Ένα αφιέρωμα στους προγόνους μας τους Έλληνες της Ανατολίας - Πόντιους, Θρακιώτες, Μικρασιάτες - που τους υποχρέωσαν βιαίως να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες, με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο του 20ου αιώνα, όπως έχει χαρακτηριστεί.
της Ουρανίας Πανταζίδου
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια παραθαλάσσια πολιτεία του βορρά ζούσε ένας παππούς... Ήταν όμορφος άντρας με ένα μεγάλο και παχύ μουστάκι. Συνήθιζε να λέει για το μουστάκι του «Εις τους αγγέλους ο Θεός έδωκε τα φτερά, στις γυναίκες τα μαλλιά και στους άνδρες το μουστάκι»...
Τα βράδια μπροστά στο τζάκι, δεν μπορούσε ν΄ αντισταθεί στις παρακλήσεις των δύο εγγονών του... «παππού, παππού, πες μας εκείνο το παραμύθι, για την άλλη πατρίδα»...
Ο παππούς ούτε αυτή τη φορά τους χάλασε το χατίρι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, σαν κάτι να περίμενε και άρχισε το παραμύθι:
«…Είχαμε, που λέτε, μια μεγάλη και πλούσια πολιτεία. Τα μεταλλεία της περιοχής έδιναν δουλειά στους κατοίκους όχι μόνο της δικής μας πολιτείας αλλά και των γύρω περιοχών. Αργυρούπολη το όνομά της ή Γκιουμούσχανε όπως την έλεγαν οι Οθωμανοί γείτονές μας, δηλαδή αργυρότοπος. Ζούσαμε καλά αντάμα. Όμως κάποτε ξέσπασε μεγάλος πόλεμος. Εμείς βρεθήκαμε να πολεμάμε στο πλευρό ισχυρών φίλων. Όμως όταν οι μέχρι τότε γείτονές μας βάλθηκαν να αφανίσουν τεμέτερον το μιλέτ και άρχισαν τις σφαγές οι σύμμαχοί μας μας εγκατέλειψαν, βορά στις ορέξεις τους. Και ήρθε κάποτε η στιγμή που αυτοί που κυβερνούσαν τον τότε κόσμο αποφάσισαν για εμάς. Ανάγκασαν τους πρωθυπουργούς μας να υπογράψουν μία συνθήκη η οποία προέβλεπε και τον καθορισμό των συνόρων μας».
«Είχε και όνομα εκείνη η συνθήκη. Τη λέγανε Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να γίνει ανταλλαγή των ανθρώπων. Εμείς δηλαδή, που ζούσαμε στα άγια χώματα της Θράκης, του Εύξεινου Πόντου, της Μικράς Ασίας γενικότερα, θα έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάρουμε το δρόμο της εξορίας για να έρθουμε στην Ελλάδα. Και από την Ελλάδα, το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν όσοι ήταν Τούρκοι, θα έπρεπε να πάνε στην Τουρκία. Έτσι αναγκαστήκαμε, χιλιάδες χριστιανοί να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας.
Μαζέψαμε όσα πράγματα μπορούσαμε και περίλυποι κλείσαμε τα σπίτια μας και προσκυνήσαμε για τελευταία φορά τις εκκλησίες και τους τάφους των γονιών μας. Τα δάκρυα θόλωναν τα μάτια μας από την κραυγή που έβγαινε από τους τάφους των προγόνων μας: “Που φεύγετε; Που πάτε;”. Μέσα στα πράγματά μας βάλαμε και τα ιερά μας κειμήλια. Εγώ πήρα μαζί και τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, χρυσόβουλα αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και χειρόγραφα βιβλιοθηκών τα οποία με μύριους κόπους και θυσίες κατάφερα να διασώσω. Θέλαμε να τα έχουμε μαζί μας για να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη της πατρίδας, που τόσο βίαια και άδικα εγκαταλείπαμε. Ρίξαμε μια τελευταία ματιά στα βουνά τα οποία έμοιαζαν να έκλαιγαν κι αυτά για τον αποχωρισμό μας... Ήταν πολύ βαρύς ο αποχωρισμός της πατρίδας. Στο λιμάνι μας περίμεναν τα ελληνικά ατμόπλοια "Θρασύβουλος" και "Καβάλα". Περίμεναν να μας πάρουν για την Ελλάδα. Πάνω από 4.000 ψυχές είχαν στοιβαχτεί στα πλοία. Έσκυψα και φίλησα για τελευταία φορά την αγαπημένη γη του Πόντου με δάκρυα στα μάτια και αναφώνησα “Χαίρε Αθάνατε Πόντε”... Το πλοίο σήκωσε την άγκυρα και σε λίγο αφήσαμε πίσω μας τον μαυροντυμένο Πόντο».
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του παππού, καθώς άρχισε να σιγοτραγουδά...
“Την πατρίδαμ έχασα,
έκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι αροθυμώ,
κι ανασπάλω κι επορώ...
Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα,
επέμναν ακρόνυχτα...”
Ο μικρός Γιωργάκης του δίνει ένα μαντήλι. Ο παππούς σκουπίζει τα δάκρυά του, χαϊδεύει τον εγγονό του και συνεχίζει:
«Το πλοίο μας έφθασε στη Θεσσαλονίκη και μετά 4 ώρες έφυγε και πάλι. Το ταξίδι μας αυτό κράτησε 24 ώρες και στη συνέχεια φθάσαμε σε ένα μικρό νησάκι, τον Άγιο Γεώργιο, κοντά στη Σαλαμίνα. Αφού αποβιβαστήκαμε μας κούρεψαν όλους, άνδρες και γυναίκες και μας οδήγησαν φαλακρούς στα λουτρά. Εκεί να βλέπατε, τι κλάμα έπεσε... Πολλά από τα νέα παιδιά έκλαιγαν και πολλές δεσποινιδούλες λιποθυμούσαν βλέποντας τον εαυτό τους σ΄ αυτήν την κατάσταση!!! Μετά δεκατέσσερις ημέρες καραντίνα το πλοίο μας μετέφερε και πάλι στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στις 24 Αυγούστου μας μετέφεραν στην Αλεξανδρούπολη όπου και εγκατασταθήκαμε. Είπαμε να μαζέψουμε τις πληγές μας, να ζήσουμε...
Στις 6 Οκτωβρίου του 1924 διορίστηκα ως δάσκαλος σ΄ ένα χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη, τα Πάταρα (παλιά ονομασία Μπάτουρεν)... Φθάσαμε μαζί με τη γιαγιά σας και τα τρία παιδιά μου, το θείο Αναστάση, τη θεία Ανδρονίκη και το θείο Θεόδωρο. Στο χωριό υπήρχαν και άλλοι πρόσφυγες που τους είχαν πάει νωρίτερα εκεί. Προσπαθούσαν να στήσουν το νέο τους σπιτικό, για να εγκαταστήσουν τη φαμελιά τους. Όσοι δηλαδή επέζησαν από εκείνη τη μεγάλη καταστροφή και τις κακουχίες που αντιμετώπισαν.
Στο κέντρο του χωριού υπήρχαν δύο εγκαταλελειμμένα σπίτια. Καθάρισα το ένα για να μείνουμε και το άλλο το έκανα σχολείο. Σκεφτόμουν τα σχολεία που είχαμε στον Πόντο και τις συνθήκες που βρήκα σ΄ αυτό... Πόρτες και παράθυρα το σχολείο δεν είχε, θρανία δεν υπήρχαν, ούτε σχολική εφορεία, ούτε και ταμείο ούτε χρήματα... Κατάλαβα πως δεν είχα να περιμένω και πολλά από το κράτος. Εξάλλου σε ποιον να προστρέξει και αυτό; Σήκωσα τα μανίκια και δούλεψα σκληρά, με προσωπική εργασία, πρώτα άνοιξα και έφτιαξα τα παράθυρα και την πόρτα, ισοπέδωσα και καθάρισα την αυλή από τα χόρτα και τα άγρια δέντρα, φύτεψα λουλούδια και αρκετά καινούργια δέντρα. Και όταν μεγάλωσαν και καρποφόρησαν έγιναν γνωστά ως τα δέντρα του δασκάλου... Έτσι εξασφάλισα και τον σχολικόν κήπον.
Στη συνέχεια, μεσολάβησα να έρθουν κάποια θρανία και επειδή το σχολείο δεν είχε ούτε εποπτικά μέσα, συμφώνησα με τον αρχιτσέλιγκα Κ. Καζάκο να βοσκήσει τα πρόβατά του και να μου δίνει ενοίκιο 2.000 δρχ. για τις ανάγκες του σχολείου. Έπειτα ζήτησα ρούχα και κουβέρτες για τους πρόσφυγες, από την Αμερικάνικη βοήθεια. Όνειρό μου ήταν “να έχωμεν ακρίτας άξιους του ονόματός των”. Να ήσασταν από μία γωνιά και να βλέπατε όταν ήρθε η γιορτή των σχολείων, οι άνθρωποι ήρθαν στη γιορτή με διαφόρων ειδών αμφιέσεων, σαν να βρισκόταν κανείς στο χορό του Μεγάλου Ναπολέοντα, ανάμεσα σε μαρκησίες, δούκες και πρίγκιπες...».
Ο παππούς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μειδίαμα κάτω από το παχύ μουστάκι του... Τα παιδιά χαμογελούν και αυτά...
– Και μετά, και μετά παππού;
«Τα χρόνια πέρασαν Αγγελικούλα, όταν μεγαλώσεις θα μάθεις πιο πολλά. Οι άνθρωποι άρχισαν να αναθαρρεύουν, να παντρεύονται, να γεννούν παιδιά, γεννήθηκε η ελπίδα και πάλι στις ζωές μας. Θέλαμε να ριζώσουμε και θα ριζώναμε...».
Ο παππούς έγειρε το κεφάλι. Ένα δάκρυ είχε σταματήσει στις άκρες των ματιών του. Οι αναμνήσεις του έφεραν μια γλυκόπικρη ζάλη.
– Έλα πάμε Γιωργάκη, είπε η Αγγελικούλα στον αδελφό της. Ο παππούς αποκοιμήθηκε. Θα μας πει τη συνέχεια του παραμυθιού σαν ξυπνήσει...
Υ.Γ. Τη μικρή αυτή μυθοπλασία την είχα φτιάξει στηριζόμενη σε πληροφορίες από την αυτοβιογραφία του Γεωργίου Κανδηλάπτου - Κάνεως της Μ. Βεργέτη, καθώς και από την Ημερίδα του Δ.Π.Θ. "Προσωπικότητες της Παιδείας στο χώρο της Θράκης" για το ραδιόφωνο της Ι.Μ. Σύρου. Ήταν ένα αφιέρωμα στους προγόνους μας τους Έλληνες της Ανατολίας - Πόντιους, Θρακιώτες, Μικρασιάτες - που τους υποχρέωσαν βιαίως να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες, με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο του 20ου αιώνα, όπως έχει χαρακτηριστεί.
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με βασικό κριτήριο τη θρησκεία. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Στο βιβλίο του "Η Συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους από το 1361 μέχρι του 1920" ο Απ. Ευθυμιάδης γράφει ότι «…Ο Ισμέτ Ινονού εδήλωσεν ότι η Τουρκία παραιτείται της μέχρι τότε αιτουμένης πολεμικής αποζημιώσεως έναντι της παραχωρήσεως εις αυτήν του Καραγάτς και των προαστίων του, ο δε Ελ. Βενιζέλος εδήλωσεν ότι αποδέχεται την ανωτέρω τουρκικήν πρότασιν και ούτως επετεύχθη συμφωνία των διισταμένων απόψεων και θέσεων Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία κατέληξεν εις την υπογραφείσαν την 24ην Ιουλίου 1923 συνθήκη της Λωζάνης».
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι με τη συνθήκη της Λωζάνης:
Στο παρασκήνιο της υπογραφής της συνθήκης μαθαίνουμε ότι οι Αρχηγοί του Στρατού και του Στόλου τηλεγράφησαν στην ελληνική αντιπροσωπεία ότι αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό της ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής από τη Λωζάνη υπέβαλλε, τηλεγραφικώς, την παραίτησή του (η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την τότε κυβέρνηση). Ο δε αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στην Συνδιάσκεψη της Λωζάνης Ελ. Βενιζέλος έστελνε το παρακάτω τηλεγράφημα στην κυβέρνηση:
«…ο επ΄ εμοί δεν δυσανασχετώ κατ΄ αποδοκιμασίας ην απηύθηναν Αρχηγοί Στρατού και Στόλου, αλλ΄ η Κυβέρνησις πρέπει να είναι βεβαία ότι είναι διπλασία αξία εθνικής ευγνωμοσύνης, διότι εν μέσω τόσων δυσχερειών ηδυνήθη να ασφαλίση εις τον τόπον έντιμον ειρήνην». (Απόστολος Ευθυμιάδης "Η Συμβολή της Θράκης εις τους Απελευθερωτικούς Αγώνας του Έθνους")
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια παραθαλάσσια πολιτεία του βορρά ζούσε ένας παππούς... Ήταν όμορφος άντρας με ένα μεγάλο και παχύ μουστάκι. Συνήθιζε να λέει για το μουστάκι του «Εις τους αγγέλους ο Θεός έδωκε τα φτερά, στις γυναίκες τα μαλλιά και στους άνδρες το μουστάκι»...
Τα βράδια μπροστά στο τζάκι, δεν μπορούσε ν΄ αντισταθεί στις παρακλήσεις των δύο εγγονών του... «παππού, παππού, πες μας εκείνο το παραμύθι, για την άλλη πατρίδα»...
Ο παππούς ούτε αυτή τη φορά τους χάλασε το χατίρι. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, σαν κάτι να περίμενε και άρχισε το παραμύθι:
«…Είχαμε, που λέτε, μια μεγάλη και πλούσια πολιτεία. Τα μεταλλεία της περιοχής έδιναν δουλειά στους κατοίκους όχι μόνο της δικής μας πολιτείας αλλά και των γύρω περιοχών. Αργυρούπολη το όνομά της ή Γκιουμούσχανε όπως την έλεγαν οι Οθωμανοί γείτονές μας, δηλαδή αργυρότοπος. Ζούσαμε καλά αντάμα. Όμως κάποτε ξέσπασε μεγάλος πόλεμος. Εμείς βρεθήκαμε να πολεμάμε στο πλευρό ισχυρών φίλων. Όμως όταν οι μέχρι τότε γείτονές μας βάλθηκαν να αφανίσουν τεμέτερον το μιλέτ και άρχισαν τις σφαγές οι σύμμαχοί μας μας εγκατέλειψαν, βορά στις ορέξεις τους. Και ήρθε κάποτε η στιγμή που αυτοί που κυβερνούσαν τον τότε κόσμο αποφάσισαν για εμάς. Ανάγκασαν τους πρωθυπουργούς μας να υπογράψουν μία συνθήκη η οποία προέβλεπε και τον καθορισμό των συνόρων μας».
«Είχε και όνομα εκείνη η συνθήκη. Τη λέγανε Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να γίνει ανταλλαγή των ανθρώπων. Εμείς δηλαδή, που ζούσαμε στα άγια χώματα της Θράκης, του Εύξεινου Πόντου, της Μικράς Ασίας γενικότερα, θα έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάρουμε το δρόμο της εξορίας για να έρθουμε στην Ελλάδα. Και από την Ελλάδα, το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν όσοι ήταν Τούρκοι, θα έπρεπε να πάνε στην Τουρκία. Έτσι αναγκαστήκαμε, χιλιάδες χριστιανοί να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας.
Μαζέψαμε όσα πράγματα μπορούσαμε και περίλυποι κλείσαμε τα σπίτια μας και προσκυνήσαμε για τελευταία φορά τις εκκλησίες και τους τάφους των γονιών μας. Τα δάκρυα θόλωναν τα μάτια μας από την κραυγή που έβγαινε από τους τάφους των προγόνων μας: “Που φεύγετε; Που πάτε;”. Μέσα στα πράγματά μας βάλαμε και τα ιερά μας κειμήλια. Εγώ πήρα μαζί και τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, χρυσόβουλα αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και χειρόγραφα βιβλιοθηκών τα οποία με μύριους κόπους και θυσίες κατάφερα να διασώσω. Θέλαμε να τα έχουμε μαζί μας για να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη της πατρίδας, που τόσο βίαια και άδικα εγκαταλείπαμε. Ρίξαμε μια τελευταία ματιά στα βουνά τα οποία έμοιαζαν να έκλαιγαν κι αυτά για τον αποχωρισμό μας... Ήταν πολύ βαρύς ο αποχωρισμός της πατρίδας. Στο λιμάνι μας περίμεναν τα ελληνικά ατμόπλοια "Θρασύβουλος" και "Καβάλα". Περίμεναν να μας πάρουν για την Ελλάδα. Πάνω από 4.000 ψυχές είχαν στοιβαχτεί στα πλοία. Έσκυψα και φίλησα για τελευταία φορά την αγαπημένη γη του Πόντου με δάκρυα στα μάτια και αναφώνησα “Χαίρε Αθάνατε Πόντε”... Το πλοίο σήκωσε την άγκυρα και σε λίγο αφήσαμε πίσω μας τον μαυροντυμένο Πόντο».
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του παππού, καθώς άρχισε να σιγοτραγουδά...
“Την πατρίδαμ έχασα,
έκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι αροθυμώ,
κι ανασπάλω κι επορώ...
Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα,
επέμναν ακρόνυχτα...”
Ο μικρός Γιωργάκης του δίνει ένα μαντήλι. Ο παππούς σκουπίζει τα δάκρυά του, χαϊδεύει τον εγγονό του και συνεχίζει:
«Το πλοίο μας έφθασε στη Θεσσαλονίκη και μετά 4 ώρες έφυγε και πάλι. Το ταξίδι μας αυτό κράτησε 24 ώρες και στη συνέχεια φθάσαμε σε ένα μικρό νησάκι, τον Άγιο Γεώργιο, κοντά στη Σαλαμίνα. Αφού αποβιβαστήκαμε μας κούρεψαν όλους, άνδρες και γυναίκες και μας οδήγησαν φαλακρούς στα λουτρά. Εκεί να βλέπατε, τι κλάμα έπεσε... Πολλά από τα νέα παιδιά έκλαιγαν και πολλές δεσποινιδούλες λιποθυμούσαν βλέποντας τον εαυτό τους σ΄ αυτήν την κατάσταση!!! Μετά δεκατέσσερις ημέρες καραντίνα το πλοίο μας μετέφερε και πάλι στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στις 24 Αυγούστου μας μετέφεραν στην Αλεξανδρούπολη όπου και εγκατασταθήκαμε. Είπαμε να μαζέψουμε τις πληγές μας, να ζήσουμε...
Στις 6 Οκτωβρίου του 1924 διορίστηκα ως δάσκαλος σ΄ ένα χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη, τα Πάταρα (παλιά ονομασία Μπάτουρεν)... Φθάσαμε μαζί με τη γιαγιά σας και τα τρία παιδιά μου, το θείο Αναστάση, τη θεία Ανδρονίκη και το θείο Θεόδωρο. Στο χωριό υπήρχαν και άλλοι πρόσφυγες που τους είχαν πάει νωρίτερα εκεί. Προσπαθούσαν να στήσουν το νέο τους σπιτικό, για να εγκαταστήσουν τη φαμελιά τους. Όσοι δηλαδή επέζησαν από εκείνη τη μεγάλη καταστροφή και τις κακουχίες που αντιμετώπισαν.
Στο κέντρο του χωριού υπήρχαν δύο εγκαταλελειμμένα σπίτια. Καθάρισα το ένα για να μείνουμε και το άλλο το έκανα σχολείο. Σκεφτόμουν τα σχολεία που είχαμε στον Πόντο και τις συνθήκες που βρήκα σ΄ αυτό... Πόρτες και παράθυρα το σχολείο δεν είχε, θρανία δεν υπήρχαν, ούτε σχολική εφορεία, ούτε και ταμείο ούτε χρήματα... Κατάλαβα πως δεν είχα να περιμένω και πολλά από το κράτος. Εξάλλου σε ποιον να προστρέξει και αυτό; Σήκωσα τα μανίκια και δούλεψα σκληρά, με προσωπική εργασία, πρώτα άνοιξα και έφτιαξα τα παράθυρα και την πόρτα, ισοπέδωσα και καθάρισα την αυλή από τα χόρτα και τα άγρια δέντρα, φύτεψα λουλούδια και αρκετά καινούργια δέντρα. Και όταν μεγάλωσαν και καρποφόρησαν έγιναν γνωστά ως τα δέντρα του δασκάλου... Έτσι εξασφάλισα και τον σχολικόν κήπον.
Στη συνέχεια, μεσολάβησα να έρθουν κάποια θρανία και επειδή το σχολείο δεν είχε ούτε εποπτικά μέσα, συμφώνησα με τον αρχιτσέλιγκα Κ. Καζάκο να βοσκήσει τα πρόβατά του και να μου δίνει ενοίκιο 2.000 δρχ. για τις ανάγκες του σχολείου. Έπειτα ζήτησα ρούχα και κουβέρτες για τους πρόσφυγες, από την Αμερικάνικη βοήθεια. Όνειρό μου ήταν “να έχωμεν ακρίτας άξιους του ονόματός των”. Να ήσασταν από μία γωνιά και να βλέπατε όταν ήρθε η γιορτή των σχολείων, οι άνθρωποι ήρθαν στη γιορτή με διαφόρων ειδών αμφιέσεων, σαν να βρισκόταν κανείς στο χορό του Μεγάλου Ναπολέοντα, ανάμεσα σε μαρκησίες, δούκες και πρίγκιπες...».
Ο παππούς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μειδίαμα κάτω από το παχύ μουστάκι του... Τα παιδιά χαμογελούν και αυτά...
– Και μετά, και μετά παππού;
«Τα χρόνια πέρασαν Αγγελικούλα, όταν μεγαλώσεις θα μάθεις πιο πολλά. Οι άνθρωποι άρχισαν να αναθαρρεύουν, να παντρεύονται, να γεννούν παιδιά, γεννήθηκε η ελπίδα και πάλι στις ζωές μας. Θέλαμε να ριζώσουμε και θα ριζώναμε...».
Ο παππούς έγειρε το κεφάλι. Ένα δάκρυ είχε σταματήσει στις άκρες των ματιών του. Οι αναμνήσεις του έφεραν μια γλυκόπικρη ζάλη.
– Έλα πάμε Γιωργάκη, είπε η Αγγελικούλα στον αδελφό της. Ο παππούς αποκοιμήθηκε. Θα μας πει τη συνέχεια του παραμυθιού σαν ξυπνήσει...
Γ. Κανδηλάπτης |
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με βασικό κριτήριο τη θρησκεία. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Στο βιβλίο του "Η Συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους από το 1361 μέχρι του 1920" ο Απ. Ευθυμιάδης γράφει ότι «…Ο Ισμέτ Ινονού εδήλωσεν ότι η Τουρκία παραιτείται της μέχρι τότε αιτουμένης πολεμικής αποζημιώσεως έναντι της παραχωρήσεως εις αυτήν του Καραγάτς και των προαστίων του, ο δε Ελ. Βενιζέλος εδήλωσεν ότι αποδέχεται την ανωτέρω τουρκικήν πρότασιν και ούτως επετεύχθη συμφωνία των διισταμένων απόψεων και θέσεων Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία κατέληξεν εις την υπογραφείσαν την 24ην Ιουλίου 1923 συνθήκη της Λωζάνης».
Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι με τη συνθήκη της Λωζάνης:
- Η Ελληνοτουρκική συνοριακή γραμμή ηκολούθει την κοίτην του ποταμού Έβρου με παραχώρησιν του τριγώνου Καραγάτς εις την Τουρκίαν.
- Επεβεβαιώθη η επικυριαρχία της Ελλάδας εις τας νήσους Σαμοθράκην, Λήμνον, Μυτιλήνην, Χίον, Σάμον και Ικαρίαν.
- Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος επεστράφησαν εις την Τουρκίαν.
- Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν εις την Ιταλίαν.
- Ανεγνωρίσθη η προσάρτησις της Κύπρου εις την Μεγάλην Βρεττανίαν.
- Καθιερώθη η ελευθέρα ναυσιπλοΐα των Στενών των Δαρδανελλίων.
Στο παρασκήνιο της υπογραφής της συνθήκης μαθαίνουμε ότι οι Αρχηγοί του Στρατού και του Στόλου τηλεγράφησαν στην ελληνική αντιπροσωπεία ότι αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό της ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής από τη Λωζάνη υπέβαλλε, τηλεγραφικώς, την παραίτησή του (η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την τότε κυβέρνηση). Ο δε αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στην Συνδιάσκεψη της Λωζάνης Ελ. Βενιζέλος έστελνε το παρακάτω τηλεγράφημα στην κυβέρνηση:
«…ο επ΄ εμοί δεν δυσανασχετώ κατ΄ αποδοκιμασίας ην απηύθηναν Αρχηγοί Στρατού και Στόλου, αλλ΄ η Κυβέρνησις πρέπει να είναι βεβαία ότι είναι διπλασία αξία εθνικής ευγνωμοσύνης, διότι εν μέσω τόσων δυσχερειών ηδυνήθη να ασφαλίση εις τον τόπον έντιμον ειρήνην». (Απόστολος Ευθυμιάδης "Η Συμβολή της Θράκης εις τους Απελευθερωτικούς Αγώνας του Έθνους")
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω