν από παντού και μας έδιναν συγχαρητήρια. Μετά ακολούθησαν κι άλλα: θυμάμαι το καλοκαίρι που είχα μείνει στο σχολείο και έφτιαξα παιδική χαρά για τα παιδιά μου. Τότε κανείς δεν ήξερε να παίζει σε παιδική χαρά. Έπειτα φτιάξαμε μια χαράδρα που ήταν σκουπιδότοπος, την καθαρίσαμε και έγινε πάρκο. Τώρα πηγαίνουν οι νεόνυμφοι και βγάζουν γαμήλιες φωτογραφίες. Αυτή είναι η ευχαρίστηση. Λίγο πολύ, πιστεύω πως αν θέλει κανείς να κάνει μια αλλαγή μπορεί να τα καταφέρει». Αν τον βάλεις να διαλέξει ανάμεσα στην ιδιότητα του παπά και του δασκάλου θα σού απαντήσει: «Δάσκαλος φυσικά!».
Για την τέχνη της ταρίχευσης. «Είναι δύσκολη διαδικασία: μπλέκεις με νυστέρια, σύρματα και γυάλινα μάτια. Επιπλέον θέλει πολύ διάβασμα μέχρι να μάθεις. Όσο μεγαλύτερο είναι το ζώο τόσο περισσότερη ώρα σού χρειάζεται. Τότε ήμουν 28 χρονών παλικάρι, είχα αντοχές. Τώρα έχω μια καρδερίνα στο ψυγείο και δε μπορώ να την κάνω γιατί πονάει η μέση μου. Φαντάσου πως όλα αυτά τα ζώα που βλέπεις έχουν την ιστορία τους. Αυτή εδώ είναι μια θηλυκή λύκαινα: Κάποιος φοβόταν για τα πρόβατά του και έβαλε φόλα, ψόφησε και μού την έφεραν. Αυτήν την τεράστια χελώνα, όταν την βρήκαν ήταν σε στάδιο αποσύνθεσης, τα παιδιά μου φώναζαν “πέτα την, πέτα την μπαμπά, βρωμοκοπάει”. Έβαλα μάσκα και γάντια και τελικά την κατάφερα!
Όταν σού φέρνουν ένα ψόφιο ζώο, μου λέει ο παπα-Γιώργης, «έχεις μπροστά στα μάτια σου το τέλος μιας ζωής, κάποιο ζώο που ψόφησε από παγίδευση ή δηλητηρίαση. Το στοίχημα που βάζεις με τον εαυτό σου είναι να πετύχεις την επαναφορά του ζώου στη φύση. Πρέπει να αποτυπώσεις το φυσικό περιβάλλον του και να το κάνεις να δείχνει όμορφο, να γυρνάς την πλάτη σου και να νομίζεις πως θα το σκάσει από το μουσείο και θα γυρίσει στην φύση. Να βλέπεις το ράμφος του πουλιού και να μπορείς να φανταστείς τον ήχο που έκανε πάνω στα δέντρα, να κοιτάς το ψάρι και να ακούς τον φλοίσβο του νερού, να παρατηρείς τα φτερά του πουλιού και να το φαντάζεσαι να πετά στον ουρανό. Οτιδήποτε άλλο, είναι αποτυχία».
Το 2012, το σχολικό μουσείο στους Ψαθάδες του Διδυμότειχου γεμίζει και μεταφέρεται στην Νέα Χιλή Αλεξανδρούπολης, επί της οδού Θερμοπυλών 8. «Από τη μια πλευρά θα δείτε σπάνια είδη πεταλούδας, αυγά φιδιού, έμβρυα αλόγων, ανθρώπινα όργανα σε βαζάκια, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή ιστορία». Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα έμβρυο. «Αν η μητέρα δεν είχε αποβάλει, το μωρό σήμερα θα ήταν πενήντα χρονών, ίσα με την κόρη μου», μου λέει. «Δείτε αυτό. Μέσα σε αυτό το βαζάκι είναι κρυμμένη η απληστία του ανθρώπου. Τη βλέπετε την μαχαιριά στην σπλήνα; Μαχαίρωσε ο γαμπρός τον πεθερό του επειδή ήθελε κι άλλη προίκα».
Η απέναντι πλευρά του μουσείου έχει αντικείμενα από τον 19ο αιώνα που ίσως να υπάρχουν στα σπίτια των παππούδων σας. Ραπτομηχανές, το βιβλίο με την αιώνια ατάκα «Λόλα, να ένα μήλο», κουρελούδες, ένα πλυντήριο του 1958 και το δικό μου αγαπημένο μπαστούνι-σκαμπό που όταν το κοιτάξεις είναι σαν να βλέπεις έναν παππού με μπεγλέρι να στηρίζεται επάνω του. «Όλα τα αντικείμενα εδώ μέσα τα αγαπώ. Ίσως να έχω μια αδυναμία στο κάρο της προσφυγιάς. Έχουν έρθει εδώ πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς, -η συγκίνησή τους διηγείται ιστορίες».
Στον τοίχο είναι καρφωμένα κάποια κάδρα και μερικοί έπαινοι.«Υπήρξε αναγνώριση, με βράβευσαν από την Ακαδημία Αθηνών το ’80 και πολλές φορές είχα την τιμή να λάβω βραβεία από αξιόλογους ανθρώπους. Αυτό που με θλίβει είναι πως δεν υπάρχει στήριξη από τους τοπικούς φορείς. Δε με συμπεριλαμβάνουν στους τουριστικούς οδηγούς της Θράκης. Πολλές φορές μένεις πίσω λόγω έλλειψης τεχνολογίας. Θυμάμαι πως όταν ήρθε η Μελίνα Μερκούρη για κάποιες παραστάσεις στην Αλεξανδρούπολη δεν είχα να της δώσω ούτε ένα φυλλάδιο. Σταδιακά εξελίχτηκα, έμαθα το ίντερνετ, έκανα εκθέσεις και πέρασα απ’ όλο τον Έβρο για να δείξω τα εκθέματα. Έκθεση με τα ζώα 14 και 15 μέρες, το χασίς έγινε άσπρο απ’ τον ήλιο, πολλά ζώα σπάσανε, άλλα πετάχτηκαν όμως δεν με νοιάζει!».
Στον προσωπικό του οδηγό επιβίωσης νούμερο ένα οδηγία είναι «να μην αφήνεις τον καιρό να περνάει τσάμπα. «Τα παιδιά μου καμιά φορά μου λένε, μπαμπά πούλα το μουσείο, κάν’ το γκαρσονιέρες για τους φοιτητές, μην ταλαιπωρείσαι άλλο! Πρόσφατα έστειλα γράμμα στο Πανεπιστήμιο της Αλεξανδρούπολης. Έρχονται από το παιδαγωγικό κάποια παιδιά που κάνουν εικαστικά. Κάθονται, κοιτάνε, ζωγραφίζουν, γελάνε, μπαίνει ζωή εδώ μέσα. Αυτό θέλω, να συνεχίσει το μουσείο να έχει ζωή. Ξέρω πως υπάρχουν σχολές που τα παιδιά μαθαίνουν την τέχνη της συντήρησης ή κάνουν μαθήματα μουσειολογίας. Να έρθουν εδώ, να εκπαιδευτούν, να κάνουμε παρέα, να μου μάθουν νέες τεχνικές και να τους μάθω κι εγώ ό,τι ξέρω».
Το μουσείο του παπά Γιώργη δεν είχε ποτέ εισιτήριο. Συντηρείται με προσωπικά του χρήματα και μπορείς να το επισκεφτείς κατόπιν συνεννόησης μαζί του. Αν είσαι τυχερός θα φας λουκουμάδες με μέλι δικής του παραγωγής. Αν όχι, θα ακούσεις τουλάχιστον κάποιο τραγούδι. Προτού φύγω ζητά την γνώμη μου για ένα βιβλίο αναμνήσεων που φτιάχνει. Βάζει μέσα φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων και αφιερώσεις που του έχουν αφήσει οι επισκέπτες του. «Το φτιάχνω για τα εγγόνια, για να θυμούνται το μουσείο που έφτιαξε ο παππούς τους, ωραίο δεν θα’ ναι;». Με αποχαιρετά παίζοντας βιολί. Αν ποτέ βρεθείτε στα μέρη του, περάστε μια βόλτα από το Μουσείο Λαογραφίας και Φυσικής Ιστορίας, στην οδό Θερμοπυλών 8 στη Νέα Χιλή Αλεξανδρούπολης. Ο παπα-Γιώργης είναι ένας καλός άνθρωπος.
Πηγή: VICE
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Παρωτίδης
Τον γνώρισα στην Αλεξανδρούπολη. Είναι παπαδάσκαλος, συντηρεί ένα μουσείο και έχει για κατοικίδιο μια ταραντούλα. Όταν έρχεται η εποχή που η ταραντούλα αλλάζει εξωσκελετό μαζεύει το κουφάρι της και το κρατάει για ενθύμιο μέσα σε ένα ντουλαπάκι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που φυλάνε οι γονείς τα πρώτα δόντια που ρίχνει το μωρό τους. Στον ελεύθερό του χρόνο κάθεται στο τραπέζι της ανατομίας και ταριχεύει. Τις Κυριακές λειτουργεί σε διάφορες εκκλησίες της γειτονιάς και τις καθημερινές ξεναγεί με παντομίμα τους επισκέπτες που έρχονται να δουν το μουσείο του.
Συνήθως χτυπάς το κουδούνι και περιμένεις γύρω στα τρία λεπτά για να φορέσει τα ράσα του και να κατέβει τα σκαλιά. Το μουσείο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι του και είναι δύο σε ένα: φυσικής ιστορίας από τη μια πλευρά, λαογραφίας από την άλλη. Μπαίνοντας, βλέπεις πως δε διαθέτει τις προδιαγραφές ενός κλασάτου μουσείου με ηλιοροφή, ειδικό φωτισμό, ακουστικό περιήγησης στο αυτί και καφετέρια στον προαύλιο χώρο. Ωστόσο ο παπά Γιώργης θα προσφερθεί να σου ψήσει ένα καφέ και να σε ξεναγήσει ο ίδιος - ό,τι ώρα και να 'ναι ακόμα και μεσάνυχτα. Θα σε ρωτήσει αν έχεις γερό στομάχι και αν όντως έχεις, θα σού ανοίξει την κουρτίνα με τα βαζάκια που περιέχουν έμβρυα από την περιοχή του Τσέρνομπιλ. Θα σου μιλήσει για την τέχνη της ταρίχευσης και για είδη πουλιών όπως η κίσσα που στη φωλιά της μπορείς να βρεις από κομματάκια αλουμινόχαρτου μέχρι και χρυσούς βαφτιστικούς σταυρούς γιατί είναι αρπάχτρα, αγαπά τα έντονα χρώματα και έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα κοσμήματα. Με λίγα λόγια, μέσα σε αυτό το μουσείο πιθανότατα ο Tim Burton να έβρισκε νέους ήρωες για τα φιλμ του.
Όπως λέει ο παπά Γιώργης, όλα ξεκίνησαν να παίρνουν μορφή στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε ένα κτίριο της Βασιλίσσης Όλγας. «Τότε ήμουν πιτσιρικάς, τώρα είμαι κοντά στα ογδόντα ένα. Στο χωριό μας, γεννούσε η γυναίκα στο απέναντι σπίτι και την άκουγες σαν να είσαι μέσα στο δωμάτιο μαζί της. Εμένα μου αρέσει αυτή η καθημερινή επαφή που υπάρχει στις τοπικές κοινωνίες. Ο μόνος λόγος που έφυγα από το χωριό ήταν για να πάω να μάθω γράμματα. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη, πήγα στη σχολή από όπου έβγαιναν τότε οι παπαδάσκαλοι, ολοκλήρωσα τη φοίτησή μου και γύρισα πίσω στο χωριό. Ξεκίνησα μαθήματα σε ένα σχολείο στους Ψαθάδες της Αλεξανδρούπολης. Άνοιξα την πόρτα, μπήκα στην τάξη μου, είδα τους σαράντα μαθητές μου και αμέσως ξεκινήσαμε τη δουλειά».
Εργάζεται ως δάσκαλος επί τριάντα συναπτά έτη. «Δεν υπήρχαν τότε τα τεχνολογικά μέσα που έχετε τώρα. Είχαμε μαθήματα ζωολογίας, μαθαίναμε για το ανθρώπινο σώμα αλλά ήταν πολύ φτωχές οι πληροφορίες που σου έδιναν τα βιβλία, γι' αυτό αποφάσισα να κάνω το μάθημα περισσότερο εποπτικό. Ξεκίνησα να ταριχεύω και να μελετάμε τα ζώα μαζί με τα παιδιά. Πρωί-απόγευμα μάθημα και η νύχτα με έβρισκε να κάθομαι στο τραπέζι της ταρίχευσης. Τις περισσότερες φορές ξημέρωνε πρoτούτο καταλάβω. Σταδιακά φτιάξαμε στο υπόγειο του σχολείου ένα ολόκληρο μουσείο, ερχόντουσαν να το δουν από παντού και μας έδιναν συγχαρητήρια. Μετά ακολούθησαν κι άλλα: θυμάμαι το καλοκαίρι που είχα μείνει στο σχολείο και έφτιαξα παιδική χαρά για τα παιδιά μου. Τότε κανείς δεν ήξερε να παίζει σε παιδική χαρά. Έπειτα φτιάξαμε μια χαράδρα που ήταν σκουπιδότοπος, την καθαρίσαμε και έγινε πάρκο. Τώρα πηγαίνουν οι νεόνυμφοι και βγάζουν γαμήλιες φωτογραφίες. Αυτή είναι η ευχαρίστηση. Λίγο πολύ, πιστεύω πως αν θέλει κανείς να κάνει μια αλλαγή μπορεί να τα καταφέρει». Αν τον βάλεις να διαλέξει ανάμεσα στην ιδιότητα του παπά και του δασκάλου θα σού απαντήσει: «Δάσκαλος φυσικά!».
Για την τέχνη της ταρίχευσης. «Είναι δύσκολη διαδικασία: μπλέκεις με νυστέρια, σύρματα και γυάλινα μάτια. Επιπλέον θέλει πολύ διάβασμα μέχρι να μάθεις. Όσο μεγαλύτερο είναι το ζώο τόσο περισσότερη ώρα σού χρειάζεται. Τότε ήμουν 28 χρονών παλικάρι, είχα αντοχές. Τώρα έχω μια καρδερίνα στο ψυγείο και δε μπορώ να την κάνω γιατί πονάει η μέση μου. Φαντάσου πως όλα αυτά τα ζώα που βλέπεις έχουν την ιστορία τους. Αυτή εδώ είναι μια θηλυκή λύκαινα: Κάποιος φοβόταν για τα πρόβατά του και έβαλε φόλα, ψόφησε και μού την έφεραν. Αυτήν την τεράστια χελώνα, όταν την βρήκαν ήταν σε στάδιο αποσύνθεσης, τα παιδιά μου φώναζαν “πέτα την, πέτα την μπαμπά, βρωμοκοπάει”. Έβαλα μάσκα και γάντια και τελικά την κατάφερα!
Όταν σού φέρνουν ένα ψόφιο ζώο, μου λέει ο παπα-Γιώργης, «έχεις μπροστά στα μάτια σου το τέλος μιας ζωής, κάποιο ζώο που ψόφησε από παγίδευση ή δηλητηρίαση. Το στοίχημα που βάζεις με τον εαυτό σου είναι να πετύχεις την επαναφορά του ζώου στη φύση. Πρέπει να αποτυπώσεις το φυσικό περιβάλλον του και να το κάνεις να δείχνει όμορφο, να γυρνάς την πλάτη σου και να νομίζεις πως θα το σκάσει από το μουσείο και θα γυρίσει στην φύση. Να βλέπεις το ράμφος του πουλιού και να μπορείς να φανταστείς τον ήχο που έκανε πάνω στα δέντρα, να κοιτάς το ψάρι και να ακούς τον φλοίσβο του νερού, να παρατηρείς τα φτερά του πουλιού και να το φαντάζεσαι να πετά στον ουρανό. Οτιδήποτε άλλο, είναι αποτυχία».
Το 2012, το σχολικό μουσείο στους Ψαθάδες του Διδυμότειχου γεμίζει και μεταφέρεται στην Νέα Χιλή Αλεξανδρούπολης, επί της οδού Θερμοπυλών 8. «Από τη μια πλευρά θα δείτε σπάνια είδη πεταλούδας, αυγά φιδιού, έμβρυα αλόγων, ανθρώπινα όργανα σε βαζάκια, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή ιστορία». Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα έμβρυο. «Αν η μητέρα δεν είχε αποβάλει, το μωρό σήμερα θα ήταν πενήντα χρονών, ίσα με την κόρη μου», μου λέει. «Δείτε αυτό. Μέσα σε αυτό το βαζάκι είναι κρυμμένη η απληστία του ανθρώπου. Τη βλέπετε την μαχαιριά στην σπλήνα; Μαχαίρωσε ο γαμπρός τον πεθερό του επειδή ήθελε κι άλλη προίκα».
Η απέναντι πλευρά του μουσείου έχει αντικείμενα από τον 19ο αιώνα που ίσως να υπάρχουν στα σπίτια των παππούδων σας. Ραπτομηχανές, το βιβλίο με την αιώνια ατάκα «Λόλα, να ένα μήλο», κουρελούδες, ένα πλυντήριο του 1958 και το δικό μου αγαπημένο μπαστούνι-σκαμπό που όταν το κοιτάξεις είναι σαν να βλέπεις έναν παππού με μπεγλέρι να στηρίζεται επάνω του. «Όλα τα αντικείμενα εδώ μέσα τα αγαπώ. Ίσως να έχω μια αδυναμία στο κάρο της προσφυγιάς. Έχουν έρθει εδώ πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς, -η συγκίνησή τους διηγείται ιστορίες».
Στον τοίχο είναι καρφωμένα κάποια κάδρα και μερικοί έπαινοι.«Υπήρξε αναγνώριση, με βράβευσαν από την Ακαδημία Αθηνών το ’80 και πολλές φορές είχα την τιμή να λάβω βραβεία από αξιόλογους ανθρώπους. Αυτό που με θλίβει είναι πως δεν υπάρχει στήριξη από τους τοπικούς φορείς. Δε με συμπεριλαμβάνουν στους τουριστικούς οδηγούς της Θράκης. Πολλές φορές μένεις πίσω λόγω έλλειψης τεχνολογίας. Θυμάμαι πως όταν ήρθε η Μελίνα Μερκούρη για κάποιες παραστάσεις στην Αλεξανδρούπολη δεν είχα να της δώσω ούτε ένα φυλλάδιο. Σταδιακά εξελίχτηκα, έμαθα το ίντερνετ, έκανα εκθέσεις και πέρασα απ’ όλο τον Έβρο για να δείξω τα εκθέματα. Έκθεση με τα ζώα 14 και 15 μέρες, το χασίς έγινε άσπρο απ’ τον ήλιο, πολλά ζώα σπάσανε, άλλα πετάχτηκαν όμως δεν με νοιάζει!».
Στον προσωπικό του οδηγό επιβίωσης νούμερο ένα οδηγία είναι «να μην αφήνεις τον καιρό να περνάει τσάμπα. «Τα παιδιά μου καμιά φορά μου λένε, μπαμπά πούλα το μουσείο, κάν’ το γκαρσονιέρες για τους φοιτητές, μην ταλαιπωρείσαι άλλο! Πρόσφατα έστειλα γράμμα στο Πανεπιστήμιο της Αλεξανδρούπολης. Έρχονται από το παιδαγωγικό κάποια παιδιά που κάνουν εικαστικά. Κάθονται, κοιτάνε, ζωγραφίζουν, γελάνε, μπαίνει ζωή εδώ μέσα. Αυτό θέλω, να συνεχίσει το μουσείο να έχει ζωή. Ξέρω πως υπάρχουν σχολές που τα παιδιά μαθαίνουν την τέχνη της συντήρησης ή κάνουν μαθήματα μουσειολογίας. Να έρθουν εδώ, να εκπαιδευτούν, να κάνουμε παρέα, να μου μάθουν νέες τεχνικές και να τους μάθω κι εγώ ό,τι ξέρω».
Το μουσείο του παπά Γιώργη δεν είχε ποτέ εισιτήριο. Συντηρείται με προσωπικά του χρήματα και μπορείς να το επισκεφτείς κατόπιν συνεννόησης μαζί του. Αν είσαι τυχερός θα φας λουκουμάδες με μέλι δικής του παραγωγής. Αν όχι, θα ακούσεις τουλάχιστον κάποιο τραγούδι. Προτού φύγω ζητά την γνώμη μου για ένα βιβλίο αναμνήσεων που φτιάχνει. Βάζει μέσα φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων και αφιερώσεις που του έχουν αφήσει οι επισκέπτες του. «Το φτιάχνω για τα εγγόνια, για να θυμούνται το μουσείο που έφτιαξε ο παππούς τους, ωραίο δεν θα’ ναι;». Με αποχαιρετά παίζοντας βιολί. Αν ποτέ βρεθείτε στα μέρη του, περάστε μια βόλτα από το Μουσείο Λαογραφίας και Φυσικής Ιστορίας, στην οδό Θερμοπυλών 8 στη Νέα Χιλή Αλεξανδρούπολης. Ο παπα-Γιώργης είναι ένας καλός άνθρωπος.
Πηγή: VICE
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Παρωτίδης
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω