Στην εποχή της μεγάλης συμφοράς, που η ανθρωπινή ζωή κρέμεται από μια κλώστη, η αγάπη και ο έρωτας λυτρώνουν κι ενίοτε σώζουν ψυχές και ανθρώπους. Ο έρωτας του Γιάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας
Στην εποχή της μεγάλης συμφοράς, που η ανθρωπινή ζωή κρέμεται από μια κλώστη, η αγάπη και ο έρωτας λυτρώνουν κι ενίοτε σώζουν ψυχές και ανθρώπους...
Ο έρωτας του Γιάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας είναι μια ιδιαίτερη ιστορία αγάπης στα χρόνια του πόλεμου του '40, που αποκαλύφθηκε, πρόσφατα, μέσα από τα γράμματα (πάνω από 100) που βρήκε η κόρη του ζευγαριού, Ελένη Χαλκουτσάκη, αρχιτέκτονας, που ζει σε Αθήνα και Τήνο.
Για πρώτη φόρα, η Ελένη Χαλκουτσάκη μίλησε για την αγάπη των γονιών της στο σχετικά πρόσφατο 2ο Διεθνές φόρουμ Ρώσων συγγραφέων της Τήνου, όπου συμμετείχε με αφορμή βιβλίο που ετοιμάζεται να εκδώσει.
Ο ήρωας της ιστορίας, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ήταν σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο. Και η ηρωίδα, μία από τις πρώτες Ελληνίδες επαγγελματίες σολίστ βιολιού και βιόλας, με πλούσια προσφορά στον τόπο της και το εξωτερικό. Ο έρωτας τους βρήκε πριν από τον πόλεμο, κράτησε 9 χρόνια με αλληλογραφία, μέχρι το 1948, και ολοκληρώθηκε με έναν ευτυχισμένο γάμο, με παιδιά και μια ευτυχισμένη κοινή ζωή ως τα γεράματα. Ο Γιάννης και η Τιτίκα μπορεί να μην ζουν πια, αλλά υπάρχουν τα γράμματα και τα έργα τους, που τους καθιστούν… «αθάνατους».
«Το χρονικό της αλληλογραφίας των γονιών μου, που τους χώρισε ο πόλεμος του '40, είναι μία εννιάχρονη περιπέτεια που, κατά περίεργο τρόπο, κράτησε τον πόλεμο μακρυά τους, οδηγώντας τους σ' έναν κόσμο δικό τους - όπου κατοικούσαν μόνο οι δυο τους, αφήνοντας απ' έξω τη δίνη του πολέμου (τόσο του Β΄ Παγκόσμιου όσο και του Εμφύλιου, αμέσως μετά). Αυτό το γεγονός το διαπίστωσα, όταν με συγκίνηση αρχειοθετούσα τα γράμματά τους, που είναι από το 1939 (με τη μητέρα μου δεκαεξάχρονη) ως το 1948» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κόρη τους Ελένη Χαλκουτσάκη.
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίσει το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκιά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου»…
Στα ερωτικά γράμματα του Ιωάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας Μότσιου δεν υπήρχε ίχνος πολέμου, σαν αυτοί οι δυο να ζούσαν σε μια εποχή ειρήνης.
«Η περίπτωσή τους έχει ιδιαίτερη σημασία - λέει η κ. Χαλκουτσάκη - διότι πρέπει να παραλληλίσει κανείς τα όσα, λυρικής έμπνευσης, έγραφε ο πατέρας μου στα γράμματά του προς τη λατρεμένη του, με τα όσα εξιστόρησε αργότερα στο βιβλίο του "Μήλος στην Κατοχή" (εκδόθηκε το 1995) για την ίδια ακριβώς εποχή, σχετικά με τα γεγονότα, στα οποία πρωταγωνίστησε και τα οποία διαδραματίζονταν στη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της Μήλου».
Οι δύο τόσο διαφορετικοί αυτοί άνθρωποι, παρέμειναν σ' όλη τους τη ζωή ερωτευμένοι. Υπέφεραν τα πάνδεινα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η μάνα μου αναγκάστηκε να καταφύγει για μερικά χρόνια σε ένα χωριό, κοντά στη γενέτειρά της, τη Λάρισα, η οποία βομβαρδιζόταν ανηλεώς. Από 'κει του έγραφε τρυφερά γράμματα αγάπης και ποιήματα (μόνο για εκείνον). Είχαμε ανακαλύψει παλιότερα και μια αξιοπρόσεκτη συλλογή ποιημάτων της που ήθελε να εκδώσει, αλλά όταν τελείωσε ο Πόλεμος την κέρδισε οριστικά η κλασική μουσική.
Ο πατέρας μου συμμετείχε σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο, που ανέλαβε να διοχετεύει στο Στρατηγείο των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή, όντας υπολοχαγός Πυροβολικού, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Γερμανών.
Στη συνέχεια πήρε μέρος στον αγώνα του Ιερού Λόχου (Ελληνικών Κομάντος) για την εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων, που παρέμειναν οχυρωμένοι και μαχόμενοι αρκετούς μήνες μετά την ήττα των Ναζί, και τους οποίους ο Ι.Λ. κατάφερε να εκδιώξει από τη Μήλο στις 9/5/45, με μικρή συμμαχική συνδρομή, ακριβώς την ίδια μέρα που γιορτάζουν και οι Σοβιετικοί τη νίκη τους. Σ' αυτόν παραδόθηκαν επίσημα οι Γερμανοί της Μήλου, όταν τη μέρα αυτή τους αποκαλύφθηκε η πραγματική του ιδιότητα!».
Σήμερα, η Ελένη Χαλκουτσάκη, με σκοπό να γίνει - μέσω του διαδικτύου - παγκόσμια γνωστός ο αγώνας για την εκδίωξη των Γερμανών από τη Μήλο, μεταφράζει στα αγγλικά το βιβλίο του πατέρα της, Γιάννη Χαλκουτσάκη «Η Μήλος στην Κατοχή». Ο νέος τίτλος του θα είναι «The venue of Milos».
Όπως λέει η ίδια, το βιβλίο στην αγγλική γλώσσα θα είναι εμπλουτισμένο με στοιχεία χαρτογραφικά και φωτογραφικά, με τωρινή τεκμηρίωση για τις πολλές γερμανικές οχυρώσεις και τους χώρους όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά γεγονότα.
Ενώ επισημάνει, ότι όλες οι γερμανικές οχυρώσεις ήταν κατασκευασμένες, μέσω καταναγκαστικών έργων, από τους απλούς ανθρώπους της Μήλου.
Η πενιχρή «αποζημίωσή» τους σε ελληνικό νόμισμα, γινόταν στην ουσία με τα χρήματα που κατάκλεψαν οι Ναζί από την Ελληνική Πολιτεία με το λεγόμενο "Κατοχικό Δάνειο", που ταλανίζει ακόμη την Ελλάδα ως θέμα "Γερμανικών Αποζημιώσεων". «Ας μην ξεχνούμε ότι η μισθοδοσία των ίδιων των δυνάμεων Κατοχής καλυπτόταν από το... ελληνικό Δημόσιο!» υπογραμμίζει.
Ως μέλος του ελληνικού στρατού, που αντιστάθηκε συνολικά για ένα διάστημα πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι οι άλλες δυτικές χώρες, μετά τη δραματική υποχώρηση ο Ιωάννης Χαλκουτσάκης κατέφυγε στη γενέτειρά του τη Μήλο, το γνωστό νησί της Αφροδίτης. Προσπαθούσε να βγάζει το άγχος της ήττας, φροντίζοντας τα δέντρα του περιβολιού του και κτίζοντας εκεί ένα μικρό σπιτάκι για να στεγάσει την αγάπη του...
Την πιο μαύρη εποχή, δηλ. στις 22 Νοεμβρίου 1942, σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και αθέλητης απραξίας συνέχιζε να γράφει ερωτικά γράμματα στην αγαπημένη του Τιτίκα:
«...εν τω μεταξύ βράδιαζε. Άναψα το τζάκι (τώρα τελευταία έκαμα και τζάκι στο σπιτάκι ΜΑΣ) ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα και σου αφιέρωσα δυο ολόκληρες ώρες σκέψης και προσήλωσης. Κρατούσα τη φωτογραφία σου, σε κυτούσα και σου μιλούσα. Δεν είναι δυνατόν, κάτι θάνοιωσες χθες Σάββατο 6-9 το βράδυ. Κάποιο ψυχικό φαινόμενο θα σου ‘φερε τον παλμό της αγάπης μου.
Μέσα από το παίξιμο της φλόγας, όπως την κυτούσα, σχημάτισα την μορφή σου. Δυο μάτια, τα μάτια σου, πότε - πότε με κοίταζαν γλυκά και παραπονεμένα. Το παράπονο του χωρισμού. Το ξέρω, Τιτίκα μου, το έχω χορτάσει πιο αυτό το πικρό παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε και η δεύτερη. Είναι όμως η τελευταία. Λίγος καιρός ακόμη μας μένει, λίγοι μήνες. Και έπειτα πια θα ενωθούμε για πάντα».
Προετοιμάζω ψυχικά τον εαυτό μου για την ανύψωσι. Νοιώθω την αγιότητα της στιγμής που δυο υπάρξεις πλασμένες για να ζήσουν μαζί θα ανεβούν στον Παράδεισο της αγάπης των. Θα 'ναι μεγάλη, Τιτίκα μου, απέραντα μεγάλη η στιγμή εκείνη, η αγία που τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Όσα κι αν διάβασα, και διαβάζω πολύ τώρα τελευταία, σε κανένα στίχο, σελίδα ή βιβλίο δεν βρήκα την περιγραφή που της αξίζει»…
Και στη συνέχεια στο ίδιο γράμμα:
«...Περιφέρω τον αηδιασμένο εαυτό μου χωρίς κανένα ενδιαφέρον εδώ και εκεί. Μόνο στα Βούρλα (σ.σ. στο περιβόλι) αναπνέω. Χωρίς να κάνω τίποτα απλώς να γυρίζω και να μιλώ με τα δέντρα και τα λουλούδια ξεσπώ. Μιλούμε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Ένας που αδιάκριτα θα με παρακολουθούσε δεν θα 'ξερε τι κάνω. Πηγαίνω κοντά σ' ένα δένδρο, απλώνω το χέρι και το χαϊδεύω.
Εκείνο νοιώθει, νοιώθω κάτω από τη σκληρή του φλούδα να κυλούνε οι χυμοί του τώρα που χειμωνιάζει αργά-αργά. Την άνοιξι νοιώθω και τη ζέστη ακόμη της ζωής που ξαναγύρισε. Τους μιλώ και μου μιλούνε και όμως τίποτα δεν ακούγεται. Είναι παράξενη πολύ αυτή η κουβέντα μας. Όταν πιάνω το κλαδευτήρι να τους κόψω κανένα ξερόκλαδο τα νοιώθω να μου λένε σαν τον άρωστο που παρακαλεί τον γιατρό να μην τον πονέσει...».
Μετά την αναγκαστική αδράνεια, ήρθε η ένταση της επικίνδυνης αποστολής που του ανέθεσαν μυστικές ελληνικές οργανώσεις. Ο Γιάννης Χαλκουτσάκης οργώνει ακούραστος το νησί με τα πόδια, εκτελώντας την κατασκοπευτική του αποστολή στη Μήλο και το γειτονικό νησί την Κίμωλο, όπου δεν υπήρχαν Γερμανοί. Δίπλα του είχε μερικούς νέους πατριώτες, που διακινδύνευσαν κι αυτοί τη ζωή τους.
Διεκπεραίωνε μεταφορές άλλων κατασκόπων προς και από το νησί, των ασυρμάτων και εφοδίων τους, τους έβρισκε κρυψώνες, αλλά κυρίως έστελνε χάρτες, λίστες, περιγραφές κ.λπ. προς τον Πειραιά με καΐκια, αλλά και σαν μηνύματα ασυρμάτου προς τη Μέση Ανατολή. Όσο για τα γράμματά του στη Τιτίκα του, τα έστελνε μυστικά σε έναν θείο του τραπεζικό στον Πειραιά κι από 'κει αυτός τα έστελνε στη Λάρισα.
Ο γάμος και ο εκ νέου χωρισμός λόγω Εμφυλίου
«Μετά την απελευθέρωση, ήρθε το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου των γονιών μου, τον Οκτώβρη του 1945, μετά από πολλές αντιδράσεις των στρατιωτικών αρχών (που δεν τους έδιναν άδεια γάμου, λόγω της αντιστασιακής δράσης συγγενών της μητέρας μου, αλλά και της ίδιας)», αφηγείται η Ελένη Χαλκουτσάκη.
Απέκτησαν ένα κοριτσάκι το 1946, (την Ελένη) αλλά ο Εμφύλιος χώρισε ξανά τον Γιάννη και τη Τιτίκα. «Τώρα πλέον οι αποστολές του πατέρα έχουν μία μυστικότητα άλλης αιτιολογίας, βασισμένη στην έχθρα που δημιούργησε ο Εμφύλιος» λέει.
Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι κι εδώ, μέλη της ίδιας οικογένειας ανήκουν σε διαφορετικές πλευρές. Στην οικογένεια της μητέρας της Ελένης, ένας θείος της, νεαρός τότε, ετοιμάζεται με θλίψη για την εξορία στα ξερονήσια και τους αποχαιρετά. Τα πραγματικά γεγονότα μνημονεύονται στο γράμμα της μητέρα της, προς τον πατέρα της:
«Ανησυχήσαμε πολύ με το ζήτημα του Κώστα (σ.σ. ο θείος) και ξεσηκωθήκαμε αμέσως. Δυστυχώς όμως παρ' όλες τις ενέργειές μας δεν κατορθώσαμε τίποτε. Χθες το βράδυ είχαμε τηλεφώνημα από την Κατίνα (σ.σ. η γυναίκα του θείου, σε διαφορετικό ξερονήσι αυτή) η οποία ήταν απογοητευμένη. Είμαστε όλοι πολύ στενοχωρημένοι γιατί είχε πυρετό ο Κώστας δύο βραδυές από κρύωμα και στενοχώρια κι έτσι αν κάνη τόσο μεγάλο ταξείδι και υπ' αυτάς τας συνθήκας, σκέψου τι έχει να γίνη...».
Και ξαναγυρίζει στον ιδανικό κόσμο που είχαν πλάσει οι δυο τους, κλείνοντας με τα εξής τρυφερά λόγια: «Θ’ ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίση το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκειά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου...».
Ξαναβρίσκουμε τον πατέρα της Ελένης σε άλλο μέτωπο, πολεμώντας στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού εναντίον των ανταρτών. Στην επιστολή του στις 17-4-48 περιγράφει τη ζωή του πάνω στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας, ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή, για να μην ανησυχεί η γυναίκα του...
«Σήμερα θα σου περιγράψω τη ζωή μου στο χωριουδάκι. Έχω ευτυχώς από προχθές ένα καλό σπιτάκι που μένω μαζί με έναν αξιωματικό. Έχει και τζάκι, αλλά δυστυχώς δεν κάνει κρύο για να το ανάψω. Σε 100 μέτρα περνά ένα ποταμάκι, μέσα στα λιβάδια που είναι τώρα όλα λουλουδιασμένα. Το ποταμάκι αυτό έχει νερό κατακάθαρο και έτσι από προχθές κάνω το μπάνιο μου κάθε μεσημέρι.
Έχει και μπόλικα ψάρια και σκαλίζω το μυαλό μου πώς να τα πιάσω, γιατί είναι καλά και μεγαλούτσικα. Μαζί με τα ψάρια έχει και βατράχια που καμία φορά όπως κολυμπώ μπερδεύονται στα πόδια μου και κάνω χχχχ σαν και σένα. Έπειτα από το μπάνιο στρώνω μια κουβέρτα στο γρασίδι και κάνω ηλιοθεραπεία. Όπως βλέπεις περνώ περίφημα. Μόνο δεν έχω τηλέφωνο να μπορώ να σε παίρνω. Θα ειδοποιώ τον ... (σ.σ. αδελφικό φίλο) κάθε τόσο...».
Πηγή: tvxs.gr
Ο έρωτας του Γιάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας είναι μια ιδιαίτερη ιστορία αγάπης στα χρόνια του πόλεμου του '40, που αποκαλύφθηκε, πρόσφατα, μέσα από τα γράμματα (πάνω από 100) που βρήκε η κόρη του ζευγαριού, Ελένη Χαλκουτσάκη, αρχιτέκτονας, που ζει σε Αθήνα και Τήνο.
Για πρώτη φόρα, η Ελένη Χαλκουτσάκη μίλησε για την αγάπη των γονιών της στο σχετικά πρόσφατο 2ο Διεθνές φόρουμ Ρώσων συγγραφέων της Τήνου, όπου συμμετείχε με αφορμή βιβλίο που ετοιμάζεται να εκδώσει.
Ο ήρωας της ιστορίας, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ήταν σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο. Και η ηρωίδα, μία από τις πρώτες Ελληνίδες επαγγελματίες σολίστ βιολιού και βιόλας, με πλούσια προσφορά στον τόπο της και το εξωτερικό. Ο έρωτας τους βρήκε πριν από τον πόλεμο, κράτησε 9 χρόνια με αλληλογραφία, μέχρι το 1948, και ολοκληρώθηκε με έναν ευτυχισμένο γάμο, με παιδιά και μια ευτυχισμένη κοινή ζωή ως τα γεράματα. Ο Γιάννης και η Τιτίκα μπορεί να μην ζουν πια, αλλά υπάρχουν τα γράμματα και τα έργα τους, που τους καθιστούν… «αθάνατους».
«Το χρονικό της αλληλογραφίας των γονιών μου, που τους χώρισε ο πόλεμος του '40, είναι μία εννιάχρονη περιπέτεια που, κατά περίεργο τρόπο, κράτησε τον πόλεμο μακρυά τους, οδηγώντας τους σ' έναν κόσμο δικό τους - όπου κατοικούσαν μόνο οι δυο τους, αφήνοντας απ' έξω τη δίνη του πολέμου (τόσο του Β΄ Παγκόσμιου όσο και του Εμφύλιου, αμέσως μετά). Αυτό το γεγονός το διαπίστωσα, όταν με συγκίνηση αρχειοθετούσα τα γράμματά τους, που είναι από το 1939 (με τη μητέρα μου δεκαεξάχρονη) ως το 1948» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κόρη τους Ελένη Χαλκουτσάκη.
«Θα ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίσει το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκιά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου»…
Στα ερωτικά γράμματα του Ιωάννη Χαλκουτσάκη και της Τιτίκας Μότσιου δεν υπήρχε ίχνος πολέμου, σαν αυτοί οι δυο να ζούσαν σε μια εποχή ειρήνης.
«Η περίπτωσή τους έχει ιδιαίτερη σημασία - λέει η κ. Χαλκουτσάκη - διότι πρέπει να παραλληλίσει κανείς τα όσα, λυρικής έμπνευσης, έγραφε ο πατέρας μου στα γράμματά του προς τη λατρεμένη του, με τα όσα εξιστόρησε αργότερα στο βιβλίο του "Μήλος στην Κατοχή" (εκδόθηκε το 1995) για την ίδια ακριβώς εποχή, σχετικά με τα γεγονότα, στα οποία πρωταγωνίστησε και τα οποία διαδραματίζονταν στη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της Μήλου».
Οι δύο τόσο διαφορετικοί αυτοί άνθρωποι, παρέμειναν σ' όλη τους τη ζωή ερωτευμένοι. Υπέφεραν τα πάνδεινα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η μάνα μου αναγκάστηκε να καταφύγει για μερικά χρόνια σε ένα χωριό, κοντά στη γενέτειρά της, τη Λάρισα, η οποία βομβαρδιζόταν ανηλεώς. Από 'κει του έγραφε τρυφερά γράμματα αγάπης και ποιήματα (μόνο για εκείνον). Είχαμε ανακαλύψει παλιότερα και μια αξιοπρόσεκτη συλλογή ποιημάτων της που ήθελε να εκδώσει, αλλά όταν τελείωσε ο Πόλεμος την κέρδισε οριστικά η κλασική μουσική.
Ο πατέρας μου συμμετείχε σε επικίνδυνη μυστική αποστολή διαβίβασης πληροφοριών για τις γερμανικές οχυρώσεις και πολεμικές κινήσεις των Ναζί στη Μήλο, που ανέλαβε να διοχετεύει στο Στρατηγείο των Συμμάχων στη Μέση Ανατολή, όντας υπολοχαγός Πυροβολικού, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Γερμανών.
Στη συνέχεια πήρε μέρος στον αγώνα του Ιερού Λόχου (Ελληνικών Κομάντος) για την εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων, που παρέμειναν οχυρωμένοι και μαχόμενοι αρκετούς μήνες μετά την ήττα των Ναζί, και τους οποίους ο Ι.Λ. κατάφερε να εκδιώξει από τη Μήλο στις 9/5/45, με μικρή συμμαχική συνδρομή, ακριβώς την ίδια μέρα που γιορτάζουν και οι Σοβιετικοί τη νίκη τους. Σ' αυτόν παραδόθηκαν επίσημα οι Γερμανοί της Μήλου, όταν τη μέρα αυτή τους αποκαλύφθηκε η πραγματική του ιδιότητα!».
Σήμερα, η Ελένη Χαλκουτσάκη, με σκοπό να γίνει - μέσω του διαδικτύου - παγκόσμια γνωστός ο αγώνας για την εκδίωξη των Γερμανών από τη Μήλο, μεταφράζει στα αγγλικά το βιβλίο του πατέρα της, Γιάννη Χαλκουτσάκη «Η Μήλος στην Κατοχή». Ο νέος τίτλος του θα είναι «The venue of Milos».
Όπως λέει η ίδια, το βιβλίο στην αγγλική γλώσσα θα είναι εμπλουτισμένο με στοιχεία χαρτογραφικά και φωτογραφικά, με τωρινή τεκμηρίωση για τις πολλές γερμανικές οχυρώσεις και τους χώρους όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά γεγονότα.
Ενώ επισημάνει, ότι όλες οι γερμανικές οχυρώσεις ήταν κατασκευασμένες, μέσω καταναγκαστικών έργων, από τους απλούς ανθρώπους της Μήλου.
Η πενιχρή «αποζημίωσή» τους σε ελληνικό νόμισμα, γινόταν στην ουσία με τα χρήματα που κατάκλεψαν οι Ναζί από την Ελληνική Πολιτεία με το λεγόμενο "Κατοχικό Δάνειο", που ταλανίζει ακόμη την Ελλάδα ως θέμα "Γερμανικών Αποζημιώσεων". «Ας μην ξεχνούμε ότι η μισθοδοσία των ίδιων των δυνάμεων Κατοχής καλυπτόταν από το... ελληνικό Δημόσιο!» υπογραμμίζει.
Ως μέλος του ελληνικού στρατού, που αντιστάθηκε συνολικά για ένα διάστημα πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι οι άλλες δυτικές χώρες, μετά τη δραματική υποχώρηση ο Ιωάννης Χαλκουτσάκης κατέφυγε στη γενέτειρά του τη Μήλο, το γνωστό νησί της Αφροδίτης. Προσπαθούσε να βγάζει το άγχος της ήττας, φροντίζοντας τα δέντρα του περιβολιού του και κτίζοντας εκεί ένα μικρό σπιτάκι για να στεγάσει την αγάπη του...
Την πιο μαύρη εποχή, δηλ. στις 22 Νοεμβρίου 1942, σε στιγμές απελπισίας, θλίψης και αθέλητης απραξίας συνέχιζε να γράφει ερωτικά γράμματα στην αγαπημένη του Τιτίκα:
«...εν τω μεταξύ βράδιαζε. Άναψα το τζάκι (τώρα τελευταία έκαμα και τζάκι στο σπιτάκι ΜΑΣ) ξάπλωσα σε μια πολυθρόνα και σου αφιέρωσα δυο ολόκληρες ώρες σκέψης και προσήλωσης. Κρατούσα τη φωτογραφία σου, σε κυτούσα και σου μιλούσα. Δεν είναι δυνατόν, κάτι θάνοιωσες χθες Σάββατο 6-9 το βράδυ. Κάποιο ψυχικό φαινόμενο θα σου ‘φερε τον παλμό της αγάπης μου.
Μέσα από το παίξιμο της φλόγας, όπως την κυτούσα, σχημάτισα την μορφή σου. Δυο μάτια, τα μάτια σου, πότε - πότε με κοίταζαν γλυκά και παραπονεμένα. Το παράπονο του χωρισμού. Το ξέρω, Τιτίκα μου, το έχω χορτάσει πιο αυτό το πικρό παράπονο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε και η δεύτερη. Είναι όμως η τελευταία. Λίγος καιρός ακόμη μας μένει, λίγοι μήνες. Και έπειτα πια θα ενωθούμε για πάντα».
Προετοιμάζω ψυχικά τον εαυτό μου για την ανύψωσι. Νοιώθω την αγιότητα της στιγμής που δυο υπάρξεις πλασμένες για να ζήσουν μαζί θα ανεβούν στον Παράδεισο της αγάπης των. Θα 'ναι μεγάλη, Τιτίκα μου, απέραντα μεγάλη η στιγμή εκείνη, η αγία που τίποτα δεν μπορεί να την περιγράψει. Όσα κι αν διάβασα, και διαβάζω πολύ τώρα τελευταία, σε κανένα στίχο, σελίδα ή βιβλίο δεν βρήκα την περιγραφή που της αξίζει»…
Και στη συνέχεια στο ίδιο γράμμα:
«...Περιφέρω τον αηδιασμένο εαυτό μου χωρίς κανένα ενδιαφέρον εδώ και εκεί. Μόνο στα Βούρλα (σ.σ. στο περιβόλι) αναπνέω. Χωρίς να κάνω τίποτα απλώς να γυρίζω και να μιλώ με τα δέντρα και τα λουλούδια ξεσπώ. Μιλούμε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Ένας που αδιάκριτα θα με παρακολουθούσε δεν θα 'ξερε τι κάνω. Πηγαίνω κοντά σ' ένα δένδρο, απλώνω το χέρι και το χαϊδεύω.
Εκείνο νοιώθει, νοιώθω κάτω από τη σκληρή του φλούδα να κυλούνε οι χυμοί του τώρα που χειμωνιάζει αργά-αργά. Την άνοιξι νοιώθω και τη ζέστη ακόμη της ζωής που ξαναγύρισε. Τους μιλώ και μου μιλούνε και όμως τίποτα δεν ακούγεται. Είναι παράξενη πολύ αυτή η κουβέντα μας. Όταν πιάνω το κλαδευτήρι να τους κόψω κανένα ξερόκλαδο τα νοιώθω να μου λένε σαν τον άρωστο που παρακαλεί τον γιατρό να μην τον πονέσει...».
Μετά την αναγκαστική αδράνεια, ήρθε η ένταση της επικίνδυνης αποστολής που του ανέθεσαν μυστικές ελληνικές οργανώσεις. Ο Γιάννης Χαλκουτσάκης οργώνει ακούραστος το νησί με τα πόδια, εκτελώντας την κατασκοπευτική του αποστολή στη Μήλο και το γειτονικό νησί την Κίμωλο, όπου δεν υπήρχαν Γερμανοί. Δίπλα του είχε μερικούς νέους πατριώτες, που διακινδύνευσαν κι αυτοί τη ζωή τους.
Διεκπεραίωνε μεταφορές άλλων κατασκόπων προς και από το νησί, των ασυρμάτων και εφοδίων τους, τους έβρισκε κρυψώνες, αλλά κυρίως έστελνε χάρτες, λίστες, περιγραφές κ.λπ. προς τον Πειραιά με καΐκια, αλλά και σαν μηνύματα ασυρμάτου προς τη Μέση Ανατολή. Όσο για τα γράμματά του στη Τιτίκα του, τα έστελνε μυστικά σε έναν θείο του τραπεζικό στον Πειραιά κι από 'κει αυτός τα έστελνε στη Λάρισα.
Ο γάμος και ο εκ νέου χωρισμός λόγω Εμφυλίου
«Μετά την απελευθέρωση, ήρθε το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου των γονιών μου, τον Οκτώβρη του 1945, μετά από πολλές αντιδράσεις των στρατιωτικών αρχών (που δεν τους έδιναν άδεια γάμου, λόγω της αντιστασιακής δράσης συγγενών της μητέρας μου, αλλά και της ίδιας)», αφηγείται η Ελένη Χαλκουτσάκη.
Απέκτησαν ένα κοριτσάκι το 1946, (την Ελένη) αλλά ο Εμφύλιος χώρισε ξανά τον Γιάννη και τη Τιτίκα. «Τώρα πλέον οι αποστολές του πατέρα έχουν μία μυστικότητα άλλης αιτιολογίας, βασισμένη στην έχθρα που δημιούργησε ο Εμφύλιος» λέει.
Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι κι εδώ, μέλη της ίδιας οικογένειας ανήκουν σε διαφορετικές πλευρές. Στην οικογένεια της μητέρας της Ελένης, ένας θείος της, νεαρός τότε, ετοιμάζεται με θλίψη για την εξορία στα ξερονήσια και τους αποχαιρετά. Τα πραγματικά γεγονότα μνημονεύονται στο γράμμα της μητέρα της, προς τον πατέρα της:
«Ανησυχήσαμε πολύ με το ζήτημα του Κώστα (σ.σ. ο θείος) και ξεσηκωθήκαμε αμέσως. Δυστυχώς όμως παρ' όλες τις ενέργειές μας δεν κατορθώσαμε τίποτε. Χθες το βράδυ είχαμε τηλεφώνημα από την Κατίνα (σ.σ. η γυναίκα του θείου, σε διαφορετικό ξερονήσι αυτή) η οποία ήταν απογοητευμένη. Είμαστε όλοι πολύ στενοχωρημένοι γιατί είχε πυρετό ο Κώστας δύο βραδυές από κρύωμα και στενοχώρια κι έτσι αν κάνη τόσο μεγάλο ταξείδι και υπ' αυτάς τας συνθήκας, σκέψου τι έχει να γίνη...».
Και ξαναγυρίζει στον ιδανικό κόσμο που είχαν πλάσει οι δυο τους, κλείνοντας με τα εξής τρυφερά λόγια: «Θ’ ανοίξω το πρωί το παράθυρο κι όπως θα μου μυρίση το μικρό δεντράκι της αυλής, θα φέρω μπροστά μου την εικόνα σου, γλυκειά μου αγάπη και θα πω πως η άνοιξη για μας ξαναγύρισε. Καληνύχτα αγαπημένε μου...».
Ξαναβρίσκουμε τον πατέρα της Ελένης σε άλλο μέτωπο, πολεμώντας στο πλευρό του Ελληνικού Στρατού εναντίον των ανταρτών. Στην επιστολή του στις 17-4-48 περιγράφει τη ζωή του πάνω στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας, ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή, για να μην ανησυχεί η γυναίκα του...
«Σήμερα θα σου περιγράψω τη ζωή μου στο χωριουδάκι. Έχω ευτυχώς από προχθές ένα καλό σπιτάκι που μένω μαζί με έναν αξιωματικό. Έχει και τζάκι, αλλά δυστυχώς δεν κάνει κρύο για να το ανάψω. Σε 100 μέτρα περνά ένα ποταμάκι, μέσα στα λιβάδια που είναι τώρα όλα λουλουδιασμένα. Το ποταμάκι αυτό έχει νερό κατακάθαρο και έτσι από προχθές κάνω το μπάνιο μου κάθε μεσημέρι.
Έχει και μπόλικα ψάρια και σκαλίζω το μυαλό μου πώς να τα πιάσω, γιατί είναι καλά και μεγαλούτσικα. Μαζί με τα ψάρια έχει και βατράχια που καμία φορά όπως κολυμπώ μπερδεύονται στα πόδια μου και κάνω χχχχ σαν και σένα. Έπειτα από το μπάνιο στρώνω μια κουβέρτα στο γρασίδι και κάνω ηλιοθεραπεία. Όπως βλέπεις περνώ περίφημα. Μόνο δεν έχω τηλέφωνο να μπορώ να σε παίρνω. Θα ειδοποιώ τον ... (σ.σ. αδελφικό φίλο) κάθε τόσο...».
Πηγή: tvxs.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω