Τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν το βασικό εργαλείο διαχείρισης των υδάτων. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε την άποψη αυτή θα συμμεριστούν και οι αρμόδιοι κυβερνητικοί φορείς και θα εγκύψουν στο θέμα με τη δέουσα υπευθυνότητα.
Παρότι η 1η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) αποτελούσε μία σημαντική ευκαιρία να θεραπευθούν κακοδαιμονίες ετών και να επιτευχθεί η ουσιαστική αναβάθμισή των ΣΔΛΑΠ, που θα επέτρεπε την προστασία, διατήρηση και ανάπτυξη των υδάτινων σωμάτων σύμφωνα με τους στόχους και τις κατευθύνσεις της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά, όλα δείχνουν ότι και αυτό το στοίχημα χάθηκε.
Περιπτώσεις όπως η σκανδαλώδης Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων για τη Μεσοχώρα, καταδεικνύουν εμφατικά ότι η επίτευξη «καλής κατάστασης» των υδάτινων σωμάτων παραμένει κενό γράμμα. Ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός μέτρων, όχι με βάση «τι εφαρμόζεται και/ή δρομολογείται ήδη» και «τι είναι εφικτό», αλλά λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση των υδάτινων σωμάτων και τις πιέσεις που, σύμφωνα με τα ΣΔΛΑΠ, εμποδίζουν την επίτευξη «καλής κατάστασης». Ομοίως, η κατάρτιση των καταλληλότερων και οικονομικώς αποδοτικότερων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ύδατα θα είναι σε «καλή κατάσταση» (εξαλείφοντας, με τον τρόπο αυτό, τη συνεχιζόμενη απόκλιση σε επίπεδο επιδόσεων), όχι απλά ως μια εκτίμηση του βαθμού στον οποίο τα υφιστάμενα μέτρα θα συμβάλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας.
Η εμφάνιση του νερού ως είδους σε έλλειψη στα ΣΔΛΑΠ, προκειμένου να δικαιολογηθούν τιμολογήσεις, οδηγεί στο να υποτιμούνται οι εργασίες εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφορέων, η κατασκευή επιφανειακών ταμιευτήρων (που μαζί με μια σειρά άλλα έργα θα μπορούσαν να απαντήσουν και στο ζήτημα της μεγαλύτερης επάρκειάς του, αλλά και στην προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα) και γενικά να προωθούνται λανθασμένες αντιλήψεις περί βιώσιμης διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Η υπερεκμετάλλευση του υπόγειου υδάτινου δυναμικού είναι αποδεδειγμένη, όπως και το ότι οι περιοχές αυτές των υπόγειων υδροφορέων παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας στη νιτρορύπανση. Τα αποθέματα υπόγειων νερών σε αρκετές περιοχές των μεγάλων πεδιάδων της χώρας έχουν εξαντληθεί, ενώ η χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση επιδεινώνει το πρόβλημα.
Πέρα όμως από τα ζητήματα ουσίας, και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν υπήρξαν για μία ακόμη φορά κατώτερες των περιστάσεων. Η προαπαιτούμενη από την Οδηγία Πλαίσιο διαβούλευση, υλοποιήθηκε και πάλι διεκπεραιωτικά, τόσο ως προς τα χρονικά της όρια, όσο και ως προς τον τρόπο που ενέπλεξε τους αρμόδιους φορείς. Πιο συγκεκριμένα, οι σχετικές διαδικασίες ξεκίνησαν καθυστερημένα (η πρώτη ανακοίνωση ανέφερε ότι η έναρξη θα γίνει την 1η Ιούνη 2016 ενώ, τελικώς, αυτό συνέβη ένα χρόνο αργότερα), και διήρκησαν μόλις 2 μήνες, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2017. Παράλληλα, η πραγματοποιηθείσα διαβούλευση περιορίστηκε στην απλή παρουσίαση των Σχεδίων και των αντίστοιχων τοποθετήσεων των φορέων, χωρίς προηγουμένως να συμπεριλάβει τον αναγκαίο όρο κάθε συμμετοχικής διαδικασίας, την ουσιαστική και σε βάθος ενημέρωση. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις είναι προφανές, ότι δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη συνεργασία και διάδραση της ΕΓΥ με τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, τους φορείς διαχείρισης υδάτων και την Κοινωνία των Πολιτών, αντίθετα διαιωνίζεται το σημερινό μοντέλο λήψης αποφάσεων, που έχει αποδείξει τα όριά του και τα προβλήματα που δημιουργεί.
Το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS έχει επανειλημμένα διατυπώσει την άποψη ότι τα ΣΔΛΑΠ μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν το βασικό εργαλείο διαχείρισης των υδάτων. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε την άποψη αυτή θα συμμεριστούν και οι αρμόδιοι κυβερνητικοί φορείς και θα εγκύψουν στο θέμα με τη δέουσα υπευθυνότητα.
[post_ads]
Περιπτώσεις όπως η σκανδαλώδης Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων για τη Μεσοχώρα, καταδεικνύουν εμφατικά ότι η επίτευξη «καλής κατάστασης» των υδάτινων σωμάτων παραμένει κενό γράμμα. Ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός μέτρων, όχι με βάση «τι εφαρμόζεται και/ή δρομολογείται ήδη» και «τι είναι εφικτό», αλλά λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση των υδάτινων σωμάτων και τις πιέσεις που, σύμφωνα με τα ΣΔΛΑΠ, εμποδίζουν την επίτευξη «καλής κατάστασης». Ομοίως, η κατάρτιση των καταλληλότερων και οικονομικώς αποδοτικότερων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ύδατα θα είναι σε «καλή κατάσταση» (εξαλείφοντας, με τον τρόπο αυτό, τη συνεχιζόμενη απόκλιση σε επίπεδο επιδόσεων), όχι απλά ως μια εκτίμηση του βαθμού στον οποίο τα υφιστάμενα μέτρα θα συμβάλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της Οδηγίας.
Η εμφάνιση του νερού ως είδους σε έλλειψη στα ΣΔΛΑΠ, προκειμένου να δικαιολογηθούν τιμολογήσεις, οδηγεί στο να υποτιμούνται οι εργασίες εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφορέων, η κατασκευή επιφανειακών ταμιευτήρων (που μαζί με μια σειρά άλλα έργα θα μπορούσαν να απαντήσουν και στο ζήτημα της μεγαλύτερης επάρκειάς του, αλλά και στην προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα) και γενικά να προωθούνται λανθασμένες αντιλήψεις περί βιώσιμης διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Η υπερεκμετάλλευση του υπόγειου υδάτινου δυναμικού είναι αποδεδειγμένη, όπως και το ότι οι περιοχές αυτές των υπόγειων υδροφορέων παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας στη νιτρορύπανση. Τα αποθέματα υπόγειων νερών σε αρκετές περιοχές των μεγάλων πεδιάδων της χώρας έχουν εξαντληθεί, ενώ η χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση επιδεινώνει το πρόβλημα.
Πέρα όμως από τα ζητήματα ουσίας, και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν υπήρξαν για μία ακόμη φορά κατώτερες των περιστάσεων. Η προαπαιτούμενη από την Οδηγία Πλαίσιο διαβούλευση, υλοποιήθηκε και πάλι διεκπεραιωτικά, τόσο ως προς τα χρονικά της όρια, όσο και ως προς τον τρόπο που ενέπλεξε τους αρμόδιους φορείς. Πιο συγκεκριμένα, οι σχετικές διαδικασίες ξεκίνησαν καθυστερημένα (η πρώτη ανακοίνωση ανέφερε ότι η έναρξη θα γίνει την 1η Ιούνη 2016 ενώ, τελικώς, αυτό συνέβη ένα χρόνο αργότερα), και διήρκησαν μόλις 2 μήνες, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2017. Παράλληλα, η πραγματοποιηθείσα διαβούλευση περιορίστηκε στην απλή παρουσίαση των Σχεδίων και των αντίστοιχων τοποθετήσεων των φορέων, χωρίς προηγουμένως να συμπεριλάβει τον αναγκαίο όρο κάθε συμμετοχικής διαδικασίας, την ουσιαστική και σε βάθος ενημέρωση. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις είναι προφανές, ότι δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη συνεργασία και διάδραση της ΕΓΥ με τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, τους φορείς διαχείρισης υδάτων και την Κοινωνία των Πολιτών, αντίθετα διαιωνίζεται το σημερινό μοντέλο λήψης αποφάσεων, που έχει αποδείξει τα όριά του και τα προβλήματα που δημιουργεί.
Το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS έχει επανειλημμένα διατυπώσει την άποψη ότι τα ΣΔΛΑΠ μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν το βασικό εργαλείο διαχείρισης των υδάτων. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε την άποψη αυτή θα συμμεριστούν και οι αρμόδιοι κυβερνητικοί φορείς και θα εγκύψουν στο θέμα με τη δέουσα υπευθυνότητα.
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω