Είμαι ο βασιλιάς των ημερών, ο βασιλιάς της Χριστουγεννοπρωτοχρονιάς και είμαι και ροκ, άμα λάχει: «ο βασιλιάς της σκόνης». Ενίσταμαι όμως για την «αδελφοποίησή» μου με κάτι μπεζοκαφέ τάχα μου γλυκά. Κι εκείνο που με οδηγεί στην κατάθλιψη είναι που κοντεύω να γίνω διαρκές συνώνυμο του χαλβά.
του Στάθη Παχίδη
Ολόλευκος, στρογγυλός, μπορεί όμως και μισοφέγγαρο ή αστεράκι, με τραγανά αμύγδαλα εντός μου, αφράτος αλλά εύθραυστος, με σωρό άχνη να με περιβάλλει, είμαι ένας κουραμπιές. Έρχομαι από παλιά κι από μακριά: από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, απ’ την Περσία ή κατ’ άλλους απ’ τον Λίβανο αλλά και ως πρόσφυγας Καππαδόκης ευδοκιμώ στη Νέα Καρβάλη Καβάλας.
Είμαι ο βασιλιάς των ημερών, ο βασιλιάς της Χριστουγεννοπρωτοχρονιάς και είμαι και ροκ, άμα λάχει: «ο βασιλιάς της σκόνης». Μην πάει ο νους σας σε τίποτα λαθραίους κομιλφό σνιφάκηδες, παρότι και εγώ κάποιες φορές δημιουργώ εκτός νόμου και δίαιτας εξαρτήσεις αλλά σιγά το τίμημα: 240 θερμίδες για κάθε 40 γραμμάριά μου - κανά μισάωρο περπάτημα και καθάρισες.
Είμαι ένας κουραμπιές εύθραυστος αλλά και παραπονεμένος. Προσπερνώ - όχι χωρίς κόστος - πως πήγαν ακόμη και να μου αλλάξουν τ’ όνομα κάτι ελληνόπληκτοι διανοούμενοι και να με βαφτίσουν - αν έχεις τον Θεό σου - αλευράχνη… Άκου αλευράχνη - πάλι καλά που δεν με είπαν και Χιονάτη. Δε φτάνει που πήγαν να με κάνουν θηλυκό, πλάκωσαν μετά και οι διαιτολάγνοι και ξεκίνησαν να κάνουν κάτι φθηνές απομιμήσεις μου με στέβια. Κανονική απόπειρα γενοκτονίας δηλαδή.
Ενίσταμαι όμως και παραπονούμαι για την ανερμάτιστη και άνευ λόγου «αδελφοποίηση» μου με κάτι μπεζοκαφέ τάχα μου γλυκά. Στο μυαλό των πολλών πάμε σετ πλέον, κάτι σαν δίδυμο. Μα είναι δυνατό να έχω σχέση εγώ, λευκός και αμόλυντος, με γλυκατζουρέ καφετιά μακαρόνια;
Μην εφευρίσκετε κι άλλο ένα δίλημμα, έθνος διλημματογενές και διλημμόπληκτον. Δεν υπάρχει σύγκριση ούτε γευστική ούτε αισθητική ανάμεσα σε μένα και στα μελομακάρονα. Άσε που ακούγονται σαν παρατατικός ανύπαρκτου ρήματος: εγώ παλιά… μελομακάρονα πού και πού αλλά δεν θα μελομακαρώσω ξανά. Μην παρασύρεστε από σιρόπια και καρύδια (τι να μας πουν άλλωστε οι φτωχοί συγγενείς των κανταϊφιών!!!) ή από τη… λευκή προπαγάνδα πως τάχα ο κουραμπιές αφήνει ίχνη και λερώνει: ένα τίναγμα αρκεί. Ενώ, αν σου μείνει καρύδι στο δόντι ή σιρόπι στα δάχτυλα…
Ενίσταμαι και παραπονούμαι κυρίως όμως γιατί κοντεύω να γίνω σύμβολο. Παλιά στον στρατό, έλεγαν τους μη μάχιμους «κουραμπιέδες» και με πολύ κόπο και χρόνο ο χαρακτηρισμός αυτός ξεχάστηκε. Με τρόμο διαπιστώνω πως η επικίνδυνη και άδικη για τη φήμη μου και την τιμή μου μεταφορά όχι μόνο επιστρέφει αλλά και γιγαντώνεται μέσω των καινοφανών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Κουραμπιές πλέον και στη νέα σλανγκ είναι ο μαλθακός, ο νωθρός, ο άβουλος, ο μη μάχιμος - κάτι παρεμφερές του «βουτυρόπαιδο» ή του βαρύτερου «βουτυρομπεμπές». Οι λέξεις είναι βαρύνουσες έως αμείλικτες και μένουν για πάντα, αν και βλέποντας γύρω τριγύρω τόσες και τόσους καναπεδάτους, ένα δίκιο θα δώσω στη χρήση - εξάλλου πάντα ήμουν ωραίος μεν, εύθρυπτος δε.
Καθώς οι μέρες των γιορτών περνούν γρήγορα και ακολουθεί η μοναξιά του κουραμπιέ μπρος τα μεθεόρτια (…πώς να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο, για να ξανάρθω στην επικαιρότητα…), οφείλω να ομολογήσω πως λίγο πια αυτό με τρομάζει.
Εκείνο που κυρίως με οδηγεί περίπου στην κατάθλιψη είναι που κοντεύω πλέον να γίνω σύμβολο μια ολόκληρης εποχής, μιας ολόκληρης γενιάς, τόσων ανθρώπων: όχι ένα εποχικό δίδυμο του μελομακάρονου αλλά ένα διαρκές συνώνυμο του χαλβά.
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
Ολόλευκος, στρογγυλός, μπορεί όμως και μισοφέγγαρο ή αστεράκι, με τραγανά αμύγδαλα εντός μου, αφράτος αλλά εύθραυστος, με σωρό άχνη να με περιβάλλει, είμαι ένας κουραμπιές. Έρχομαι από παλιά κι από μακριά: από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, απ’ την Περσία ή κατ’ άλλους απ’ τον Λίβανο αλλά και ως πρόσφυγας Καππαδόκης ευδοκιμώ στη Νέα Καρβάλη Καβάλας.
Είμαι ο βασιλιάς των ημερών, ο βασιλιάς της Χριστουγεννοπρωτοχρονιάς και είμαι και ροκ, άμα λάχει: «ο βασιλιάς της σκόνης». Μην πάει ο νους σας σε τίποτα λαθραίους κομιλφό σνιφάκηδες, παρότι και εγώ κάποιες φορές δημιουργώ εκτός νόμου και δίαιτας εξαρτήσεις αλλά σιγά το τίμημα: 240 θερμίδες για κάθε 40 γραμμάριά μου - κανά μισάωρο περπάτημα και καθάρισες.
Είμαι ένας κουραμπιές εύθραυστος αλλά και παραπονεμένος. Προσπερνώ - όχι χωρίς κόστος - πως πήγαν ακόμη και να μου αλλάξουν τ’ όνομα κάτι ελληνόπληκτοι διανοούμενοι και να με βαφτίσουν - αν έχεις τον Θεό σου - αλευράχνη… Άκου αλευράχνη - πάλι καλά που δεν με είπαν και Χιονάτη. Δε φτάνει που πήγαν να με κάνουν θηλυκό, πλάκωσαν μετά και οι διαιτολάγνοι και ξεκίνησαν να κάνουν κάτι φθηνές απομιμήσεις μου με στέβια. Κανονική απόπειρα γενοκτονίας δηλαδή.
Ενίσταμαι όμως και παραπονούμαι για την ανερμάτιστη και άνευ λόγου «αδελφοποίηση» μου με κάτι μπεζοκαφέ τάχα μου γλυκά. Στο μυαλό των πολλών πάμε σετ πλέον, κάτι σαν δίδυμο. Μα είναι δυνατό να έχω σχέση εγώ, λευκός και αμόλυντος, με γλυκατζουρέ καφετιά μακαρόνια;
Μην εφευρίσκετε κι άλλο ένα δίλημμα, έθνος διλημματογενές και διλημμόπληκτον. Δεν υπάρχει σύγκριση ούτε γευστική ούτε αισθητική ανάμεσα σε μένα και στα μελομακάρονα. Άσε που ακούγονται σαν παρατατικός ανύπαρκτου ρήματος: εγώ παλιά… μελομακάρονα πού και πού αλλά δεν θα μελομακαρώσω ξανά. Μην παρασύρεστε από σιρόπια και καρύδια (τι να μας πουν άλλωστε οι φτωχοί συγγενείς των κανταϊφιών!!!) ή από τη… λευκή προπαγάνδα πως τάχα ο κουραμπιές αφήνει ίχνη και λερώνει: ένα τίναγμα αρκεί. Ενώ, αν σου μείνει καρύδι στο δόντι ή σιρόπι στα δάχτυλα…
Ενίσταμαι και παραπονούμαι κυρίως όμως γιατί κοντεύω να γίνω σύμβολο. Παλιά στον στρατό, έλεγαν τους μη μάχιμους «κουραμπιέδες» και με πολύ κόπο και χρόνο ο χαρακτηρισμός αυτός ξεχάστηκε. Με τρόμο διαπιστώνω πως η επικίνδυνη και άδικη για τη φήμη μου και την τιμή μου μεταφορά όχι μόνο επιστρέφει αλλά και γιγαντώνεται μέσω των καινοφανών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Κουραμπιές πλέον και στη νέα σλανγκ είναι ο μαλθακός, ο νωθρός, ο άβουλος, ο μη μάχιμος - κάτι παρεμφερές του «βουτυρόπαιδο» ή του βαρύτερου «βουτυρομπεμπές». Οι λέξεις είναι βαρύνουσες έως αμείλικτες και μένουν για πάντα, αν και βλέποντας γύρω τριγύρω τόσες και τόσους καναπεδάτους, ένα δίκιο θα δώσω στη χρήση - εξάλλου πάντα ήμουν ωραίος μεν, εύθρυπτος δε.
Καθώς οι μέρες των γιορτών περνούν γρήγορα και ακολουθεί η μοναξιά του κουραμπιέ μπρος τα μεθεόρτια (…πώς να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο, για να ξανάρθω στην επικαιρότητα…), οφείλω να ομολογήσω πως λίγο πια αυτό με τρομάζει.
Εκείνο που κυρίως με οδηγεί περίπου στην κατάθλιψη είναι που κοντεύω πλέον να γίνω σύμβολο μια ολόκληρης εποχής, μιας ολόκληρης γενιάς, τόσων ανθρώπων: όχι ένα εποχικό δίδυμο του μελομακάρονου αλλά ένα διαρκές συνώνυμο του χαλβά.
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω