Ανακοίνωση Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης σχετικά με την εισήγηση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών που αφορά τον θεσμό του Δημοτικού και Περιφερειακού Συμπαραστάτη
Ανακοίνωση Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης σχετικά με την εισήγηση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών που αφορά τον θεσμό του Δημοτικού και Περιφερειακού Συμπαραστάτη:
Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών & Δ.Α. και Πρόεδρος της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών & Δ.Α., κ. Κώστας Πουλάκης, στην από 26.7.2016 εισήγησή του προς τα μέλη της επιτροπής τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής για τον θεσμό του Περιφερειακού και Δημοτικού Συμπαραστάτη η λειτουργία του οποίου προβλέπεται από τον ν. 3852/2010:
«Επαναξιολογείται ο θεσμός του Συμπαραστάτη. Γενικά, ο θεσμός της διαμεσολάβησης είναι γενικευμένος στην Ευρώπη και αξιολογείται θετικά. Ωστόσο, με δεδομένη την - κατά κοινή ομολογία - αρνητική εμπειρία του Συμπαραστάτη, γεννώνται δύο ερωτήματα προς απάντηση: Κατ' αρχάς, αν είναι σκόπιμη η διατήρηση του θεσμού, ιδίως ενόψει της ύπαρξης πολλαπλών παρόμοιων θεσμών και της πολιτικής βούλησης διεύρυνσης των θεσμών κοινωνικού ελέγχου. Και, έπειτα, αν θεωρηθεί χρήσιμη η διατήρηση του θεσμού, είναι αναγκαία η εκ βάθρων μεταρρύθμισή του. Σχετικές απόψεις έχουν κατατεθεί τα τελευταία χρόνια, είτε στην κατεύθυνση της δημιουργίας αποκεντρωμένων υπηρεσιών του Συνηγόρου του Πολίτη, είτε της ριζικής αλλαγής του τρόπου επιλογής και λειτουργίας του Συμπαραστάτη».
Μετά από αντιδράσεις συναδέλφων και μη, ο ίδιος με σχετική του ανάρτηση προσπάθησε να εξηγήσει τη σκοπιμότητα και τη ορθότητα των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Συγκεκριμένα με ανάρτησή του θεωρεί ότι «Η πραγματικότητα αυτή λέει ότι - ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων και των αναμφισβήτητων προσπαθειών που κατέβαλαν οι άνθρωποι που υπηρέτησαν ή στήριξαν το θεσμό - το δεδομένο είναι ότι ο θεσμός του Συμπαραστάτη δεν λειτούργησε παρά σε ένα μικρό μέρος των Δήμων και Περιφερειών. Αν λοιπόν η μη εφαρμογή, επί της ουσίας, ενός θεσμού δεν συνιστά αρνητική εμπειρία, δεν μπορώ να φανταστώ πώς αυτό χαρακτηρίζεται».
Το εννοιολογικό περιεχόμενο μίας έκφρασης που αποδίδει αξιολογικά ένα εμπειρικό γεγονός δεν ανήκει κατ’ αρχήν στον τομέα της φαντασίας. Μάλιστα οφείλεται το εμπειρικό γεγονός όταν αποτελεί περιεχόμενο αξιολογικής κρίσης, να περιγράφεται με ακρίβεια και να περιλαμβάνει όλο το φάσμα της πραγματικότητας στο οποίο δημιουργείται, άρα πρέπει να καλύπτονται και οι αιτίες ύπαρξής του.
Ο κ. Πουλάκης όμως δεν κάνει μία ενδελεχή προσέγγιση του γεγονότος ως όφειλε. Αντίθετα προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις σαν συμπεράσματα από τα δεδομένα μίας στενής και μόνο πραγματικότητας την οποία θέλει αυτός να αντιλαμβάνεται. Η «κατά κοινή ομολογία αρνητική εμπειρία του θεσμού», προκύπτει κατά τον γενικό γραμματέα, όπως ο ίδιος φρόντισε να εξηγήσει από την «πραγματικότητα της μη λειτουργίας του θεσμού παρά σε ένα μικρό μέρος των Δήμων και των Περιφερειών». Αφήνω απ’ έξω, προς το παρόν, το εκφραστικό στοιχείο εντός της διπλής παύλας που μοιάζει περισσότερο με καλλωπιστικό, δηλαδή το «ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων και των αναμφισβήτητων προσπαθειών που κατέβαλαν οι άνθρωποι που υπηρέτησαν ή στήριξαν τον θεσμό». Είναι εμφανής η προσπάθεια απολυτοποίησης του σχετικού. Και μέσα σε μία πρόταση τόσες πολλές αντιφάσεις. «Αρνητική εμπειρία» ενός θεσμού, ενός ανθρώπου, ενός γεγονότος, έχει κανείς όταν ο θεσμός, ο άνθρωπος, το γεγονός, λειτουργεί αρνητικά σε βάρος αυτού που κάνει την εκτίμηση. Επειδή η δράση του και η λειτουργία του είναι αρνητική. Αρνητική μπορεί να είναι και η αδράνειά του. Για να αποδοθεί στον θεσμό αρνητική δράση ακόμη και με τη μορφή της αδράνειας, πρέπει ο θεσμός να υπάρχει, να υφίσταται. Ο γενικός γραμματέας όμως, αποδίδει την αρνητική εμπειρία του θεσμού, και μάλιστα «κατά κοινή ομολογία» (δηλαδή την αρνητική εμπειρία την βίωσε ένα σύνολο κριτών που ήρθαν σε επαφή με τον θεσμό, τέτοιας ποσότητας και τέτοιου βαθμού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντικειμενική), στην μη λειτουργία του θεσμού εκτός από μερικούς Δήμους και Περιφέρειες. Δηλαδή η «μη λειτουργία του θεσμού», θα μπορούσε να σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι εκλέχθηκαν στους προβλεπόμενους Δήμους και Περιφέρειες Συμπαραστάτες, δεν επιτέλεσαν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές τους όπως ορίζει ο νόμος, εκτός από ένα μικρό μέρος αυτών. Μόνο απ’ αυτό το γεγονός θα μπορούσε να προκύψει ενδεχομένως η αξιολογική κρίση της «αρνητικής» εμπειρίας.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Από τους 161 Δήμους που υποχρεωτικά πρέπει να εκλέξουν Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, με βάση το πληθυσμιακό κριτήριο, στην πρώτη δημοτική θητεία ισχύος του Καλλικράτη, εκλέχθηκαν 30 Συμπαραστάτες, ενώ ολοκλήρωσαν τη θητεία τους 15. Κατά την τρέχουσα δημοτική θητεία έχουν προκηρύξει τη θέση 85 Δήμοι και έχουν εκλεχθεί 32 Συμπαραστάτες. Δεν έχουν προκηρύξει τη θέση όμως 76 Δήμοι. Στις 13 Περιφέρειες που προβλέπονται από τον Καλλικράτη εκλέχθηκαν στην πρώτη περιφερειακή θητεία 4 Συμπαραστάτες ενώ κατά την τρέχουσα θητεία έχουν προκηρύξει τη θέση 11 Περιφέρειες και έχουν καταφέρει να εκλέξουν Συμπαραστάτη οι 7. Σημειωτέον ότι οι Συμπαραστάτες εκλέγονται από τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, όταν αυτά προκηρύξουν τη θέση, με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των μελών τους. Ούτε διορίζονται, ούτε γράφουν εξετάσεις, ούτε περνούν από συνεντεύξεις.
Άρα λοιπόν «η αρνητική εμπειρία του θεσμού», αν συγκεντρώσει κανείς τα παραπάνω στοιχεία, γίνεται «αρνητική εμπειρία των αρχών να εφαρμόσουν το νόμο». Αν όμως δούμε συγκριτικά τα στοιχεία των δύο θητειών εφαρμογής του Καλλικράτη, σαφώς στη δεύτερη θητεία, ο θεσμός έχει προκηρυχθεί σε μεγάλο αριθμό Δήμων και Περιφερειών, έχουν εκλεγεί αρκετοί Συμπαραστάτες με περίφημο μέχρι τώρα έργο ενώ το θέμα της συναινετικής πλειοψηφίας φαίνεται να αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για την πλήρωση της θέσης. Άρα και πάλι το πρόβλημα ανήκει στην αρμοδιότητα των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, τα οποία μέσα από τις διαδικασίες διαβουλεύσεων και συναινέσεων μπορούν να καταλήξουν σε κοινώς αποδεκτά πρόσωπα. Αρκεί φυσικά να υπάρχει η θέληση προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο γενικός γραμματέας όμως δεν έλαβε υπόψη του τα παραπάνω στοιχεία. Κήρυξε τον θεσμό αποτυχημένο, αποδίδοντάς του μάλιστα και την ευθύνη της αποτυχίας του, ώστε στη συνέχεια να θέσει το ψευτοδίλημμα της διατήρησής του ή μη. Παρέλειψε στην έκθεσή του να τονίσει ότι η μη λειτουργία του θεσμού παρά σε ένα μικρό μέρος Δήμων και Περιφερειών, οφείλεται στην μη έκδοση προκηρύξεων, στην μη συναίνεση για την ύπαρξη της απαραίτητης πλειοψηφίας (που δεν είναι πια και τόσο τρομερή), και γενικότερα στη έλλειψη βούλησης από τα συμβούλια των αιρετών να βοηθήσουν τον θεσμό, να τον αναδείξουν και να προωθήσουν τη λειτουργία του.
Ο δρόμος για τη λειτουργία του θεσμού το γνωρίζαμε ότι δεν θα είναι εύκολος. Γι’ αυτό ο κ. γενικός γραμματέας και όσοι θα ασχοληθούν με την εισήγησή του, πρώτα θα πρέπει να αξιολογήσουν αυτό που ο πρώτος προσπάθησε να το καλύψει κάτω από το ένδυμα της «κοινής ομολογίας», η οποία, όπως νομίζω ότι απέδειξα, ούτε κοινή είναι, ούτε ομολογία. Ότι δηλαδή, υπάρχουν άνθρωποι με καλές προθέσεις και με αναμφισβήτητες προσπάθειες που υπηρέτησαν ή στήριξαν τον θεσμό και που ακόμη προσπαθούν, συμπεριλαμβανομένων πολλών αιρετών.
Η μόνη αρνητική εμπειρία του θεσμού, υπάρχει σε αυτούς που ήρθαν σε επαφή μαζί του και γνώρισαν σε βάρος των προσωπικών συμφερόντων τους και των ιδιοτελών σκοπών τους τι θα πει εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας.
Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών & Δ.Α. και Πρόεδρος της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών & Δ.Α., κ. Κώστας Πουλάκης, στην από 26.7.2016 εισήγησή του προς τα μέλη της επιτροπής τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής για τον θεσμό του Περιφερειακού και Δημοτικού Συμπαραστάτη η λειτουργία του οποίου προβλέπεται από τον ν. 3852/2010:
«Επαναξιολογείται ο θεσμός του Συμπαραστάτη. Γενικά, ο θεσμός της διαμεσολάβησης είναι γενικευμένος στην Ευρώπη και αξιολογείται θετικά. Ωστόσο, με δεδομένη την - κατά κοινή ομολογία - αρνητική εμπειρία του Συμπαραστάτη, γεννώνται δύο ερωτήματα προς απάντηση: Κατ' αρχάς, αν είναι σκόπιμη η διατήρηση του θεσμού, ιδίως ενόψει της ύπαρξης πολλαπλών παρόμοιων θεσμών και της πολιτικής βούλησης διεύρυνσης των θεσμών κοινωνικού ελέγχου. Και, έπειτα, αν θεωρηθεί χρήσιμη η διατήρηση του θεσμού, είναι αναγκαία η εκ βάθρων μεταρρύθμισή του. Σχετικές απόψεις έχουν κατατεθεί τα τελευταία χρόνια, είτε στην κατεύθυνση της δημιουργίας αποκεντρωμένων υπηρεσιών του Συνηγόρου του Πολίτη, είτε της ριζικής αλλαγής του τρόπου επιλογής και λειτουργίας του Συμπαραστάτη».
Μετά από αντιδράσεις συναδέλφων και μη, ο ίδιος με σχετική του ανάρτηση προσπάθησε να εξηγήσει τη σκοπιμότητα και τη ορθότητα των εκφράσεων που χρησιμοποιεί. Συγκεκριμένα με ανάρτησή του θεωρεί ότι «Η πραγματικότητα αυτή λέει ότι - ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων και των αναμφισβήτητων προσπαθειών που κατέβαλαν οι άνθρωποι που υπηρέτησαν ή στήριξαν το θεσμό - το δεδομένο είναι ότι ο θεσμός του Συμπαραστάτη δεν λειτούργησε παρά σε ένα μικρό μέρος των Δήμων και Περιφερειών. Αν λοιπόν η μη εφαρμογή, επί της ουσίας, ενός θεσμού δεν συνιστά αρνητική εμπειρία, δεν μπορώ να φανταστώ πώς αυτό χαρακτηρίζεται».
Το εννοιολογικό περιεχόμενο μίας έκφρασης που αποδίδει αξιολογικά ένα εμπειρικό γεγονός δεν ανήκει κατ’ αρχήν στον τομέα της φαντασίας. Μάλιστα οφείλεται το εμπειρικό γεγονός όταν αποτελεί περιεχόμενο αξιολογικής κρίσης, να περιγράφεται με ακρίβεια και να περιλαμβάνει όλο το φάσμα της πραγματικότητας στο οποίο δημιουργείται, άρα πρέπει να καλύπτονται και οι αιτίες ύπαρξής του.
Ο κ. Πουλάκης όμως δεν κάνει μία ενδελεχή προσέγγιση του γεγονότος ως όφειλε. Αντίθετα προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις σαν συμπεράσματα από τα δεδομένα μίας στενής και μόνο πραγματικότητας την οποία θέλει αυτός να αντιλαμβάνεται. Η «κατά κοινή ομολογία αρνητική εμπειρία του θεσμού», προκύπτει κατά τον γενικό γραμματέα, όπως ο ίδιος φρόντισε να εξηγήσει από την «πραγματικότητα της μη λειτουργίας του θεσμού παρά σε ένα μικρό μέρος των Δήμων και των Περιφερειών». Αφήνω απ’ έξω, προς το παρόν, το εκφραστικό στοιχείο εντός της διπλής παύλας που μοιάζει περισσότερο με καλλωπιστικό, δηλαδή το «ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων και των αναμφισβήτητων προσπαθειών που κατέβαλαν οι άνθρωποι που υπηρέτησαν ή στήριξαν τον θεσμό». Είναι εμφανής η προσπάθεια απολυτοποίησης του σχετικού. Και μέσα σε μία πρόταση τόσες πολλές αντιφάσεις. «Αρνητική εμπειρία» ενός θεσμού, ενός ανθρώπου, ενός γεγονότος, έχει κανείς όταν ο θεσμός, ο άνθρωπος, το γεγονός, λειτουργεί αρνητικά σε βάρος αυτού που κάνει την εκτίμηση. Επειδή η δράση του και η λειτουργία του είναι αρνητική. Αρνητική μπορεί να είναι και η αδράνειά του. Για να αποδοθεί στον θεσμό αρνητική δράση ακόμη και με τη μορφή της αδράνειας, πρέπει ο θεσμός να υπάρχει, να υφίσταται. Ο γενικός γραμματέας όμως, αποδίδει την αρνητική εμπειρία του θεσμού, και μάλιστα «κατά κοινή ομολογία» (δηλαδή την αρνητική εμπειρία την βίωσε ένα σύνολο κριτών που ήρθαν σε επαφή με τον θεσμό, τέτοιας ποσότητας και τέτοιου βαθμού που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντικειμενική), στην μη λειτουργία του θεσμού εκτός από μερικούς Δήμους και Περιφέρειες. Δηλαδή η «μη λειτουργία του θεσμού», θα μπορούσε να σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι εκλέχθηκαν στους προβλεπόμενους Δήμους και Περιφέρειες Συμπαραστάτες, δεν επιτέλεσαν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές τους όπως ορίζει ο νόμος, εκτός από ένα μικρό μέρος αυτών. Μόνο απ’ αυτό το γεγονός θα μπορούσε να προκύψει ενδεχομένως η αξιολογική κρίση της «αρνητικής» εμπειρίας.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Από τους 161 Δήμους που υποχρεωτικά πρέπει να εκλέξουν Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης, με βάση το πληθυσμιακό κριτήριο, στην πρώτη δημοτική θητεία ισχύος του Καλλικράτη, εκλέχθηκαν 30 Συμπαραστάτες, ενώ ολοκλήρωσαν τη θητεία τους 15. Κατά την τρέχουσα δημοτική θητεία έχουν προκηρύξει τη θέση 85 Δήμοι και έχουν εκλεχθεί 32 Συμπαραστάτες. Δεν έχουν προκηρύξει τη θέση όμως 76 Δήμοι. Στις 13 Περιφέρειες που προβλέπονται από τον Καλλικράτη εκλέχθηκαν στην πρώτη περιφερειακή θητεία 4 Συμπαραστάτες ενώ κατά την τρέχουσα θητεία έχουν προκηρύξει τη θέση 11 Περιφέρειες και έχουν καταφέρει να εκλέξουν Συμπαραστάτη οι 7. Σημειωτέον ότι οι Συμπαραστάτες εκλέγονται από τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, όταν αυτά προκηρύξουν τη θέση, με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των μελών τους. Ούτε διορίζονται, ούτε γράφουν εξετάσεις, ούτε περνούν από συνεντεύξεις.
Άρα λοιπόν «η αρνητική εμπειρία του θεσμού», αν συγκεντρώσει κανείς τα παραπάνω στοιχεία, γίνεται «αρνητική εμπειρία των αρχών να εφαρμόσουν το νόμο». Αν όμως δούμε συγκριτικά τα στοιχεία των δύο θητειών εφαρμογής του Καλλικράτη, σαφώς στη δεύτερη θητεία, ο θεσμός έχει προκηρυχθεί σε μεγάλο αριθμό Δήμων και Περιφερειών, έχουν εκλεγεί αρκετοί Συμπαραστάτες με περίφημο μέχρι τώρα έργο ενώ το θέμα της συναινετικής πλειοψηφίας φαίνεται να αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για την πλήρωση της θέσης. Άρα και πάλι το πρόβλημα ανήκει στην αρμοδιότητα των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, τα οποία μέσα από τις διαδικασίες διαβουλεύσεων και συναινέσεων μπορούν να καταλήξουν σε κοινώς αποδεκτά πρόσωπα. Αρκεί φυσικά να υπάρχει η θέληση προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο γενικός γραμματέας όμως δεν έλαβε υπόψη του τα παραπάνω στοιχεία. Κήρυξε τον θεσμό αποτυχημένο, αποδίδοντάς του μάλιστα και την ευθύνη της αποτυχίας του, ώστε στη συνέχεια να θέσει το ψευτοδίλημμα της διατήρησής του ή μη. Παρέλειψε στην έκθεσή του να τονίσει ότι η μη λειτουργία του θεσμού παρά σε ένα μικρό μέρος Δήμων και Περιφερειών, οφείλεται στην μη έκδοση προκηρύξεων, στην μη συναίνεση για την ύπαρξη της απαραίτητης πλειοψηφίας (που δεν είναι πια και τόσο τρομερή), και γενικότερα στη έλλειψη βούλησης από τα συμβούλια των αιρετών να βοηθήσουν τον θεσμό, να τον αναδείξουν και να προωθήσουν τη λειτουργία του.
Ο δρόμος για τη λειτουργία του θεσμού το γνωρίζαμε ότι δεν θα είναι εύκολος. Γι’ αυτό ο κ. γενικός γραμματέας και όσοι θα ασχοληθούν με την εισήγησή του, πρώτα θα πρέπει να αξιολογήσουν αυτό που ο πρώτος προσπάθησε να το καλύψει κάτω από το ένδυμα της «κοινής ομολογίας», η οποία, όπως νομίζω ότι απέδειξα, ούτε κοινή είναι, ούτε ομολογία. Ότι δηλαδή, υπάρχουν άνθρωποι με καλές προθέσεις και με αναμφισβήτητες προσπάθειες που υπηρέτησαν ή στήριξαν τον θεσμό και που ακόμη προσπαθούν, συμπεριλαμβανομένων πολλών αιρετών.
Η μόνη αρνητική εμπειρία του θεσμού, υπάρχει σε αυτούς που ήρθαν σε επαφή μαζί του και γνώρισαν σε βάρος των προσωπικών συμφερόντων τους και των ιδιοτελών σκοπών τους τι θα πει εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας.
Αλεξανδρούπολη, 28.7.2016
Ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Αλεξανδρούπολης
Βασματζίδης Χρήστος
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω