Στην Ελλάδα, τα δύο βασικά ισοζύγια που καθορίζουν την εξέλιξη ενός πληθυσμού καταποντίζονται: Το φυσικό ισοζύγιο (διαφορά γεννήσεων - θανάτων) κατρακυλά αρνητικά, υπέρ των θανάτων. Το μεταναστευτικό ισοζύγιο (διαφορά εισερχομένων - εξερχομένων ατόμων από τη χώρα) γέρνει υπέρ των εισερχομένων, οι οποίοι τυγχάνει να είναι αλλοδαποί.
του Νίκου Παπανικολόπουλου
Τα αλλεπάλληλα κύματα των μεταναστών, που χτυπούν, ιδιαίτερα, τις ακτές των ακριτικών νησιών μας, με αποκορύφωμα το 2015 να ξεπεράσουν τα 900.000 άτομα, όταν συνολικά στα προηγούμενα δέκα χρόνια (2005-2014), δεν ξεπέρασαν τα 90.000, προκαλούν ποικίλες και συχνά αντιφατικές αντιδράσεις, συχνά ιδεολογικά φορτισμένες και πολιτικά προκατειλημμένες.
Μακριά από όλα αυτά, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε επιγραμματικά το θέμα «η μετανάστευση στην Ελλάδα», όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 21ου.
Διεθνώς, ο όρος μετανάστευση αποδίδεται μονολεκτικά. Το immigration σημαίνει μετανάστευση προς μια χώρα προορισμού και το emigration σημαίνει μετανάστευση από μια χώρα προέλευσης.
Στην Ελλάδα, μονολεκτικά, με τη λέξη αποδημία αποδίδεται μόνο ο δεύτερος όρος.
Από τα τέλη του 19ου και σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα στην πατρίδα μας η μετανάστευση είχε το χαρακτήρα της αποδημίας (emigration).
Τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχαμε δυο μεταναστευτικά ρεύματα (1903-1917 και 1960-1972).
Το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα, ξεκίνησε μετά τη δραματική ανακοίνωση του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, στις 10 Δεκεμβρίου 1893, για τη χρεοκοπία του Ελληνικού κράτους με το «Κύριοι δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Είχε προηγηθεί, τη ίδια χρόνια, και η «σταφιδική κρίση» με σοβαρότατες δημοσιονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η χώρα αδυνατούσε να πληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει την περίοδο 1881-1891 και αναγκάστηκε να αποδεχτεί το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, ο οποίος την υποχρέωσε σε αυστηρότατη λιτότητα τουλάχιστον μέχρι το 1910.
Η μετανάστευση στην Αμερική και τον Καναδά, σε ταξίδια που ξεπερνούσαν τις 20 ημέρες, πρόσφερε μια διέξοδο ή μάλλον ήταν ο μονόδρομος.
Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα, ξεκίνησε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από τα συντρίμμια της Κατοχής και τα δεινά του Εμφυλίου.
Από τότε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το μεταναστευτικό ρεύμα ήταν μαζικό. Κάλυψε το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης από της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Οι Έλληνες μετανάστευσαν κυρίως προς στη Δυτική Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη, την Αυστραλία και λιγότερο προς τη Νότια Αφρική.
Η μετανάστευση ατόνησε μετά το 1973 και ακόμη περισσότερο μετά το 1980, τείνοντας να μηδενισθεί.
Όμως, από το 1989 και μετά, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, των κομμουνιστικών καθεστώτων της Βαλκανικής, τις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων στην Τουρκία, τον πόλεμο στον Περσικό, την εισβολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η κατάσταση επιδεινώθηκε με νέα κύματα μεταναστών.
Ο συνολικός αριθμός μεταναστών που έφτανε στην Ελλάδα από τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά της, μέχρι το 1994 ήταν τριψήφιος. Από το 1995 έγινε τετραψήφιος, μετά το 2000 πενταψήφιος, ενώ το 2015, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, που βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011, ανέβασε τον αριθμό των μεταναστών σε εξαψήφιο νούμερο (900.000).
Με όλα αυτά, σημειώθηκε στην Ελλάδα μια πρωτοφανής αναστροφή του φαινομένου μετανάστευση και από χώρα εξαγωγής μεταναστών (emigration) έγινε χώρα εισαγωγής μεταναστών (immigration).
Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών, κυρίως, μορφωμένων, κατόχων πτυχίων, μεταπτυχιακών, διδακτορικών και ξένων γλωσσών, την περίοδο 2010-2015, λόγω της οικονομικής κρίσης, ξεπέρασε τις 300.000 και συνεχίζεται με αδιάπτωτη ένταση. Η Γερμανία, αποτελεί την κατεξοχήν ευρωπαϊκή χώρα προορισμού, καθώς με στοιχεία της Γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας Statistisches Bundesamt (Destatis), από το 2010 έως το 2015 μετανάστευσαν εκεί 157.055 Έλληνες.
Όμως, την περίοδο (2010-2017), την αποκαλούμενη «μνημονιακή», η πατρίδα μας βιώνει, ταυτόχρονα με το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα (emigration), και ένα τεραστίων διαστάσεων (immigration).
Βιώνει τον όρο μετανάστευση και από τις δυο του όψεις.
Τα προηγούμενα μεταναστευτικά ρεύματα (1903-1917 και 1960-1972) απεδείχθησαν αναστρέψιμα. Η πατρίδα μας, αιμορράγησε μεν προσωρινά, αλλά, δεν αντιμετώπισε ταυτόχρονο ρεύμα immigration, και επανήλθε.
Τα δύο βασικά ισοζύγια που καθορίζουν την εξέλιξη ενός πληθυσμού καταποντίζονται: Το φυσικό ισοζύγιο (η διαφορά γεννήσεων - θανάτων ανά έτος), κατρακυλά αρνητικά, υπέρ των θανάτων. Το μεταναστευτικό ισοζύγιο (η διαφορά εισερχομένων - εξερχομένων ατόμων από τη χώρα), γέρνει υπέρ των εισερχομένων, οι οποίοι τυγχάνει να είναι αλλοδαποί.
Με τα σημερινά δεδομένα, κινδυνεύει η πληθυσμιακή υπόσταση του ελληνικού κράτους.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ. (ε.α)
Δημοσιεύθηκε στο "Ημερολόγιον 2018" της Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας
[post_ads]
Τα αλλεπάλληλα κύματα των μεταναστών, που χτυπούν, ιδιαίτερα, τις ακτές των ακριτικών νησιών μας, με αποκορύφωμα το 2015 να ξεπεράσουν τα 900.000 άτομα, όταν συνολικά στα προηγούμενα δέκα χρόνια (2005-2014), δεν ξεπέρασαν τα 90.000, προκαλούν ποικίλες και συχνά αντιφατικές αντιδράσεις, συχνά ιδεολογικά φορτισμένες και πολιτικά προκατειλημμένες.
Μακριά από όλα αυτά, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε επιγραμματικά το θέμα «η μετανάστευση στην Ελλάδα», όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 21ου.
Διεθνώς, ο όρος μετανάστευση αποδίδεται μονολεκτικά. Το immigration σημαίνει μετανάστευση προς μια χώρα προορισμού και το emigration σημαίνει μετανάστευση από μια χώρα προέλευσης.
Στην Ελλάδα, μονολεκτικά, με τη λέξη αποδημία αποδίδεται μόνο ο δεύτερος όρος.
Από τα τέλη του 19ου και σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα στην πατρίδα μας η μετανάστευση είχε το χαρακτήρα της αποδημίας (emigration).
Τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχαμε δυο μεταναστευτικά ρεύματα (1903-1917 και 1960-1972).
Το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα, ξεκίνησε μετά τη δραματική ανακοίνωση του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, στις 10 Δεκεμβρίου 1893, για τη χρεοκοπία του Ελληνικού κράτους με το «Κύριοι δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Είχε προηγηθεί, τη ίδια χρόνια, και η «σταφιδική κρίση» με σοβαρότατες δημοσιονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η χώρα αδυνατούσε να πληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει την περίοδο 1881-1891 και αναγκάστηκε να αποδεχτεί το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, ο οποίος την υποχρέωσε σε αυστηρότατη λιτότητα τουλάχιστον μέχρι το 1910.
Η μετανάστευση στην Αμερική και τον Καναδά, σε ταξίδια που ξεπερνούσαν τις 20 ημέρες, πρόσφερε μια διέξοδο ή μάλλον ήταν ο μονόδρομος.
Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα, ξεκίνησε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από τα συντρίμμια της Κατοχής και τα δεινά του Εμφυλίου.
Από τότε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το μεταναστευτικό ρεύμα ήταν μαζικό. Κάλυψε το 72% της συνολικής εξωτερικής μετανάστευσης από της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Οι Έλληνες μετανάστευσαν κυρίως προς στη Δυτική Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη, την Αυστραλία και λιγότερο προς τη Νότια Αφρική.
Η μετανάστευση ατόνησε μετά το 1973 και ακόμη περισσότερο μετά το 1980, τείνοντας να μηδενισθεί.
Όμως, από το 1989 και μετά, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, των κομμουνιστικών καθεστώτων της Βαλκανικής, τις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων στην Τουρκία, τον πόλεμο στον Περσικό, την εισβολή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η κατάσταση επιδεινώθηκε με νέα κύματα μεταναστών.
Ο συνολικός αριθμός μεταναστών που έφτανε στην Ελλάδα από τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά της, μέχρι το 1994 ήταν τριψήφιος. Από το 1995 έγινε τετραψήφιος, μετά το 2000 πενταψήφιος, ενώ το 2015, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, που βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Μάρτιο του 2011, ανέβασε τον αριθμό των μεταναστών σε εξαψήφιο νούμερο (900.000).
Με όλα αυτά, σημειώθηκε στην Ελλάδα μια πρωτοφανής αναστροφή του φαινομένου μετανάστευση και από χώρα εξαγωγής μεταναστών (emigration) έγινε χώρα εισαγωγής μεταναστών (immigration).
Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών, κυρίως, μορφωμένων, κατόχων πτυχίων, μεταπτυχιακών, διδακτορικών και ξένων γλωσσών, την περίοδο 2010-2015, λόγω της οικονομικής κρίσης, ξεπέρασε τις 300.000 και συνεχίζεται με αδιάπτωτη ένταση. Η Γερμανία, αποτελεί την κατεξοχήν ευρωπαϊκή χώρα προορισμού, καθώς με στοιχεία της Γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας Statistisches Bundesamt (Destatis), από το 2010 έως το 2015 μετανάστευσαν εκεί 157.055 Έλληνες.
Όμως, την περίοδο (2010-2017), την αποκαλούμενη «μνημονιακή», η πατρίδα μας βιώνει, ταυτόχρονα με το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα (emigration), και ένα τεραστίων διαστάσεων (immigration).
Βιώνει τον όρο μετανάστευση και από τις δυο του όψεις.
Τα προηγούμενα μεταναστευτικά ρεύματα (1903-1917 και 1960-1972) απεδείχθησαν αναστρέψιμα. Η πατρίδα μας, αιμορράγησε μεν προσωρινά, αλλά, δεν αντιμετώπισε ταυτόχρονο ρεύμα immigration, και επανήλθε.
Τα δύο βασικά ισοζύγια που καθορίζουν την εξέλιξη ενός πληθυσμού καταποντίζονται: Το φυσικό ισοζύγιο (η διαφορά γεννήσεων - θανάτων ανά έτος), κατρακυλά αρνητικά, υπέρ των θανάτων. Το μεταναστευτικό ισοζύγιο (η διαφορά εισερχομένων - εξερχομένων ατόμων από τη χώρα), γέρνει υπέρ των εισερχομένων, οι οποίοι τυγχάνει να είναι αλλοδαποί.
Με τα σημερινά δεδομένα, κινδυνεύει η πληθυσμιακή υπόσταση του ελληνικού κράτους.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ. (ε.α)
Δημοσιεύθηκε στο "Ημερολόγιον 2018" της Χριστιανικής Στέγης Καλαμάτας
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω