Η υποκρισία στο θέμα της νηστείας εισέρχεται όταν συντελείται αποχή από τις τροφές που ορίζει η εκκλησία κατά την περίοδο της νηστείας και ταυτόχρονα σημειώνεται μία αδιάλλακτη σκληρή στάση, μία στάση κατάκρισης του άλλου. Είναι αυτό που λέει ο λαός, ότι δηλαδή δεν τρως λάδι αλλά του άλλου του βγάζεις το λάδι.
του Ηρακλή Φίλιου
Η νηστεία δεν είναι ένα ζήτημα που πρέπει να «πουλήσει» και να διαφημιστεί. Είναι ένα ζήτημα προσωπικό. Ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει αναλόγως. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν «πρέπει», όπως δεν υπάρχουν και έτοιμες συνταγές αγιότητας. Ως εκ τούτου, είναι αδόκιμο να ακούγεται η φράση «πρέπει να νηστέψεις». Εξάλλου, οι Πατέρες τοποθετούν, κι αυτό είναι διάχυτο με «σκανδαλιστικό» θα έλεγα πολλές φορές τρόπο, πολύ ψηλά το θέμα της ελευθερίας με την οποία προίκισε ο Θεός τον άνθρωπο.
Έχω την αίσθηση, πως κάθε προσωπική έκφραση στη ζωή της εκκλησίας, εν τέλει στην ίδια την πνευματική ζωή, τείνει προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν έχει τη δυνατότητα ως βίωμα να αποτελέσει αποκλειστικά ένα προσωπικό βίωμα του εαυτού χωρίς να γίνει γνωστό στους πιστούς, αφετέρου δε έχει τη δυνατότητα αυτό το βίωμα να επεκταθεί έξω από τον εαυτό του ανθρώπου και να δημοσιοποιηθεί. Όχι βέβαια ότι απασχολεί την κοινότητα των προσώπων στην εκκλησία. Απεναντίας, τις περισσότερες φορές μία τέτοια στάση δημιουργεί αρνητική διάθεση στους πιστούς.
Θα αναρωτηθεί όμως κάποιος, με εύλογο τρόπο, ποια είναι η υποκρισία των ημερών στο θέμα της νηστείας; Οφείλω εν πρώτοις να σημειώσω, πως η νηστεία ως έκφραση προσωπική, ως προσωπική ανάγκη κάθαρσης του ανθρώπου από τα ψυχοφθόρα πάθη, επ' ουδενί δεν αποτελεί εκδήλωση υποκρισίας. Η υποκρισία όμως, στο θέμα της νηστείας εισέρχεται όταν συντελείται αποχή από τις τροφές που ορίζει η εκκλησία κατά την περίοδο της νηστείας και ταυτόχρονα σημειώνεται μία αδιάλλακτη σκληρή στάση, μία στάση κατάκρισης του άλλου. Είναι αυτό που λέει ο λαός, ότι δηλαδή δεν τρως λάδι αλλά του άλλου του βγάζεις το λάδι.
Μαρτυρούν προς τούτο οι λόγοι των Πατέρων της εκκλησίας. Επί τούτου, καταπέλτης είναι ο λόγος του Γρηγορίου Νύσσης. Σε μία ομιλία του (Περί ευποιΐας), ο Νύσσης κάνει λόγο για «ασώματη νηστεία» και «άυλη εγκράτεια», που είναι η αποχή των κακών από την ψυχή. Και συνεχίζει τον δυναμικό του λόγο, καταθέτοντας τα εξής: «Νηστεύετε λοιπόν από την κακία∙ εγκρατεύεστε από τις επιθυμίες των άλλων∙ απέχετε από άδικο κέρδος∙ λιμοκτονήσετε τη φιλαργυρία του μαμωνά∙ κανένα κειμήλιο να μην υπάρχει στο σπίτι που να προέρχεται δια της βίας και της αρπαγής. Ποιο είναι το όφελος εάν δεν τρως με το στόμα σου κρέας και δαγκώνεις με κακία τον αδελφό, ή ποιο κέρδος αν δεν φας τα δικά σου και πάρεις με άδικο τρόπο εκείνα που ανήκουν στον φτωχό;». Και θέλοντας να δείξει ο Νύσσης, πόσο χρήσιμο είναι η νηστεία από την κακία και πως δεν αρκεί η νηστεία από τις τροφές, στη συνέχεια των λόγων του σημειώνει πως και ο Ιούδας νήστεψε αλλά ήταν φιλάργυρος και πως ακόμη και ο διάβολος δεν τρώει (γιατί είναι πνεύμα ασώματο) αλλά εξ’ αιτίας της κακίας έπεσε από το ύψος.
Βέβαια, ο Νύσσης δεν είναι ο μόνος που στηλιτεύει την κακία και αναδεικνύει την αληθινή νηστεία. Ο Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος στη νηστεία, χρησιμοποιεί τη φράση «στεναχώρια της φύσης» (της ανθρώπινης), αφού με δική του βούληση ο άνθρωπος εισέρχεται στη νηστεία και απέχει από τροφές «για να καθαρισθεί από τις κακίες της». Βλέπουμε λοιπόν, πως οι Πατέρες πάντοτε πιστοί στην αλήθεια του ευαγγελίου και ορθοτομώντας τον λόγο της αλήθειας, εστιάζουν στην κάθαρση της ανθρώπινης φύσης από την κακία, κάτι το οποίο θέτουν ως σκοπό, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή πως η αποχή από τις τροφές που ορίζει η εκκλησία δεν είναι ο σκοπός της νηστείας αλλά το μέσο, το εφόδιο για να επιτευχθεί ο σκοπός. Συνηγορεί προς μία τέτοια πραγματικότητα και ο λόγος του Εφραίμ Σύρου, ο οποίος στα «Ασκητικά», γράφει για τη μεγάλη αρετή της εγκράτειας: «Είναι λοιπόν η εγκράτεια επί γλώσσας, το να μην εκφράζει κάποιος λόγους περιττούς και μάταιους, το να κρατά τη γλώσσα και να μην λοιδορεί, να μην καταριέται, να μην αργολογεί τα απρεπή, να κρατά τη γλώσσα και να μην διαβάλλει τον ένα στον άλλον, να μην κατηγορεί τον αδελφό, να μην αποκαλύπτει τα απόκρυφα, να μην μελετά τα ξένα».
Ο λόγος του Χριστού είναι ξεκάθαρος κι έχει οντολογική σημασία για τη ζωή του ανθρώπου. Έχει θα έλεγα αυτή την τάση να σε αιχμαλωτίζει μεταμορφωτικά. Πόσο οξύμωρο βέβαια δείχνει αυτό το σχήμα! Πράγματι, είναι κάτι ανάλογο με το «δούλος Θεού». Ο Χριστός έχει πει λοιπόν, έναν λόγο ο οποίος είμαι σίγουρος πως βρίσκει σύμφωνους, πρώτα τους ανθρώπους οι οποίοι δεν εκκλησιάζονται, δεν θρησκεύουν, είναι άθεοι, αναρχικοί, αδιάφοροι, και στους οποίους γνέφω καταφατικά, καθώς ο λόγος αυτός είναι η ουσία των πραγμάτων: «Όταν νηστεύετε, μη γίνεστε σκυθρωποί όπως οι υποκριτές, οι οποίοι παραμορφώνουν τα πρόσωπα τους, για να τους δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύουν. Αλήθεια σας λέω, ότι έχουν λάβει την ανταμοιβή τους. Συ όμως όταν νηστεύεις, άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπο σου, για να μην δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύεις αλλά μόνον ο Πατέρας σου, που είναι εκεί παρών κρυφά, και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά» (Ματθ. 6, 16-18).
Στο σημείο αυτό σημειώνω κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ακούγεται συχνά πως η νηστεία ξεριζώνει τα πάθη. Τα πατερικά γράμματα δεν μιλάνε για ξερίζωμα και καταστροφή των παθών. Το να θες να καταστρέψεις ένα πάθος είναι σαν να θες να καταστρέψεις την ίδια σου τη φύση, καθώς για τους Πατέρες τα πάθη είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής (Αριστοτέλης, Ιωάννης Δαμασκηνός). Τα πάθη δεν είναι αρνητικά. Επιτέλους κάποτε πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια των πραγμάτων και να μην τρομοκρατείται ο κόσμος με διαστρεβλώσεις των πατερικών ρημάτων, ακούγοντας συνεχώς για τη μανία της παθοκτονίας. Για τον Νύσσης, επί παραδείγματι, τα πάθη δεν είναι κάτι κακό, αλλά εξαρτάται «τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ κακίας ὄργανα τά τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται».
Κάποτε ο Νίτσε μίλησε για τον θάνατο του Θεού. Τα λόγια του αυτά παρεξηγήθηκαν και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τελικά, έχω ισχυρή την πίστη, πως ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε επαληθεύεται στο σημείο αυτό, καθώς θεοκτονία συναντάται όταν ο Θεός γίνεται ιδέα. Κι αυτό τονίζει με τους λόγους του ο Νίτσε στην «Χαρούμενη Γνώση». Όταν η νηστεία επικεντρώνεται στην αποχή των τροφών και την ίδια στιγμή η καταδίκη και η κατάκριση του άλλου γίνεται προς αυτοδικαίωση μου, αυτό δεν είναι θεοκτονία, αφού η σχέση μου με τον άλλον περνάει μέσα από τη σχέση μου με τον Θεό και το αντίστροφο; Θεοκτονία δεν είναι να κρατάς στο ένα χέρι τον σταυρό και με το στόμα σου να χύνεις το δηλητήριο της κακότητας, της εμπάθειας, της ζήλειας προς τον άλλον;
Η υποκρισία αποτελεί τη μεγαλύτερη ασθένεια, που με τα κύτταρα της προσβάλλει πολύ εύκολα τον οργανισμό της ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Αλλοιώνει τη φύση του ανθρώπου, προσβάλλοντας το πρόσωπο και τη δυνατότητα του να μοιάσει χαρισματικά στον Θεό. Δεν δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει καθαρά τα πράγματα μέσα από την οντολογική τους αλήθεια και την εμβάθυνση στη γνησιότητα των γεγονότων, αλλά κινεί τη σκέψη και την προαίρεση προς μία κατεύθυνση που αποδομεί το πρόσωπο και το καθιστά προσωπείο. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου εαυτού λειτουργεί αντιστροφικά προς τους άλλους. Άλλο είμαι και άλλο δείχνω. Νηστεύω, απέχω από τις τροφές, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο αρνούμαι για παράδειγμα ένα αρτύσιμο γλυκό που μου προσφέρουν, ομολογώντας δημοσίως πως νηστεύω, ενώ την ίδια στιγμή με δική μου θέληση πραγματοποιώ ένα ειδεχθές έγκλημα. Έτσι, αφενός μεν πιστεύω, κι αυτό είναι τελείως τραγικό, πως η νηστεία μου είναι μόνο η τροφή, αφετέρου δε εξομολογούμαι δημοσίως πως νηστεύω, κάτι το οποίο αποτελεί αυστηρώς, απολύτως, προσωπική στιγμή ασκητικής.
Στην ορθόδοξη θεολογία δεν μιλάμε για έναν απόλυτο περιορισμό της νηστείας στην αποχή των τροφών, ούτε στην υποτίμηση και εξαθλίωση του σώματος, αλλά για την πλέον απελευθερωτική οντολογική μεταποίηση της υπαρξιακής ολότητας και τον εγκεντρισμό της στον Χριστό. Αυτό φυσικά, δεν αποτελεί ουτοπία, ούτε μία ιδεολογική, πόσο δε μάλλον φιλοσοφική τοποθέτηση μου απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού, καθώς ο εγκεντρισμός αυτός πραγματώνεται με ευχαριστιακό τρόπο. Κι εδώ είναι η αλήθεια των πραγμάτων, εδώ όπου ο άνθρωπος αναγεννιέται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και λαμβάνοντας Σώμα και Αίμα Χριστού φέρει στο «συναμφότερον» του τον Χριστό.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
[post_ads]
Η νηστεία δεν είναι ένα ζήτημα που πρέπει να «πουλήσει» και να διαφημιστεί. Είναι ένα ζήτημα προσωπικό. Ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει αναλόγως. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν «πρέπει», όπως δεν υπάρχουν και έτοιμες συνταγές αγιότητας. Ως εκ τούτου, είναι αδόκιμο να ακούγεται η φράση «πρέπει να νηστέψεις». Εξάλλου, οι Πατέρες τοποθετούν, κι αυτό είναι διάχυτο με «σκανδαλιστικό» θα έλεγα πολλές φορές τρόπο, πολύ ψηλά το θέμα της ελευθερίας με την οποία προίκισε ο Θεός τον άνθρωπο.
Έχω την αίσθηση, πως κάθε προσωπική έκφραση στη ζωή της εκκλησίας, εν τέλει στην ίδια την πνευματική ζωή, τείνει προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός μεν έχει τη δυνατότητα ως βίωμα να αποτελέσει αποκλειστικά ένα προσωπικό βίωμα του εαυτού χωρίς να γίνει γνωστό στους πιστούς, αφετέρου δε έχει τη δυνατότητα αυτό το βίωμα να επεκταθεί έξω από τον εαυτό του ανθρώπου και να δημοσιοποιηθεί. Όχι βέβαια ότι απασχολεί την κοινότητα των προσώπων στην εκκλησία. Απεναντίας, τις περισσότερες φορές μία τέτοια στάση δημιουργεί αρνητική διάθεση στους πιστούς.
Θα αναρωτηθεί όμως κάποιος, με εύλογο τρόπο, ποια είναι η υποκρισία των ημερών στο θέμα της νηστείας; Οφείλω εν πρώτοις να σημειώσω, πως η νηστεία ως έκφραση προσωπική, ως προσωπική ανάγκη κάθαρσης του ανθρώπου από τα ψυχοφθόρα πάθη, επ' ουδενί δεν αποτελεί εκδήλωση υποκρισίας. Η υποκρισία όμως, στο θέμα της νηστείας εισέρχεται όταν συντελείται αποχή από τις τροφές που ορίζει η εκκλησία κατά την περίοδο της νηστείας και ταυτόχρονα σημειώνεται μία αδιάλλακτη σκληρή στάση, μία στάση κατάκρισης του άλλου. Είναι αυτό που λέει ο λαός, ότι δηλαδή δεν τρως λάδι αλλά του άλλου του βγάζεις το λάδι.
Μαρτυρούν προς τούτο οι λόγοι των Πατέρων της εκκλησίας. Επί τούτου, καταπέλτης είναι ο λόγος του Γρηγορίου Νύσσης. Σε μία ομιλία του (Περί ευποιΐας), ο Νύσσης κάνει λόγο για «ασώματη νηστεία» και «άυλη εγκράτεια», που είναι η αποχή των κακών από την ψυχή. Και συνεχίζει τον δυναμικό του λόγο, καταθέτοντας τα εξής: «Νηστεύετε λοιπόν από την κακία∙ εγκρατεύεστε από τις επιθυμίες των άλλων∙ απέχετε από άδικο κέρδος∙ λιμοκτονήσετε τη φιλαργυρία του μαμωνά∙ κανένα κειμήλιο να μην υπάρχει στο σπίτι που να προέρχεται δια της βίας και της αρπαγής. Ποιο είναι το όφελος εάν δεν τρως με το στόμα σου κρέας και δαγκώνεις με κακία τον αδελφό, ή ποιο κέρδος αν δεν φας τα δικά σου και πάρεις με άδικο τρόπο εκείνα που ανήκουν στον φτωχό;». Και θέλοντας να δείξει ο Νύσσης, πόσο χρήσιμο είναι η νηστεία από την κακία και πως δεν αρκεί η νηστεία από τις τροφές, στη συνέχεια των λόγων του σημειώνει πως και ο Ιούδας νήστεψε αλλά ήταν φιλάργυρος και πως ακόμη και ο διάβολος δεν τρώει (γιατί είναι πνεύμα ασώματο) αλλά εξ’ αιτίας της κακίας έπεσε από το ύψος.
Βέβαια, ο Νύσσης δεν είναι ο μόνος που στηλιτεύει την κακία και αναδεικνύει την αληθινή νηστεία. Ο Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος στη νηστεία, χρησιμοποιεί τη φράση «στεναχώρια της φύσης» (της ανθρώπινης), αφού με δική του βούληση ο άνθρωπος εισέρχεται στη νηστεία και απέχει από τροφές «για να καθαρισθεί από τις κακίες της». Βλέπουμε λοιπόν, πως οι Πατέρες πάντοτε πιστοί στην αλήθεια του ευαγγελίου και ορθοτομώντας τον λόγο της αλήθειας, εστιάζουν στην κάθαρση της ανθρώπινης φύσης από την κακία, κάτι το οποίο θέτουν ως σκοπό, επισημαίνοντας την ίδια στιγμή πως η αποχή από τις τροφές που ορίζει η εκκλησία δεν είναι ο σκοπός της νηστείας αλλά το μέσο, το εφόδιο για να επιτευχθεί ο σκοπός. Συνηγορεί προς μία τέτοια πραγματικότητα και ο λόγος του Εφραίμ Σύρου, ο οποίος στα «Ασκητικά», γράφει για τη μεγάλη αρετή της εγκράτειας: «Είναι λοιπόν η εγκράτεια επί γλώσσας, το να μην εκφράζει κάποιος λόγους περιττούς και μάταιους, το να κρατά τη γλώσσα και να μην λοιδορεί, να μην καταριέται, να μην αργολογεί τα απρεπή, να κρατά τη γλώσσα και να μην διαβάλλει τον ένα στον άλλον, να μην κατηγορεί τον αδελφό, να μην αποκαλύπτει τα απόκρυφα, να μην μελετά τα ξένα».
Ο λόγος του Χριστού είναι ξεκάθαρος κι έχει οντολογική σημασία για τη ζωή του ανθρώπου. Έχει θα έλεγα αυτή την τάση να σε αιχμαλωτίζει μεταμορφωτικά. Πόσο οξύμωρο βέβαια δείχνει αυτό το σχήμα! Πράγματι, είναι κάτι ανάλογο με το «δούλος Θεού». Ο Χριστός έχει πει λοιπόν, έναν λόγο ο οποίος είμαι σίγουρος πως βρίσκει σύμφωνους, πρώτα τους ανθρώπους οι οποίοι δεν εκκλησιάζονται, δεν θρησκεύουν, είναι άθεοι, αναρχικοί, αδιάφοροι, και στους οποίους γνέφω καταφατικά, καθώς ο λόγος αυτός είναι η ουσία των πραγμάτων: «Όταν νηστεύετε, μη γίνεστε σκυθρωποί όπως οι υποκριτές, οι οποίοι παραμορφώνουν τα πρόσωπα τους, για να τους δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύουν. Αλήθεια σας λέω, ότι έχουν λάβει την ανταμοιβή τους. Συ όμως όταν νηστεύεις, άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπο σου, για να μην δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύεις αλλά μόνον ο Πατέρας σου, που είναι εκεί παρών κρυφά, και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά» (Ματθ. 6, 16-18).
Στο σημείο αυτό σημειώνω κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ακούγεται συχνά πως η νηστεία ξεριζώνει τα πάθη. Τα πατερικά γράμματα δεν μιλάνε για ξερίζωμα και καταστροφή των παθών. Το να θες να καταστρέψεις ένα πάθος είναι σαν να θες να καταστρέψεις την ίδια σου τη φύση, καθώς για τους Πατέρες τα πάθη είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής (Αριστοτέλης, Ιωάννης Δαμασκηνός). Τα πάθη δεν είναι αρνητικά. Επιτέλους κάποτε πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια των πραγμάτων και να μην τρομοκρατείται ο κόσμος με διαστρεβλώσεις των πατερικών ρημάτων, ακούγοντας συνεχώς για τη μανία της παθοκτονίας. Για τον Νύσσης, επί παραδείγματι, τα πάθη δεν είναι κάτι κακό, αλλά εξαρτάται «τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ κακίας ὄργανα τά τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται».
Κάποτε ο Νίτσε μίλησε για τον θάνατο του Θεού. Τα λόγια του αυτά παρεξηγήθηκαν και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τελικά, έχω ισχυρή την πίστη, πως ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε επαληθεύεται στο σημείο αυτό, καθώς θεοκτονία συναντάται όταν ο Θεός γίνεται ιδέα. Κι αυτό τονίζει με τους λόγους του ο Νίτσε στην «Χαρούμενη Γνώση». Όταν η νηστεία επικεντρώνεται στην αποχή των τροφών και την ίδια στιγμή η καταδίκη και η κατάκριση του άλλου γίνεται προς αυτοδικαίωση μου, αυτό δεν είναι θεοκτονία, αφού η σχέση μου με τον άλλον περνάει μέσα από τη σχέση μου με τον Θεό και το αντίστροφο; Θεοκτονία δεν είναι να κρατάς στο ένα χέρι τον σταυρό και με το στόμα σου να χύνεις το δηλητήριο της κακότητας, της εμπάθειας, της ζήλειας προς τον άλλον;
Η υποκρισία αποτελεί τη μεγαλύτερη ασθένεια, που με τα κύτταρα της προσβάλλει πολύ εύκολα τον οργανισμό της ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Αλλοιώνει τη φύση του ανθρώπου, προσβάλλοντας το πρόσωπο και τη δυνατότητα του να μοιάσει χαρισματικά στον Θεό. Δεν δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει καθαρά τα πράγματα μέσα από την οντολογική τους αλήθεια και την εμβάθυνση στη γνησιότητα των γεγονότων, αλλά κινεί τη σκέψη και την προαίρεση προς μία κατεύθυνση που αποδομεί το πρόσωπο και το καθιστά προσωπείο. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου εαυτού λειτουργεί αντιστροφικά προς τους άλλους. Άλλο είμαι και άλλο δείχνω. Νηστεύω, απέχω από τις τροφές, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο αρνούμαι για παράδειγμα ένα αρτύσιμο γλυκό που μου προσφέρουν, ομολογώντας δημοσίως πως νηστεύω, ενώ την ίδια στιγμή με δική μου θέληση πραγματοποιώ ένα ειδεχθές έγκλημα. Έτσι, αφενός μεν πιστεύω, κι αυτό είναι τελείως τραγικό, πως η νηστεία μου είναι μόνο η τροφή, αφετέρου δε εξομολογούμαι δημοσίως πως νηστεύω, κάτι το οποίο αποτελεί αυστηρώς, απολύτως, προσωπική στιγμή ασκητικής.
Στην ορθόδοξη θεολογία δεν μιλάμε για έναν απόλυτο περιορισμό της νηστείας στην αποχή των τροφών, ούτε στην υποτίμηση και εξαθλίωση του σώματος, αλλά για την πλέον απελευθερωτική οντολογική μεταποίηση της υπαρξιακής ολότητας και τον εγκεντρισμό της στον Χριστό. Αυτό φυσικά, δεν αποτελεί ουτοπία, ούτε μία ιδεολογική, πόσο δε μάλλον φιλοσοφική τοποθέτηση μου απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού, καθώς ο εγκεντρισμός αυτός πραγματώνεται με ευχαριστιακό τρόπο. Κι εδώ είναι η αλήθεια των πραγμάτων, εδώ όπου ο άνθρωπος αναγεννιέται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και λαμβάνοντας Σώμα και Αίμα Χριστού φέρει στο «συναμφότερον» του τον Χριστό.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω