Παρακολουθώντας τα τάλεντ σόου που έχουν ήδη αρχίσει - και έρχονται κι άλλα - βλέπεις τις κοινωνικές μας παθογένειες λουσμένες στα φώτα του τηλεοπτικού πάλκου: ματαιοδοξίες, δηθενιές, ψευτομαγκιές, κενά γνώσεων και οι ακατάλληλοι άνθρωποι στις ακατάλληλες θέσεις...
Τα δύο («The Voice» και «Junior Music Star») ήδη άρχισαν, το δεύτερο μάλιστα είναι για παιδιά μέχρι 14 ετών. Το τρίτο («The Rising Star») αρχίζει την άλλη Κυριακή και, από τον καινούργιο χρόνο, έρχεται και το τέταρτο («X-Factor»). Πολύ φοβάμαι ότι από κάποια τηλεοπτική καραμπόλα παίζει να μας προκύψει και πέμπτο μέσα στη σεζόν.
Όλη η τηλεόραση ένα τάλεντ σόου τραγουδιστών. Κατά τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς δε, πάνω από 20.000 υποψήφιοι τραγουδιστές - μικροί, μεγάλοι - δήλωσαν συμμετοχή στο όνειρο για μία καριέρα σε ένα επάγγελμα που, προ πολλού, έχει γίνει πάρεργο. Γι αυτόν τον λόγο, εδώ δεν ισχύει το ότι η μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούν να πάρουν τα όνειρά σου είναι να πραγματοποιηθούν.
Οι τραγουδιστές που, ως κριτές, παίρνουν μέρος σε αυτές τις εκπομπές είναι μια απόδειξη του ότι οι υποψήφιοι εξακολουθούν να θαμπώνονται από την αντανάκλαση μίας λάμψης που η πηγή της έχει σβήσει εδώ και καιρό. Πώς, όταν κλείνουμε τα μάτια, εξακολουθούμε να βλέπουμε την ανάμνηση του φωτός; Αυτό!
Επαγγελματίες του τραγουδιού και των παρυφών της σόουμπιζ που προσπαθούν να λουστράρουν, με την εμφάνισή τους στην τηλεόραση, την οξειδωμένη καριέρα τους και να γεμίσουν την εβδομάδα τους αφού, στην καλύτερη περίπτωση, δουλεύουν Παρασκευοσάββατα. Ή καθόλου. Και ποντάρουν στο να τους ξαναθυμηθεί το κοινό. Οργισμένοι εικονοκλάστες ή υπέρμαχοι μίας κατά φαντασίαν ποιότητας που, προ ετών, σνόμπαραν ό,τι τηλεοπτικό και τώρα πασχίζουν να βρουν δικαιολογίες για να δώσουν ιδεολογικό άλλοθι στη συμμετοχή τους. Είναι γλυκό το πιοτό της τηλεοπτικής διασημότητας ειδικά αν τα χείλη του ποτηριού είναι πασπαλισμένα με αντιμίσθιο. Αν και έχω την υποψία ότι κάποιοι θα το έκαναν και τζάμπα.
Κατά τα άλλα, παρακολουθώντας το «The Voice» και το «Junior Music Star» που έχουν ήδη αρχίσει, είναι σαν να βλέπεις τις κοινωνικές μας παθογένειες λουσμένες στα φώτα του τηλεοπτικού πάλκου. Ματαιοδοξίες, δηθενιές, ψευτομαγκιές, κενά γνώσεων και οι ακατάλληλοι άνθρωποι στις ακατάλληλες θέσεις. Ο Ρουβάς στα 45 του να παριστάνει τον Τζέιμς Ντιν και να αξιολογεί φωνές όταν, υποθέτω, είναι εδώ και 25 χρόνια πάρα πολύ ευχαριστημένος από την δική του.
Ο Μουζουράκης, ως το αντισυστημικό άλλοθι του τηλεοπτικού συστήματος, ντυμένος τροβαδούρος σε μπαλ μασκέ, να περιφέρει την αγένεια ως άνεση: «Δεν ξέρω» είπε «το τάδε τραγούδι του Ρέμου» που τραγούδησε υποψήφιος. (Να φανταστώ επειδή ο ίδιος κακοποιεί μόνο ξένα τραγούδια όπως το «Pandam, pandam» της Πιαφ;). Μόνο που επειδή θα έπρεπε να το ξέρει, εφόσον δέχτηκε αυτήν τη θέση, καλό θα ήταν να κρατήσει την ανεπάρκεια για τον εαυτό του.
Και η Παπαρίζου τα ίδια. Δεν ξέρει το «Δεν λες κουβέντα» επειδή μεγάλωσε στη Σουηδία. Κι εγώ εδώ μεγάλωσα αλλά τους ΑΒΒΑ τους ξέρω. Μήπως λίγο απαξιωτική για τη μουσική της χώρας που την έκανε πλούσια και διάσημη λέω εγώ; Και μετά, πώς αυτό το κορίτσι με τη μεγάλη (όντως) φωνή και την δυσανάλογα τοσοδούτσικη καριέρα θα κάνει την προπονήτρια καριέρας ενός νέου καλλιτέχνη; Ο Μαραβέγιας τι κάνει εκεί πέρα; Νομίζω πως ούτε ο ίδιος το ξέρει.
Δεν σας τα ‘πα. Ο Μύρωνας Στρατής, ο τραγουδοποιός της μίας επιτυχίας που είναι πιο γνωστός από τη σχέση του με τη Μαίρη Συνατσάκη παρά από τα τραγούδια του, δεν μετανάστευσε όπως νόμιζα αφού είχα χρόνια να ακούσω κάτι δικό του. Τον είδα στην κριτική επιτροπή του «Junior Music Star». Μαζί με την Ευγενία Μανωλίδου σε total recall, τον Βουρλιώτη ως ανάμνηση του αυτοδοξασμένου εαυτού του και τον Γιώργο Θεοφάνους σε ρόλο μουσικού ιεροφάντη. Τόσο πολύ μπούγιο για τόση λίγη ουσία… Και σε λίγο σκάνε μύτη και οι Βανδορέμοι...
Μια θλίψη και οι συμμετέχοντες ενήλικες. Κακά αγγλικά όταν τραγουδάνε, ακόμη χειρότερα ελληνικά όταν μιλάνε, μίμοι τραγουδιστών χωρίς καμία απολύτως προσωπική συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα, νότες που ξεφεύγουν ολούθε και μία αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Αφού αναρωτιέσαι, οι συγγενείς τους που τους αγαπάνε και αγωνιούν στα παρασκήνια, ένα «Πού πας ρε Καραμήτρο» πριν ξεκινήσουν από το σπίτι, πώς και δεν τους το είπαν; Και όλη αυτή η έκθεση, η αγωνία, το στραπατσάρισμα γιατί; Για μισή σεζόν –το πολύ πολύ– ως support σε κάποιο μαγαζί και ένα κάλεσμα στην εκπομπή του Κωστόπουλου να μιλήσουν για γκομενικά. Εδώ δεν μπορούν να τσουλήσουν την καριέρα τους οι κριτές τους, θα την ξεκινήσουν αυτοί;...
Στους junior συμμετέχοντες δεν θα αναφερθώ. Αλλά δεν μπορεί ένα παιδί να τραγουδά «τα ήσυχα βράδια / θα περνάει φωτισμένο / της ζωής μου το τρένο / που θα ‘σαι μέσα κι εσύ». Πόσο είναι το τρένο της ζωής ενός παιδιού δώδεκα ετών; Δεν καταλαβαίνει κανείς αυτό το φάουλ;
Η υπερβολή και το λάθος timing ήταν πάντα ανάμεσα στα ελαττώματά μας αλλά πόσο πια; Από τότε που ο Διονυσίου τραγουδούσε «Ο λαός τραγούδι θέλει» έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια.
H Likeίστρια
protagon.gr
[post_ads]
Όλη η τηλεόραση ένα τάλεντ σόου τραγουδιστών. Κατά τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς δε, πάνω από 20.000 υποψήφιοι τραγουδιστές - μικροί, μεγάλοι - δήλωσαν συμμετοχή στο όνειρο για μία καριέρα σε ένα επάγγελμα που, προ πολλού, έχει γίνει πάρεργο. Γι αυτόν τον λόγο, εδώ δεν ισχύει το ότι η μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούν να πάρουν τα όνειρά σου είναι να πραγματοποιηθούν.
Οι τραγουδιστές που, ως κριτές, παίρνουν μέρος σε αυτές τις εκπομπές είναι μια απόδειξη του ότι οι υποψήφιοι εξακολουθούν να θαμπώνονται από την αντανάκλαση μίας λάμψης που η πηγή της έχει σβήσει εδώ και καιρό. Πώς, όταν κλείνουμε τα μάτια, εξακολουθούμε να βλέπουμε την ανάμνηση του φωτός; Αυτό!
Επαγγελματίες του τραγουδιού και των παρυφών της σόουμπιζ που προσπαθούν να λουστράρουν, με την εμφάνισή τους στην τηλεόραση, την οξειδωμένη καριέρα τους και να γεμίσουν την εβδομάδα τους αφού, στην καλύτερη περίπτωση, δουλεύουν Παρασκευοσάββατα. Ή καθόλου. Και ποντάρουν στο να τους ξαναθυμηθεί το κοινό. Οργισμένοι εικονοκλάστες ή υπέρμαχοι μίας κατά φαντασίαν ποιότητας που, προ ετών, σνόμπαραν ό,τι τηλεοπτικό και τώρα πασχίζουν να βρουν δικαιολογίες για να δώσουν ιδεολογικό άλλοθι στη συμμετοχή τους. Είναι γλυκό το πιοτό της τηλεοπτικής διασημότητας ειδικά αν τα χείλη του ποτηριού είναι πασπαλισμένα με αντιμίσθιο. Αν και έχω την υποψία ότι κάποιοι θα το έκαναν και τζάμπα.
Κατά τα άλλα, παρακολουθώντας το «The Voice» και το «Junior Music Star» που έχουν ήδη αρχίσει, είναι σαν να βλέπεις τις κοινωνικές μας παθογένειες λουσμένες στα φώτα του τηλεοπτικού πάλκου. Ματαιοδοξίες, δηθενιές, ψευτομαγκιές, κενά γνώσεων και οι ακατάλληλοι άνθρωποι στις ακατάλληλες θέσεις. Ο Ρουβάς στα 45 του να παριστάνει τον Τζέιμς Ντιν και να αξιολογεί φωνές όταν, υποθέτω, είναι εδώ και 25 χρόνια πάρα πολύ ευχαριστημένος από την δική του.
Ο Μουζουράκης, ως το αντισυστημικό άλλοθι του τηλεοπτικού συστήματος, ντυμένος τροβαδούρος σε μπαλ μασκέ, να περιφέρει την αγένεια ως άνεση: «Δεν ξέρω» είπε «το τάδε τραγούδι του Ρέμου» που τραγούδησε υποψήφιος. (Να φανταστώ επειδή ο ίδιος κακοποιεί μόνο ξένα τραγούδια όπως το «Pandam, pandam» της Πιαφ;). Μόνο που επειδή θα έπρεπε να το ξέρει, εφόσον δέχτηκε αυτήν τη θέση, καλό θα ήταν να κρατήσει την ανεπάρκεια για τον εαυτό του.
Και η Παπαρίζου τα ίδια. Δεν ξέρει το «Δεν λες κουβέντα» επειδή μεγάλωσε στη Σουηδία. Κι εγώ εδώ μεγάλωσα αλλά τους ΑΒΒΑ τους ξέρω. Μήπως λίγο απαξιωτική για τη μουσική της χώρας που την έκανε πλούσια και διάσημη λέω εγώ; Και μετά, πώς αυτό το κορίτσι με τη μεγάλη (όντως) φωνή και την δυσανάλογα τοσοδούτσικη καριέρα θα κάνει την προπονήτρια καριέρας ενός νέου καλλιτέχνη; Ο Μαραβέγιας τι κάνει εκεί πέρα; Νομίζω πως ούτε ο ίδιος το ξέρει.
Δεν σας τα ‘πα. Ο Μύρωνας Στρατής, ο τραγουδοποιός της μίας επιτυχίας που είναι πιο γνωστός από τη σχέση του με τη Μαίρη Συνατσάκη παρά από τα τραγούδια του, δεν μετανάστευσε όπως νόμιζα αφού είχα χρόνια να ακούσω κάτι δικό του. Τον είδα στην κριτική επιτροπή του «Junior Music Star». Μαζί με την Ευγενία Μανωλίδου σε total recall, τον Βουρλιώτη ως ανάμνηση του αυτοδοξασμένου εαυτού του και τον Γιώργο Θεοφάνους σε ρόλο μουσικού ιεροφάντη. Τόσο πολύ μπούγιο για τόση λίγη ουσία… Και σε λίγο σκάνε μύτη και οι Βανδορέμοι...
Μια θλίψη και οι συμμετέχοντες ενήλικες. Κακά αγγλικά όταν τραγουδάνε, ακόμη χειρότερα ελληνικά όταν μιλάνε, μίμοι τραγουδιστών χωρίς καμία απολύτως προσωπική συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα, νότες που ξεφεύγουν ολούθε και μία αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Αφού αναρωτιέσαι, οι συγγενείς τους που τους αγαπάνε και αγωνιούν στα παρασκήνια, ένα «Πού πας ρε Καραμήτρο» πριν ξεκινήσουν από το σπίτι, πώς και δεν τους το είπαν; Και όλη αυτή η έκθεση, η αγωνία, το στραπατσάρισμα γιατί; Για μισή σεζόν –το πολύ πολύ– ως support σε κάποιο μαγαζί και ένα κάλεσμα στην εκπομπή του Κωστόπουλου να μιλήσουν για γκομενικά. Εδώ δεν μπορούν να τσουλήσουν την καριέρα τους οι κριτές τους, θα την ξεκινήσουν αυτοί;...
Στους junior συμμετέχοντες δεν θα αναφερθώ. Αλλά δεν μπορεί ένα παιδί να τραγουδά «τα ήσυχα βράδια / θα περνάει φωτισμένο / της ζωής μου το τρένο / που θα ‘σαι μέσα κι εσύ». Πόσο είναι το τρένο της ζωής ενός παιδιού δώδεκα ετών; Δεν καταλαβαίνει κανείς αυτό το φάουλ;
Η υπερβολή και το λάθος timing ήταν πάντα ανάμεσα στα ελαττώματά μας αλλά πόσο πια; Από τότε που ο Διονυσίου τραγουδούσε «Ο λαός τραγούδι θέλει» έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια.
H Likeίστρια
protagon.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω