Θα αδειάσουν πάλι οι πόλεις και οι μικρές μας γειτονιές σε λίγες μέρες. Ο Αύγουστος θα πάρει μαζί τους τουρίστες με τα μπογαλάκια τους, τα 4x4 που απέμειναν και θα τα στείλει όλα μαζί στο χειμώνα. Θα αδειάσουν οι ακτές, θα μείνουν ομπρέλες και ξαπλώστρες
της Ελένης Σκάβδη
Θα αδειάσουν πάλι οι πόλεις και οι μικρές μας γειτονιές σε λίγες μέρες. Ο Αύγουστος θα πάρει μαζί τους τουρίστες με τα μπογαλάκια τους, τα 4x4 που απέμειναν και θα τα στείλει όλα μαζί στο χειμώνα. Θα αδειάσουν οι ακτές, θα μείνουν ομπρέλες και ξαπλώστρες «να φάν’ κι οι -ντόπιες- κότες», όσο ακόμα καταφέρουν να παρατείνουν το καλοκαίρι. Εκεί μέσα κι εγώ, που θα απολαμβάνω θάλασσα και ήλιο με τις εμμονές και τα πάθη μου ακμαία… αγωνιστικά, αλλά, φευ, μετακαλοκαιρινά...
Όταν μαζέψω τα μαγιό δεν ξέρω τι θα γίνει στις παραλίες μας που μεσιτεύει το ΤΑΙΠΕΔ. Είναι -λένε- εδώ κι ένας Ρώσος από τις αρχές του καλοκαιριού που παζαρεύει τα παραλιακά φιλέτα. Και το εμπάργκο Πούτιν στα ζαρζαβάτια απειλεί καθοριστικά τη φράουλα της Μανωλάδας, αφού το 65% της παραγωγής είχε προορισμό τη Ρωσία. Γι’ αυτό και τρέμουν όλοι εδώ τις τελευταίες μέρες. Τα μαντάτα λένε ότι ήδη ακυρώθηκαν παραγγελίες που προορίζονταν για τη νέα φύτευση… Κι αν καταρρεύσει, φράουλα, τι θα απομείνει από τους εργάτες των φυτειών; Τι θα απογίνουν οι άνθρωποι; Εδώ μας θέλω!
Μ’ αρέσει η πόλη το αποκαλόκαιρο. Μοιάζει να παραδέχεται όλων των λογιών τις ήττες του καλοκαιριού. Καθώς την περπατάς απολαμβάνεις ένα κοινό είδωλο μαζί της, σαν πόζα σε καθρέφτη. Κι εκεί μέσα καμαρώνετε, τινάζοντας με χάρη τη μακριά πλεξίδα μιας όμορφης κόμης…
Γύρω καίγεται το πελεκούδι και δεν νοιάζεστε. Έχει ακόμα καλοκαίρι, λέτε, έχει ακόμα θάλασσα και ήλιο, έχουμε η μια την άλλη! Μιλάτε, στέλνετε χαιρετίσματα και κουβεντούλες στα τραπεζάκια της πλατείας, στα μικρά καφέ, στα μαγαζιά.
«Μη παρκάρεται! Θα ρίξω σμπάρα, όποιος διαπιστόσω - Νο πάρκιν!», γράφει με ωραία καλλιγραφία πάνω σε μαντράκι μικρής μονοκατοικίας στο κέντρο. Ο «ταμπελάς» έβγαλε δικό του φιρμάνι για να προστατέψει το χαμηλό του πορτόνι από τα αυτοκίνητα των «φερτών» του Αυγούστου, που τον έπνιξαν. Ωραίο το σύνθημα και η απειλή με τα «σμπάρα»… Μια τρυφερή συνομιλία που αναδύεται από τη σιωπή, από μια άλλη γλώσσα! Εκατοντάδες παρόμοιες ταμπελίτσες βλέπεις τριγύρω, μπροστά στα εξοχικά, στις περιφράξεις των χωραφιών, στα καφενεία.
«Πουλείται έλαιων γνίσιο και υγιηνό». «Πουλείται κρασί και τσίπουρω»… Όλα «πωλούνται» κατ’ ευθείαν από την παραγωγή και χύμα, μαζί με αβγά, κοτόπουλα, γάλα και φαραόνια… Στις αυτοσχέδιες «τραγάτες» της εθνικής οδού βρίσκεις τομάτα χωραφιού ή θερμοκηπίου, κολοκύθες, καρπούζια, αργίτικα πεπόνια, πλεξούδες κρεμμύδια, σκόρδα. Μαζί και γλάστρες δυόσμο, βασιλικό, μανουσάκια και μαϊντανό. Από εκεί αγοράσαμε κι εμείς βασιλικά και κολοκύθες για τη γλυκιά κολοκυθόπιτα που πασπαλίζω με μπόλικη κανέλα.
Έχω συνδυάσει το τέλος του καλοκαιριού με κολοκυθόπιτα - και όχι μόνο. Το έχω συνδυάσει και με τον παλιατζή που από το Δεκαπενταύγουστο και μετά περνάει από τη δημοσιά και φωνάζει. «Παλαιαί καρέκλαι, παλαιαί ομπρέλαι, όλα τα μαζεύω…». Προφορικά ή γραπτά αυτή η επικοινωνία αναδεικνύει την «ταυτότητα» του δικού μου τόπου. Ταυτότητα που ακουμπά σε μια οικονομία πρωτότυπη και γλυκιά, γεμάτη περιβολικά, φορτισμένη και θυμωμένη, χαλαρή όμως και απελευθερωμένη, που ξέρει πώς πουλά και πώς αγοράζει!
Όλη αυτή η παράδοση που αντέχει στον καιρό, όσο αντέχει ακόμα η γη που γονιμοποιεί το σπόρο, όσο ανορθόγραφη κι αυθόρμητη κι αν είναι, δεν ξέφυγε ποτέ από τους ρυθμούς, δεν έγινε πλιάτσικο, κλοπή, ληστεία κι ας λοιδορούνται η… ανορθογραφία και η αμεσότητα της εμπορίας με την οποία επιβιώνουν οι λειτουργοί της.
Στο τέλος του θέρους, όταν μαζευτούν οι τραγάτες κι αρχίσουν να ξεθωριάζουν οι ταμπέλες, θα απομείνουν κι άλλα συνθήματα των αγορών και των καιρών, κάτι αφίσες για μπαγλαμάδες που τραγουδήσανε στο λαό… σε «κέντρα» του καλοκαιριού. Αυτά δεν τα βλέπω στον καθρέπτη που ποζάρω αλά μπρατσέτα με τη φτωχή μου πόλη… Ούτε κι εκείνη!
Φωτογραφία: Ορέστης Σεραφειμίδης
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (στήλη Μεθοριακά)
Θα αδειάσουν πάλι οι πόλεις και οι μικρές μας γειτονιές σε λίγες μέρες. Ο Αύγουστος θα πάρει μαζί τους τουρίστες με τα μπογαλάκια τους, τα 4x4 που απέμειναν και θα τα στείλει όλα μαζί στο χειμώνα. Θα αδειάσουν οι ακτές, θα μείνουν ομπρέλες και ξαπλώστρες «να φάν’ κι οι -ντόπιες- κότες», όσο ακόμα καταφέρουν να παρατείνουν το καλοκαίρι. Εκεί μέσα κι εγώ, που θα απολαμβάνω θάλασσα και ήλιο με τις εμμονές και τα πάθη μου ακμαία… αγωνιστικά, αλλά, φευ, μετακαλοκαιρινά...
Όταν μαζέψω τα μαγιό δεν ξέρω τι θα γίνει στις παραλίες μας που μεσιτεύει το ΤΑΙΠΕΔ. Είναι -λένε- εδώ κι ένας Ρώσος από τις αρχές του καλοκαιριού που παζαρεύει τα παραλιακά φιλέτα. Και το εμπάργκο Πούτιν στα ζαρζαβάτια απειλεί καθοριστικά τη φράουλα της Μανωλάδας, αφού το 65% της παραγωγής είχε προορισμό τη Ρωσία. Γι’ αυτό και τρέμουν όλοι εδώ τις τελευταίες μέρες. Τα μαντάτα λένε ότι ήδη ακυρώθηκαν παραγγελίες που προορίζονταν για τη νέα φύτευση… Κι αν καταρρεύσει, φράουλα, τι θα απομείνει από τους εργάτες των φυτειών; Τι θα απογίνουν οι άνθρωποι; Εδώ μας θέλω!
Μ’ αρέσει η πόλη το αποκαλόκαιρο. Μοιάζει να παραδέχεται όλων των λογιών τις ήττες του καλοκαιριού. Καθώς την περπατάς απολαμβάνεις ένα κοινό είδωλο μαζί της, σαν πόζα σε καθρέφτη. Κι εκεί μέσα καμαρώνετε, τινάζοντας με χάρη τη μακριά πλεξίδα μιας όμορφης κόμης…
Γύρω καίγεται το πελεκούδι και δεν νοιάζεστε. Έχει ακόμα καλοκαίρι, λέτε, έχει ακόμα θάλασσα και ήλιο, έχουμε η μια την άλλη! Μιλάτε, στέλνετε χαιρετίσματα και κουβεντούλες στα τραπεζάκια της πλατείας, στα μικρά καφέ, στα μαγαζιά.
«Μη παρκάρεται! Θα ρίξω σμπάρα, όποιος διαπιστόσω - Νο πάρκιν!», γράφει με ωραία καλλιγραφία πάνω σε μαντράκι μικρής μονοκατοικίας στο κέντρο. Ο «ταμπελάς» έβγαλε δικό του φιρμάνι για να προστατέψει το χαμηλό του πορτόνι από τα αυτοκίνητα των «φερτών» του Αυγούστου, που τον έπνιξαν. Ωραίο το σύνθημα και η απειλή με τα «σμπάρα»… Μια τρυφερή συνομιλία που αναδύεται από τη σιωπή, από μια άλλη γλώσσα! Εκατοντάδες παρόμοιες ταμπελίτσες βλέπεις τριγύρω, μπροστά στα εξοχικά, στις περιφράξεις των χωραφιών, στα καφενεία.
«Πουλείται έλαιων γνίσιο και υγιηνό». «Πουλείται κρασί και τσίπουρω»… Όλα «πωλούνται» κατ’ ευθείαν από την παραγωγή και χύμα, μαζί με αβγά, κοτόπουλα, γάλα και φαραόνια… Στις αυτοσχέδιες «τραγάτες» της εθνικής οδού βρίσκεις τομάτα χωραφιού ή θερμοκηπίου, κολοκύθες, καρπούζια, αργίτικα πεπόνια, πλεξούδες κρεμμύδια, σκόρδα. Μαζί και γλάστρες δυόσμο, βασιλικό, μανουσάκια και μαϊντανό. Από εκεί αγοράσαμε κι εμείς βασιλικά και κολοκύθες για τη γλυκιά κολοκυθόπιτα που πασπαλίζω με μπόλικη κανέλα.
Έχω συνδυάσει το τέλος του καλοκαιριού με κολοκυθόπιτα - και όχι μόνο. Το έχω συνδυάσει και με τον παλιατζή που από το Δεκαπενταύγουστο και μετά περνάει από τη δημοσιά και φωνάζει. «Παλαιαί καρέκλαι, παλαιαί ομπρέλαι, όλα τα μαζεύω…». Προφορικά ή γραπτά αυτή η επικοινωνία αναδεικνύει την «ταυτότητα» του δικού μου τόπου. Ταυτότητα που ακουμπά σε μια οικονομία πρωτότυπη και γλυκιά, γεμάτη περιβολικά, φορτισμένη και θυμωμένη, χαλαρή όμως και απελευθερωμένη, που ξέρει πώς πουλά και πώς αγοράζει!
Όλη αυτή η παράδοση που αντέχει στον καιρό, όσο αντέχει ακόμα η γη που γονιμοποιεί το σπόρο, όσο ανορθόγραφη κι αυθόρμητη κι αν είναι, δεν ξέφυγε ποτέ από τους ρυθμούς, δεν έγινε πλιάτσικο, κλοπή, ληστεία κι ας λοιδορούνται η… ανορθογραφία και η αμεσότητα της εμπορίας με την οποία επιβιώνουν οι λειτουργοί της.
Στο τέλος του θέρους, όταν μαζευτούν οι τραγάτες κι αρχίσουν να ξεθωριάζουν οι ταμπέλες, θα απομείνουν κι άλλα συνθήματα των αγορών και των καιρών, κάτι αφίσες για μπαγλαμάδες που τραγουδήσανε στο λαό… σε «κέντρα» του καλοκαιριού. Αυτά δεν τα βλέπω στον καθρέπτη που ποζάρω αλά μπρατσέτα με τη φτωχή μου πόλη… Ούτε κι εκείνη!
Φωτογραφία: Ορέστης Σεραφειμίδης
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (στήλη Μεθοριακά)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω