Με αφορμή την εορτή ενός μεγάλου Αναργύρου ιατρού, του αγίου Θαλλελαίου θα θέλαμε να καταγράψουμε κάποιες σκέψεις που βασίζονται σε μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν την άρρηκτη σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και της Ιατρικής
Άρθρο του Αρχιμανδρίτη Ειρηναίου Λαφτσή
Με αφορμή την εορτή ενός μεγάλου Αναργύρου ιατρού, του αγίου Θαλλελαίου θα θέλαμε να καταγράψουμε κάποιες σκέψεις που βασίζονται σε μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν την άρρηκτη σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και της Ιατρικής. Υπάρχει η εντύπωση ότι Εκκλησία και Ιατρική κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα. Η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή πίστη και Ιατρική γεννήθηκαν στον κόσμο με σκοπό να εξουδετερώσουν τον φόβο του ανθρώπου για τον θάνατο.
Η Ιατρική από πολύ νωρίς μπαίνει στα ιερά και στους βωμούς των ναών και οι Ιατροί θεωρούνται μάγοι, στον ειδωλολατρικό κόσμο. Στην εποχή του Ιπποκράτη, το Ιερατείο αναπτύσσει ιατρικές δραστηριότητες.
Μετά την έλευση του Χριστού και την διδασκαλία Του για την αξία του ανθρώπου ο οποίος αποτελείται από ψυχή και σώμα, η ιατρική επιστήμη εξυψώνεται από την Εκκλησία και προβάλλεται η δημιουργία φιλανθρωπικών κέντρων αλλά και της ιατρικής εκπαίδευσης.
Η Εκκλησία μέσω των αποφάσεων των Συνόδων, Οικουμενικών και τοπικών, των μεγάλων Πατέρων των πρώτων χριστιανικών χρόνων αλλά και της λατρείας βοήθησε ουσιαστικά στην ανοικοδόμηση και δημιουργία των πρώτων φιλανθρωπικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Η ευρυμάθεια όμως των πατέρων της Εκκλησίας, τους οδήγησε προς την μελέτη και την συγγραφή πολλών ιατρικών σημαντικών πονημάτων, τα οποία βοήθησαν στην αποδοχή της ιατρικής ως επιστήμης στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Παράδειγμα αυτών είναι ο Νεμέσιος, επίσκοπος της Εφέσου, ο Μοναχός Μελέτιος [1] και ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο Νύσσης έκανε σημαντικές αναφορές στα έργα του, σε πολλούς τομείς της ιατρικής που ήταν γνωστοί στην εποχή του: κλινική ιατρική, θεραπείες, παθολογία, θεραπευτικές μέθοδοι, συμπεριλαμβάνοντας τη χρήση ποικίλων και ακαθόριστων σε αριθμό φαρμάκων και αγωγών καθώς και χειρουργεία. Περίγραψε τον θεραπευτή ως αυτό που παρακολουθεί τους αρρώστους τόσο σε σώμα όσο και σε ψυχή, δηλαδή το σύνολο του ανθρώπου, ενώ θεώρησε ότι οι δαιμονικές πηγές της ασθένειας μπορούσαν να διαγνωστούν μόνο σε ασυνήθιστες καταστάσεις [2].
Οι θεολόγοι λοιπόν της Ανατολής είχαν αρχίσει από τον 4ο αιώνα να καλλιεργούν την ένωση του Χριστιανισμού και της Ιατρικής Επιστήμης. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πίστευε και κήρυττε πως κάθε μέλος της κοινότητας είχε από τον Θεό ένα συγκεκριμένο χάρισμα - ικανότητα, το οποίο όφειλε να χρησιμοποιεί για την ευημερία των συμπολιτών του. Έτσι οι ιατροί είχαν ένα ξεχωριστό ρόλο. Επειδή ο Θεός τους έδωσε το χάρισμα να σώζουν τους άλλους από τον θάνατο και να θεραπεύουν τον πόνο, είχαν βαριά ευθύνη να το μοιράζονται με όλους τους άλλους [3].
Τέτοιες απόψεις και πληθώρα στοιχείων από τις επιστολές του δείχνουν πόσο σοβαρά εκτιμούσε την ιατρική επιστήμη ο Χρυσόστομος. Όταν εξορίσθηκε από την Κωνσταντινούπολη στερήθηκε με πόνο τους ιατρούς του, και ανακουφίσθηκε, όταν έφθασε στην Καισαρεία η οποία είχε γιατρούς [4].
Οι Χριστιανοί πατέρες συγγραφείς, αν και θεωρούσαν την ιατρική δώρο του Θεού και καθιέρωσαν την άσκησή τους, συνέχισαν να εκφράζουν και κάποιες επιφυλάξεις. Ο Βασίλειος ο Μέγας πίστευε πως σε ορισμένες περιπτώσεις ο Χριστιανός έπρεπε να υπομένει τον σωματικό πόνο χωρίς την ιατρική βοήθεια [5]. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις όμως, οι πατέρες κυρίως του Δ’ αιώνος, προέβαλλαν την ιατρική επιστήμη ως την αγάπη στην πράξη, την ουσιαστική φιλανθρωπία. Έτσι η ιατρική και η εφαρμογή της έφθασαν να συμβολίζουν την ουσιαστικότερη αρετή για τους Έλληνες Χριστιανούς [6]. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος Νύσσης έλεγε πως το επάγγελμα του ιατρού είναι ανώτερου όλων των άλλων. Όμως και μετά τον 4ο αιώνα όλοι οι βυζαντινοί, συνέδεσαν την ιατρική με την φιλανθρωπία. Ο ιερέας Γεώργιος Τορνίκης τον 12ο αιώνα περιέγραψε τα χέρια των ιατρών, ακόμα και τα εργαλεία τους, ως φιλανθρωπία [7]. Στο εγκώμιό του για την Άννα την Κομνηνή εξυμνεί την σπουδή στην ιατρική ως σοφία και φιλανθρωπία [8]. Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος Κωνιάτης τον 13ο αιώνα θεωρούσε την τέχνη των γιατρών ως το υψηλότεροι σημείο φιλανθρωπίας [9].
Έτσι λοιπόν καταλαβαίνουμε πως αφού οι θεολόγοι πατέρες, συγγραφείς, κληρικοί και λαϊκοί έφθασαν να βλέπουν το ιατρικό επάγγελμα ως μέγιστο παράγοντα της χριστιανικής αρετής, η ιατρική εξασφάλισε πολύ υψηλή θέση στην Ανατολική Εκκλησία.
Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξη Θεολογία και πίστη τηρώντας και τα κείμενα της Αγίας Γραφής τίμησε την ιατρική επιστήμη και τους ιατρούς. Στην Σοφία Σειράχ φαίνεται καθαρά η σχέση ιατρού και χριστιανισμού, «Τίμα ιατρόν ...και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος... επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού... Κύριος έκτισεν εκ γης φάρμακα... Τέκνον εν αρρωστήματι σου μη παράβλεπε αλλά εύξαι Κυρίω και αυτός ιάσεταί σε... ιατρώ δος τόπον και γαρ αυτόν έκτισεν Κύριος και μη αποστήσω σου και γαρ αυτόν χρεία» [10].
Ο Χριστιανισμός παρακίνησε τους πιστούς να πηγαίνουν στους ιατρούς και δέχθηκε την ιατρική ως επιστήμη και τέχνη που δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους για να τους απαλύνει τις δοκιμασίες και τον πόνο. Αυτό φάνηκε μέσα στην ζωή της Εκκλησίας και των Πατέρων οι οποίοι δέχθηκαν την επιστήμη της ιατρικής, σπούδασαν, και εξάσκησαν στη ζωή τους το λειτούργημα του ιατρού, χωρίς αυτό να σημαίνει απιστία στην δύναμη του Θεού. Άλλωστε ο ίδιος ο Θεός σύστησε την ιατρική επιστήμη στους ανθρώπους όπως αναφέραμε παραπάνω.
Ρώτησαν κάποτε τον μακαριστό γέροντα Πορφύριο˙ για ποιο λόγο πολλοί μοναχοί και κληρικοί δεν πηγαίνουν στον γιατρό αλλά περιμένουν πως θα τους θεραπεύσει τον πόνο τους ή την ασθένεια τους η Παναγία; Εκείνος απάντησε το εξής: Αυτό είναι εγωισμός, πλάνη, να νομίζουν πως ο Θεός θα κάνει αποκλειστικά σε αυτούς θαύμα, είναι εγωιστική εξαίρεση [11]. Πρέπει να πηγαίνουμε στους γιατρούς, αλλά με την ελπίδα και την πίστη στον Θεό, αυτό φάνηκε και από την ζωή των αγίων της Εκκλησίας, και αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον πρώτο μεγάλο Απόστολο Παύλο, ο οποίος είχε γιατρό τον μαθητή του Ευαγγελιστή Λουκά, αλλά και ένα από τους τελευταίους μεγάλους αγίους, τον Άγιο Νεκτάριο, ο οποίος πέθανε μέσα στο Αρεταίειο Νοσοκομείο αναπαυμένος από την φροντίδα των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Ας αναφέρουμε λοιπόν παρακάτω και για επιβεβαίωση αυτής της θετικής και δημιουργικής σχέσης μεταξύ ιατρικής και εκκλησίας, την ζωή και το έργο του αγίου Θαλλελαίου ιατρού και αγίου της Εκκλησίας μας, ενός εκ των είκοσι αγίων Αναργύρων.
Ο Άγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν από τον Λίβανο και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ο πατέρας του ονομαζόταν Βερούκιος και η μητέρα του Ρωμυλία (κατ' άλλους Βερεκκόκιος και Ρομβυλιανή). Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη και προσέφερε προς πάντες αφιλοκερδώς και με αγάπη τις ιατρικές του υπηρεσίες, γι' αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των γνωστών Αναργύρων.
Για την πίστη του στον Χριστό τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες στην Ανάζαρβο, πρωτεύουσα της δεύτερης επαρχίας της Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στο δάσος και τον οδήγησαν στον άρχοντα Τιβεριανό. Εκείνος, επειδή ο Άγιος δεν πειθόταν να θυσιάσει στα είδωλα, πρόσταξε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους και να τον κρεμάσουν με το κεφάλι προς τα κάτω. Τόση δε ήταν η υπομονή του Αγίου, την οποία επέδειξε κατά το φρικτό αυτό μαρτύριο, ώστε δύο από τους βασανιστές του στρατιώτες, ονόματι Αλέξανδρος και Αστέριος, πίστεψαν και αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, αποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ο Τιβεριανός πρόσταξε και έριξαν τον Άγιο στη θάλασσα να πνιγεί. Εκείνος όμως, δεν έπαθε τίποτε και βγήκε από την θάλασσα φορώντας ολόλευκη εσθήτα. Μετά από την θαυματουργική αυτή διάσωσή του τον έριξαν στο στάδιο να τον κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Όμως τα θηρία δεν τον πλησίασαν και έμεινε και πάλι αβλαβής.
Έτσι ο Μάρτυς Θαλλέλαιος αποκεφαλίσθηκε διά ξίφους στην Έδεσσα των Αιγαίων, το φθινόπωρο του 284 μ.Χ. (κατά άλλους τον Μάιο του 289 μ.Χ.) και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν εντός του Ναού του Αγίου Αγαθονίκου. Πλην του ναΐσκου αυτού γνωρίζουμε και το ναό κοντά στο όρος του Αυξεντίου. Επ' ονόματι του Αγίου υπήρχε και μονή στην Παλαιστίνη, την οποία, κατά τη μαρτυρία του Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527 - 565 μ.Χ.). Φαίνεται δε ότι ορισμένες μονές εόρταζαν τη μνήμη του Αγίου Θαλλελαίου στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ άλλοι και στις 23 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ο Μάρτυς προσήχθη σε ανάκριση. Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Μαΐου.
Στη Μητρόπολή μας και στη πόλη μας, ο Μητροπολίτης μας κ. Άνθιμος κατασκεύασε Ιερό Ναό προς τιμήν του αγίου Θαλλελαίου του ιατρού, το έτος 2012 μέσα στον εσωτερικό χώρο του νοσοκομείου της πόλεώς μας. Καθημερινά σ’ αυτόν τον χώρο οι ασθενείς που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο και οι συγγενείς τους μπορούν να προσεύχονται για την υγεία της ψυχής και του σώματός τους αλλά και για να παίρνουν από τον Χριστό δύναμη και ελπίδα για ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες των ασθενειών.
Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής
Πρωτοσύγκελλος της Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως
[1] Στυλιανός Χάρακας, «Η Χριστιανική Πίστη που αφορά την Δημιουργία και την Βιολογία στο έργο «Η Θεολογία στην Εκκλησία και στον κόσμο», σελ. 226-247, Γενεύη 1984.
[2] Mary Emily Keenanot, «Άγιος Γρηγόριος και το επάγγελμα της Ιατρικής», Περιοδικό της Ιστορίας της Ιατρικής, 15 (1944), σελ. 150-161.
[3] Chrysostom, «De perfecta caritate», PG, 56, 279-280.
[4] Χρυσοστόμου, «Επιστολή 11, 12», PG 52, στ. 609.
[5] Μεγάλου Βασιλείου, «Επιστολή 55», PG 31, στ. 1049.
[6] Gregoro Nys. «De sancta trinitate», Oper. 31, 3, PG 32, 684.
[7] Floge d’ Anne Comnene, σελ. 164.
[8] Του ίδιου, σελ. 309.
[9] Michaelis acominati, «Οpera», εκδ. Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Β’, σελ. 264, Αθήνα 1880.
[10] Σοφία Σειράχ, κεφ. 31, στιχ. 1-12.
[11] Κλείτου Ιωαννίδη, «Ο Γέρων Πορφύριος», σελ. 171, Λευκωσία 1992.
Με αφορμή την εορτή ενός μεγάλου Αναργύρου ιατρού, του αγίου Θαλλελαίου θα θέλαμε να καταγράψουμε κάποιες σκέψεις που βασίζονται σε μελέτες οι οποίες αποδεικνύουν την άρρηκτη σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και της Ιατρικής. Υπάρχει η εντύπωση ότι Εκκλησία και Ιατρική κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα. Η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη, επειδή πίστη και Ιατρική γεννήθηκαν στον κόσμο με σκοπό να εξουδετερώσουν τον φόβο του ανθρώπου για τον θάνατο.
Η Ιατρική από πολύ νωρίς μπαίνει στα ιερά και στους βωμούς των ναών και οι Ιατροί θεωρούνται μάγοι, στον ειδωλολατρικό κόσμο. Στην εποχή του Ιπποκράτη, το Ιερατείο αναπτύσσει ιατρικές δραστηριότητες.
Μετά την έλευση του Χριστού και την διδασκαλία Του για την αξία του ανθρώπου ο οποίος αποτελείται από ψυχή και σώμα, η ιατρική επιστήμη εξυψώνεται από την Εκκλησία και προβάλλεται η δημιουργία φιλανθρωπικών κέντρων αλλά και της ιατρικής εκπαίδευσης.
Η Εκκλησία μέσω των αποφάσεων των Συνόδων, Οικουμενικών και τοπικών, των μεγάλων Πατέρων των πρώτων χριστιανικών χρόνων αλλά και της λατρείας βοήθησε ουσιαστικά στην ανοικοδόμηση και δημιουργία των πρώτων φιλανθρωπικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Η ευρυμάθεια όμως των πατέρων της Εκκλησίας, τους οδήγησε προς την μελέτη και την συγγραφή πολλών ιατρικών σημαντικών πονημάτων, τα οποία βοήθησαν στην αποδοχή της ιατρικής ως επιστήμης στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Παράδειγμα αυτών είναι ο Νεμέσιος, επίσκοπος της Εφέσου, ο Μοναχός Μελέτιος [1] και ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο Νύσσης έκανε σημαντικές αναφορές στα έργα του, σε πολλούς τομείς της ιατρικής που ήταν γνωστοί στην εποχή του: κλινική ιατρική, θεραπείες, παθολογία, θεραπευτικές μέθοδοι, συμπεριλαμβάνοντας τη χρήση ποικίλων και ακαθόριστων σε αριθμό φαρμάκων και αγωγών καθώς και χειρουργεία. Περίγραψε τον θεραπευτή ως αυτό που παρακολουθεί τους αρρώστους τόσο σε σώμα όσο και σε ψυχή, δηλαδή το σύνολο του ανθρώπου, ενώ θεώρησε ότι οι δαιμονικές πηγές της ασθένειας μπορούσαν να διαγνωστούν μόνο σε ασυνήθιστες καταστάσεις [2].
Οι θεολόγοι λοιπόν της Ανατολής είχαν αρχίσει από τον 4ο αιώνα να καλλιεργούν την ένωση του Χριστιανισμού και της Ιατρικής Επιστήμης. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πίστευε και κήρυττε πως κάθε μέλος της κοινότητας είχε από τον Θεό ένα συγκεκριμένο χάρισμα - ικανότητα, το οποίο όφειλε να χρησιμοποιεί για την ευημερία των συμπολιτών του. Έτσι οι ιατροί είχαν ένα ξεχωριστό ρόλο. Επειδή ο Θεός τους έδωσε το χάρισμα να σώζουν τους άλλους από τον θάνατο και να θεραπεύουν τον πόνο, είχαν βαριά ευθύνη να το μοιράζονται με όλους τους άλλους [3].
Τέτοιες απόψεις και πληθώρα στοιχείων από τις επιστολές του δείχνουν πόσο σοβαρά εκτιμούσε την ιατρική επιστήμη ο Χρυσόστομος. Όταν εξορίσθηκε από την Κωνσταντινούπολη στερήθηκε με πόνο τους ιατρούς του, και ανακουφίσθηκε, όταν έφθασε στην Καισαρεία η οποία είχε γιατρούς [4].
Οι Χριστιανοί πατέρες συγγραφείς, αν και θεωρούσαν την ιατρική δώρο του Θεού και καθιέρωσαν την άσκησή τους, συνέχισαν να εκφράζουν και κάποιες επιφυλάξεις. Ο Βασίλειος ο Μέγας πίστευε πως σε ορισμένες περιπτώσεις ο Χριστιανός έπρεπε να υπομένει τον σωματικό πόνο χωρίς την ιατρική βοήθεια [5]. Παρ’ όλες τις επιφυλάξεις όμως, οι πατέρες κυρίως του Δ’ αιώνος, προέβαλλαν την ιατρική επιστήμη ως την αγάπη στην πράξη, την ουσιαστική φιλανθρωπία. Έτσι η ιατρική και η εφαρμογή της έφθασαν να συμβολίζουν την ουσιαστικότερη αρετή για τους Έλληνες Χριστιανούς [6]. Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος Νύσσης έλεγε πως το επάγγελμα του ιατρού είναι ανώτερου όλων των άλλων. Όμως και μετά τον 4ο αιώνα όλοι οι βυζαντινοί, συνέδεσαν την ιατρική με την φιλανθρωπία. Ο ιερέας Γεώργιος Τορνίκης τον 12ο αιώνα περιέγραψε τα χέρια των ιατρών, ακόμα και τα εργαλεία τους, ως φιλανθρωπία [7]. Στο εγκώμιό του για την Άννα την Κομνηνή εξυμνεί την σπουδή στην ιατρική ως σοφία και φιλανθρωπία [8]. Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος Κωνιάτης τον 13ο αιώνα θεωρούσε την τέχνη των γιατρών ως το υψηλότεροι σημείο φιλανθρωπίας [9].
Έτσι λοιπόν καταλαβαίνουμε πως αφού οι θεολόγοι πατέρες, συγγραφείς, κληρικοί και λαϊκοί έφθασαν να βλέπουν το ιατρικό επάγγελμα ως μέγιστο παράγοντα της χριστιανικής αρετής, η ιατρική εξασφάλισε πολύ υψηλή θέση στην Ανατολική Εκκλησία.
Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξη Θεολογία και πίστη τηρώντας και τα κείμενα της Αγίας Γραφής τίμησε την ιατρική επιστήμη και τους ιατρούς. Στην Σοφία Σειράχ φαίνεται καθαρά η σχέση ιατρού και χριστιανισμού, «Τίμα ιατρόν ...και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος... επιστήμη ιατρού ανυψώσει κεφαλήν αυτού... Κύριος έκτισεν εκ γης φάρμακα... Τέκνον εν αρρωστήματι σου μη παράβλεπε αλλά εύξαι Κυρίω και αυτός ιάσεταί σε... ιατρώ δος τόπον και γαρ αυτόν έκτισεν Κύριος και μη αποστήσω σου και γαρ αυτόν χρεία» [10].
Ο Χριστιανισμός παρακίνησε τους πιστούς να πηγαίνουν στους ιατρούς και δέχθηκε την ιατρική ως επιστήμη και τέχνη που δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους για να τους απαλύνει τις δοκιμασίες και τον πόνο. Αυτό φάνηκε μέσα στην ζωή της Εκκλησίας και των Πατέρων οι οποίοι δέχθηκαν την επιστήμη της ιατρικής, σπούδασαν, και εξάσκησαν στη ζωή τους το λειτούργημα του ιατρού, χωρίς αυτό να σημαίνει απιστία στην δύναμη του Θεού. Άλλωστε ο ίδιος ο Θεός σύστησε την ιατρική επιστήμη στους ανθρώπους όπως αναφέραμε παραπάνω.
Ρώτησαν κάποτε τον μακαριστό γέροντα Πορφύριο˙ για ποιο λόγο πολλοί μοναχοί και κληρικοί δεν πηγαίνουν στον γιατρό αλλά περιμένουν πως θα τους θεραπεύσει τον πόνο τους ή την ασθένεια τους η Παναγία; Εκείνος απάντησε το εξής: Αυτό είναι εγωισμός, πλάνη, να νομίζουν πως ο Θεός θα κάνει αποκλειστικά σε αυτούς θαύμα, είναι εγωιστική εξαίρεση [11]. Πρέπει να πηγαίνουμε στους γιατρούς, αλλά με την ελπίδα και την πίστη στον Θεό, αυτό φάνηκε και από την ζωή των αγίων της Εκκλησίας, και αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον πρώτο μεγάλο Απόστολο Παύλο, ο οποίος είχε γιατρό τον μαθητή του Ευαγγελιστή Λουκά, αλλά και ένα από τους τελευταίους μεγάλους αγίους, τον Άγιο Νεκτάριο, ο οποίος πέθανε μέσα στο Αρεταίειο Νοσοκομείο αναπαυμένος από την φροντίδα των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Ας αναφέρουμε λοιπόν παρακάτω και για επιβεβαίωση αυτής της θετικής και δημιουργικής σχέσης μεταξύ ιατρικής και εκκλησίας, την ζωή και το έργο του αγίου Θαλλελαίου ιατρού και αγίου της Εκκλησίας μας, ενός εκ των είκοσι αγίων Αναργύρων.
Ο Άγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν από τον Λίβανο και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ο πατέρας του ονομαζόταν Βερούκιος και η μητέρα του Ρωμυλία (κατ' άλλους Βερεκκόκιος και Ρομβυλιανή). Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη και προσέφερε προς πάντες αφιλοκερδώς και με αγάπη τις ιατρικές του υπηρεσίες, γι' αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των γνωστών Αναργύρων.
Για την πίστη του στον Χριστό τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες στην Ανάζαρβο, πρωτεύουσα της δεύτερης επαρχίας της Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στο δάσος και τον οδήγησαν στον άρχοντα Τιβεριανό. Εκείνος, επειδή ο Άγιος δεν πειθόταν να θυσιάσει στα είδωλα, πρόσταξε να του τρυπήσουν τους αστραγάλους και να τον κρεμάσουν με το κεφάλι προς τα κάτω. Τόση δε ήταν η υπομονή του Αγίου, την οποία επέδειξε κατά το φρικτό αυτό μαρτύριο, ώστε δύο από τους βασανιστές του στρατιώτες, ονόματι Αλέξανδρος και Αστέριος, πίστεψαν και αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, αποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ο Τιβεριανός πρόσταξε και έριξαν τον Άγιο στη θάλασσα να πνιγεί. Εκείνος όμως, δεν έπαθε τίποτε και βγήκε από την θάλασσα φορώντας ολόλευκη εσθήτα. Μετά από την θαυματουργική αυτή διάσωσή του τον έριξαν στο στάδιο να τον κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Όμως τα θηρία δεν τον πλησίασαν και έμεινε και πάλι αβλαβής.
Έτσι ο Μάρτυς Θαλλέλαιος αποκεφαλίσθηκε διά ξίφους στην Έδεσσα των Αιγαίων, το φθινόπωρο του 284 μ.Χ. (κατά άλλους τον Μάιο του 289 μ.Χ.) και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξή του ετελείτο στο μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν εντός του Ναού του Αγίου Αγαθονίκου. Πλην του ναΐσκου αυτού γνωρίζουμε και το ναό κοντά στο όρος του Αυξεντίου. Επ' ονόματι του Αγίου υπήρχε και μονή στην Παλαιστίνη, την οποία, κατά τη μαρτυρία του Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527 - 565 μ.Χ.). Φαίνεται δε ότι ορισμένες μονές εόρταζαν τη μνήμη του Αγίου Θαλλελαίου στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ άλλοι και στις 23 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ο Μάρτυς προσήχθη σε ανάκριση. Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Μαΐου.
Στη Μητρόπολή μας και στη πόλη μας, ο Μητροπολίτης μας κ. Άνθιμος κατασκεύασε Ιερό Ναό προς τιμήν του αγίου Θαλλελαίου του ιατρού, το έτος 2012 μέσα στον εσωτερικό χώρο του νοσοκομείου της πόλεώς μας. Καθημερινά σ’ αυτόν τον χώρο οι ασθενείς που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο και οι συγγενείς τους μπορούν να προσεύχονται για την υγεία της ψυχής και του σώματός τους αλλά και για να παίρνουν από τον Χριστό δύναμη και ελπίδα για ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες των ασθενειών.
Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής
Πρωτοσύγκελλος της Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως
[1] Στυλιανός Χάρακας, «Η Χριστιανική Πίστη που αφορά την Δημιουργία και την Βιολογία στο έργο «Η Θεολογία στην Εκκλησία και στον κόσμο», σελ. 226-247, Γενεύη 1984.
[2] Mary Emily Keenanot, «Άγιος Γρηγόριος και το επάγγελμα της Ιατρικής», Περιοδικό της Ιστορίας της Ιατρικής, 15 (1944), σελ. 150-161.
[3] Chrysostom, «De perfecta caritate», PG, 56, 279-280.
[4] Χρυσοστόμου, «Επιστολή 11, 12», PG 52, στ. 609.
[5] Μεγάλου Βασιλείου, «Επιστολή 55», PG 31, στ. 1049.
[6] Gregoro Nys. «De sancta trinitate», Oper. 31, 3, PG 32, 684.
[7] Floge d’ Anne Comnene, σελ. 164.
[8] Του ίδιου, σελ. 309.
[9] Michaelis acominati, «Οpera», εκδ. Σπυρίδων Λάμπρος, Τόμος Β’, σελ. 264, Αθήνα 1880.
[10] Σοφία Σειράχ, κεφ. 31, στιχ. 1-12.
[11] Κλείτου Ιωαννίδη, «Ο Γέρων Πορφύριος», σελ. 171, Λευκωσία 1992.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω