Η άτακτη (και αναγκαστική εν όψει περιορισμών στη λειτουργία των τραπεζών) υποχώρηση της κυβέρνησης Τσίπρα στις απαιτήσεις του Βερολίνου για την παράταση του Μνημονίου αποτελεί μόνον τον πρόλογο ενός νέου -και δύσκολου- κεφαλαίου στις σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας
Η άτακτη (και αναγκαστική εν όψει περιορισμών στη λειτουργία των τραπεζών) υποχώρηση της κυβέρνησης Τσίπρα στις απαιτήσεις του Βερολίνου για την παράταση του Μνημονίου αποτελεί μόνον τον πρόλογο ενός νέου -και δύσκολου- κεφαλαίου στις σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας.
Ολοι οι προκάτοχοι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, από το 1974 έως σήμερα, υπέστησαν μεγάλες δοκιμασίες στις σχέσεις με την πανίσχυρη (ειδικά μετά την ενοποίηση του 1990) εταίρο και σύμμαχο, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές καταβολές τους ή προσωπικές προτιμήσεις τους στο ευρωατλαντικό πλαίσιο.
Ο Κων. Καραμανλής αναγκάστηκε να προσφέρει ανταλλάγματα (αγορά αρμάτων μάχης κ.λπ.) στον καγκελάριο Χ. Σμιτ για την τελική συναίνεση στην υπογραφή Συμφωνίας Ένταξης στην ΕΟΚ το 1979. Ο Ανδρ. Παπανδρέου δεν κατάφερε να σπάσει το μέτωπο του Χ. Κολ με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Μ. Θάτσερ και αναγκάστηκε να προσανατολιστεί προς τις ΗΠΑ από το 1986. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αν και είχε παραδοσιακές σχέσεις με τον πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας, δεν απόλαυσε την προσδοκώμενη απόλυτη στήριξη, ενώ ο Κ. Σημίτης, που δεν έκρυβε τους στενότατους δεσμούς του με τον Χ. Σρέντερ, απέσπασε πολλά, όπως και παραχώρησε πάρα πολλά. Ως προς τους Γ. Παπανδρέου και Αντ. Σαμαρά, τα γεγονότα είναι ακόμα πολύ νωπά για να αξιολογηθεί η ακριβής σχέση τους με το Βερολίνο.
Τους επόμενους μήνες, ο κ. Αλ. Τσίπρας θα αντιμετωπίσει δέσμη απαιτήσεων της Γερμανίας και στην εξωτερική πολιτική, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να διαχωριστεί από το διαπραγματευτικό πλαίσιο της οικονομίας.
Πέρα από τις επιτυχημένες πρώτες συζητήσεις των υπουργών Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Φ. Στάινμαγιερ και τη σύμπτωση απόψεων κατά μιας βιαστικής διεύρυνσης των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το (έντονο πια) ενδιαφέρον της Γερμανίας για τη ΝΑ Μεσόγειο. Το Βερολίνο σημειώνει ευθέως στην Αθήνα ότι, όσο κι αν (πραγματικά) διαφωνεί με την πολιτική Ερντογάν, θεωρεί την Τουρκία στρατηγικό εταίρο στη Μέση Ανατολή, αφού, χωρίς τη συνδρομή της, δεν μπορεί να επιτευχθεί λύση στις κρίσεις της Συρίας και του Ισλαμικού Κράτους. Η ανάλυση αυτή μεταφράζεται σε παροτρύνσεις να συνεχιστεί ο διάλογος Αθήνας - Άγκυρας και η Ελλάδα να συναινέσει στο άνοιγμα δύο διαπραγματευτικών κεφαλαίων Ε.Ε. - Τουρκίας.
Τα πράγματα είναι σοβαρότερα στο Κυπριακό λόγω του μακροπρόθεσμου γερμανικού ενδιαφέροντος για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Το Βερολίνο, για πρώτη φορά στην Ιστορία, έχει καταθέσει δική του πρόταση για το καθεστώς της Αμμοχώστου (θέμα-καταλύτη για πρόοδο στις συνομιλίες), ενώ αναμειγνύεται ενεργά και στο θέμα του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Barbaros», ζητώντας από τον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη να διευκολύνει «μια νέα ώθηση» στη διαδικασία.
Ταυτόχρονα, όπως είχε αποκαλυφθεί από τον Αύγουστο με τη Διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια στο Βερολίνο, η γερμανική πλευρά επιμένει στο ζήτημα της ΠΓΔΜ. Παραδέχεται ότι η οπισθοδρόμηση της ΠΓΔΜ οφείλεται κυρίως στην εσωτερική τακτική του πρωθυπουργού Ν. Γκρουέφσκι, αλλά συμπληρώνει ότι δεύτερη αιτία είναι η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, δηλαδή το βέτο της Ελλάδας. Στο παρασκήνιο ήδη συζητείται ότι η Αθήνα ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στη «Διαδικασία του Βερολίνου» για τα Βαλκάνια, οπότε ενδιαφέρον θα έχει ο τρόπος ανάμειξής της και η μορφή επαφών με τα Σκόπια.
Αλέξανδρος Τάρκας
Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα δημοκρατία
Ολοι οι προκάτοχοι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, από το 1974 έως σήμερα, υπέστησαν μεγάλες δοκιμασίες στις σχέσεις με την πανίσχυρη (ειδικά μετά την ενοποίηση του 1990) εταίρο και σύμμαχο, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές καταβολές τους ή προσωπικές προτιμήσεις τους στο ευρωατλαντικό πλαίσιο.
Ο Κων. Καραμανλής αναγκάστηκε να προσφέρει ανταλλάγματα (αγορά αρμάτων μάχης κ.λπ.) στον καγκελάριο Χ. Σμιτ για την τελική συναίνεση στην υπογραφή Συμφωνίας Ένταξης στην ΕΟΚ το 1979. Ο Ανδρ. Παπανδρέου δεν κατάφερε να σπάσει το μέτωπο του Χ. Κολ με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Μ. Θάτσερ και αναγκάστηκε να προσανατολιστεί προς τις ΗΠΑ από το 1986. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αν και είχε παραδοσιακές σχέσεις με τον πολιτικό και επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας, δεν απόλαυσε την προσδοκώμενη απόλυτη στήριξη, ενώ ο Κ. Σημίτης, που δεν έκρυβε τους στενότατους δεσμούς του με τον Χ. Σρέντερ, απέσπασε πολλά, όπως και παραχώρησε πάρα πολλά. Ως προς τους Γ. Παπανδρέου και Αντ. Σαμαρά, τα γεγονότα είναι ακόμα πολύ νωπά για να αξιολογηθεί η ακριβής σχέση τους με το Βερολίνο.
Τους επόμενους μήνες, ο κ. Αλ. Τσίπρας θα αντιμετωπίσει δέσμη απαιτήσεων της Γερμανίας και στην εξωτερική πολιτική, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να διαχωριστεί από το διαπραγματευτικό πλαίσιο της οικονομίας.
Πέρα από τις επιτυχημένες πρώτες συζητήσεις των υπουργών Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Φ. Στάινμαγιερ και τη σύμπτωση απόψεων κατά μιας βιαστικής διεύρυνσης των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το (έντονο πια) ενδιαφέρον της Γερμανίας για τη ΝΑ Μεσόγειο. Το Βερολίνο σημειώνει ευθέως στην Αθήνα ότι, όσο κι αν (πραγματικά) διαφωνεί με την πολιτική Ερντογάν, θεωρεί την Τουρκία στρατηγικό εταίρο στη Μέση Ανατολή, αφού, χωρίς τη συνδρομή της, δεν μπορεί να επιτευχθεί λύση στις κρίσεις της Συρίας και του Ισλαμικού Κράτους. Η ανάλυση αυτή μεταφράζεται σε παροτρύνσεις να συνεχιστεί ο διάλογος Αθήνας - Άγκυρας και η Ελλάδα να συναινέσει στο άνοιγμα δύο διαπραγματευτικών κεφαλαίων Ε.Ε. - Τουρκίας.
Τα πράγματα είναι σοβαρότερα στο Κυπριακό λόγω του μακροπρόθεσμου γερμανικού ενδιαφέροντος για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Το Βερολίνο, για πρώτη φορά στην Ιστορία, έχει καταθέσει δική του πρόταση για το καθεστώς της Αμμοχώστου (θέμα-καταλύτη για πρόοδο στις συνομιλίες), ενώ αναμειγνύεται ενεργά και στο θέμα του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Barbaros», ζητώντας από τον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη να διευκολύνει «μια νέα ώθηση» στη διαδικασία.
Ταυτόχρονα, όπως είχε αποκαλυφθεί από τον Αύγουστο με τη Διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια στο Βερολίνο, η γερμανική πλευρά επιμένει στο ζήτημα της ΠΓΔΜ. Παραδέχεται ότι η οπισθοδρόμηση της ΠΓΔΜ οφείλεται κυρίως στην εσωτερική τακτική του πρωθυπουργού Ν. Γκρουέφσκι, αλλά συμπληρώνει ότι δεύτερη αιτία είναι η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, δηλαδή το βέτο της Ελλάδας. Στο παρασκήνιο ήδη συζητείται ότι η Αθήνα ενδιαφέρεται να συμμετάσχει στη «Διαδικασία του Βερολίνου» για τα Βαλκάνια, οπότε ενδιαφέρον θα έχει ο τρόπος ανάμειξής της και η μορφή επαφών με τα Σκόπια.
Αλέξανδρος Τάρκας
Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα δημοκρατία
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω