Πώς επιδρά το κατοικίδιο στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού;
Το πιο πιθανό είναι πως όλοι οι γονείς έχουν ακούσει ή θα ακούσουν κάποια στιγμή από τα παιδιά τους να λένε ότι θα ήθελαν ένα ζωάκι στο σπίτι. Ποια όμως θα πρέπει να είναι η απάντηση; Οι γονείς μπαίνουν στη διαδικασία να διαπραγματευτούν, να συζητήσουν, να σκεφτούν αν είναι περισσότερα τα αρνητικά ή τα θετικά της συμβίωσης με ένα κατοικίδιο. Φυσικά, ένα κατοικίδιο πρέπει να θεωρηθεί από την αρχή ως, εν δυνάμει, μέλος της οικογένειας και πράγματι χρειάζεται να αποφασιστεί με σύνεση και υπευθυνότητα το αν μπορεί συνολικά η οικογένεια να αναλάβει τη φροντίδα του. Ωστόσο, μη βιαστείτε να απαντήσετε όχι στην ερώτηση των παιδιών σας. Το να αποκτήσετε ένα ζωάκι συντροφιάς μπορεί τελικά να έχει πολλά περισσότερα οφέλη από ό,τι είχατε σκεφτεί.
Από εξελικτική οπτική, η έρευνα αποδεικνύει τη μεγάλη επίδραση που έχει η σχέση κατοικιδίου και παιδιού στη γνωστική και κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, εστιάζοντας κυρίως στις αναπτυξιακές φάσεις της πρώιμης εφηβείας και εφηβείας. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που μπορούν να επικοινωνούν τα παιδιά με τα κατοικίδια τους μιλώντας, κατά τα άλλα, διαφορετική «γλώσσα». Η μη λεκτική επικοινωνία θα είναι για τα παιδιά το μέσο, η δίοδος επικοινωνίας με την οποία θα μπορέσουν να κατανοήσουν, να συναισθανθούν και να αγαπήσουν τους μικρούς τους φίλους. Η ικανότητα να μπορεί κάποιος να αποκωδικοποιεί σήματα μη λεκτικής επικοινωνίας δεν είναι ούτε δεδομένη, αλλά ούτε πάντοτε εύκολη. Μέσω της σχέσης με το κατοικίδιο, το παιδί θα μπορέσει να ανιχνεύει και να αντιλαμβάνεται αυτά τα μικρά σημάδια, που κρύβουν ανάγκες και συναισθήματα του «άλλου», όπως συμβαίνει και στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Από μικρή ηλικία τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα ζώα ως άλλα υποκείμενα και όχι αντικείμενα και σχετίζονται με αυτά αναγνωρίζοντας ότι έχουν τα δικά τους συναισθήματα, κίνητρα και αυτονομία. Αλληλεπιδρώντας με το κατοικίδιό τους, έχουν την ευκαιρία να εξελιχθούν και να ξεφύγουν από τον εγωκεντικό τρόπο σκέψης της νηπιακής ηλικίας, να δουν τα πράγματα από μια εντελώς διαφορετική, ως τότε, οπτική. Μέσω της επαφής με τα ζωάκια συντροφιάς, το παιδί μπορεί να μάθει και να εφαρμόσει στην πράξη ουσιώδεις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες, όπως η ανάληψη ρόλων, η επικοινωνία μέσω της γλώσσας του σώματος και της αντίληψης των σημάτων που υπάρχουν πίσω από τα λόγια. Με αυτό τον τρόπο το παιδί αρχίζει σιγά σιγά να κατακτά την ικανότητα να συναισθάνεται, αποκτά τη λεγόμενη ενσυναίσθηση (empathy).
Η βιβλιογραφία μας προσφέρει πάρα πολλά παραδείγματα μελετών, στις οποίες βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση της ικανότητας για ενσυναίσθηση, της συμπόνιας, της ικανότητας για συναισθηματική στήριξη και φροντίδα με το να έχει κανείς κατοικίδιο, λόγω του δεσμού που δημιουργείται μέσω αυτης της σχέσης. Η αναπτυσσόμενη ικανότητα του παιδιού να διαχωρίζει σταδιακά τον εαυτό του από τον «άλλον» και η επίγνωση ότι η συναισθηματική εμπειρία του «άλλου» είναι ανεξάρτητη από τη δική του δημιουργούν τα θεμέλια για υψηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης. Οι μελέτες δείχνουν πως η ενσυναίσθηση είναι ένα στοιχείο θεμελιώδες στην παιδική ανάπτυξη και στην προκοινωνική συμπεριφορά και ότι «θωρακίζει» το παιδί από το να αναπτύξει επιθετική συμπεριφορά στη ζωή του. Από έρευνες έχει φανεί ότι η κοινωνικότητα του παιδιού αυξάνεται, είναι περισσότερο κοινωνικά ενσωματωμένο, με διευρυμένα κοινωνικά δίκτυα και πιο δημοφιλές μεταξύ συνομηλίκων.
Τα κατοικίδια βιώνονται από τα παιδιά ως πραγματικοί φίλοι. Ένα μικρό παιδί συμβιώνοντας με ένα ζωάκι, νιώθει ασφάλεια, πλήρη αποδοχή, ότι δεν κρίνεται με κανέναν τρόπο. Ο μικρός του φίλος θα είναι πάντα εκεί να τον ακούσει στις δύσκολες στιγμές και να του προσφέρει συντροφιά και προστασία μπροστά στο φόβο (που τα παιδιά αισθάνονται εντονότερα). Μάλιστα, σε κρίσεις της οικογένειας όπως είναι ένα διαζύγιο, ή μια απώλεια αγαπημένου μέλους, έχει αποδειχθεί ότι η ύπαρξη ενός κατοικίδιου βοηθάει πολύ στην αποδοχή και αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο δεσμός που δημιουργεί το παιδί παραλληρίζεται με το δεσμό που δημιουργεί το παιδί με τους «σημαντικούς άλλους», χωρίς βέβαια να μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη σχέση. Αποτελεί αυτό που λέμε «ασφαλή βάση» για το παιδί, προσφέροντας μια αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Ένα κατοικίδιο και κυρίως ένας σκύλος, που από τη φύση του είναι ένα κοινωνικό όν, έχει την ικανότητα να προσφέρει αγάπη ανιδιοτελώς και απροσχημάτιστα, αλλά είναι και ένας προσεκτικός ακροατής για το παιδί. Η αφθονία στο θετικό συναίσθημα που δέχεται από το κατοικίδιό του, δίνει στο παιδί την αίσθηση ότι αξίζει, του χαρίζει αυτοπεποίθηση και ενδυναμώνει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, του δίνει την ευκαιρία να «ανοιχτεί» συναισθηματικά, αλλά και να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τα συναισθήματα του μικρού του φίλου. Αυτό συνιστά μια βιωματική και ευχάριστη εκμάθηση των συναισθημάτων αλλά την ίδια στιγμή και μια αβίαστη κατεύθυνση προς την υπευθυνότητα. Αναγνωρίζοντας τις ανάγκες που έχει το ζώο, το παιδί μαθαίνει ότι πρέπει να είναι συνεπές και υπεύθυνο. Μπαίνει, λοιπόν, το παιδί από νωρίς στη διαδικασία να αναλάβει ευθύνες και να νιώσει ικανό και υπεύθυνο κάνοντας κάτι που θα του δίνει χαρά, φροντίζοντας κάτι που αγαπά.
Όσον αφορά τη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, μέσα από την επαφή του με το ζωάκι, αρχίζει να εξερευνά και να απορεί σχετικά με την ανθρώπινή του φύση (π.χ γέννηση, αναπαραγωγή, θάνατος), καθώς εντοπίζει τις ομοιότητες που υπάρχουν. Η μάθηση, σύμφωνα με τον Vgotsky, ενισχύεται γιατί συμβαίνει σε ένα βιωματικό πλαίσιο και μάλιστα διαμέσου μιας σημαντικής για το παιδί σχέσης. Το παιχνίδι, επίσης, που είναι άφθονο μεταξύ παιδιού και κατοικίδιου, καλλιεργεί σε μεγάλο βαθμό την επινοητικότητα και δημιουργικότητα του παιδιού.
Κλείνοντας, ένα πολύ εντυπωσιακό και ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι παιδιά με κατοικίδιο φαίνεται να βιώνουν λιγότερο άγχος και στρες σε αγχωτικές εμπειρίες της ζωής, κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να αιτιολογήσει αναλογιζόμενος τα παραπάνω. Η υγεία και η ψυχική υγεία συνδέονται στενά, για αυτό και όσοι ασχολούνται με αυτές έχουν συχνά χρησιμοποιήσει κατοικίδια, κυρίως σκύλους, στην ανακουφιστική φροντίδα παιδιών που, είτε νοσηλεύονται είτε αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχολογικό/αναπτυξιακό θέμα. Η ονομαζόμενη «θεραπεία μέσω ζώων» (Pet Therapy) συνιστά πλέον μια μορφή θεραπείας που συμπεριλαμβάνει τα ζώα ως μέρος της ίδιας της θεραπείας και αποσκοπεί στη βελτίωση της κοινωνικής, γνωστικής και συναισθηματικής λειτουργικότητας του ατόμου.
Λιλιάννα Μαραγκού, Ψυχολόγος
Εθελόντρια στη Γραμμή 11525 και το Συμβουλευτικό Κέντρο Μαζί για το Παιδί
[post_ads]
Από εξελικτική οπτική, η έρευνα αποδεικνύει τη μεγάλη επίδραση που έχει η σχέση κατοικιδίου και παιδιού στη γνωστική και κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, εστιάζοντας κυρίως στις αναπτυξιακές φάσεις της πρώιμης εφηβείας και εφηβείας. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που μπορούν να επικοινωνούν τα παιδιά με τα κατοικίδια τους μιλώντας, κατά τα άλλα, διαφορετική «γλώσσα». Η μη λεκτική επικοινωνία θα είναι για τα παιδιά το μέσο, η δίοδος επικοινωνίας με την οποία θα μπορέσουν να κατανοήσουν, να συναισθανθούν και να αγαπήσουν τους μικρούς τους φίλους. Η ικανότητα να μπορεί κάποιος να αποκωδικοποιεί σήματα μη λεκτικής επικοινωνίας δεν είναι ούτε δεδομένη, αλλά ούτε πάντοτε εύκολη. Μέσω της σχέσης με το κατοικίδιο, το παιδί θα μπορέσει να ανιχνεύει και να αντιλαμβάνεται αυτά τα μικρά σημάδια, που κρύβουν ανάγκες και συναισθήματα του «άλλου», όπως συμβαίνει και στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Από μικρή ηλικία τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα ζώα ως άλλα υποκείμενα και όχι αντικείμενα και σχετίζονται με αυτά αναγνωρίζοντας ότι έχουν τα δικά τους συναισθήματα, κίνητρα και αυτονομία. Αλληλεπιδρώντας με το κατοικίδιό τους, έχουν την ευκαιρία να εξελιχθούν και να ξεφύγουν από τον εγωκεντικό τρόπο σκέψης της νηπιακής ηλικίας, να δουν τα πράγματα από μια εντελώς διαφορετική, ως τότε, οπτική. Μέσω της επαφής με τα ζωάκια συντροφιάς, το παιδί μπορεί να μάθει και να εφαρμόσει στην πράξη ουσιώδεις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες, όπως η ανάληψη ρόλων, η επικοινωνία μέσω της γλώσσας του σώματος και της αντίληψης των σημάτων που υπάρχουν πίσω από τα λόγια. Με αυτό τον τρόπο το παιδί αρχίζει σιγά σιγά να κατακτά την ικανότητα να συναισθάνεται, αποκτά τη λεγόμενη ενσυναίσθηση (empathy).
Η βιβλιογραφία μας προσφέρει πάρα πολλά παραδείγματα μελετών, στις οποίες βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση της ικανότητας για ενσυναίσθηση, της συμπόνιας, της ικανότητας για συναισθηματική στήριξη και φροντίδα με το να έχει κανείς κατοικίδιο, λόγω του δεσμού που δημιουργείται μέσω αυτης της σχέσης. Η αναπτυσσόμενη ικανότητα του παιδιού να διαχωρίζει σταδιακά τον εαυτό του από τον «άλλον» και η επίγνωση ότι η συναισθηματική εμπειρία του «άλλου» είναι ανεξάρτητη από τη δική του δημιουργούν τα θεμέλια για υψηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης. Οι μελέτες δείχνουν πως η ενσυναίσθηση είναι ένα στοιχείο θεμελιώδες στην παιδική ανάπτυξη και στην προκοινωνική συμπεριφορά και ότι «θωρακίζει» το παιδί από το να αναπτύξει επιθετική συμπεριφορά στη ζωή του. Από έρευνες έχει φανεί ότι η κοινωνικότητα του παιδιού αυξάνεται, είναι περισσότερο κοινωνικά ενσωματωμένο, με διευρυμένα κοινωνικά δίκτυα και πιο δημοφιλές μεταξύ συνομηλίκων.
Τα κατοικίδια βιώνονται από τα παιδιά ως πραγματικοί φίλοι. Ένα μικρό παιδί συμβιώνοντας με ένα ζωάκι, νιώθει ασφάλεια, πλήρη αποδοχή, ότι δεν κρίνεται με κανέναν τρόπο. Ο μικρός του φίλος θα είναι πάντα εκεί να τον ακούσει στις δύσκολες στιγμές και να του προσφέρει συντροφιά και προστασία μπροστά στο φόβο (που τα παιδιά αισθάνονται εντονότερα). Μάλιστα, σε κρίσεις της οικογένειας όπως είναι ένα διαζύγιο, ή μια απώλεια αγαπημένου μέλους, έχει αποδειχθεί ότι η ύπαρξη ενός κατοικίδιου βοηθάει πολύ στην αποδοχή και αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο δεσμός που δημιουργεί το παιδί παραλληρίζεται με το δεσμό που δημιουργεί το παιδί με τους «σημαντικούς άλλους», χωρίς βέβαια να μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη σχέση. Αποτελεί αυτό που λέμε «ασφαλή βάση» για το παιδί, προσφέροντας μια αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης.
Ένα κατοικίδιο και κυρίως ένας σκύλος, που από τη φύση του είναι ένα κοινωνικό όν, έχει την ικανότητα να προσφέρει αγάπη ανιδιοτελώς και απροσχημάτιστα, αλλά είναι και ένας προσεκτικός ακροατής για το παιδί. Η αφθονία στο θετικό συναίσθημα που δέχεται από το κατοικίδιό του, δίνει στο παιδί την αίσθηση ότι αξίζει, του χαρίζει αυτοπεποίθηση και ενδυναμώνει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, του δίνει την ευκαιρία να «ανοιχτεί» συναισθηματικά, αλλά και να αφουγκραστεί τις ανάγκες και τα συναισθήματα του μικρού του φίλου. Αυτό συνιστά μια βιωματική και ευχάριστη εκμάθηση των συναισθημάτων αλλά την ίδια στιγμή και μια αβίαστη κατεύθυνση προς την υπευθυνότητα. Αναγνωρίζοντας τις ανάγκες που έχει το ζώο, το παιδί μαθαίνει ότι πρέπει να είναι συνεπές και υπεύθυνο. Μπαίνει, λοιπόν, το παιδί από νωρίς στη διαδικασία να αναλάβει ευθύνες και να νιώσει ικανό και υπεύθυνο κάνοντας κάτι που θα του δίνει χαρά, φροντίζοντας κάτι που αγαπά.
Όσον αφορά τη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, μέσα από την επαφή του με το ζωάκι, αρχίζει να εξερευνά και να απορεί σχετικά με την ανθρώπινή του φύση (π.χ γέννηση, αναπαραγωγή, θάνατος), καθώς εντοπίζει τις ομοιότητες που υπάρχουν. Η μάθηση, σύμφωνα με τον Vgotsky, ενισχύεται γιατί συμβαίνει σε ένα βιωματικό πλαίσιο και μάλιστα διαμέσου μιας σημαντικής για το παιδί σχέσης. Το παιχνίδι, επίσης, που είναι άφθονο μεταξύ παιδιού και κατοικίδιου, καλλιεργεί σε μεγάλο βαθμό την επινοητικότητα και δημιουργικότητα του παιδιού.
Κλείνοντας, ένα πολύ εντυπωσιακό και ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι παιδιά με κατοικίδιο φαίνεται να βιώνουν λιγότερο άγχος και στρες σε αγχωτικές εμπειρίες της ζωής, κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να αιτιολογήσει αναλογιζόμενος τα παραπάνω. Η υγεία και η ψυχική υγεία συνδέονται στενά, για αυτό και όσοι ασχολούνται με αυτές έχουν συχνά χρησιμοποιήσει κατοικίδια, κυρίως σκύλους, στην ανακουφιστική φροντίδα παιδιών που, είτε νοσηλεύονται είτε αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχολογικό/αναπτυξιακό θέμα. Η ονομαζόμενη «θεραπεία μέσω ζώων» (Pet Therapy) συνιστά πλέον μια μορφή θεραπείας που συμπεριλαμβάνει τα ζώα ως μέρος της ίδιας της θεραπείας και αποσκοπεί στη βελτίωση της κοινωνικής, γνωστικής και συναισθηματικής λειτουργικότητας του ατόμου.
Λιλιάννα Μαραγκού, Ψυχολόγος
Εθελόντρια στη Γραμμή 11525 και το Συμβουλευτικό Κέντρο Μαζί για το Παιδί
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω