Ένα ακόμα κύμα προσφύγων, αυτό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, που εγκατέλειψαν την πατρώα γη μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού, περνούσε τέτοιες μέρες τον Έβρο προς δυσμάς. Η περιγραφή του μαρτυρίου τους από το National Geographic.
Μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 1922 η εκκένωση της Σμύρνης είχε ολοκληρωθεί. Χωρίς να υπολογίσουμε έναν μεγάλο αριθμό εκτοπισθέντων εφήβων και αντρών, μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο 300.000 άνθρωποι είχαν φύγει από το λιμάνι της. Απ’ αυτούς οι 180.000 έφυγαν υπό την εποπτεία του Ναυτικού των ΗΠΑ και της Disaster Relief Committee, με τη βοήθεια και δυνάμεων του βρετανικού Ναυτικού.
Οι ανθρώπινες απώλειες στην Καταστροφή της Σμύρνης, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, έφτασαν τους 10.000 νεκρούς, ενώ οι υλικές ζημιές τα 300.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Έτσι, λοιπόν, το δεύτερο αυτό κύμα της μεγάλης προσφυγιάς πέρασε στην Ελλάδα*.
Τώρα πλέον η Κοινωνία των Εθνών πιεζόταν από τις εκκλήσεις να δραστηριοποιηθεί απέναντι στην κρίση.
Παρ’ όλη τη μαζική διασπορά 400.000 προσφύγων στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Ραιδεστό και στα νησιά του Αιγαίου, ανά κύματα πενήντα, εκατό χιλιάδων, η πραγματική κρίση δεν είχε ακόμα ξεσπάσει. Στις 23 Σεπτεμβρίου, με διπλωματική νότα των Συμμάχων η Ανατολική Θράκη, που είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, δόθηκε πάλι πίσω στους Τούρκους. Αυτή η τριγωνική «αυλή της Κωνσταντινούπολης» άρχιζε περίπου 35 χιλιόμετρα πίσω από την πόλη και εκτεινόταν προς τα δυτικά, μέχρι τον ποταμό Έβρο, για να συμπεριλάβει 600.000 Έλληνες και Τούρκους αγρότες σε ίση περίπου φυλετική αναλογία.
Τα ανακοινωθέντα έδιναν διορία ενός μήνα για την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και την είσοδο της τουρκικής χωροφυλακής στην περιοχή, προκειμένου να αποφευχθεί ο πανικός. Ο πανικός, όμως, ήταν ήδη στην ημερήσια διάταξη, όπως και στην πόλη της Σμύρνης. Μία βδομάδα μετά την εκκένωση της προκυμαίας οι Έλληνες της Θράκης είδαν τα ελληνικά στρατεύματα να διαλύουν τα στρατόπεδα τους και να κατευθύνονται προς δυσμάς.
«Θα γυρίσετε πίσω;» ρωτούσαν ανήσυχοι οι αγρότες. «Όχι», ήταν η απάντηση.
Μέσα σε μία ώρα ολόκληρα χωριά είχαν ερημώσει. Οικιακά είδη και σάκοι με δημητριακά ρίχνονταν στις καρότσες, τα βόδια ζεύονταν και σε λίγο η μικρή κοινότητα ξεκινούσε το ταξίδι της προς τα δυτικά.
Στη θέα του στρατού που αποχωρούσε περνώντας από χωριό σε χωριό, οι γυναίκες που άλεθαν στους χερόμυλους και οι άντρες που αλώνιζαν έστεκαν έκπληκτοι. Η στιγμιαία αντίδραση ήταν η ίδια: όλοι παρατούσαν τα εργαλεία τους χάμω, στριμώχνονταν όπως μπορούσαν στις βιαστικά φορτωμένες καρότσες και ξεκινούσαν προς τα δυτικά.
Πολλοί τοπικοί παράγοντες έτρεψαν ξοπίσω τους φωνάζοντας: «Γυρίστε πίσω! Μαζέψτε τη σοδειά σας! Έχετε ακόμα ένα μήνα καιρό». Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια, μονότονη και μοιραία: «Όχι. Όλα χάθηκαν. Πρέπει να φύγουμε στην Παλιά Ελλάδα».
Σ’ όλη την πεδιάδα το μήνυμα εξαπλωνόταν ταχύτατα. Το ταξίδι ξεκινούσε. Ατελείωτα καραβάνια άρχισαν να σχηματίζονται παντού.
Στον ορίζοντα ο ουρανός σκοτείνιαζε. Η δυνατή βροχή σχημάτιζε χειμάρρους, ξέπλενε δρόμους και πλημμύριζε χωράφια, ενώ η ομαδική αυτή αποδημία των χριστιανών προς την Ελλάδα προχωρούσε αργόσυρτα, πληθαίνοντας ολοένα και πιο πολύ.
Στη Ραιδεστό 28.000 πρόσφυγες κατέβαιναν τα μονοπάτια των γκρεμών και μέσα απ’ τους απότομους βράχους προσπαθούσαν να φτάσουν στην ανεμοδαρμένη παραλία. Εκεί για μέρες θα περίμεναν να επιβιβαστούν στα πλοία διάσωσης, μέχρι να εξαντληθούν τελείως από την πείνα, ενώ η σοδειά τους μούχλιαζε εκεί όπου την είχαν αφήσει, στην έρημη ενδοχώρα.
Από την Αδριανούπολη τις έξι πρώτες μέρες πέρασαν ακόμα 60.000 άνθρωποι. Τόσο γρήγορα ο πανικός έδινε τη θέση του στο φευγιό, ώστε όσοι είχαν ξεκινήσει από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης έβλεπαν μόνο εγκαταλειμμένα χωριά και άλλα καραβάνια προσφύγων. Λίγες βδομάδες αργότερα στα ίδια αυτά χωριά έμεναν μόνο πεινασμένοι σκύλοι και γάτες που αλληλοσπαράσσονταν.
Άντρες και γυναίκες βάδιζαν με κόπο μπροστά, για να ελαφρύνουν τις άμαξες που βούλιαζαν στη λάσπη. Κρατούσαν στα χέρια τους όπλα, επειδή χιλιάδες «κομιτατζήδες» - αυτοί οι άγγελοι της διχόνοιας των Βαλκανίων - έστηναν ενέδρες και λήστευαν πρόσφυγες. Πολλές απ’ τις άμαξες που έμπαιναν στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) ή στην Αδριανούπολη παρουσίαζαν το ίδιο θέαμα: Οι γυναίκες οδηγούσαν τα βόδια και τα πτώματα των συζύγων κείτονταν άκαμπτα πάνω στα σακιά με το στάρι.
«Η εποποιία της βροχής»
Μέρα και νύχτα, ακολουθώντας τους χειμάρρους που είχαν σχηματίσει οι φθινοπωρινές βροχές, το πλήθος των φυγάδων είχε πλέον ξεπεράσει τις 180.000 ψυχές μέσα σε δώδεκα μέρες, ενώ συνέχιζε με αργό ρυθμό την πορεία του προς τις ελώδεις εκβολές του πάντα φουσκωμένου Έβρου. Για λίγες ώρες τα βόδια θα ξεκουράζονταν εκεί λυμένα, ενώ οι οικογένειες των προσφύγων θα ξέκλεβαν λίγο ύπνο πάνω στα ιδρωμένα στομάχια των ζώων τους για να ζεσταθούν. Τότε θα ακουγόταν το σφύριγμα του Οριάν Εξπρές, τα βαγόνια του οποίου έλαμπαν από φως και χλιδή καθώς περνούσε. Ύστερα από λίγο, το ταξίδι - ή, καλύτερα, η αργόσυρτη σαν χελώνα πορεία των λασπωμένων κάρων και των βαρύθυμων απ’ την εξάντληση βοδιών - ξανάρχιζε.
Έπρεπε να φτάσουν στο ποτάμι πριν η διέλευσή του γίνει αδύνατη· έπρεπε να προχωρήσουν με πείσμα μπροστά.
Απ’ τις όχθες του Έβρου, όπου όλοι οι δρόμοι καταλήγουν στη γέφυρα του Καραγάτς, είτε από τις «βίγλες» στις ταράτσες των σπιτιών της Αδριανούπολης που βλέπουν στο ποτάμι, μπορούσε κανείς να δει την τελευταία φάση αυτής της φυγής. Τη μέρα, απ’ το πρώτο πλάνο μέχρι το βάθος του ορίζοντα, η ερημωμένη ύπαιθρος, πάνω στην οποία η ατελείωτη πομπή φιδογύριζε, σκοτείνιαζε και γινόταν γκρίζα μέσα στη δυνατή βροχή. Τη νύχτα, πάλι, στο φως των φαναριών που ξεχώριζαν μέσα στην απέραντη μαυρίλα, σηκωνόταν ένα συγκεχυμένο βουητό από τα μουγκανητά των ζώων, τα δυνατά χτυπήματα των μαστιγίων, το σφυροκόπημα της βροχής, τους τριγμούς των ξύλινων τροχών πάνω στους άξονές τους.
Παρατηρητές που περιέγραφαν το ολοκαύτωμα της Σμύρνης με φράσεις όπως η «εποποιία της φωτιάς!» τώρα μιλούσαν για τα πλήθη της Ανατολικής Θράκης που λύγιζαν απ’ το μαστίγωμα της νεροποντής - σαν να διέκριναν σ’ αυτό το χτύπημα της μοίρας. Έλεγαν ότι ήταν «η εποποιία της βροχής».
Μ’ αυτόν τον τρόπο 300.000 πρόσφυγες διέσχισαν τον φουσκωμένο Έβρο και σκορπίστηκαν στις δυτικές του όχθες. Έτσι, λοιπόν, το τρίτο κύμα της μεγάλης προσφυγιάς, που αριθμούσε πλέον 700.000 ψυχές, πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας.
* Ως πρώτο κύμα λογαριάζεται η μετακίνηση 100.000 ανθρώπων σε ένα ταξίδι 800 χιλιομέτρων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς τα παράλια, την περίοδο 1920-1921. Ως δεύτερο αυτό που ακολούθησε την πυρπόληση της Σμύρνης.
Πηγή: National Geographic, 1922 - Ο μεγάλος ξεριζωμός (ελλ. έκδ. Αθήνα 2007).
pontosnews.gr
➤ Διαβάστε επίσης: Η εκκένωση της Αν. Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 - Ακολουθώντας το τρένο της προσφυγιάς Αδριανούπολη - Αλεξανδρούπολη - Δράμα
[post_ads]
Οι ανθρώπινες απώλειες στην Καταστροφή της Σμύρνης, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, έφτασαν τους 10.000 νεκρούς, ενώ οι υλικές ζημιές τα 300.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Έτσι, λοιπόν, το δεύτερο αυτό κύμα της μεγάλης προσφυγιάς πέρασε στην Ελλάδα*.
Τώρα πλέον η Κοινωνία των Εθνών πιεζόταν από τις εκκλήσεις να δραστηριοποιηθεί απέναντι στην κρίση.
Παρ’ όλη τη μαζική διασπορά 400.000 προσφύγων στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Ραιδεστό και στα νησιά του Αιγαίου, ανά κύματα πενήντα, εκατό χιλιάδων, η πραγματική κρίση δεν είχε ακόμα ξεσπάσει. Στις 23 Σεπτεμβρίου, με διπλωματική νότα των Συμμάχων η Ανατολική Θράκη, που είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, δόθηκε πάλι πίσω στους Τούρκους. Αυτή η τριγωνική «αυλή της Κωνσταντινούπολης» άρχιζε περίπου 35 χιλιόμετρα πίσω από την πόλη και εκτεινόταν προς τα δυτικά, μέχρι τον ποταμό Έβρο, για να συμπεριλάβει 600.000 Έλληνες και Τούρκους αγρότες σε ίση περίπου φυλετική αναλογία.
Τα ανακοινωθέντα έδιναν διορία ενός μήνα για την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και την είσοδο της τουρκικής χωροφυλακής στην περιοχή, προκειμένου να αποφευχθεί ο πανικός. Ο πανικός, όμως, ήταν ήδη στην ημερήσια διάταξη, όπως και στην πόλη της Σμύρνης. Μία βδομάδα μετά την εκκένωση της προκυμαίας οι Έλληνες της Θράκης είδαν τα ελληνικά στρατεύματα να διαλύουν τα στρατόπεδα τους και να κατευθύνονται προς δυσμάς.
«Θα γυρίσετε πίσω;» ρωτούσαν ανήσυχοι οι αγρότες. «Όχι», ήταν η απάντηση.
Μέσα σε μία ώρα ολόκληρα χωριά είχαν ερημώσει. Οικιακά είδη και σάκοι με δημητριακά ρίχνονταν στις καρότσες, τα βόδια ζεύονταν και σε λίγο η μικρή κοινότητα ξεκινούσε το ταξίδι της προς τα δυτικά.
Στη θέα του στρατού που αποχωρούσε περνώντας από χωριό σε χωριό, οι γυναίκες που άλεθαν στους χερόμυλους και οι άντρες που αλώνιζαν έστεκαν έκπληκτοι. Η στιγμιαία αντίδραση ήταν η ίδια: όλοι παρατούσαν τα εργαλεία τους χάμω, στριμώχνονταν όπως μπορούσαν στις βιαστικά φορτωμένες καρότσες και ξεκινούσαν προς τα δυτικά.
Πολλοί τοπικοί παράγοντες έτρεψαν ξοπίσω τους φωνάζοντας: «Γυρίστε πίσω! Μαζέψτε τη σοδειά σας! Έχετε ακόμα ένα μήνα καιρό». Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια, μονότονη και μοιραία: «Όχι. Όλα χάθηκαν. Πρέπει να φύγουμε στην Παλιά Ελλάδα».
Σ’ όλη την πεδιάδα το μήνυμα εξαπλωνόταν ταχύτατα. Το ταξίδι ξεκινούσε. Ατελείωτα καραβάνια άρχισαν να σχηματίζονται παντού.
Στον ορίζοντα ο ουρανός σκοτείνιαζε. Η δυνατή βροχή σχημάτιζε χειμάρρους, ξέπλενε δρόμους και πλημμύριζε χωράφια, ενώ η ομαδική αυτή αποδημία των χριστιανών προς την Ελλάδα προχωρούσε αργόσυρτα, πληθαίνοντας ολοένα και πιο πολύ.
Στη Ραιδεστό 28.000 πρόσφυγες κατέβαιναν τα μονοπάτια των γκρεμών και μέσα απ’ τους απότομους βράχους προσπαθούσαν να φτάσουν στην ανεμοδαρμένη παραλία. Εκεί για μέρες θα περίμεναν να επιβιβαστούν στα πλοία διάσωσης, μέχρι να εξαντληθούν τελείως από την πείνα, ενώ η σοδειά τους μούχλιαζε εκεί όπου την είχαν αφήσει, στην έρημη ενδοχώρα.
Πρόσφυγες της περιφέρειας Ραιδεστού περιμένουν τα πλοία κατασκηνωμένοι στην αποβάθρα της Ραιδεστού (αρχές Οκτωβρίου 1922) |
Από την Αδριανούπολη τις έξι πρώτες μέρες πέρασαν ακόμα 60.000 άνθρωποι. Τόσο γρήγορα ο πανικός έδινε τη θέση του στο φευγιό, ώστε όσοι είχαν ξεκινήσει από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης έβλεπαν μόνο εγκαταλειμμένα χωριά και άλλα καραβάνια προσφύγων. Λίγες βδομάδες αργότερα στα ίδια αυτά χωριά έμεναν μόνο πεινασμένοι σκύλοι και γάτες που αλληλοσπαράσσονταν.
Άντρες και γυναίκες βάδιζαν με κόπο μπροστά, για να ελαφρύνουν τις άμαξες που βούλιαζαν στη λάσπη. Κρατούσαν στα χέρια τους όπλα, επειδή χιλιάδες «κομιτατζήδες» - αυτοί οι άγγελοι της διχόνοιας των Βαλκανίων - έστηναν ενέδρες και λήστευαν πρόσφυγες. Πολλές απ’ τις άμαξες που έμπαιναν στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) ή στην Αδριανούπολη παρουσίαζαν το ίδιο θέαμα: Οι γυναίκες οδηγούσαν τα βόδια και τα πτώματα των συζύγων κείτονταν άκαμπτα πάνω στα σακιά με το στάρι.
«Η εποποιία της βροχής»
Μέρα και νύχτα, ακολουθώντας τους χειμάρρους που είχαν σχηματίσει οι φθινοπωρινές βροχές, το πλήθος των φυγάδων είχε πλέον ξεπεράσει τις 180.000 ψυχές μέσα σε δώδεκα μέρες, ενώ συνέχιζε με αργό ρυθμό την πορεία του προς τις ελώδεις εκβολές του πάντα φουσκωμένου Έβρου. Για λίγες ώρες τα βόδια θα ξεκουράζονταν εκεί λυμένα, ενώ οι οικογένειες των προσφύγων θα ξέκλεβαν λίγο ύπνο πάνω στα ιδρωμένα στομάχια των ζώων τους για να ζεσταθούν. Τότε θα ακουγόταν το σφύριγμα του Οριάν Εξπρές, τα βαγόνια του οποίου έλαμπαν από φως και χλιδή καθώς περνούσε. Ύστερα από λίγο, το ταξίδι - ή, καλύτερα, η αργόσυρτη σαν χελώνα πορεία των λασπωμένων κάρων και των βαρύθυμων απ’ την εξάντληση βοδιών - ξανάρχιζε.
Έπρεπε να φτάσουν στο ποτάμι πριν η διέλευσή του γίνει αδύνατη· έπρεπε να προχωρήσουν με πείσμα μπροστά.
Απ’ τις όχθες του Έβρου, όπου όλοι οι δρόμοι καταλήγουν στη γέφυρα του Καραγάτς, είτε από τις «βίγλες» στις ταράτσες των σπιτιών της Αδριανούπολης που βλέπουν στο ποτάμι, μπορούσε κανείς να δει την τελευταία φάση αυτής της φυγής. Τη μέρα, απ’ το πρώτο πλάνο μέχρι το βάθος του ορίζοντα, η ερημωμένη ύπαιθρος, πάνω στην οποία η ατελείωτη πομπή φιδογύριζε, σκοτείνιαζε και γινόταν γκρίζα μέσα στη δυνατή βροχή. Τη νύχτα, πάλι, στο φως των φαναριών που ξεχώριζαν μέσα στην απέραντη μαυρίλα, σηκωνόταν ένα συγκεχυμένο βουητό από τα μουγκανητά των ζώων, τα δυνατά χτυπήματα των μαστιγίων, το σφυροκόπημα της βροχής, τους τριγμούς των ξύλινων τροχών πάνω στους άξονές τους.
Εκκένωση Καλλίπολης |
Παρατηρητές που περιέγραφαν το ολοκαύτωμα της Σμύρνης με φράσεις όπως η «εποποιία της φωτιάς!» τώρα μιλούσαν για τα πλήθη της Ανατολικής Θράκης που λύγιζαν απ’ το μαστίγωμα της νεροποντής - σαν να διέκριναν σ’ αυτό το χτύπημα της μοίρας. Έλεγαν ότι ήταν «η εποποιία της βροχής».
Μ’ αυτόν τον τρόπο 300.000 πρόσφυγες διέσχισαν τον φουσκωμένο Έβρο και σκορπίστηκαν στις δυτικές του όχθες. Έτσι, λοιπόν, το τρίτο κύμα της μεγάλης προσφυγιάς, που αριθμούσε πλέον 700.000 ψυχές, πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας.
* Ως πρώτο κύμα λογαριάζεται η μετακίνηση 100.000 ανθρώπων σε ένα ταξίδι 800 χιλιομέτρων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς τα παράλια, την περίοδο 1920-1921. Ως δεύτερο αυτό που ακολούθησε την πυρπόληση της Σμύρνης.
Πηγή: National Geographic, 1922 - Ο μεγάλος ξεριζωμός (ελλ. έκδ. Αθήνα 2007).
pontosnews.gr
➤ Διαβάστε επίσης: Η εκκένωση της Αν. Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 - Ακολουθώντας το τρένο της προσφυγιάς Αδριανούπολη - Αλεξανδρούπολη - Δράμα
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω