Κορδωτή κίνησα για την τράπεζα να «πλερώσω» - κι ας με λένε Νεάντερταλ κάποιοι από τους συνοδοιπόρους. Είμαι εθισμένη σε «δόσεις», σαν να λέμε «σταλιά σταλιά κι αχόρταγα», παραδομένη στη λογιστική τελετουργία της εποχής. Μαζί, ορδές από τη συνομοταξία
της Ελένης Σκάβδη
Κορδωτή κίνησα για την τράπεζα να «πλερώσω» - κι ας με λένε Νεάντερταλ κάποιοι από τους συνοδοιπόρους. Είμαι εθισμένη σε «δόσεις», σαν να λέμε «σταλιά σταλιά κι αχόρταγα», παραδομένη στη λογιστική τελετουργία της εποχής.
Μαζί, ορδές από τη συνομοταξία μου! Πήρα το νούμερο... 650 στις 12:00 μ.μ., την ώρα που στα γκισέ εξυπηρετούνταν το 196. Βγήκα στο ΑΤΜ να πάρω κατιτίς για υποχρεώσεις σε άλλα ταμεία, κι εκείνο απάντησε ότι δεν μπορούσε να με εξυπηρετήσει! «Τους τελείωσαν τα πενηντάρικα», σφύριξε ομοιοπαθής που είχε κατεβεί αχάραγο από το χωριό και στήθηκε στην ουρά για τη σύνταξη ΟΓΑ. «Δεν έχετε e-banking;» με ρώτησε ο υπάλληλος. Δεν απάντησα, ούτε προτίθεμαι. Προτιμώ να βλέπω ιδίοις όμμασι «το σύστημα» να πρεσάρει την ωραία μου φυλή, όπως τα τοματάκια που περνάω από μηχανή για τις σάλτσες μου.
Το καθεστώς «στας τραπέζας» -έτσι τονίζει τη λέξη η θείτσα μου- μοιάζει να υπάκουσε στην του Αδώνιδος υπόθεσιν, ότι αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποσυρθούν όλοι οι παράδες. Τρέλα με κορδέλα, λοιπόν, σε ένα ωραίο φθινόπωρο, που τα έχει όλα. «Παλαβάδες», «μομφές», «τσιριτρό» και μελαγχολία, οσφυοκαμψία, ευτέλεια, κυδώνια και μαντζουράνες…
Για την ακρίβεια, πολλή μαντζουράνα! Το πρώτο ερέθισμα του Οκτώβρη το προσέλαβα από μια γλάστρα με μαντζουράνα. Μου θύμισε τις μαντζουράνες στο σπίτι της Αλεξανδρούπολης, τα αραδιασμένα στο φράκτη γλαστράκια με λογιώ λογιώ αρωματικά, ένα μεθυστικό τείχος, που όριζε τη μικρή μας ιδιοκτησία με σαφήνεια και… τόλμη. Ήξερες ότι μόλις μυρίσεις κρίνα αρχίζει η περιοχή της κυρίας Μαργαρίτας, αν οσμιζόσουν ζουμπούλια, της κυρίας Ζωής και πάει λέγοντας. Ποτέ δεν αμφισβήτησα αυτό το ιδιοκτησιακό στάτους που οργάνωνε κανόνες για την «περιουσία» μας. Σκέπτομαι λοιπόν πως ένας από τους λόγους που ο πολιτισμός της αυλής χάθηκε και δεν μετακενώθηκε στους ακάλυπτους της οριζόντιας ιδιοκτησίας, είναι ότι παραδώσαμε μαζί με το οικόπεδο και γλάστρες και πρασιές και φυλλώματα οικοπεδούχων… Ήξερα με σχολαστική ακρίβεια κάθε μυριστική λεπτομέρεια των συνόρων του πατρικού, που δεν υπάρχει πια, αλλά που στη ρεαλιστική ζωή με καθοδηγεί μεταφυσικά και παρήγορα. Την κερασιά στο δρόμο, τη βρομοκαρυδιά στο Νότο, τα βασιλικά στην Ανατολή και το γιασεμί που ακουμπούσε στη δυτική μεσοτοιχία… Ακόμα και τώρα θυμόμαστε και λέμε: «Στη μεριά της κερασιάς, ή στη μεριά με τα βασιλικά». Με τέτοια μνήμη, βέβαια, προσηλωμένη σε μια χλωρίδα σακατεμένη, πώς να περισσέψει ερέθισμα για τα περαιτέρω… χωροταξικοφορομπηχτικά, που μας καρφώνουν από όλες τις μεριές;
Προσώρας αναμετριέμαι με τα καρφιά-πασσάλους της περίφραξης στα προικώα μου, φορτωμένης με λούλουδα και θάμνους, που πληρώνουν και δεν ξοφλούν. Της συκαμινιάς και του «τσολιά» μου, κάθε περικοκλάδας ή πρασινάδας που ορίζουν την «κτήση» μου. Έτσι είναι η σειρά εδώ, μια γραμμή με ρίζες, που όσο κι αν χοροπηδήσεις δεν μπορείς να την αλλάξεις. Γύρω εκατοντάδες στρέμματα παρατημένα και χέρσα. Τι ΕΝΦΙΑ πληρώνουν δεν ξέρω… Οι αφέντες τους έχουν αναληφθεί στους ουρανούς, και οι κληρονόμοι τους σίγουρα έχουν αλλάξει φορεσιά και ρόλους. Έχουν ξεχάσει ότι όλους ένα κομμάτι γης μάς έσπειρε κάποιο καιρό, μια στάνη μας… βόσκησε μέχρι να βγούμε στον κόσμο και ν' αλλάξουμε ένδυμα. Αν παρατηρήσεις πρόσωπα γύρω θα καταλάβεις πως αυτή η αφετηρία δεν ξεθωριάζει εύκολα. Βλέπω ανθρώπους άσημους ή διάσημους κι όλοι μου φαίνονται ότι σέρνουν… μια «σκιά». Ποιμένων, τσιφλικάδων, σέμπρων, ελάχιστοι γραμματιζούμενων. Με αυτή την παρατήρηση φτιάχνω ωραία σενάρια. Άλλος φτυστός ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α', άλλος μοιάζει του Κολοκοτρώνη ή του Πετρόμπεη, υπάρχουν ένα σωρό φτυστοί με τον Καποδίστρια, κι άλλοι πάλι φέρνουν του Λευτεράκη Βενιζέλου, για να μην ταιριάξω σ’ αυτήν την «ελληνοσειρά» και τινες νεότερους, φτυστούς ο Ζαν Μαρία Βολοντέ, στην ταινία «Υπεράνω πάσης υποψίας».
Εγώ νομίζω ότι σέρνω τη σκιά καρβουνασβεστάδων ανιόντων… Ισως γι’ αυτό αντιπαραθέτω στο παρόν μια μαντζουράνα… Ισορροπώντας μνήμη κι αισθήσεις, στη ματαιότητα προσδοκιών και στην ελαφρότητα των αναστεναγμών… Ας είν’ καλά οι ουρές «στας τραπέζας» που αναπαριστούν την πιο αληθινή εικόνα του τόπου μας.
Φωτογραφία: Νατάσα Χριστοπούλου
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (στήλη Μεθοριακά)
Κορδωτή κίνησα για την τράπεζα να «πλερώσω» - κι ας με λένε Νεάντερταλ κάποιοι από τους συνοδοιπόρους. Είμαι εθισμένη σε «δόσεις», σαν να λέμε «σταλιά σταλιά κι αχόρταγα», παραδομένη στη λογιστική τελετουργία της εποχής.
Μαζί, ορδές από τη συνομοταξία μου! Πήρα το νούμερο... 650 στις 12:00 μ.μ., την ώρα που στα γκισέ εξυπηρετούνταν το 196. Βγήκα στο ΑΤΜ να πάρω κατιτίς για υποχρεώσεις σε άλλα ταμεία, κι εκείνο απάντησε ότι δεν μπορούσε να με εξυπηρετήσει! «Τους τελείωσαν τα πενηντάρικα», σφύριξε ομοιοπαθής που είχε κατεβεί αχάραγο από το χωριό και στήθηκε στην ουρά για τη σύνταξη ΟΓΑ. «Δεν έχετε e-banking;» με ρώτησε ο υπάλληλος. Δεν απάντησα, ούτε προτίθεμαι. Προτιμώ να βλέπω ιδίοις όμμασι «το σύστημα» να πρεσάρει την ωραία μου φυλή, όπως τα τοματάκια που περνάω από μηχανή για τις σάλτσες μου.
Το καθεστώς «στας τραπέζας» -έτσι τονίζει τη λέξη η θείτσα μου- μοιάζει να υπάκουσε στην του Αδώνιδος υπόθεσιν, ότι αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποσυρθούν όλοι οι παράδες. Τρέλα με κορδέλα, λοιπόν, σε ένα ωραίο φθινόπωρο, που τα έχει όλα. «Παλαβάδες», «μομφές», «τσιριτρό» και μελαγχολία, οσφυοκαμψία, ευτέλεια, κυδώνια και μαντζουράνες…
Για την ακρίβεια, πολλή μαντζουράνα! Το πρώτο ερέθισμα του Οκτώβρη το προσέλαβα από μια γλάστρα με μαντζουράνα. Μου θύμισε τις μαντζουράνες στο σπίτι της Αλεξανδρούπολης, τα αραδιασμένα στο φράκτη γλαστράκια με λογιώ λογιώ αρωματικά, ένα μεθυστικό τείχος, που όριζε τη μικρή μας ιδιοκτησία με σαφήνεια και… τόλμη. Ήξερες ότι μόλις μυρίσεις κρίνα αρχίζει η περιοχή της κυρίας Μαργαρίτας, αν οσμιζόσουν ζουμπούλια, της κυρίας Ζωής και πάει λέγοντας. Ποτέ δεν αμφισβήτησα αυτό το ιδιοκτησιακό στάτους που οργάνωνε κανόνες για την «περιουσία» μας. Σκέπτομαι λοιπόν πως ένας από τους λόγους που ο πολιτισμός της αυλής χάθηκε και δεν μετακενώθηκε στους ακάλυπτους της οριζόντιας ιδιοκτησίας, είναι ότι παραδώσαμε μαζί με το οικόπεδο και γλάστρες και πρασιές και φυλλώματα οικοπεδούχων… Ήξερα με σχολαστική ακρίβεια κάθε μυριστική λεπτομέρεια των συνόρων του πατρικού, που δεν υπάρχει πια, αλλά που στη ρεαλιστική ζωή με καθοδηγεί μεταφυσικά και παρήγορα. Την κερασιά στο δρόμο, τη βρομοκαρυδιά στο Νότο, τα βασιλικά στην Ανατολή και το γιασεμί που ακουμπούσε στη δυτική μεσοτοιχία… Ακόμα και τώρα θυμόμαστε και λέμε: «Στη μεριά της κερασιάς, ή στη μεριά με τα βασιλικά». Με τέτοια μνήμη, βέβαια, προσηλωμένη σε μια χλωρίδα σακατεμένη, πώς να περισσέψει ερέθισμα για τα περαιτέρω… χωροταξικοφορομπηχτικά, που μας καρφώνουν από όλες τις μεριές;
Προσώρας αναμετριέμαι με τα καρφιά-πασσάλους της περίφραξης στα προικώα μου, φορτωμένης με λούλουδα και θάμνους, που πληρώνουν και δεν ξοφλούν. Της συκαμινιάς και του «τσολιά» μου, κάθε περικοκλάδας ή πρασινάδας που ορίζουν την «κτήση» μου. Έτσι είναι η σειρά εδώ, μια γραμμή με ρίζες, που όσο κι αν χοροπηδήσεις δεν μπορείς να την αλλάξεις. Γύρω εκατοντάδες στρέμματα παρατημένα και χέρσα. Τι ΕΝΦΙΑ πληρώνουν δεν ξέρω… Οι αφέντες τους έχουν αναληφθεί στους ουρανούς, και οι κληρονόμοι τους σίγουρα έχουν αλλάξει φορεσιά και ρόλους. Έχουν ξεχάσει ότι όλους ένα κομμάτι γης μάς έσπειρε κάποιο καιρό, μια στάνη μας… βόσκησε μέχρι να βγούμε στον κόσμο και ν' αλλάξουμε ένδυμα. Αν παρατηρήσεις πρόσωπα γύρω θα καταλάβεις πως αυτή η αφετηρία δεν ξεθωριάζει εύκολα. Βλέπω ανθρώπους άσημους ή διάσημους κι όλοι μου φαίνονται ότι σέρνουν… μια «σκιά». Ποιμένων, τσιφλικάδων, σέμπρων, ελάχιστοι γραμματιζούμενων. Με αυτή την παρατήρηση φτιάχνω ωραία σενάρια. Άλλος φτυστός ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α', άλλος μοιάζει του Κολοκοτρώνη ή του Πετρόμπεη, υπάρχουν ένα σωρό φτυστοί με τον Καποδίστρια, κι άλλοι πάλι φέρνουν του Λευτεράκη Βενιζέλου, για να μην ταιριάξω σ’ αυτήν την «ελληνοσειρά» και τινες νεότερους, φτυστούς ο Ζαν Μαρία Βολοντέ, στην ταινία «Υπεράνω πάσης υποψίας».
Εγώ νομίζω ότι σέρνω τη σκιά καρβουνασβεστάδων ανιόντων… Ισως γι’ αυτό αντιπαραθέτω στο παρόν μια μαντζουράνα… Ισορροπώντας μνήμη κι αισθήσεις, στη ματαιότητα προσδοκιών και στην ελαφρότητα των αναστεναγμών… Ας είν’ καλά οι ουρές «στας τραπέζας» που αναπαριστούν την πιο αληθινή εικόνα του τόπου μας.
Φωτογραφία: Νατάσα Χριστοπούλου
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (στήλη Μεθοριακά)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω