Τραγουδίστρια ετών 17. Από τις Φέρες του Έβρου και από το «Voice» στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είναι ένα από τα παραδείγματα της πορείας τόσων και τόσων τραγουδιστών που από τηλεοπτικές εκπομπές έφτασαν (κάποτε σαν πυροτεχνήματα)
Τραγουδίστρια ετών 17. Από τις Φέρες του Έβρου και από το «Voice» στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Είναι ένα από τα παραδείγματα της πορείας τόσων και τόσων τραγουδιστών που από τηλεοπτικές εκπομπές έφτασαν (κάποτε σαν πυροτεχνήματα) στις πίστες και τις μουσικές σκηνές ή στην... αφάνεια.
Στην ταινία «Simone» ο Αλ Πατσίνο κατασκευάζει μια ψηφιακή ηθοποιό που σύντομα τον ξεπερνάει, αποκτά δημοτικότητα και έχει τη δική της υπόσταση. Αν το παραπάνω σεναριακό εύρημα αγγίζει το ζήτημα της κατασκευής των σταρ, ο σημερινός μηχανισμός ανάδειξης είναι πιο περίπλοκος και τις περισσότερες φορές ο απόηχός του όχι και τόσο φαντασμαγορικός.
Μιλώντας για το τραγούδι και μόνο για το τραγούδι, τα δεκάδες τάλεντ σόου τείνουν να γίνουν θεσμός και ο κυρίαρχος μηχανισμός ανάδειξης νέων τραγουδιστών.
Το «τσόφλι» βέβαια δεν έσπασε τώρα ούτε καν στα μεταβατικά 00s, ούτε στα ευμαρή 90s. Από τη δεκαετία του '80, το «Να η ευκαιρία» έδωσε την… ευκαιρία να μάθει ένα ευρύ κοινό τις ερμηνευτικές ικανότητες τραγουδιστών. Ο Θέμης Αδαμαντίδης και η Γλυκερία είναι δύο ηχηρά ονόματα με την αναγκαία υποσημείωση πως οι συγκεκριμένοι δεν είχαν ακριβώς ανάγκη την τηλεόραση, ενώ είχαν ήδη κάποια προϋπηρεσία πριν τους μάθει και ο θυρωρός τους.
Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί κάτι ακόμη: η δεκαετία του '80 ήταν ακόμη τότε μια δεκαετία που υπήρχαν πολλοί παράλληλοι μηχανισμοί ανάδειξης νέων τραγουδιστών, οι δισκογραφικές εταιρείες έκαναν ακροάσεις, οι μεγάλες φίρμες στα κέντρα δοκίμαζαν νέα παιδιά (o Μανώλης Λιδάκης πρωτοδούλεψε με τον Πάνο Γαβαλά - κάτι άγνωστο ευρέως), οι μαέστροι και οι μπουζουξήδες έπαιζαν ακόμη κάποιο ρόλο, ακόμη και τα λαϊκά αναψυκτήρια έδιναν δυνατότητα σε φερέλπιδες καλλιτέχνες (πιο παλιά είχαμε τα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη ή του Ορέστη Λάσκου).
Ακόμη και το Romeo υπήρξε το φυτώριο νέων τραγουδιστών για την προηγούμενη δεκαετία των 00s (Τσαλίκης, Γιαννιάς, Στάμος κ.ά.) ή και άλλες περιπτώσεις κέντρων που πριμοδοτούσαν μια νέα φωνή.
Σήμερα, που οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν και την επιστασία διοργάνωσης συναυλιών σε μια παραγωγή που κυρίως ιεραρχεί το airplay, η όποια βαριά βιομηχανία του τραγουδιού αντλεί τα νέα ονόματα από τηλεοπτικές εκπομπές (ο Παντελής Παντελίδης αποτελεί εξαίρεση τα τελευταία χρόνια) ή σχεδόν μόνο από αυτές σε ένα νέο άξονα: θέαμα - τηλεόραση - τραγούδι - live. Οι δισκογραφικές αλιεύουν από την εικόνα. Η εικόνα επιβάλλει τη νέα φρουρά. Και το σισύφειο παιχνίδι της αναγνωρισιμότητας και των προσδοκιών συνεχίζεται.
Θα ήταν όμως άδικο να πούμε ότι τα λεγόμενα τάλεντ σόου ήταν απλώς το πεδίο για «ψώνια» ή απλά φιλόδοξα παιδιά. Η λογική σχεδόν ποτέ δεν είναι ευθύγραμμη και το πιο πρόσφατο παράδειγμα καλής φωνής και χωρίς το απωθημένο της δημοσιότητας λέγεται Αρετή Κοσμίδου.
Η 16χρονη που έκλεψε την παράσταση στο τηλεοπτικό «Voice» (αναδείχθηκε δεύτερη, αλλά ήταν το φαβορί) χθες το βράδυ επιχείρησε ένα μεγάλο άλμα: από τα τηλεοπτικά πλατό όπου την έμαθε ο κόσμος έως τον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών όπου άνοιξε τη συναυλία των Κατερίνας Πολέμη και Katerine Duska.
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα να εμφανιστώ σε έναν τέτοιο χώρο, όμορφο, ποιοτικό, έστω και κάνοντας opening για μισή ώρα με όμορφες μελωδίες» λέει η Αρετή Κοσμίδου.
«Πάμε για άλλα. Το "Voice" ήταν το πιο σημαντικό πράγμα για μένα μέχρι τώρα. Έφτασα εκεί, μου φαινόταν απίστευτο, βγήκα με χαμηλούς τόνους και τώρα δρω με άλλη ωριμότητα».
Το κορίτσι είναι χαμηλών τόνων, οι παροικούντες τη μουσική Ιερουσαλήμ μιλούν για μια ωραία και μοναδική χροιά και η ίδια φαίνεται να είναι ο πιο νέος κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας τραγουδοποιών, που ξεκινά από τη Μόνικα ή τη Μαριέττα Φαφούτη και φτάνει μέχρι την Κατερίνα Πολέμη. Νέα κορίτσια που απενοχοποιημένα γράφουν και λένε τραγούδια σε αγγλικό στίχο και ως άλλες νέες Τζόαν Μπαέζ (όχι, η αλήθεια είναι ότι σε αυτές τις δικές μας λείπει η όποια πολιτικοποίηση) πιάνουν την κιθάρα τους και τα «ρίχνουν» - και η μικρή Αρετή κινείται σε αυτό τον δρόμο, αν και χθες απλώς την απολαύσομε ως ερμηνεύτρια.
«Θέλω να γράψω δικούς μου στίχους. Μου αρέσουν ο Μανώλης Φάμελλος, η Μόνικα, η Μαριέττα Φαφούτη, η Κατερίνα Πολέμη. Όχι όμως με ελληνικό στίχο, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, με εκφράζει ο αγγλόφωνος στίχος, ταιριάζει και στη φωνή μου νομίζω. Και θέλω να υπηρετήσω αυτό το είδος που αγαπώ. Μιλώ για το εναλλακτικό ροκ και έχω αγαπημένους τους Arctic Monkey αλλά και την Τζόαν Μπαέζ. Θα ξεκινήσω τώρα να γράφω τα δικά μου κι όπως τα φέρει, μακάρι να μπορώ να τα δισκογραφήσω» σημειώνει. Στο στόρι της συνοψίζεται το πετυχημένο άλμα μιας νιότης που σήμερα ακόμη και στην πιο μακρινή επαρχία κλείνεται σε δωμάτια ή σε στούντιο, κατεβάζει μουσικές από το Ίντερνετ, μαθαίνει όργανα, μετέχει σε γκρουπάκια και τζαμάρει.
Με καταγωγή από τις ακριτικές Φέρες Έβρου και μεγαλωμένη στην Αλεξανδρούπολη, στο σπίτι άκουγε ντίσκο (λόγω πατέρα) και σχεδόν καθόλου ελληνική μουσική (κι όμως, λόγω πατέρα). «Δεν ήξερα ότι μπορούσα να τραγουδήσω, ξεκίνησα αρχικά μαθήματα κλασικής κιθάρας, έχτισα τη φωνή μου σιγά σιγά. Υπήρχε καιρός που περνούσα μέρες στο δωμάτιό μου να τραγουδώ».
Οι κόποι ευοδώθηκαν, η τηλεοπτική εικόνα διέδρασε σε αυτό και τώρα η μικρή Αρετή σκέφτεται σοβαρά να σπουδάσει έξω, κάτι που τη συμβούλευαν και πολλοί στο σόου. «Γενικά, ονειρεύομαι να σπουδάσω στην Αγγλία φωνητική και θεωρία και κινησιολογία» μας λέει. Η πόλη της, η Αλεξανδρούπολη απέχει 798 χλμ. από την Αθήνα, αλλά η δική της διαδρομή από το «Voice» στο Μέγαρο ήταν μερικές καλές ερμηνείες και μια χαμηλών τόνων στάση.
«Η Αλεξανδρούπολη έχει πολλά ταλέντα, αλλά είναι δύσκολο να αναδειχθούν σε θέατρο και τραγούδι. Από πέρυσι κάτι άλλαξε, εμείς κάναμε μια συναυλία στο σχολείο, με σημάδεψε, άκουσα καλά λόγια, πήρα θάρρος να συμμετάσχω στο "Voice" και το έκανα» λέει η Αρετή και προσθέτει: «Θα είναι δύσκολα, το ξέρω. Αφενός γιατί η δισκογραφία είναι σε μια δύσκολη συγκυρία, αφετέρου αφού δεν ξέρω αν ο κόσμος θα δεχθεί μια νέα κοπέλα που τραγουδάει με ξένο στίχο».
Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Στην ταινία «Simone» ο Αλ Πατσίνο κατασκευάζει μια ψηφιακή ηθοποιό που σύντομα τον ξεπερνάει, αποκτά δημοτικότητα και έχει τη δική της υπόσταση. Αν το παραπάνω σεναριακό εύρημα αγγίζει το ζήτημα της κατασκευής των σταρ, ο σημερινός μηχανισμός ανάδειξης είναι πιο περίπλοκος και τις περισσότερες φορές ο απόηχός του όχι και τόσο φαντασμαγορικός.
Μιλώντας για το τραγούδι και μόνο για το τραγούδι, τα δεκάδες τάλεντ σόου τείνουν να γίνουν θεσμός και ο κυρίαρχος μηχανισμός ανάδειξης νέων τραγουδιστών.
Το «τσόφλι» βέβαια δεν έσπασε τώρα ούτε καν στα μεταβατικά 00s, ούτε στα ευμαρή 90s. Από τη δεκαετία του '80, το «Να η ευκαιρία» έδωσε την… ευκαιρία να μάθει ένα ευρύ κοινό τις ερμηνευτικές ικανότητες τραγουδιστών. Ο Θέμης Αδαμαντίδης και η Γλυκερία είναι δύο ηχηρά ονόματα με την αναγκαία υποσημείωση πως οι συγκεκριμένοι δεν είχαν ακριβώς ανάγκη την τηλεόραση, ενώ είχαν ήδη κάποια προϋπηρεσία πριν τους μάθει και ο θυρωρός τους.
Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί κάτι ακόμη: η δεκαετία του '80 ήταν ακόμη τότε μια δεκαετία που υπήρχαν πολλοί παράλληλοι μηχανισμοί ανάδειξης νέων τραγουδιστών, οι δισκογραφικές εταιρείες έκαναν ακροάσεις, οι μεγάλες φίρμες στα κέντρα δοκίμαζαν νέα παιδιά (o Μανώλης Λιδάκης πρωτοδούλεψε με τον Πάνο Γαβαλά - κάτι άγνωστο ευρέως), οι μαέστροι και οι μπουζουξήδες έπαιζαν ακόμη κάποιο ρόλο, ακόμη και τα λαϊκά αναψυκτήρια έδιναν δυνατότητα σε φερέλπιδες καλλιτέχνες (πιο παλιά είχαμε τα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη ή του Ορέστη Λάσκου).
Ακόμη και το Romeo υπήρξε το φυτώριο νέων τραγουδιστών για την προηγούμενη δεκαετία των 00s (Τσαλίκης, Γιαννιάς, Στάμος κ.ά.) ή και άλλες περιπτώσεις κέντρων που πριμοδοτούσαν μια νέα φωνή.
Σήμερα, που οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν και την επιστασία διοργάνωσης συναυλιών σε μια παραγωγή που κυρίως ιεραρχεί το airplay, η όποια βαριά βιομηχανία του τραγουδιού αντλεί τα νέα ονόματα από τηλεοπτικές εκπομπές (ο Παντελής Παντελίδης αποτελεί εξαίρεση τα τελευταία χρόνια) ή σχεδόν μόνο από αυτές σε ένα νέο άξονα: θέαμα - τηλεόραση - τραγούδι - live. Οι δισκογραφικές αλιεύουν από την εικόνα. Η εικόνα επιβάλλει τη νέα φρουρά. Και το σισύφειο παιχνίδι της αναγνωρισιμότητας και των προσδοκιών συνεχίζεται.
Θα ήταν όμως άδικο να πούμε ότι τα λεγόμενα τάλεντ σόου ήταν απλώς το πεδίο για «ψώνια» ή απλά φιλόδοξα παιδιά. Η λογική σχεδόν ποτέ δεν είναι ευθύγραμμη και το πιο πρόσφατο παράδειγμα καλής φωνής και χωρίς το απωθημένο της δημοσιότητας λέγεται Αρετή Κοσμίδου.
Η 16χρονη που έκλεψε την παράσταση στο τηλεοπτικό «Voice» (αναδείχθηκε δεύτερη, αλλά ήταν το φαβορί) χθες το βράδυ επιχείρησε ένα μεγάλο άλμα: από τα τηλεοπτικά πλατό όπου την έμαθε ο κόσμος έως τον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών όπου άνοιξε τη συναυλία των Κατερίνας Πολέμη και Katerine Duska.
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα να εμφανιστώ σε έναν τέτοιο χώρο, όμορφο, ποιοτικό, έστω και κάνοντας opening για μισή ώρα με όμορφες μελωδίες» λέει η Αρετή Κοσμίδου.
«Πάμε για άλλα. Το "Voice" ήταν το πιο σημαντικό πράγμα για μένα μέχρι τώρα. Έφτασα εκεί, μου φαινόταν απίστευτο, βγήκα με χαμηλούς τόνους και τώρα δρω με άλλη ωριμότητα».
Το κορίτσι είναι χαμηλών τόνων, οι παροικούντες τη μουσική Ιερουσαλήμ μιλούν για μια ωραία και μοναδική χροιά και η ίδια φαίνεται να είναι ο πιο νέος κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας τραγουδοποιών, που ξεκινά από τη Μόνικα ή τη Μαριέττα Φαφούτη και φτάνει μέχρι την Κατερίνα Πολέμη. Νέα κορίτσια που απενοχοποιημένα γράφουν και λένε τραγούδια σε αγγλικό στίχο και ως άλλες νέες Τζόαν Μπαέζ (όχι, η αλήθεια είναι ότι σε αυτές τις δικές μας λείπει η όποια πολιτικοποίηση) πιάνουν την κιθάρα τους και τα «ρίχνουν» - και η μικρή Αρετή κινείται σε αυτό τον δρόμο, αν και χθες απλώς την απολαύσομε ως ερμηνεύτρια.
«Θέλω να γράψω δικούς μου στίχους. Μου αρέσουν ο Μανώλης Φάμελλος, η Μόνικα, η Μαριέττα Φαφούτη, η Κατερίνα Πολέμη. Όχι όμως με ελληνικό στίχο, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, με εκφράζει ο αγγλόφωνος στίχος, ταιριάζει και στη φωνή μου νομίζω. Και θέλω να υπηρετήσω αυτό το είδος που αγαπώ. Μιλώ για το εναλλακτικό ροκ και έχω αγαπημένους τους Arctic Monkey αλλά και την Τζόαν Μπαέζ. Θα ξεκινήσω τώρα να γράφω τα δικά μου κι όπως τα φέρει, μακάρι να μπορώ να τα δισκογραφήσω» σημειώνει. Στο στόρι της συνοψίζεται το πετυχημένο άλμα μιας νιότης που σήμερα ακόμη και στην πιο μακρινή επαρχία κλείνεται σε δωμάτια ή σε στούντιο, κατεβάζει μουσικές από το Ίντερνετ, μαθαίνει όργανα, μετέχει σε γκρουπάκια και τζαμάρει.
Με καταγωγή από τις ακριτικές Φέρες Έβρου και μεγαλωμένη στην Αλεξανδρούπολη, στο σπίτι άκουγε ντίσκο (λόγω πατέρα) και σχεδόν καθόλου ελληνική μουσική (κι όμως, λόγω πατέρα). «Δεν ήξερα ότι μπορούσα να τραγουδήσω, ξεκίνησα αρχικά μαθήματα κλασικής κιθάρας, έχτισα τη φωνή μου σιγά σιγά. Υπήρχε καιρός που περνούσα μέρες στο δωμάτιό μου να τραγουδώ».
Οι κόποι ευοδώθηκαν, η τηλεοπτική εικόνα διέδρασε σε αυτό και τώρα η μικρή Αρετή σκέφτεται σοβαρά να σπουδάσει έξω, κάτι που τη συμβούλευαν και πολλοί στο σόου. «Γενικά, ονειρεύομαι να σπουδάσω στην Αγγλία φωνητική και θεωρία και κινησιολογία» μας λέει. Η πόλη της, η Αλεξανδρούπολη απέχει 798 χλμ. από την Αθήνα, αλλά η δική της διαδρομή από το «Voice» στο Μέγαρο ήταν μερικές καλές ερμηνείες και μια χαμηλών τόνων στάση.
«Η Αλεξανδρούπολη έχει πολλά ταλέντα, αλλά είναι δύσκολο να αναδειχθούν σε θέατρο και τραγούδι. Από πέρυσι κάτι άλλαξε, εμείς κάναμε μια συναυλία στο σχολείο, με σημάδεψε, άκουσα καλά λόγια, πήρα θάρρος να συμμετάσχω στο "Voice" και το έκανα» λέει η Αρετή και προσθέτει: «Θα είναι δύσκολα, το ξέρω. Αφενός γιατί η δισκογραφία είναι σε μια δύσκολη συγκυρία, αφετέρου αφού δεν ξέρω αν ο κόσμος θα δεχθεί μια νέα κοπέλα που τραγουδάει με ξένο στίχο».
Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω