Στο σημερινό άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αναφορά στην κρίση χρέους που αντιμετώπισε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και πώς αυτή επηρέασε τη διάλυσή της μερικές δεκαετίες μετά. Αυτή η ιστορική αναφορά
του Σάββα Καλεντερίδη
Στο σημερινό άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αναφορά στην κρίση χρέους που αντιμετώπισε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και πώς αυτή επηρέασε τη διάλυσή της μερικές δεκαετίες μετά.
Αυτή η ιστορική αναφορά γίνεται γιατί, παρά την παρέλευση των δεκαετιών και των αιώνων, η μέθοδος που ακολουθούν τα κέντρα που ελέγχουν το χρήμα για να χειραγωγούν αλλά και να διαλύουν κράτη είναι περίπου η ίδια.
Ελέγχουν, μέσω των πολιτικών, των κομμάτων αλλά και των ντόπιων κεφαλαιοκρατών το παιχνίδι σε εσωτερικό επίπεδο στο κράτος-στόχο, με σκοπό τη δημιουργία πιεστικών αναγκών χρηματοδότησης. Στη συνέχεια έρχονται με δάνεια και καλύπτουν τις ανάγκες αυτές. Όμως ακριβώς επειδή ο έλεγχος στο εσωτερικό των κρατών συνεχίζεται αυξανόμενος, οι ανάγκες σε δανεισμό, αντί να μειώνονται, αυξάνονται, με αποτέλεσμα από κάποια στιγμή και μετά το κράτος-στόχος να χάνει την κυριαρχία του, η οποία περνά στην κυριολεξία στα χέρια των δανειστών!
Να δούμε λοιπόν τι έγινε στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Υψηλή Πύλη προσέφυγε για πρώτη φορά στον εξωτερικό δανεισμό το 1854 και έως το 1874 έλαβε συνολικά 15 διαφορετικά δάνεια, συνολικού ύψους 239.000.000 χρυσών λιρών. Από το ποσό εκείνο στα οθωμανικά ταμεία κατέληξαν μόνο οι 127.000.000 λίρες, αφού τα υπόλοιπα χρήματα είτε παρακρατήθηκαν από τους δανειστές είτε πέρασαν στα χέρια των μεσαζόντων.
Ο πρώτος δανεισμός έγινε για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα του Κριμαϊκού Πολέμου και ακολούθησαν οι άλλοι για να αντιμετωπιστούν οι αυξανόμενες ανάγκες του κράτους, με αποτέλεσμα το 1874 το κράτος να δηλώσει επίσημα αδυναμία πληρωμής ακόμα και των τόκων. Με τη συγκεκριμένη δήλωση το οθωμανικό κράτος υποσχόταν να πληρώνει μόνο το μισό της δόσης, κάτι το οποίο έμεινε στα χαρτιά, αφού ούτε και σε αυτό ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες δαπάνες του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878, και αφού είχε κλείσει η πόρτα του εξωτερικού δανεισμού, το οθωμανικό κράτος προσέφυγε στον εσωτερικό δανεισμό, παίρνοντας δάνεια από τους λεγόμενους τραπεζίτες του Γαλατά.
Τελικώς, το κράτος, επειδή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, το 1879 κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους εσωτερικούς δανειστές, οι οποίοι απέκτησαν το δικαίωμα να εισπράττουν τους φόρους από τις σφραγίδες, τα αλκοολούχα ποτά, το ψάρεμα, το αλάτι και τον καπνό για δέκα χρόνια. Μετά την αντίδραση των ξένων δανειστών, το 1881 υπογράφηκε νέα συμφωνία, με την οποία αποκτούσαν δικαίωμα στη είσπραξη των φόρων και οι ξένοι δανειστές, ενώ προστέθηκε και ο φόρος από το μετάξι. Για την είσπραξη των φόρων ιδρύθηκε η Επιτροπή Γενικών Δανείων, γνωστή ως Dόyun-u Umumiye, η οποία ήταν επταμελής, με δύο από τα μέλη της να είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι ένας Αγγλος, ένας Γάλλος, ένα Γερμανός, ένας Αυστριακός και ένας Ιταλός.
Μετά την ίδρυση του φορέα αυτού, ο οποίος ήταν στην ουσία ένα κράτος εν κράτει ή, πιο σωστά, ένα υπουργείο Οικονομικών δίπλα στο κανονικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέστη απολύτως εξαρτημένη από τους ξένους δανειστές, αφού ήταν υποχρεωμένη να παίρνει συνεχώς δάνεια αφενός μεν για τις αυξανόμενες υποχρεώσεις της και αφετέρου για την εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων.
Η ως άνω επιτροπή διαλύθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, αφού τα εξωτερικά χρέη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιμερίστηκαν στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της. Από το σύνολο των 140.000.000 λιρών η Τουρκία ανέλαβε το χρέος των 84.597.495 λιρών και η Ελλάδα αυτό των 11.054.534 λιρών.
Η τελευταία δόση για την εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους πληρώθηκε από την Τουρκία το 1954.
Όλο αυτό το διάστημα της υπερχρέωσης και του ελέγχου της από τους δανειστές η Αυτοκρατορία έχασε από τους δανειστές της Γάλλους την Τυνησία (1869), από τους Άγγλους την Αίγυπτο (1882) και από τους Αυστροούγγρους τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (1908), ενώ το 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και το 1913 η Κρήτη ενσωματώθηκε με την Ελλάδα.
Ασφαλώς θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οφειλόταν μόνο στο μεγάλο εξωτερικό χρέος της και στην αυξημένη επιρροή των δανειστών στη διαχείριση των οικονομικών της. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε τη μεθοδολογία που ακολούθησαν οι δανειστές για να αυξήσουν την επιρροή τους σε ένα κράτος και στη συνέχεια να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους, όποιοι κι αν ήταν αυτοί.
Τέλος, και επειδή αρκετοί από τους πολιτικούς μας και από τους κυβερνώντες είναι λίγο πολύ αγράμματοι και απαίδευτοι περί την πολιτική και την Ιστορία -αν ήταν αλλιώς, δεν θα είχε καταστραφεί η χώρα-, καλό είναι να προβληματιστούν με αυτά που αναφέρονται στο άρθρο και να τα συσχετίσουν με τα δεινά που περνά η πατρίδα μας.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "δημοκρατία"
* Στη φωτογραφία το κτίριο που στέγαζε την Επιτροπή Γενικών Δανείων, γνωστή ως Düyun-u Umumiye, στην Κωνσταντινούπολη, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
infognomonpolitics.blogspot.gr
Στο σημερινό άρθρο μας θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αναφορά στην κρίση χρέους που αντιμετώπισε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα και πώς αυτή επηρέασε τη διάλυσή της μερικές δεκαετίες μετά.
Αυτή η ιστορική αναφορά γίνεται γιατί, παρά την παρέλευση των δεκαετιών και των αιώνων, η μέθοδος που ακολουθούν τα κέντρα που ελέγχουν το χρήμα για να χειραγωγούν αλλά και να διαλύουν κράτη είναι περίπου η ίδια.
Ελέγχουν, μέσω των πολιτικών, των κομμάτων αλλά και των ντόπιων κεφαλαιοκρατών το παιχνίδι σε εσωτερικό επίπεδο στο κράτος-στόχο, με σκοπό τη δημιουργία πιεστικών αναγκών χρηματοδότησης. Στη συνέχεια έρχονται με δάνεια και καλύπτουν τις ανάγκες αυτές. Όμως ακριβώς επειδή ο έλεγχος στο εσωτερικό των κρατών συνεχίζεται αυξανόμενος, οι ανάγκες σε δανεισμό, αντί να μειώνονται, αυξάνονται, με αποτέλεσμα από κάποια στιγμή και μετά το κράτος-στόχος να χάνει την κυριαρχία του, η οποία περνά στην κυριολεξία στα χέρια των δανειστών!
Να δούμε λοιπόν τι έγινε στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Υψηλή Πύλη προσέφυγε για πρώτη φορά στον εξωτερικό δανεισμό το 1854 και έως το 1874 έλαβε συνολικά 15 διαφορετικά δάνεια, συνολικού ύψους 239.000.000 χρυσών λιρών. Από το ποσό εκείνο στα οθωμανικά ταμεία κατέληξαν μόνο οι 127.000.000 λίρες, αφού τα υπόλοιπα χρήματα είτε παρακρατήθηκαν από τους δανειστές είτε πέρασαν στα χέρια των μεσαζόντων.
Ο πρώτος δανεισμός έγινε για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα του Κριμαϊκού Πολέμου και ακολούθησαν οι άλλοι για να αντιμετωπιστούν οι αυξανόμενες ανάγκες του κράτους, με αποτέλεσμα το 1874 το κράτος να δηλώσει επίσημα αδυναμία πληρωμής ακόμα και των τόκων. Με τη συγκεκριμένη δήλωση το οθωμανικό κράτος υποσχόταν να πληρώνει μόνο το μισό της δόσης, κάτι το οποίο έμεινε στα χαρτιά, αφού ούτε και σε αυτό ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες δαπάνες του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878, και αφού είχε κλείσει η πόρτα του εξωτερικού δανεισμού, το οθωμανικό κράτος προσέφυγε στον εσωτερικό δανεισμό, παίρνοντας δάνεια από τους λεγόμενους τραπεζίτες του Γαλατά.
Τελικώς, το κράτος, επειδή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, το 1879 κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους εσωτερικούς δανειστές, οι οποίοι απέκτησαν το δικαίωμα να εισπράττουν τους φόρους από τις σφραγίδες, τα αλκοολούχα ποτά, το ψάρεμα, το αλάτι και τον καπνό για δέκα χρόνια. Μετά την αντίδραση των ξένων δανειστών, το 1881 υπογράφηκε νέα συμφωνία, με την οποία αποκτούσαν δικαίωμα στη είσπραξη των φόρων και οι ξένοι δανειστές, ενώ προστέθηκε και ο φόρος από το μετάξι. Για την είσπραξη των φόρων ιδρύθηκε η Επιτροπή Γενικών Δανείων, γνωστή ως Dόyun-u Umumiye, η οποία ήταν επταμελής, με δύο από τα μέλη της να είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι ένας Αγγλος, ένας Γάλλος, ένα Γερμανός, ένας Αυστριακός και ένας Ιταλός.
Μετά την ίδρυση του φορέα αυτού, ο οποίος ήταν στην ουσία ένα κράτος εν κράτει ή, πιο σωστά, ένα υπουργείο Οικονομικών δίπλα στο κανονικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέστη απολύτως εξαρτημένη από τους ξένους δανειστές, αφού ήταν υποχρεωμένη να παίρνει συνεχώς δάνεια αφενός μεν για τις αυξανόμενες υποχρεώσεις της και αφετέρου για την εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων.
Η ως άνω επιτροπή διαλύθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, αφού τα εξωτερικά χρέη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιμερίστηκαν στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της. Από το σύνολο των 140.000.000 λιρών η Τουρκία ανέλαβε το χρέος των 84.597.495 λιρών και η Ελλάδα αυτό των 11.054.534 λιρών.
Η τελευταία δόση για την εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους πληρώθηκε από την Τουρκία το 1954.
Όλο αυτό το διάστημα της υπερχρέωσης και του ελέγχου της από τους δανειστές η Αυτοκρατορία έχασε από τους δανειστές της Γάλλους την Τυνησία (1869), από τους Άγγλους την Αίγυπτο (1882) και από τους Αυστροούγγρους τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (1908), ενώ το 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και το 1913 η Κρήτη ενσωματώθηκε με την Ελλάδα.
Ασφαλώς θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οφειλόταν μόνο στο μεγάλο εξωτερικό χρέος της και στην αυξημένη επιρροή των δανειστών στη διαχείριση των οικονομικών της. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε τη μεθοδολογία που ακολούθησαν οι δανειστές για να αυξήσουν την επιρροή τους σε ένα κράτος και στη συνέχεια να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους, όποιοι κι αν ήταν αυτοί.
Τέλος, και επειδή αρκετοί από τους πολιτικούς μας και από τους κυβερνώντες είναι λίγο πολύ αγράμματοι και απαίδευτοι περί την πολιτική και την Ιστορία -αν ήταν αλλιώς, δεν θα είχε καταστραφεί η χώρα-, καλό είναι να προβληματιστούν με αυτά που αναφέρονται στο άρθρο και να τα συσχετίσουν με τα δεινά που περνά η πατρίδα μας.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "δημοκρατία"
* Στη φωτογραφία το κτίριο που στέγαζε την Επιτροπή Γενικών Δανείων, γνωστή ως Düyun-u Umumiye, στην Κωνσταντινούπολη, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
infognomonpolitics.blogspot.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω