Η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί συνταγματικά και νομολογιακά καθιερωμένη αρχή της Πολιτείας μας απορρέουσα από τη δημοκρατική αρχή. Προβλέπονταν ήδη από το Σύνταγμα της Επιδαύρου – το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας – στην παράγραφο Γ, του οποίου ορίζονταν
του Ανδριανού Γκουρμπάτση, Αντιστράτηγου Π.Σ. ε.α
Η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί συνταγματικά και νομολογιακά καθιερωμένη αρχή της Πολιτείας μας απορρέουσα από τη δημοκρατική αρχή. Προβλέπονταν ήδη από το Σύνταγμα της Επιδαύρου – το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας – στην παράγραφο Γ, του οποίου ορίζονταν: «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα, δοτήρ δε τούτου μόνη η αξιότης εκάστου».
Στο ισχύον Σύνταγμα η ίδια ως άνω αρχή προβλέπεται ρητά στο άρθρο 103 παρ. 7: «Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας…». Η αρχή της αξιοκρατίας είναι κατ' αρχάς συναρτημένη, πέραν από τη δημοκρατική αρχή, με την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Διαθέτει δε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης και συγκεκριμένα σε αυτήν επιλέγονται ή επικρατούν οι ικανοί, οι άξιοι. Στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο και συνεπώς και στο ειδικότερο δίκαιο αυτού, που είναι το δίκαιο του ΠΣ, η αρχή της αξιοκρατίας συνεπάγεται, ότι η πρόσληψη, οι υπηρεσιακές μεταβολές και η λύση της υπαλληλικής σχέσης πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικά την προσωπική αξία και ικανότητα κάθε πυροσβεστικού υπαλλήλου (ΣτΕ 5094/1996, 3675/1996 κ.α). Επιβάλλει ειδικότερα στη Διοίκηση τη θέσπιση κριτηρίων επιλογής και διαδικασιών, που συνάπτονται αποκλειστικά με την προσωπική αξία καθενός, δηλαδή τις ικανότητες, τα προσόντα και την προσωπικότητά του. Περαιτέρω σε κάθε σύστημα διοικητικής οργάνωσης που σέβεται τη συνταγματική νομιμότητα, συνεπώς και σε αυτό που έχει οργανωθεί και λειτουργεί το ΠΣ, η σταδιοδρομία κάθε υπαλλήλου, με βάση την προσωπική του αξία και η ισότιμη αντιμετώπισή του, κατά την υπηρεσιακή του εξέλιξη, αποτελούν στοιχειώδεις κανόνες για τη λειτουργία του.
Όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν ωστόσο μέχρι σήμερα στο ΠΣ έχουν υπηρεσιακά γεννηθεί, ανατραφεί, αναπτυχθεί, βιώσει και διάγει "υπηρεσιακό βίο" σ' ένα αναξιοκρατικό διαχρονικά σύστημα στελέχωσης και υπηρεσιακών μεταβολών, δηλαδή κατάταξης στο Πυροσβεστικό Σώμα, εισαγωγής κι εκπαίδευσης στις παραγωγικές Σχολές του, μετακινήσεων κι αξιολόγησης, ιεραρχίας, κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας των αξιωματικών, το οποίο ευλαβικά υιοθέτησε, θέσπισε και εφάρμοσε η Πολιτεία δια της εκλεγμένης κάθε φορά κυβέρνησης από τη μεταπολίτευση και μετά στη χώρα. Η επικράτηση των πελατειακών σχέσεων και η ευνοιοκρατία ανέκαθεν αποτέλεσαν δυστυχώς τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην οργάνωση και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και κατ' επέκταση και του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ).
Έτσι λοιπόν κατά την οργάνωση και λειτουργία του ΠΣ, το παρακάτω πλέγμα συστημάτων, που έχει θεσπιστεί και λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια, ρυθμίζει τις υπηρεσιακές μεταβολές του πυροσβεστικού προσωπικού. Ειδικότερα:
α) Το σύστημα κατάταξης (εισαγωγής / διορισμού) στο ΠΣ (άρθρα 33 – 36 του Ν.4029/2011), το οποίο προβλέπει την κατάταξη ιδιωτών στο ΠΣ, ως δοκίμων πυροσβεστών, και το νομοθετικό πλαίσιο (άρθρο 4 του Ν. 2226/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 11 του Ν.4249/2014), που προβλέπει ποσοστό εισαγωγής στη Σχολή Ανθυποπυραγών με κατατακτήριες εξετάσεις καθώς και
β) Το σύστημα εισαγωγής στις παραγωγικές Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και εκπαίδευσης σε αυτές (ΠΔ 174/1983, όπως ισχύει σήμερα), τα οποία στηρίζονται σε μια εσωτερική διαβλητή, αδιαφανή και αναξιοκρατική εξεταστική διαδικασία, τις κατατακτήριες εξετάσεις, σε καμιά περίπτωση, όσε αλλαγές κι αν έχουν επέλθει στα οικεία νομοθετικά πλαίσια σε σχέση με τα προϊσχύοντα καθεστώτα, όπως για παράδειγμα σε κάποια αντικειμενικά κριτήρια, δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι αξιοκρατικά συστήματα. Στο εκπαιδευτικό σύστημα μάλιστα δηλωτικό της αναξιοκρατίας είναι το σλόγκαν: "φας πιεις πυροσβέστης / αρχιπυροσβέστης / ανθυποπυραγός θα βγεις", το οποίο επηρεάζει και κατευθύνει και τους καθηγητές των Σχολών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Βέβαια πρέπει να ομολογήσω, ότι πρόσφατα (άρθρο 69 παρ. 12Α του Ν. 4249/2014) θεσπίστηκε, έστω και πολύ καθυστερημένα, ένα πολύ θετικό βήμα εισαγωγής αξιοκρατικών κριτηρίων και διαδικασιών, με την εισαγωγή ιδιωτών στη Σχολή Πυροσβεστών, από το έτος 2016, μέσα από το σύστημα των απολυτηρίων εξετάσεων, αν δεν ανασταλεί και πάλι, με εντολή "άνωθεν". Το αξιοκρατικότερο, κατά αντικειμενική ομολογία αλλά και κατά τη σχετική νομολογία, σύστημα που λειτουργεί σήμερα στη χώρα για την εισαγωγή υπαλλήλων στο Δημόσιο αλλά και άλλες υπηρεσιακές μεταβολές, είναι το σύστημα των απολυτηρίων (πανελλαδικών) εξετάσεων κι αυτό θα έπρεπε να ισχύει τόσο για την κατάταξη των Δοκίμων Πυροσβεστών, όσο και την εισαγωγή των σπουδαστών στις παραγωγικές Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.
γ) Το σύστημα αξιολόγησης, ιεραρχίας, κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας των αξιωματικών.
Κατόπιν των ανωτέρω είναι προφανές το πολιτικό σύστημα να σκέφτεται, πως θα θεσπίζει κάθε φορά ένα σύστημα αξιολόγησης, κρίσεων και προαγωγών, με βάση το οποίο θα ευνοείται το πελατειακό σύστημα και θα έχουν μια ευνοϊκότερη βαθμολογική εξέλιξη στην ιεραρχία του ΠΣ αλλά και στην τοποθέτησή τους στις υπηρεσιακές θέσεις με την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων οι "ημέτεροι" και "αρεστοί". Και για να συμβεί αυτό, μόνον μέσα από ένα αναξιοκρατικό και αδιαφανές νομοθετικό πλαίσιο μπορεί να επιτευχθεί. Έτσι φρόντιζε κάθε φορά να εφευρίσκει, νομοθετεί και εφαρμόζει ένα σύστημα αδιαφανές, διαβλητό κι αναξιοκρατικό σύστημα, για να μπορεί να προάγει και εξελίσσει στην ιεραρχία του Σώματος τους "ημέτερους", "αρεστούς", "κολλητούς", "φίλους", "συντοπίτες", γιατί αυτοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να πουν "ναι σε όλα" και "ότι διατάξτε κ. Υπουργέ / Αρχηγέ" και όχι στους "άξιους" και "ικανούς" αξιωματικούς, που αντιδρούν εύκολα στις σκοπιμότητες, ακούν νόμιμα τα καθήκοντα τους και δεν ακολουθούν τα σκόπιμα "παιχνίδια" τους. Στο εν λόγω σύστημα όλα ξεκινούν από τον τρόπο και διαδικασία που ισχύει μέχρι σήμερα για την επιλογή του Αρχηγού ΠΣ, - και γενικά για τα Σώματα Ασφαλείας και τις Ε.Δ - δηλαδή αρμόδιο όργανο είναι το ΚΥΣΕΑ και όχι από ένα άλλο όργανα που λειτουργεί με αξιοκρατικές διαδικασίες και κριτήρια, όπως για παράδειγμα από μια διακομματική Επιτροπή της Βουλής π.χ την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και μάλιστα, όχι με πλειοψηφία, αλλά με ομόφωνη απόφασή της. Το ΚΥΣΕΑ μάλιστα στην επιλογή του Αρχηγού έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία μεταξύ των υποψηφίων να επιλέγει όποιον θέλει, χωρίς μάλιστα να υπάρχει νομοθετική ή άλλη υποχρέωση για την μεταξύ τους σύγκριση των προσόντων και τελικά την επιλογή του καταλληλότερου. Επιλογή χωρίς σύγκριση όμως σημαίνει αναξιοκρατία και αυθαιρεσία. Ο Αρχηγός λοιπόν που επιλέγεται με τον ανωτέρω προβλεπόμενο τρόπο είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης που τον πρότεινε και ουσιαστικά τον επέβαλε στο ΚΥΣΕΑ. Κατά συνέπεια αυτή η αλληλοέξαρτηση σηματοδοτεί περαιτέρω έλλειμμα αξιοκρατίας και στις υπηρεσιακές μεταβολές των αξιωματικών, δεδομένου ότι το Πυροσβεστικό Σώμα λειτουργεί ως "Αρχηγοκεντρικό". Ο Αρχηγός είναι ο παντοδύναμος, ανέλεγκτος, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες, όσο κι αν κάποιες έχει μεταβιβάσει σε υποδεέστερα όργανα, αφού η τοποθέτησή τους γίνεται με εντολή του ιδίου, και για το λόγο αυτό είναι ο "Ελέω Θεού". Όλα ελέγχονται, επιβλέπονται και κατευθύνονται από αυτόν. Κατ' ακολουθία και όλα τα συλλογικά όργανα που προβλέπονται και λειτουργούν, στο Σώμα, όπως τα Συμβούλια Κρίσεων, Συμβούλια Πειθαρχικά, Επιτροπές Διενέργειας Διαγωνισμών, Επιτροπές Προμηθειών κ.α, δεν συγκροτούνται με αξιοκρατικά κριτήρια, αλλά συγκροτούνται και συντίθενται ad hoc από "αρεστούς", "κολλητούς" και άκρως ελεγχόμενους από τον ίδιο αξιωματικούς, είτε όταν ορίζονται με διαταγή του ίδιου ή από άλλο όργανο, στο οποίο τους έχει μεταβιβάσει τις σχετικές αρμοδιότητες. Το σύστημα αυτό της επιλογής του Αρχηγού ΠΣ εξυπηρετεί βέβαια και το πολιτικό σύστημα και την εκάστοτε κυβέρνηση και συνεπώς την πολιτική Ηγεσία του ΠΣ, γι' αυτό και δεν επιχειρεί να το αλλάξει μέχρι σήμερα κανείς υπουργός. Και εξυπηρετεί όλες τις κυβερνήσεις, γιατί Αρχηγός που δεν επιλέγεται με αξιοκρατικά κριτήρια και διαδικασίες, ίναι ανίσχυρος, ευάλωτος στις πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες και υποτακτικός στις άνωθεν πολιτικές εντολές και πάνω από όλα λειτουργεί ως μια σχέση, ως "Συμφωνία Κυρίων". Αν κάποιος αντιστέκεται, γιατί βλέπει πίσω από τις εντολές σκοπιμότητες και τον Εισαγγελέα να παρεμβαίνει, πάραυτα αντικαθίσταται για να βρεθεί το κατάλληλο για τον ως άνω σκοπό αξιωματικό, που θα εξυπηρετεί τις πολιτικές σκοπιμότητες. Περαιτέρω και ειδικότερα, ως προς την αξιολόγηση, προαγωγή και αποστρατεία των αξιωματικών δεν είναι τυχαίο, ότι οι βασικοί σταθμοί (κορμοί) στο νομοθετικό καθεστώς κρίσεων, προαγωγών και αποστρατειών των αξιωματικών από το 1969 μέχρι και σήμερα δηλαδή μισό αιώνα μετά, είναι σχεδόν το ίδιο, στηρίζεται στον ίδιο αναξιοκρατικό κορμό, με μικροδιαφορές ανούσιες μεταξύ τους και μάλιστα με περισσότερο αυστηρές διατάξεις στο παρελθόν από ότι στο ισχύον σήμερα νομοθετικό πλαίσιο. Ειδικότερα, αρχικά για το σύστημα ιεραρχίας, προαγωγών και αποστρατείας, ίσχυσε το ΝΔ 139/1969, με τις όποιες συμπληρώσεις, αντικαταστάσεις και τροποποιήσεις υπέστη, ακολούθως το νομοθέτημα αυτό αντικαταστάθηκε με τον Ν. 671/1977. Και ο νόμος αυτός υπέστη ευνοϊκές για τη διατήρηση της αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας ρυθμίσεις, και ίσχυσε μέχρι το 1992. Χαρακτηριστική κλασσική περίπτωση για την ταχύτερη κι ευνοϊκότερη βαθμολογική εξέλιξη των "ημετέρων" και "αρεστών" έναντι των "άξιων" και "ικανών" αξιωματικών, ήδη από το βαθμό του Αντιπυράρχου, είναι η ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 6 και 7 του Ν. 1234/1982, με την οποία ορίζονταν, ότι το αρμόδιο Συμβούλιο από τον πίνακα "Διατηρητέων" επιλέγει, ανεξάρτητα από την αρχαιότητα τους, εκείνους που κρίνει προακτέους για την πλήρωση κενών θέσεων Αντιπυράρχων. Να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή και σύμφωνα με τον Ν.671/1977, οι Αντιπύραρχοι κρίνονταν "κατ' εκλογή" και "κατ' αρχαιότητα". Με τη φωτογραφική αυτή για τους "ημέτερους" διάταξη διαχρονικά υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις ευνοικοκρατίας, όπου για να προαχθούν αυτοί, παραλείπονταν πότε 20 άλλοτε 30 ή 40 αξιωματικοί, ακόμη και μια ολόκληρη νεώτερη τάξη αξιωματικών "ικανών" και "άξιων".
Στη συνέχεια ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από ένα πολύ ευνοϊκότερο για τους "ημέτερους" και "αρεστούς" αξιωματικούς αντίστοιχο σύστημα, που θεσπίστηκε με το ΠΔ 305/1992, όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν γίνει στο ανωτέρω νομοθέτημα, - και αριθμούν πολλές - το οποίο μάλιστα έλαβε τη μορφή του προεδρικού διατάγματος σκόπιμα, για να αντικαθίσταται με πολύ ευκολότερη διαδικασία, από ότι ένας νόμος και για να μην γίνονται αντιληπτές από την αντιπολίτευση στη Βουλή οι αλλαγές του, έχουν γίνει με σκοπιμότητα, προκειμένου να ενισχυθεί η ευνοιοκρατία και το πελατειακό σύστημα και περισσότερο για να εφευρίσκουν τρόπους προνομιακής και ταχύτερης εξέλιξης των "ημετέρων" και "αρεστών" αξιωματικών και όχι των "ικανών" και "αρίστων". Μάλιστα για να γίνει περισσότερο αντιληπτό, ότι τα Συμβούλιο Κρίσεων στις προαγωγές αξιωματικών με το ισχύον νομικό σύστημα κρίσεων λειτουργούν κατά παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας στις δημόσιες θέσεις (αξιωματικών) κατά το λόγο της προσωπικής τους αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και 5 παρ. 1), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7) που, κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνον τη διαδικασία εισόδου στη θέση του δημοσίου υπαλλήλου, αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης (προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων και του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1), στην απόφασή τους, πρέπει σύμφωνα με τη νομολογία (ΣτΕ 2040/2013), να παρατίθενται τα στοιχεία εκείνα του ατομικού φακέλου, που είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κρίσης τους, περαιτέρω δε στην εν λόγω απόφαση πρέπει να βεβαιώνεται, ότι έγινε σύγκριση των υποψηφίων για προαγωγή και ότι το αποφασίζον όργανο, μετά από συνεκτίμηση των ως άνω στοιχείων, επιλέγει τον καταλληλότερο υποψήφιο για την εκάστοτε υπηρεσιακή μεταβολή . Σήμερα δυστυχώς, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 4 του ΠΔ 305/1992, «…κατά τη διαδικασία επιλογής από τους πίνακες "Διατηρητέων" Αντιπυράρχων, Πυράρχων, Αρχιπυράρχων για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων ανωτέρων βαθμών το οικείο Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να εξετάζει τους αξιωματικούς αυτούς αυτοτελώς… και επιλέγει εκείνους που κρίνει προακτέους…» και όχι συγκριτικά, όπως επιβάλει η ως άνω πρόσφατη νομολογία. Επιλογή χωρίς σύγκριση σημαίνει, κατά τη νομολογία, αναξιοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι με το ισχύον εν λόγω σύστημα κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τόσο οι αποστρατείες, όσο και οι παραλείψεις αξιωματικών προς προαγωγή, κρίνονται από τα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια μη νόμιμες, επειδή κυρίως η κρίση είναι μη νόμιμη, αφού δεν αιτιολογούνται, όπως ορίζεται από τον νόμο. Είναι δηλαδή αυθαίρετες. Βλέπεται στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, παρόλο που η αξιοκρατία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη δημοκρατική αρχή, επί δημοκρατικών κυβερνήσεων οι αρμόδιοι για να μην απολέσουν την πολιτική πελατεία τους, φροντίζουν να θεσπίζουν συστήματα στη Δημόσια Διοίκηση – και όχι μόνον - που δημιουργούν πελατειακές σχέσεις, δηλαδή σχέσεις εξάρτησης των πολιτών και πολιτικών γραφείων. Δεν είναι τυχαίο, ότι το εν λόγω νομοθετικό καθεστώς είναι το μακροβιότερο από τα δύο προηγούμενα (23 έτη βίου), αφού όλους τους εξυπηρετεί, όπως τους εκάστοτε υπουργούς δημόσιας τάξης, συνδικαλιστικούς φορείς, κομματάρχες και τους αξιωματικούς στην πλειονότητά τους. Όλοι εξαγγέλλουν μεγαλόστομα σχέδια και προγράμματα για εισαγωγή αξιοκρατικών κριτηρίων και διαφωνών διαδικασιών, που προάγουν το υπηρεσιακό συμφέρον, αλλά αυτά είτε παραμένουν σε επίπεδο εξαγγελιών και λόγια συνεντεύξεων ή όσοι προχωρούν σε τυχόν αλλαγές, αυτές στοχεύουν να αλλάξουν κατά το δοκούν, επιλεκτικά και όπως αυτούς εξυπηρετεί, το συγκεκριμένο σύστημα.
Για αυτούς όμως οι όποιες αλλαγές / παρεμβάσεις θεωρούνται αξιοκρατία και διαφάνεια. Οι αλλαγές που πραγματικά θα οδηγήσουν σε αξιοκρατία στο ΠΣ, θέλουν και πολιτική βούληση, αλλά πάνω από όλα απαιτούν και την ομόφωνη συναίνεση και όλων των πολιτικών κομμάτων της Βουλής. Εδώ όμως, όπως και σε όλα τα θέματα, χαλάει η συνταγή, γιατί τα κόμματα εξουσίας πιστεύουν ότι "αύριο" θα έρθουν στην κυβέρνηση και ποτέ δεν συμφωνούν, τα δε κόμματα που είναι μόνιμα στην αντιπολίτευση, αντιδρούν για να κάνουν αντιπολίτευση.
δ) Το σύστημα μετακινήσεων.
Παρόλο που το νομοθετικό αυτό σύστημα λειτουργεί έναντι των προαναφερομένων κατά κάποιο τρόπο με αξιοκρατικά κριτήρια και διαδικασίες (ΠΔ 170/1996 Κεφ. Β΄, όπως ισχύει σήμερα), παρόλα αυτά και στο συγκεκριμένο σύστημα το πελατειακό σύστημα έχει κατορθώσει μέσα από κάποια "παραθυράκια" του νόμου (εκούσια κενά) να τα εκμεταλλευτεί, και να το καταστρατηγήσει, προκειμένου να ικανοποιήσει τα πολιτικά και συνδικαλιστικά ρουσφέτια στους "αρεστούς", "ημέτερους" και ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει με τις αποσπάσεις.
Κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του Σώματος και ουσιαστικά της αποτελεσματικότητάς του και της εφαρμογής της αρχής της αξιοκρατίας στις υπηρεσιακές μεταβολές, υπήρξαν αρκετά "εμπόδια" και υπονομεύτηκαν, οι όποιες καλοπροαίρετες προσπάθειες υπήρξαν διαχρονικά, από το πελατειακό σύστημα και την ευνοιοκρατία. Και σε αυτό ευθύνεται πρώτα το πολιτικό σύστημα, κόμματα, φορείς εξουσίας και ο άκρατος κομματισμός που εμφιλοχώρησε σκόπιμα και διάβρωσε ηθικά τα στελέχη του Σώματος και ακολούθως ο συνδικαλισμός. Όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται και ευνοούνται από την έλλειψη αξιοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα για το έλλειμμα αξιοκρατίας στις ανωτέρω υπηρεσιακές μεταβολές ασφαλώς και πρωτίστως την κύρια ευθύνη φέρει το πολιτικό σύστημα και η δυσλειτουργία των θεσμών. Μερίδιο βέβαια ευθύνης φέρουν τόσο το συνδικαλιστικό κίνημα, αφού, ως προς τη λειτουργία του, είναι μικρογραφία του πολιτικού συστήματος στο εσωτερικό ενός οργανισμού, – του Πυροσβεστικού Σώματος - όσο και ο άκρατος κομματισμός. Τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν είναι τυχαίο κομματάρχες και συνδικαλιστές να είναι τα ίδια πρόσωπα. Το πελατειακό σύστημα είναι η κινητήρια δύναμη τόσο του πολιτικού συστήματος, το οποίο στο εσωτερικό του Σώματος εκφράζεται από τον κομματισμό, όσο και του συνδικαλιστικού κινήματος. Από αυτό αντλούν τη δύναμη τους. Αν εξαλειφθεί η πελατειακή σχέση μέσα από αξιοκρατικές θεσμικές αλλαγές, με ποιον τρόπο θα παρεμβαίνουν για ευνοϊκή μεταχείριση των μελών - ψηφοφόρων τους, έτσι ώστε να αντλούν εύκολα, όπως ισχύει σήμερα, ψήφους και να καλύπτουν τις πελατειακές ανάγκες τους;
Κόμματα και κυρίως οι συνδικαλιστικοί φορείς στο ΠΣ μιλούν περί της αναγκαιότητας της αξιοκρατίας και όλοι παραδέχονται, ότι δεν εφαρμόζεται αξιοκρατία στις υπηρεσιακές μεταβολές, αλλά δεν κάνουν όμως κάτι ουσιαστικό να αλλάξει. Πράγματι μπορεί η ΕΑΠΣ να εκδίδει από συστάσεώς της μέχρι σήμερα ανακοινώσεις επικριτικές για διάφορα θέματα, που άπτονται των υπηρεσιακών μεταβολών, όπως μετακινήσεις, προαγωγές, αποστρατείες αξιωματικών κ.α, (βλ. Για παράδειγμα την Ανακοίνωση ΕΠΑΣ της 29/3/2015: «…Η διαδικασία δυστυχώς πραγματοποιήθηκε με το ίδιο θεσμικό πλαίσιο, αυτό του 1992, που ενώ μονότονα ως ΕΑΠΣ ζητούμε εδώ και χρόνια να εκσυγχρονιστεί και να αλλάξει, οι κυβερνήσεις που έρχονται και αντιπαρέρχονται ουδεμία πολιτική πρωτοβουλία έλαβαν…», και στην Ανακοίνωση της 30/11/2014: «…Όπως μας δηλώσατε και εμείς από την πλευρά μας υπερθεματίσαμε, το πλαίσιο αυτό επιτρέπει την αδικία, την αναξιοκρατία… πλαίσιο κρίσεων και προαγωγών που χρησιμοποιείται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την προώθηση των αρεστών της επιλογών…»), όμως αυτές είναι επανάληψη κάθε χρόνο του ίδιου μοτίβου, δηλαδή ανακοινώσεις καρμπόν με το ίδιο περιεχόμενο και "καταγγελτικό" ύφος, που βέβαια εκδίδονται για να παραμένουν σε επίπεδο εντυπώσεων. Άλλωστε και οι συνδικαλιστές προάγονται με το εν λόγω άδικο και αναξιοκρατικό σύστημα, το οποίο διαχρονικά καταγγέλλουν. Αν αυτό και δεν είναι υποκρισία; Και η ευθύνη πιο συγκεκριμένα του συνδικαλιστικού κινήματος εντοπίζεται στο γεγονός, ότι, παρόλο που και τη δύναμη έχει αλλά και τα μέσα διαθέτει, δεν ασκεί τη δέουσα ασφυκτική πίεση προς την πολιτική και φυσική Ηγεσία για ριζικές θεσμικές αλλαγές προς την εγκαθίδρυση της αρχής της αξιοκρατίας, γιατί στην ουσία αυτό τους εξυπηρετεί και ευνοεί. Βέβαια η έλλειψη αξιοκρατίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευνοείται στο ΠΣ, - και γενικά στο Δημόσιο – από την συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητας του πυροσβεστικού προσωπικού (άρθρο 103 Συντ.).
Συνέπειες της αναξιοκρατίας στο Σώμα αποτελούν, όπως γενικά και στη Δημόσια Διοίκηση, οι χρόνιες παθογένειες που εμφανίζονται γενικά στο Δημόσιο, όπως τα υπηρεσιακά ρουσφέτια, η ευνοιοκρατία, οικογενειοκρατία, έλλειμμα λειτουργίας των ελεγκτικών μηχανισμών, διάβρωση των θεσμών και υποβάθμιση των κανόνων νομιμότητας και νομιμοποίησης και βέβαια υπάρχει ευνοϊκό κλίμα για την εμφάνιση φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής, γραφειοκρατίας, αυθαιρεσίας, λειτουργίας συστήματος παραεξουσίας (συνδιοίκησης) και γενικά στην εμφάνιση φαινομένων κακοδιοίκησης και δυσλειτουργιών. Εξ αιτίας της αναξιοκρατίας δεν λειτουργεί μεταξύ του προσωπικού το περί δικαίου αίσθημα, όταν "παραγκωνίζονται" και αποστρατεύονται στις κρίσεις, οι "ικανοί και άξιοι" κι αυτό έχει επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα, σε επιχειρησιακό και διοικητικό επίπεδο, του Σώματος και κατ' ακολουθία στο κοινωνικό σύνολο.
Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι η "αναξιοκρατία" στη λειτουργία μιας Δημόσιας Υπηρεσίας και στην προκειμένη περίπτωση του ΠΣ, μπορεί να διευκολύνει και εξυπηρετεί γενικά το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και φορείς εξουσίας για την ικανοποίηση σκοπιμοτήτων, και την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, όσο δημοκρατικά κι αν λειτουργεί η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε υπουργός Δημόσιας Τάξης – το ίδιο συμβαίνει και με την σημερινή πολιτική Ηγεσία - με την ανάληψη των καθηκόντων του συγκροτεί αρμόδια Επιτροπή – "να χαμε να λέγαμε" - για να υποβάλει θεσμικά μέτρα και αλλαγές για αξιοκρατικά συστήματα και διαδικασίες, που αφορούν τα ανωτέρω θέματα. Προτείνονται ικανοποιητικές προτάσεις προς την σωστή κατεύθυνση, όμως τα σχετικά πορίσματα χάθηκαν στα συρτάρια των αρμοδίων, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πολιτική βούληση για αξιοκρατία στο Σώμα. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κατάταξη (διορισμός ή πρόσληψη) κάθε πυροσβεστικού υπαλλήλου, η εισαγωγή κι εκπαίδευση του στις παραγωγικές σχολές, και η αξιολόγηση (κρίση) και η προαγωγή και ανέλιξη στην ιεραρχία της βαθμολογικής δομής του στο ΠΣ, είναι οι κρίκοι μιας και της αυτής αλυσίδας, που κρατά τη συνοχή και οδηγεί στην εύρυθμη κι αποτελεσματική λειτουργία του Σώματος, χάριν της προαγωγής του υπηρεσιακού και κατ' επέκταση του δημοσίου συμφέροντος. Είναι η κινητήρια δύναμη που ανθίσταται στις σκοπιμότητες και στα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής, που ενδεχομένως εμφιλοχωρούν στους κόλπους του ΠΣ.
Για το σκοπό αυτόν είναι επιτακτική η ανάγκη να θεσπιστούν από την πολιτεία δια των αρμοδίων θεσμικών οργάνων της, άμεσα μέσα, τρόποι και διαδικασίες που ευνοούν και προάγουν την αξιοκρατία στον υπηρεσιακό βίο των υπαλλήλων του και απεναντίας εμποδίζουν φαινόμενα αναξιοκρατίας, αδιαφάνειας και σκοπιμοτήτων, αν φυσικά το επιτρέψει το υπό ηθική κατάρρευση κι ευρισκόμενο σε θεσμική κρίση ισχύον πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι αναξιόπιστο στα μάτια του πολίτη. Και τούτο γιατί η αντικατάσταση των πελατειακών σχέσεων και της ευνοιοκρατίας από την αξιοκρατία δεν είναι ασφαλώς εύκολη υπόθεση σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει εθιστεί για δεκαετίες σε τέτοιες πρακτικές, παθογένειες και στρεβλώσεις. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι και η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν από την όποια βούληση και την καλοπροαίρετη διάθεση του εκλεκτού καθηγητή και Αν. Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κ. Γ. Πανούση (βλ. Ανακοίνωση ΕΑΠΣ της 7/4/2015: "…ζήτησε απόψεις της ΕΑΠΣ, «να βελτιωθεί η διαφάνεια και ο έλεγχος των κρίσεων ως προς την διαδικασία, τα κριτήρια, την αιτιολόγηση…»") και τις όποιες σχετικές προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, φαίνεται ότι θα παραμείνει εγκλωβισμένη στη δίνη της αναξιοκρατίας, γιατί έτσι εξυπηρετείται το πελατειακό σύστημα, που αποτελεί την κινητήρια δύναμη του ισχύοντος πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος. Ήδη αυτό έκανε την εμφάνισή του και ήταν εμφανή τα σημάδια του κατά τις πρόσφατες κρίσεις αξιωματικών, μετακινήσεις και τοποθετήσεις των αξιωματικών, που αποδεικνύουν και με τον ΣΥΡΙΖΑ την επανάληψη του ίδιου επί τόσα χρόνια σκηνικού αναξιοκρατίας και εξάρτησης της λειτουργίας του ΠΣ, το οποίο έχει βάση το πελατειακό σύστημα.
Τίποτε δεν πιστεύω, ότι θα αλλάξει. Χτες, ασκούσαν εξουσία, διευθετούσαν και ασκούσαν επιρροή στις υπηρεσιακές μεταβολές οι κομματάρχες και συνδικαλιστές από το χώρο της ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, σήμερα δε το ίδιο πράττουν οι αντίστοιχοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανδριανός Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος - Υπαρχηγός ΠΣ, ε.α, Νομικός
Η αρχή της αξιοκρατίας αποτελεί συνταγματικά και νομολογιακά καθιερωμένη αρχή της Πολιτείας μας απορρέουσα από τη δημοκρατική αρχή. Προβλέπονταν ήδη από το Σύνταγμα της Επιδαύρου – το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας – στην παράγραφο Γ, του οποίου ορίζονταν: «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα, δοτήρ δε τούτου μόνη η αξιότης εκάστου».
Στο ισχύον Σύνταγμα η ίδια ως άνω αρχή προβλέπεται ρητά στο άρθρο 103 παρ. 7: «Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας…». Η αρχή της αξιοκρατίας είναι κατ' αρχάς συναρτημένη, πέραν από τη δημοκρατική αρχή, με την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Διαθέτει δε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης και συγκεκριμένα σε αυτήν επιλέγονται ή επικρατούν οι ικανοί, οι άξιοι. Στο δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο και συνεπώς και στο ειδικότερο δίκαιο αυτού, που είναι το δίκαιο του ΠΣ, η αρχή της αξιοκρατίας συνεπάγεται, ότι η πρόσληψη, οι υπηρεσιακές μεταβολές και η λύση της υπαλληλικής σχέσης πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικά την προσωπική αξία και ικανότητα κάθε πυροσβεστικού υπαλλήλου (ΣτΕ 5094/1996, 3675/1996 κ.α). Επιβάλλει ειδικότερα στη Διοίκηση τη θέσπιση κριτηρίων επιλογής και διαδικασιών, που συνάπτονται αποκλειστικά με την προσωπική αξία καθενός, δηλαδή τις ικανότητες, τα προσόντα και την προσωπικότητά του. Περαιτέρω σε κάθε σύστημα διοικητικής οργάνωσης που σέβεται τη συνταγματική νομιμότητα, συνεπώς και σε αυτό που έχει οργανωθεί και λειτουργεί το ΠΣ, η σταδιοδρομία κάθε υπαλλήλου, με βάση την προσωπική του αξία και η ισότιμη αντιμετώπισή του, κατά την υπηρεσιακή του εξέλιξη, αποτελούν στοιχειώδεις κανόνες για τη λειτουργία του.
Όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν ωστόσο μέχρι σήμερα στο ΠΣ έχουν υπηρεσιακά γεννηθεί, ανατραφεί, αναπτυχθεί, βιώσει και διάγει "υπηρεσιακό βίο" σ' ένα αναξιοκρατικό διαχρονικά σύστημα στελέχωσης και υπηρεσιακών μεταβολών, δηλαδή κατάταξης στο Πυροσβεστικό Σώμα, εισαγωγής κι εκπαίδευσης στις παραγωγικές Σχολές του, μετακινήσεων κι αξιολόγησης, ιεραρχίας, κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας των αξιωματικών, το οποίο ευλαβικά υιοθέτησε, θέσπισε και εφάρμοσε η Πολιτεία δια της εκλεγμένης κάθε φορά κυβέρνησης από τη μεταπολίτευση και μετά στη χώρα. Η επικράτηση των πελατειακών σχέσεων και η ευνοιοκρατία ανέκαθεν αποτέλεσαν δυστυχώς τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην οργάνωση και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και κατ' επέκταση και του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ).
Έτσι λοιπόν κατά την οργάνωση και λειτουργία του ΠΣ, το παρακάτω πλέγμα συστημάτων, που έχει θεσπιστεί και λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια, ρυθμίζει τις υπηρεσιακές μεταβολές του πυροσβεστικού προσωπικού. Ειδικότερα:
α) Το σύστημα κατάταξης (εισαγωγής / διορισμού) στο ΠΣ (άρθρα 33 – 36 του Ν.4029/2011), το οποίο προβλέπει την κατάταξη ιδιωτών στο ΠΣ, ως δοκίμων πυροσβεστών, και το νομοθετικό πλαίσιο (άρθρο 4 του Ν. 2226/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 11 του Ν.4249/2014), που προβλέπει ποσοστό εισαγωγής στη Σχολή Ανθυποπυραγών με κατατακτήριες εξετάσεις καθώς και
β) Το σύστημα εισαγωγής στις παραγωγικές Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και εκπαίδευσης σε αυτές (ΠΔ 174/1983, όπως ισχύει σήμερα), τα οποία στηρίζονται σε μια εσωτερική διαβλητή, αδιαφανή και αναξιοκρατική εξεταστική διαδικασία, τις κατατακτήριες εξετάσεις, σε καμιά περίπτωση, όσε αλλαγές κι αν έχουν επέλθει στα οικεία νομοθετικά πλαίσια σε σχέση με τα προϊσχύοντα καθεστώτα, όπως για παράδειγμα σε κάποια αντικειμενικά κριτήρια, δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι αξιοκρατικά συστήματα. Στο εκπαιδευτικό σύστημα μάλιστα δηλωτικό της αναξιοκρατίας είναι το σλόγκαν: "φας πιεις πυροσβέστης / αρχιπυροσβέστης / ανθυποπυραγός θα βγεις", το οποίο επηρεάζει και κατευθύνει και τους καθηγητές των Σχολών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Βέβαια πρέπει να ομολογήσω, ότι πρόσφατα (άρθρο 69 παρ. 12Α του Ν. 4249/2014) θεσπίστηκε, έστω και πολύ καθυστερημένα, ένα πολύ θετικό βήμα εισαγωγής αξιοκρατικών κριτηρίων και διαδικασιών, με την εισαγωγή ιδιωτών στη Σχολή Πυροσβεστών, από το έτος 2016, μέσα από το σύστημα των απολυτηρίων εξετάσεων, αν δεν ανασταλεί και πάλι, με εντολή "άνωθεν". Το αξιοκρατικότερο, κατά αντικειμενική ομολογία αλλά και κατά τη σχετική νομολογία, σύστημα που λειτουργεί σήμερα στη χώρα για την εισαγωγή υπαλλήλων στο Δημόσιο αλλά και άλλες υπηρεσιακές μεταβολές, είναι το σύστημα των απολυτηρίων (πανελλαδικών) εξετάσεων κι αυτό θα έπρεπε να ισχύει τόσο για την κατάταξη των Δοκίμων Πυροσβεστών, όσο και την εισαγωγή των σπουδαστών στις παραγωγικές Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.
γ) Το σύστημα αξιολόγησης, ιεραρχίας, κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας των αξιωματικών.
Κατόπιν των ανωτέρω είναι προφανές το πολιτικό σύστημα να σκέφτεται, πως θα θεσπίζει κάθε φορά ένα σύστημα αξιολόγησης, κρίσεων και προαγωγών, με βάση το οποίο θα ευνοείται το πελατειακό σύστημα και θα έχουν μια ευνοϊκότερη βαθμολογική εξέλιξη στην ιεραρχία του ΠΣ αλλά και στην τοποθέτησή τους στις υπηρεσιακές θέσεις με την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων οι "ημέτεροι" και "αρεστοί". Και για να συμβεί αυτό, μόνον μέσα από ένα αναξιοκρατικό και αδιαφανές νομοθετικό πλαίσιο μπορεί να επιτευχθεί. Έτσι φρόντιζε κάθε φορά να εφευρίσκει, νομοθετεί και εφαρμόζει ένα σύστημα αδιαφανές, διαβλητό κι αναξιοκρατικό σύστημα, για να μπορεί να προάγει και εξελίσσει στην ιεραρχία του Σώματος τους "ημέτερους", "αρεστούς", "κολλητούς", "φίλους", "συντοπίτες", γιατί αυτοί έχουν περισσότερες πιθανότητες να πουν "ναι σε όλα" και "ότι διατάξτε κ. Υπουργέ / Αρχηγέ" και όχι στους "άξιους" και "ικανούς" αξιωματικούς, που αντιδρούν εύκολα στις σκοπιμότητες, ακούν νόμιμα τα καθήκοντα τους και δεν ακολουθούν τα σκόπιμα "παιχνίδια" τους. Στο εν λόγω σύστημα όλα ξεκινούν από τον τρόπο και διαδικασία που ισχύει μέχρι σήμερα για την επιλογή του Αρχηγού ΠΣ, - και γενικά για τα Σώματα Ασφαλείας και τις Ε.Δ - δηλαδή αρμόδιο όργανο είναι το ΚΥΣΕΑ και όχι από ένα άλλο όργανα που λειτουργεί με αξιοκρατικές διαδικασίες και κριτήρια, όπως για παράδειγμα από μια διακομματική Επιτροπή της Βουλής π.χ την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και μάλιστα, όχι με πλειοψηφία, αλλά με ομόφωνη απόφασή της. Το ΚΥΣΕΑ μάλιστα στην επιλογή του Αρχηγού έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία μεταξύ των υποψηφίων να επιλέγει όποιον θέλει, χωρίς μάλιστα να υπάρχει νομοθετική ή άλλη υποχρέωση για την μεταξύ τους σύγκριση των προσόντων και τελικά την επιλογή του καταλληλότερου. Επιλογή χωρίς σύγκριση όμως σημαίνει αναξιοκρατία και αυθαιρεσία. Ο Αρχηγός λοιπόν που επιλέγεται με τον ανωτέρω προβλεπόμενο τρόπο είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης που τον πρότεινε και ουσιαστικά τον επέβαλε στο ΚΥΣΕΑ. Κατά συνέπεια αυτή η αλληλοέξαρτηση σηματοδοτεί περαιτέρω έλλειμμα αξιοκρατίας και στις υπηρεσιακές μεταβολές των αξιωματικών, δεδομένου ότι το Πυροσβεστικό Σώμα λειτουργεί ως "Αρχηγοκεντρικό". Ο Αρχηγός είναι ο παντοδύναμος, ανέλεγκτος, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες, όσο κι αν κάποιες έχει μεταβιβάσει σε υποδεέστερα όργανα, αφού η τοποθέτησή τους γίνεται με εντολή του ιδίου, και για το λόγο αυτό είναι ο "Ελέω Θεού". Όλα ελέγχονται, επιβλέπονται και κατευθύνονται από αυτόν. Κατ' ακολουθία και όλα τα συλλογικά όργανα που προβλέπονται και λειτουργούν, στο Σώμα, όπως τα Συμβούλια Κρίσεων, Συμβούλια Πειθαρχικά, Επιτροπές Διενέργειας Διαγωνισμών, Επιτροπές Προμηθειών κ.α, δεν συγκροτούνται με αξιοκρατικά κριτήρια, αλλά συγκροτούνται και συντίθενται ad hoc από "αρεστούς", "κολλητούς" και άκρως ελεγχόμενους από τον ίδιο αξιωματικούς, είτε όταν ορίζονται με διαταγή του ίδιου ή από άλλο όργανο, στο οποίο τους έχει μεταβιβάσει τις σχετικές αρμοδιότητες. Το σύστημα αυτό της επιλογής του Αρχηγού ΠΣ εξυπηρετεί βέβαια και το πολιτικό σύστημα και την εκάστοτε κυβέρνηση και συνεπώς την πολιτική Ηγεσία του ΠΣ, γι' αυτό και δεν επιχειρεί να το αλλάξει μέχρι σήμερα κανείς υπουργός. Και εξυπηρετεί όλες τις κυβερνήσεις, γιατί Αρχηγός που δεν επιλέγεται με αξιοκρατικά κριτήρια και διαδικασίες, ίναι ανίσχυρος, ευάλωτος στις πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες και υποτακτικός στις άνωθεν πολιτικές εντολές και πάνω από όλα λειτουργεί ως μια σχέση, ως "Συμφωνία Κυρίων". Αν κάποιος αντιστέκεται, γιατί βλέπει πίσω από τις εντολές σκοπιμότητες και τον Εισαγγελέα να παρεμβαίνει, πάραυτα αντικαθίσταται για να βρεθεί το κατάλληλο για τον ως άνω σκοπό αξιωματικό, που θα εξυπηρετεί τις πολιτικές σκοπιμότητες. Περαιτέρω και ειδικότερα, ως προς την αξιολόγηση, προαγωγή και αποστρατεία των αξιωματικών δεν είναι τυχαίο, ότι οι βασικοί σταθμοί (κορμοί) στο νομοθετικό καθεστώς κρίσεων, προαγωγών και αποστρατειών των αξιωματικών από το 1969 μέχρι και σήμερα δηλαδή μισό αιώνα μετά, είναι σχεδόν το ίδιο, στηρίζεται στον ίδιο αναξιοκρατικό κορμό, με μικροδιαφορές ανούσιες μεταξύ τους και μάλιστα με περισσότερο αυστηρές διατάξεις στο παρελθόν από ότι στο ισχύον σήμερα νομοθετικό πλαίσιο. Ειδικότερα, αρχικά για το σύστημα ιεραρχίας, προαγωγών και αποστρατείας, ίσχυσε το ΝΔ 139/1969, με τις όποιες συμπληρώσεις, αντικαταστάσεις και τροποποιήσεις υπέστη, ακολούθως το νομοθέτημα αυτό αντικαταστάθηκε με τον Ν. 671/1977. Και ο νόμος αυτός υπέστη ευνοϊκές για τη διατήρηση της αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας ρυθμίσεις, και ίσχυσε μέχρι το 1992. Χαρακτηριστική κλασσική περίπτωση για την ταχύτερη κι ευνοϊκότερη βαθμολογική εξέλιξη των "ημετέρων" και "αρεστών" έναντι των "άξιων" και "ικανών" αξιωματικών, ήδη από το βαθμό του Αντιπυράρχου, είναι η ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 6 και 7 του Ν. 1234/1982, με την οποία ορίζονταν, ότι το αρμόδιο Συμβούλιο από τον πίνακα "Διατηρητέων" επιλέγει, ανεξάρτητα από την αρχαιότητα τους, εκείνους που κρίνει προακτέους για την πλήρωση κενών θέσεων Αντιπυράρχων. Να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή και σύμφωνα με τον Ν.671/1977, οι Αντιπύραρχοι κρίνονταν "κατ' εκλογή" και "κατ' αρχαιότητα". Με τη φωτογραφική αυτή για τους "ημέτερους" διάταξη διαχρονικά υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις ευνοικοκρατίας, όπου για να προαχθούν αυτοί, παραλείπονταν πότε 20 άλλοτε 30 ή 40 αξιωματικοί, ακόμη και μια ολόκληρη νεώτερη τάξη αξιωματικών "ικανών" και "άξιων".
Στη συνέχεια ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από ένα πολύ ευνοϊκότερο για τους "ημέτερους" και "αρεστούς" αξιωματικούς αντίστοιχο σύστημα, που θεσπίστηκε με το ΠΔ 305/1992, όπως ισχύει μέχρι σήμερα. Οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν γίνει στο ανωτέρω νομοθέτημα, - και αριθμούν πολλές - το οποίο μάλιστα έλαβε τη μορφή του προεδρικού διατάγματος σκόπιμα, για να αντικαθίσταται με πολύ ευκολότερη διαδικασία, από ότι ένας νόμος και για να μην γίνονται αντιληπτές από την αντιπολίτευση στη Βουλή οι αλλαγές του, έχουν γίνει με σκοπιμότητα, προκειμένου να ενισχυθεί η ευνοιοκρατία και το πελατειακό σύστημα και περισσότερο για να εφευρίσκουν τρόπους προνομιακής και ταχύτερης εξέλιξης των "ημετέρων" και "αρεστών" αξιωματικών και όχι των "ικανών" και "αρίστων". Μάλιστα για να γίνει περισσότερο αντιληπτό, ότι τα Συμβούλιο Κρίσεων στις προαγωγές αξιωματικών με το ισχύον νομικό σύστημα κρίσεων λειτουργούν κατά παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας στις δημόσιες θέσεις (αξιωματικών) κατά το λόγο της προσωπικής τους αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 4 και 5 παρ. 1), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7) που, κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνον τη διαδικασία εισόδου στη θέση του δημοσίου υπαλλήλου, αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης (προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων και του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1), στην απόφασή τους, πρέπει σύμφωνα με τη νομολογία (ΣτΕ 2040/2013), να παρατίθενται τα στοιχεία εκείνα του ατομικού φακέλου, που είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κρίσης τους, περαιτέρω δε στην εν λόγω απόφαση πρέπει να βεβαιώνεται, ότι έγινε σύγκριση των υποψηφίων για προαγωγή και ότι το αποφασίζον όργανο, μετά από συνεκτίμηση των ως άνω στοιχείων, επιλέγει τον καταλληλότερο υποψήφιο για την εκάστοτε υπηρεσιακή μεταβολή . Σήμερα δυστυχώς, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 4 του ΠΔ 305/1992, «…κατά τη διαδικασία επιλογής από τους πίνακες "Διατηρητέων" Αντιπυράρχων, Πυράρχων, Αρχιπυράρχων για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων ανωτέρων βαθμών το οικείο Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να εξετάζει τους αξιωματικούς αυτούς αυτοτελώς… και επιλέγει εκείνους που κρίνει προακτέους…» και όχι συγκριτικά, όπως επιβάλει η ως άνω πρόσφατη νομολογία. Επιλογή χωρίς σύγκριση σημαίνει, κατά τη νομολογία, αναξιοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι με το ισχύον εν λόγω σύστημα κρίσεων, προαγωγών και αποστρατείας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τόσο οι αποστρατείες, όσο και οι παραλείψεις αξιωματικών προς προαγωγή, κρίνονται από τα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια μη νόμιμες, επειδή κυρίως η κρίση είναι μη νόμιμη, αφού δεν αιτιολογούνται, όπως ορίζεται από τον νόμο. Είναι δηλαδή αυθαίρετες. Βλέπεται στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, παρόλο που η αξιοκρατία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη δημοκρατική αρχή, επί δημοκρατικών κυβερνήσεων οι αρμόδιοι για να μην απολέσουν την πολιτική πελατεία τους, φροντίζουν να θεσπίζουν συστήματα στη Δημόσια Διοίκηση – και όχι μόνον - που δημιουργούν πελατειακές σχέσεις, δηλαδή σχέσεις εξάρτησης των πολιτών και πολιτικών γραφείων. Δεν είναι τυχαίο, ότι το εν λόγω νομοθετικό καθεστώς είναι το μακροβιότερο από τα δύο προηγούμενα (23 έτη βίου), αφού όλους τους εξυπηρετεί, όπως τους εκάστοτε υπουργούς δημόσιας τάξης, συνδικαλιστικούς φορείς, κομματάρχες και τους αξιωματικούς στην πλειονότητά τους. Όλοι εξαγγέλλουν μεγαλόστομα σχέδια και προγράμματα για εισαγωγή αξιοκρατικών κριτηρίων και διαφωνών διαδικασιών, που προάγουν το υπηρεσιακό συμφέρον, αλλά αυτά είτε παραμένουν σε επίπεδο εξαγγελιών και λόγια συνεντεύξεων ή όσοι προχωρούν σε τυχόν αλλαγές, αυτές στοχεύουν να αλλάξουν κατά το δοκούν, επιλεκτικά και όπως αυτούς εξυπηρετεί, το συγκεκριμένο σύστημα.
Για αυτούς όμως οι όποιες αλλαγές / παρεμβάσεις θεωρούνται αξιοκρατία και διαφάνεια. Οι αλλαγές που πραγματικά θα οδηγήσουν σε αξιοκρατία στο ΠΣ, θέλουν και πολιτική βούληση, αλλά πάνω από όλα απαιτούν και την ομόφωνη συναίνεση και όλων των πολιτικών κομμάτων της Βουλής. Εδώ όμως, όπως και σε όλα τα θέματα, χαλάει η συνταγή, γιατί τα κόμματα εξουσίας πιστεύουν ότι "αύριο" θα έρθουν στην κυβέρνηση και ποτέ δεν συμφωνούν, τα δε κόμματα που είναι μόνιμα στην αντιπολίτευση, αντιδρούν για να κάνουν αντιπολίτευση.
δ) Το σύστημα μετακινήσεων.
Παρόλο που το νομοθετικό αυτό σύστημα λειτουργεί έναντι των προαναφερομένων κατά κάποιο τρόπο με αξιοκρατικά κριτήρια και διαδικασίες (ΠΔ 170/1996 Κεφ. Β΄, όπως ισχύει σήμερα), παρόλα αυτά και στο συγκεκριμένο σύστημα το πελατειακό σύστημα έχει κατορθώσει μέσα από κάποια "παραθυράκια" του νόμου (εκούσια κενά) να τα εκμεταλλευτεί, και να το καταστρατηγήσει, προκειμένου να ικανοποιήσει τα πολιτικά και συνδικαλιστικά ρουσφέτια στους "αρεστούς", "ημέτερους" και ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει με τις αποσπάσεις.
Κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του Σώματος και ουσιαστικά της αποτελεσματικότητάς του και της εφαρμογής της αρχής της αξιοκρατίας στις υπηρεσιακές μεταβολές, υπήρξαν αρκετά "εμπόδια" και υπονομεύτηκαν, οι όποιες καλοπροαίρετες προσπάθειες υπήρξαν διαχρονικά, από το πελατειακό σύστημα και την ευνοιοκρατία. Και σε αυτό ευθύνεται πρώτα το πολιτικό σύστημα, κόμματα, φορείς εξουσίας και ο άκρατος κομματισμός που εμφιλοχώρησε σκόπιμα και διάβρωσε ηθικά τα στελέχη του Σώματος και ακολούθως ο συνδικαλισμός. Όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται και ευνοούνται από την έλλειψη αξιοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα για το έλλειμμα αξιοκρατίας στις ανωτέρω υπηρεσιακές μεταβολές ασφαλώς και πρωτίστως την κύρια ευθύνη φέρει το πολιτικό σύστημα και η δυσλειτουργία των θεσμών. Μερίδιο βέβαια ευθύνης φέρουν τόσο το συνδικαλιστικό κίνημα, αφού, ως προς τη λειτουργία του, είναι μικρογραφία του πολιτικού συστήματος στο εσωτερικό ενός οργανισμού, – του Πυροσβεστικού Σώματος - όσο και ο άκρατος κομματισμός. Τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν είναι τυχαίο κομματάρχες και συνδικαλιστές να είναι τα ίδια πρόσωπα. Το πελατειακό σύστημα είναι η κινητήρια δύναμη τόσο του πολιτικού συστήματος, το οποίο στο εσωτερικό του Σώματος εκφράζεται από τον κομματισμό, όσο και του συνδικαλιστικού κινήματος. Από αυτό αντλούν τη δύναμη τους. Αν εξαλειφθεί η πελατειακή σχέση μέσα από αξιοκρατικές θεσμικές αλλαγές, με ποιον τρόπο θα παρεμβαίνουν για ευνοϊκή μεταχείριση των μελών - ψηφοφόρων τους, έτσι ώστε να αντλούν εύκολα, όπως ισχύει σήμερα, ψήφους και να καλύπτουν τις πελατειακές ανάγκες τους;
Κόμματα και κυρίως οι συνδικαλιστικοί φορείς στο ΠΣ μιλούν περί της αναγκαιότητας της αξιοκρατίας και όλοι παραδέχονται, ότι δεν εφαρμόζεται αξιοκρατία στις υπηρεσιακές μεταβολές, αλλά δεν κάνουν όμως κάτι ουσιαστικό να αλλάξει. Πράγματι μπορεί η ΕΑΠΣ να εκδίδει από συστάσεώς της μέχρι σήμερα ανακοινώσεις επικριτικές για διάφορα θέματα, που άπτονται των υπηρεσιακών μεταβολών, όπως μετακινήσεις, προαγωγές, αποστρατείες αξιωματικών κ.α, (βλ. Για παράδειγμα την Ανακοίνωση ΕΠΑΣ της 29/3/2015: «…Η διαδικασία δυστυχώς πραγματοποιήθηκε με το ίδιο θεσμικό πλαίσιο, αυτό του 1992, που ενώ μονότονα ως ΕΑΠΣ ζητούμε εδώ και χρόνια να εκσυγχρονιστεί και να αλλάξει, οι κυβερνήσεις που έρχονται και αντιπαρέρχονται ουδεμία πολιτική πρωτοβουλία έλαβαν…», και στην Ανακοίνωση της 30/11/2014: «…Όπως μας δηλώσατε και εμείς από την πλευρά μας υπερθεματίσαμε, το πλαίσιο αυτό επιτρέπει την αδικία, την αναξιοκρατία… πλαίσιο κρίσεων και προαγωγών που χρησιμοποιείται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την προώθηση των αρεστών της επιλογών…»), όμως αυτές είναι επανάληψη κάθε χρόνο του ίδιου μοτίβου, δηλαδή ανακοινώσεις καρμπόν με το ίδιο περιεχόμενο και "καταγγελτικό" ύφος, που βέβαια εκδίδονται για να παραμένουν σε επίπεδο εντυπώσεων. Άλλωστε και οι συνδικαλιστές προάγονται με το εν λόγω άδικο και αναξιοκρατικό σύστημα, το οποίο διαχρονικά καταγγέλλουν. Αν αυτό και δεν είναι υποκρισία; Και η ευθύνη πιο συγκεκριμένα του συνδικαλιστικού κινήματος εντοπίζεται στο γεγονός, ότι, παρόλο που και τη δύναμη έχει αλλά και τα μέσα διαθέτει, δεν ασκεί τη δέουσα ασφυκτική πίεση προς την πολιτική και φυσική Ηγεσία για ριζικές θεσμικές αλλαγές προς την εγκαθίδρυση της αρχής της αξιοκρατίας, γιατί στην ουσία αυτό τους εξυπηρετεί και ευνοεί. Βέβαια η έλλειψη αξιοκρατίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευνοείται στο ΠΣ, - και γενικά στο Δημόσιο – από την συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητας του πυροσβεστικού προσωπικού (άρθρο 103 Συντ.).
Συνέπειες της αναξιοκρατίας στο Σώμα αποτελούν, όπως γενικά και στη Δημόσια Διοίκηση, οι χρόνιες παθογένειες που εμφανίζονται γενικά στο Δημόσιο, όπως τα υπηρεσιακά ρουσφέτια, η ευνοιοκρατία, οικογενειοκρατία, έλλειμμα λειτουργίας των ελεγκτικών μηχανισμών, διάβρωση των θεσμών και υποβάθμιση των κανόνων νομιμότητας και νομιμοποίησης και βέβαια υπάρχει ευνοϊκό κλίμα για την εμφάνιση φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής, γραφειοκρατίας, αυθαιρεσίας, λειτουργίας συστήματος παραεξουσίας (συνδιοίκησης) και γενικά στην εμφάνιση φαινομένων κακοδιοίκησης και δυσλειτουργιών. Εξ αιτίας της αναξιοκρατίας δεν λειτουργεί μεταξύ του προσωπικού το περί δικαίου αίσθημα, όταν "παραγκωνίζονται" και αποστρατεύονται στις κρίσεις, οι "ικανοί και άξιοι" κι αυτό έχει επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα, σε επιχειρησιακό και διοικητικό επίπεδο, του Σώματος και κατ' ακολουθία στο κοινωνικό σύνολο.
Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι η "αναξιοκρατία" στη λειτουργία μιας Δημόσιας Υπηρεσίας και στην προκειμένη περίπτωση του ΠΣ, μπορεί να διευκολύνει και εξυπηρετεί γενικά το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και φορείς εξουσίας για την ικανοποίηση σκοπιμοτήτων, και την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, όσο δημοκρατικά κι αν λειτουργεί η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε υπουργός Δημόσιας Τάξης – το ίδιο συμβαίνει και με την σημερινή πολιτική Ηγεσία - με την ανάληψη των καθηκόντων του συγκροτεί αρμόδια Επιτροπή – "να χαμε να λέγαμε" - για να υποβάλει θεσμικά μέτρα και αλλαγές για αξιοκρατικά συστήματα και διαδικασίες, που αφορούν τα ανωτέρω θέματα. Προτείνονται ικανοποιητικές προτάσεις προς την σωστή κατεύθυνση, όμως τα σχετικά πορίσματα χάθηκαν στα συρτάρια των αρμοδίων, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πολιτική βούληση για αξιοκρατία στο Σώμα. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κατάταξη (διορισμός ή πρόσληψη) κάθε πυροσβεστικού υπαλλήλου, η εισαγωγή κι εκπαίδευση του στις παραγωγικές σχολές, και η αξιολόγηση (κρίση) και η προαγωγή και ανέλιξη στην ιεραρχία της βαθμολογικής δομής του στο ΠΣ, είναι οι κρίκοι μιας και της αυτής αλυσίδας, που κρατά τη συνοχή και οδηγεί στην εύρυθμη κι αποτελεσματική λειτουργία του Σώματος, χάριν της προαγωγής του υπηρεσιακού και κατ' επέκταση του δημοσίου συμφέροντος. Είναι η κινητήρια δύναμη που ανθίσταται στις σκοπιμότητες και στα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής, που ενδεχομένως εμφιλοχωρούν στους κόλπους του ΠΣ.
Για το σκοπό αυτόν είναι επιτακτική η ανάγκη να θεσπιστούν από την πολιτεία δια των αρμοδίων θεσμικών οργάνων της, άμεσα μέσα, τρόποι και διαδικασίες που ευνοούν και προάγουν την αξιοκρατία στον υπηρεσιακό βίο των υπαλλήλων του και απεναντίας εμποδίζουν φαινόμενα αναξιοκρατίας, αδιαφάνειας και σκοπιμοτήτων, αν φυσικά το επιτρέψει το υπό ηθική κατάρρευση κι ευρισκόμενο σε θεσμική κρίση ισχύον πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι αναξιόπιστο στα μάτια του πολίτη. Και τούτο γιατί η αντικατάσταση των πελατειακών σχέσεων και της ευνοιοκρατίας από την αξιοκρατία δεν είναι ασφαλώς εύκολη υπόθεση σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει εθιστεί για δεκαετίες σε τέτοιες πρακτικές, παθογένειες και στρεβλώσεις. Πολύ φοβάμαι όμως, ότι και η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν από την όποια βούληση και την καλοπροαίρετη διάθεση του εκλεκτού καθηγητή και Αν. Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κ. Γ. Πανούση (βλ. Ανακοίνωση ΕΑΠΣ της 7/4/2015: "…ζήτησε απόψεις της ΕΑΠΣ, «να βελτιωθεί η διαφάνεια και ο έλεγχος των κρίσεων ως προς την διαδικασία, τα κριτήρια, την αιτιολόγηση…»") και τις όποιες σχετικές προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, φαίνεται ότι θα παραμείνει εγκλωβισμένη στη δίνη της αναξιοκρατίας, γιατί έτσι εξυπηρετείται το πελατειακό σύστημα, που αποτελεί την κινητήρια δύναμη του ισχύοντος πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος. Ήδη αυτό έκανε την εμφάνισή του και ήταν εμφανή τα σημάδια του κατά τις πρόσφατες κρίσεις αξιωματικών, μετακινήσεις και τοποθετήσεις των αξιωματικών, που αποδεικνύουν και με τον ΣΥΡΙΖΑ την επανάληψη του ίδιου επί τόσα χρόνια σκηνικού αναξιοκρατίας και εξάρτησης της λειτουργίας του ΠΣ, το οποίο έχει βάση το πελατειακό σύστημα.
Τίποτε δεν πιστεύω, ότι θα αλλάξει. Χτες, ασκούσαν εξουσία, διευθετούσαν και ασκούσαν επιρροή στις υπηρεσιακές μεταβολές οι κομματάρχες και συνδικαλιστές από το χώρο της ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, σήμερα δε το ίδιο πράττουν οι αντίστοιχοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ανδριανός Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος - Υπαρχηγός ΠΣ, ε.α, Νομικός
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω