Οι πρωθυπουργοί και τα κυβερνητικά κόμματα προκαλούν πρόωρες εκλογές είτε επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς είτε επειδή είναι σίγουροι ότι θα τις κερδίσουν και θα έχουν μια άνετη θητεία μπροστά τους. Με τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του συντρέχουν και τα δύο
Οι πρωθυπουργοί και τα κυβερνητικά κόμματα προκαλούν πρόωρες εκλογές είτε επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς είτε επειδή είναι σίγουροι ότι θα τις κερδίσουν και θα έχουν μια άνετη θητεία μπροστά τους. Με τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του συντρέχουν και τα δύο...
Πρώτον, είχε τη δυνατότητα να σχηματίσει μια άλλη κυβέρνηση, διευρύνοντας την υποστήριξή της από την προσφάτως διαλυθείσα Βουλή. Ωστόσο, με πλήθος βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του, τα όρια της νέας κυβέρνησης θα ήταν πεπερασμένα. Έτσι, η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές ήταν περίπου υποχρεωτική.
Δεύτερον, μέχρι και την προκήρυξη των εκλογών ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του εκτιμούσαν με βεβαιότητα ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να τις κερδίσουν. Η ίδια βεβαιότητα επικρατούσε και στα υπόλοιπα κόμματα.
Η εικόνα αυτή έχει αλλάξει. Η αποχώρηση της ομάδας Λαφαζάνη και άλλων ισχυρών περιφερειακών παικτών (Κωνσταντοπούλου, κ.ά), τα διαλυτικά φαινόμενα στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ (μαζικές αποχωρήσεις, διάλυση της οργάνωσης της Νεολαίας) έχουν μεταβάλει τη βεβαιότητα της νίκης τουλάχιστον σε αμφιβολία. Και η ηττοπάθεια ελλοχεύει.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσαν και κυριάρχησαν έχοντας ως πρόσημο τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Παρά τις κάποιες προσαρμογές τους, έφτασαν στις εκλογές του Ιανουαρίου με καθαρά αριστερά συνθήματα και υποσχέσεις για εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε σχέση με την Ευρώπη. Έτσι έπεισαν το 36% του εκλογικού σώματος να τους ψηφίσει.
Μετά την απότομη προσγείωση του περασμένου Ιουλίου, την υπογραφή του πρώτου «αριστερού» Μνημονίου και τη διάψευση πολλών προσδοκιών, ο Τσίπρας και ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένοι να αλλάξουν στρατηγική, τακτική και ρητορική. Η στρατηγική και η τακτική ήδη άλλαξαν. Με τη ρητορική τα πράγματα είναι ακόμη μπερδεμένα.
Το στοίχημα του Τσίπρα και του («νέου») ΣΥΡΙΖΑ είναι αν μπορούν να κερδίσουν ξανά εκλογές, αυτή τη φορά ως συστημικό κόμμα της ευρείας Αριστεράς. Η τακτική τους σε αυτό αποσκοπεί:
1. Η απαλλαγή τους από τους «ακραίους»(«δραχμιστές», κ.ά) προβάλλεται ως ευκαιρία να ανοιχτούν και σε ψηφοφόρους περισσότερο συντηρητικούς, οι οποίοι εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται τα «παλιά» κόμματα.
2. Ο Τσίπρας προβάλλεται ως ο εν δυνάμει νέος ηγέτης ενός ευρύτερου χώρου, που δεν έχει πλέον «βαρίδια» και εξακολουθεί να έχει πλεονέκτημα έναντι όλων των αντιπάλων του.
Η θεωρία αυτή διακινείται ευρέως και έχει την υποστήριξη και συστημικών μέσων ενημέρωσης και συντηρητικών αναλυτών (δύο παραδείγματα εδώ και εδώ).
Είναι προφανής η επιδίωξη του κ. Τσίπρα και του επιτελείου του να αντιγράψουν το «μοντέλο ΠΑΣΟΚ», που από «ακραίο» κόμμα της περιόδου 1974-1981 μεταμορφώθηκε σε κλασικό σοσιαλδημοκρατικό και κυριάρχησε επί τρεις δεκαετίες, καταλαμβάνοντας χώρους από τον συντηρητικό δεξιό έως τις παρυφές της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Φυσικά, υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Πέρα από τα πρόσωπα και τις συγκρίσεις, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον κ. Τσίπρα είναι η κακή συγκυρία, που δεν του επιτρέπει να «χτίσει» αυτό που επιδιώκει. Δεν έχει το χρόνο ούτε τα μέσα (οικονομικά κ.α), που διέθεταν άφθονα ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ μετά τη νίκη του 1981.
Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας προέρχεται από ένα παραδοσιακό αριστερό κόμμα. Και στην Αριστερά είναι πολύ δυσκολότερο να παίξει με την προσωπική γοητεία. Είναι, δηλαδή, αμφίβολο αν ο κ. Τσίπρας μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια της «ψυχής» και της «δομής» του ΣΥΡΙΖΑ με την προβολή της όποιας προσωπικής του εμβέλειας, που κι αυτή είναι πλέον αισθητά μειωμένη.
Εν κατακλείδι: ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, που στις 25 Ιανουαρίου νίκησαν ως αριστεροί ριζοσπάστες, μπορούν στις 20 Σεπτεμβρίου να ξανανικήσουν, αυτή τη φορά ως συστημικοί αριστεροί;
Οι συντριπτικά πολλές πιθανότητες δεν είναι με το μέρος τους, όπως ήταν πριν από εφτά μήνες. Βεβαιότητα δεν έχουν, αλλά θα το παλέψουν στα ίσια. Και, ως κυβερνητικό κόμμα πλέον, έχουν αρκετά όπλα. Έχοντας, όμως και σαφή επίγνωση ότι παραμονεύει η αρχή της ετερογονίας των σκοπών: άλλα επιδίωκαν, άλλα σχεδίαζαν και άλλα τους προέκυψαν.
Γιώργος Καρελιάς
Photo: Nick Paleologos / SOOC
Πρώτον, είχε τη δυνατότητα να σχηματίσει μια άλλη κυβέρνηση, διευρύνοντας την υποστήριξή της από την προσφάτως διαλυθείσα Βουλή. Ωστόσο, με πλήθος βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του, τα όρια της νέας κυβέρνησης θα ήταν πεπερασμένα. Έτσι, η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές ήταν περίπου υποχρεωτική.
Δεύτερον, μέχρι και την προκήρυξη των εκλογών ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του εκτιμούσαν με βεβαιότητα ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να τις κερδίσουν. Η ίδια βεβαιότητα επικρατούσε και στα υπόλοιπα κόμματα.
Η εικόνα αυτή έχει αλλάξει. Η αποχώρηση της ομάδας Λαφαζάνη και άλλων ισχυρών περιφερειακών παικτών (Κωνσταντοπούλου, κ.ά), τα διαλυτικά φαινόμενα στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ (μαζικές αποχωρήσεις, διάλυση της οργάνωσης της Νεολαίας) έχουν μεταβάλει τη βεβαιότητα της νίκης τουλάχιστον σε αμφιβολία. Και η ηττοπάθεια ελλοχεύει.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσαν και κυριάρχησαν έχοντας ως πρόσημο τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Παρά τις κάποιες προσαρμογές τους, έφτασαν στις εκλογές του Ιανουαρίου με καθαρά αριστερά συνθήματα και υποσχέσεις για εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε σχέση με την Ευρώπη. Έτσι έπεισαν το 36% του εκλογικού σώματος να τους ψηφίσει.
Μετά την απότομη προσγείωση του περασμένου Ιουλίου, την υπογραφή του πρώτου «αριστερού» Μνημονίου και τη διάψευση πολλών προσδοκιών, ο Τσίπρας και ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένοι να αλλάξουν στρατηγική, τακτική και ρητορική. Η στρατηγική και η τακτική ήδη άλλαξαν. Με τη ρητορική τα πράγματα είναι ακόμη μπερδεμένα.
Το στοίχημα του Τσίπρα και του («νέου») ΣΥΡΙΖΑ είναι αν μπορούν να κερδίσουν ξανά εκλογές, αυτή τη φορά ως συστημικό κόμμα της ευρείας Αριστεράς. Η τακτική τους σε αυτό αποσκοπεί:
1. Η απαλλαγή τους από τους «ακραίους»(«δραχμιστές», κ.ά) προβάλλεται ως ευκαιρία να ανοιχτούν και σε ψηφοφόρους περισσότερο συντηρητικούς, οι οποίοι εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται τα «παλιά» κόμματα.
2. Ο Τσίπρας προβάλλεται ως ο εν δυνάμει νέος ηγέτης ενός ευρύτερου χώρου, που δεν έχει πλέον «βαρίδια» και εξακολουθεί να έχει πλεονέκτημα έναντι όλων των αντιπάλων του.
Η θεωρία αυτή διακινείται ευρέως και έχει την υποστήριξη και συστημικών μέσων ενημέρωσης και συντηρητικών αναλυτών (δύο παραδείγματα εδώ και εδώ).
Είναι προφανής η επιδίωξη του κ. Τσίπρα και του επιτελείου του να αντιγράψουν το «μοντέλο ΠΑΣΟΚ», που από «ακραίο» κόμμα της περιόδου 1974-1981 μεταμορφώθηκε σε κλασικό σοσιαλδημοκρατικό και κυριάρχησε επί τρεις δεκαετίες, καταλαμβάνοντας χώρους από τον συντηρητικό δεξιό έως τις παρυφές της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Φυσικά, υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Πέρα από τα πρόσωπα και τις συγκρίσεις, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον κ. Τσίπρα είναι η κακή συγκυρία, που δεν του επιτρέπει να «χτίσει» αυτό που επιδιώκει. Δεν έχει το χρόνο ούτε τα μέσα (οικονομικά κ.α), που διέθεταν άφθονα ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ μετά τη νίκη του 1981.
Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας προέρχεται από ένα παραδοσιακό αριστερό κόμμα. Και στην Αριστερά είναι πολύ δυσκολότερο να παίξει με την προσωπική γοητεία. Είναι, δηλαδή, αμφίβολο αν ο κ. Τσίπρας μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια της «ψυχής» και της «δομής» του ΣΥΡΙΖΑ με την προβολή της όποιας προσωπικής του εμβέλειας, που κι αυτή είναι πλέον αισθητά μειωμένη.
Εν κατακλείδι: ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, που στις 25 Ιανουαρίου νίκησαν ως αριστεροί ριζοσπάστες, μπορούν στις 20 Σεπτεμβρίου να ξανανικήσουν, αυτή τη φορά ως συστημικοί αριστεροί;
Οι συντριπτικά πολλές πιθανότητες δεν είναι με το μέρος τους, όπως ήταν πριν από εφτά μήνες. Βεβαιότητα δεν έχουν, αλλά θα το παλέψουν στα ίσια. Και, ως κυβερνητικό κόμμα πλέον, έχουν αρκετά όπλα. Έχοντας, όμως και σαφή επίγνωση ότι παραμονεύει η αρχή της ετερογονίας των σκοπών: άλλα επιδίωκαν, άλλα σχεδίαζαν και άλλα τους προέκυψαν.
Γιώργος Καρελιάς
Photo: Nick Paleologos / SOOC
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω