Μέσα στον Απρίλιο, και για πρώτη φορά, οι χερσαίες ροές προσφύγων και μεταναστών στον Έβρο ξεπέρασαν τις θαλάσσιες. Ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου στον Έβρο για την Καθημερινή της Κυριακής.
Το καραβάνι των 24 ατόμων έχει σπάσει σε τέσσερα κομμάτια. Μπροστά βαδίζει ένας πατέρας με την κόρη του σκαρφαλωμένη στην πλάτη και στην ουρά ακολουθούν τέσσερις άνδρες με ένα αυτοσχέδιο φορείο στους ώμους. Το έφτιαξαν τυλίγοντας μια κουβέρτα σε δύο σωλήνες για να μεταφέρουν μια ημιλιπόθυμη, διαβητική γυναίκα.
Το ταξίδι τους ξεκίνησε μόλις πριν από πέντε ημέρες στο Αφρίν της Συρίας και συνεχίζεται στον Έβρο, στην επαρχιακή οδό που συνδέει τα χωριά Πύθιο και Ρήγιο. Θα περπατούν, μέχρι κάποιος να τους μαζέψει.
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγουμε μετά τις συγκρούσεις», λέει ο Κούρδος Καμάλ Ιμπραχίμ, αναφερόμενος στην εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στο Αφρίν. «Δεν ήταν δύσκολο να φτάσουμε στην Ελλάδα», προσθέτει και με μια κίνηση του χεριού διώχνει τα κουνούπια που στριφογυρίζουν στο πρόσωπό του.
Η ομάδα των προσφύγων μαζεύει ανάσες στην άκρη του δρόμου, ώσπου εμφανίζεται ένα λευκό βαν της ελληνικής αστυνομίας, χωρίς διακριτικά. Δεν μπορεί να τους χωρέσει όλους για να τους οδηγήσει στο κέντρο ταυτοποίησης. Όσο περιμένει όμως την άφιξη δεύτερου οχήματος, άλλη μία ομάδα 13 ατόμων ξεπροβάλλει στις παρυφές του Πυθίου, ανάμεσά τους και ένας γονιός με το μωρό του σε μάρσιπο. Ακόμη ένα ξημέρωμα, στην πόρτα της Ευρώπης.
Από τη βόρεια Συρία
Τις τελευταίες εβδομάδες, τα περάσματα του Έβρου εμφανίζουν μια ασυνήθιστη κινητικότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού τμήματος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, μέσα στον Απρίλιο οι χερσαίες αφίξεις ξεπέρασαν οριακά τις θαλάσσιες. Μια πρωτοφανής εξέλιξη για τα δεδομένα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Περισσότερα από 2.900 άτομα εντοπίστηκαν τον Απρίλιο στον Έβρο, ενώ στην ίδια περιοχή σε όλο το 2017 δεν είχαν ξεπεράσει τις 5.700.
Μέσα σε δύο ημέρες, στο νοητό τόξο που συνδέει τα χωριά Ρήγιο, Πύθιο, Πετράδες, Πραγγί και Ισαάκιο, η «Κ» συνάντησε περισσότερους από 100 νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες. Στην πλειονότητά τους δήλωναν Κούρδοι από τη βόρεια Συρία, έλεγαν ότι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους το τελευταίο δεκαήμερο και ότι πλήρωσαν τουλάχιστον 1.500 ευρώ έκαστος σε διακινητές για να τους οδηγήσουν από την Τουρκία σε ελληνικό έδαφος.
Ούτε η τουρκική στρατοχωροφυλακή ούτε οι καιρικές συνθήκες ανέκοψαν την πορεία τους. Ακόμη κι όταν στα τέλη Μαρτίου άνοιξαν τα θυροφράγματα και πλημμύρισαν ελεγχόμενα 5.000 στρέμματα στην περιοχή του Πυθίου για να εκτονωθούν τα φουσκωμένα νερά του ποταμού, άνθρωποι συνέχισαν να έρχονται.
«Πώς τα καταφέρνουν; Δεν τους βλέπουν οι Τούρκοι;», αναρωτιέται ο Ευάγγελος Σακαλής, καθώς προσπαθεί να συνεννοηθεί με κάποιους από τους νεοαφιχθέντες που σταμάτησαν στο χωριό του. «Λένε ότι δεν βλέπουν κανέναν στα σύνορα. Πριν από δύο ημέρες πέρασε και ένα ζευγάρι Τούρκων δασκάλων. Είπαν ότι είναι γκιουλενιστές και ότι έφυγαν για να γλιτώσουν από την αφόρητη κατάσταση στην πατρίδα τους», προσθέτει.
Ο 38χρονος Λοκμάν Κουράμπντο υποστηρίζει ότι επέλεξε το πέρασμα του Έβρου λόγω της πιο χαλαρής αστυνόμευσης. Εργαζόταν σε βιοτεχνία υφασμάτων στο Αφρίν, το οποίο εγκατέλειψε μετά την τουρκική εισβολή. «Όταν φύγαμε από το σπίτι μας έβαλαν άλλους να μείνουν στη θέση μας», λέει.
Εξηγεί ότι σκοπεύει να συναντήσει τη μεγάλη του αδερφή η οποία βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια σε δομή της Θεσσαλονίκης μαζί με τις τέσσερις κόρες της. «Είχε ταξιδέψει από τη θάλασσα. Έφτασε πρώτα στη Μυτιλήνη», λέει. «Πλήρωσε τα μισά χρήματα από εμάς, αλλά στη Σμύρνη τώρα είχε πολλούς αστυνομικούς και δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Γι’ αυτό ήρθαμε από το ποτάμι».
Με οδηγό τις ράγες
Ο Κουράμπντο, όπως και δεκάδες άλλοι συμπατριώτες του που συναντάμε στην επαρχιακή οδό, κινούνται στα τυφλά. Σε ημέρες μαζικών αφίξεων μπορεί να μεσολαβήσουν μέχρι και πέντε ώρες μέχρι να τους παραλάβει κάποιο βανάκι της αστυνομίας. Αυτό συνέβη πριν μερικές μέρες όταν περισσότερα από 200 άτομα πέρασαν τα σύνορα στον Έβρο. Κάποιοι βρήκαν τον προσανατολισμό τους έχοντας ως σημάδι τις σιδηροδρομικές γραμμές. Περπάτησαν σε αυτές μέχρι να φτάσουν στο Διδυμότειχο. Άλλοι, όμως, απελπισμένοι από την αναμονή και αναποφάσιστοι μετακινούνταν μπρος - πίσω μεταξύ γειτονικών χωριών.
Δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν τόσο πολύ κόσμο
Στον στενό δρόμο, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, που οδηγεί από το Πύθιο στους Πετράδες, ο Μιχάλης Νικολαράκης φροντίζει τα μελίσσια του. «Από εδώ περνούν, από τις ράγες», λέει. «Ζητούν λίγο νερό, λίγο φαγητό. Ακόμα και στους κάμπους σταματούν τους αγρότες με τα τρακτέρ για φαγητό». Ο παππούς του ήταν αγροφύλακας και γνωρίζει καλά τα μονοπάτια στην περιοχή. Ο ίδιος ζει εδώ την τελευταία πενταετία.
«Παλιά ειδοποιούσα τους συνοριοφύλακες όποτε εμφανιζόταν κάποιος άνθρωπος και σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει και τους είχαν πάρει για ταυτοποίηση. Τώρα, έρχονται πιο αργά. Όποτε τους καλώ λένε ότι τα οχήματα είναι χαλασμένα και τα κτίρια γεμάτα. Κάνουν ό,τι μπορούν», λέει.
Είναι νωρίς το πρωί όταν ο Σταύρος Σίμογλου ανοίγει το παράθυρό του στην είσοδο του Πυθίου. Κοιτάζει τις ράγες, τον λασπωμένο κάμπο και το βλέμμα του σταματά στο ύψωμα απέναντι. Τόσο κοντά είναι η Τουρκία. Στην αυλή του ξεκουράζονται εδώ και ώρα τρεις άνθρωποι. Δύο Ιρακινοί κάθονται στη σκιά ενός δένδρου και ένας ακόμη ξεπλένει τα λασπωμένα του παπούτσια με το λάστιχο.
«Πριν από πολλά χρόνια συνέβαινε το ίδιο. Εδώ είναι το πρώτο μέρος που μπαίνουν στην Ελλάδα και δεν δημιουργούν πρόβλημα, θέλουν να συνεχίσουν», λέει ο 65χρονος ιδιοκτήτης του σπιτιού. «Από το καλό κανείς δεν φεύγει. Κανείς δεν εγκαταλείπει την πατρίδα του αν δεν έχει πρόβλημα. Ψάχνουν τον παράδεισο, δεν ξέρουν όμως ότι δεν θα τον βρουν εδώ».
Αρκετοί συγχωριανοί του βοηθούν όπως μπορούν όσους εμφανίζονται στις πόρτες τους. Όσο βρισκόμαστε έξω από την αυλή του κ. Σίμογλου μια κάτοικος οδηγεί στο διπλανό καφενείο μια γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Της προσφέρει νερό και κουλούρι και μας εξηγεί ότι πλέον έχει στο σπίτι της δύο μπιμπερό για ώρες ανάγκης σαν κι αυτή.
Η αστυνομική δύναμη
Σύμφωνα με αξιωματούχο της ΕΛ.ΑΣ. που μίλησε στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας, αυτή την περίοδο οι εννιά στους δέκα νεοαφιχθέντες στον Έβρο έχουν προσφυγικό προφίλ και εξ αυτών η πλειονότητα είναι κουρδικής καταγωγής. «Παρακολουθούμε καθημερινά το φαινόμενο και πιστεύουμε ότι είναι συγκυριακό και δεν θα πάρει μόνιμες διαστάσεις», αναφέρει η ίδια πηγή για την αυξητική τάση που καταγράφεται στην περιοχή. Προσθέτει ακόμη ότι από την πρώτη στιγμή που παρατηρήθηκε άνοδος στον αριθμό των αφίξεων υπήρξε επικοινωνία των ελληνικών αρχών με τις αντίστοιχες τουρκικές, αλλά και με αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να περιοριστεί το φαινόμενο.
«Το όλο θέμα έχει ευρωπαϊκή διάσταση και δεν θα το αντιμετωπίσει μόνη της η χώρα μας», λέει ο αξιωματούχος της αστυνομίας.
Αυτή τη στιγμή στον Έβρο συνδράμουν σε διάφορα πόστα 43 φιλοξενούμενοι αξιωματούχοι του Frontex, του ευρωπαϊκού οργανισμού συνοριοφυλακής. Ακόμη η ΕΛ.ΑΣ. έχει ενισχύσει τη δύναμή της με 350 άτομα, εκ των οποίων οι 155 χρηματοδοτούνται από το ευρωπαϊκό ταμείο εσωτερικής ασφάλειας. Σύμφωνα με αστυνομική πηγή, είναι σε εξέλιξη και διαγωνισμοί για την απόκτηση με κοινοτικούς πόρους και άλλων μέσων επιτήρησης των συνόρων, όπως οχημάτων 4Χ4 και θερμικών καμερών.
Οι επόμενοι σταθμοί
Βάσει της προβλεπόμενης διαδικασίας, όσοι εντοπίζονται στον Έβρο οδηγούνται στο χωριό Φυλάκιο για να περάσουν από το προαναχωρησιακό κέντρο της αστυνομίας, αλλά και το κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Εκεί λαμβάνονται τα στοιχεία τους, δακτυλοσκοπούνται και τους χορηγούνται τα υπηρεσιακά σημειώματα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους εφόσον κρίνονται μη απελάσιμοι. Στα μέσα της εβδομάδας, όμως, και τα δύο κέντρα είχαν στους χώρους τους περισσότερα άτομα από όσα μπορούν να φιλοξενήσουν.
Είναι απόγευμα Τρίτης στο Φυλάκιο Έβρου και έξω από την πύλη του προαναχωρησιακού κέντρου τέσσερα λεωφορεία περιμένουν για να επιβιβάσουν 230 άτομα. Τα συγκεκριμένα λεωφορεία, πάντως, δεν έχουν προορισμό κάποια δομή φιλοξενίας. Οι πρόσφυγες, κυρίως Σύροι, Ιρακινοί και Παλαιστίνιοι έχουν δηλώσει ότι θα διαμείνουν σε γνωστά ή φιλικά τους πρόσωπα.
Αφού πληρώσουν το αντίτιμο οι πρόσφυγες επιβιβάζονται στα λεωφορεία που τους περιμένουν.
Όπως εξηγεί στην «Κ» ένας από τους οδηγούς, όσοι έχουν δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο των 90 ευρώ θα μεταφερθούν στην Αθήνα. Όσοι μπορούν να διαθέσουν 50 ευρώ θα οδηγηθούν στη Θεσσαλονίκη. Και εκείνοι που δεν έχουν το απαραίτητο αντίτιμο θα αφεθούν στην Ορεστιάδα, στον σταθμό των τρένων. Τελικά, το ίδιο βράδυ περίπου 15 άτομα διανυκτέρευσαν εκεί περιμένοντας να ανοίξει ο σταθμός για το πρωινό δρομολόγιο. Αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα για την περιοχή. Την επόμενη νύχτα, ακόμη 30 πρόσφυγες περίμεναν έξω από τον σταθμό των ΚΤΕΛ της Ορεστιάδας.
Βρέφη, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι περνούν τη νύχτα έξω από τα ΚΤΕΛ περιμένοντας το πρώτο πρωινό δρομολόγιο.
Πίσω στο Φυλάκιο, 30 Τούρκοι αντικαθεστωτικοί περιμένουν τη σειρά τους για να ταξιδέψουν στην Αθήνα. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο δασκάλες που εργάζονταν σε σχολεία του Φετουλάχ Γκιουλέν, του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη που θεωρείται από την Τουρκία υπαίτιος της απόπειρας πραξικοπήματος. Το πρώτο τρίμηνο του 2018 από τις 393 αιτήσεις ασύλου Τούρκων πολιτών που υποβλήθηκαν σε όλη τη χώρα, οι 178 αιτήσεις κατατέθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα (στο Φυλάκιο Έβρου και στη Θεσσαλονίκη).
«Απολύθηκα 20 μέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα», λέει στην «Κ» ο σύζυγος της μιας δασκάλας, πρώην κρατικός υπάλληλος με πτυχίο μηχανικού υπολογιστών που ζήτησε να μιλήσει ανώνυμα. Όπως εξηγεί, μέσα σε δύο ημέρες ολοκληρώθηκε η καταγραφή του στο προαναχωρησιακό κέντρο και του επιτράπηκε να συνεχίσει το ταξίδι του.
«Δεν είμαι πολιτικοποιημένος, δεν υποστηρίζω τη βία», λέει.
«Είχα πλέον τρεις εναλλακτικές. Είτε να μείνω στην Τουρκία και να φυλακιστώ όπως τόσοι άλλοι, είτε να ρισκάρω τον θάνατό μου στο ποτάμι, είτε να φτάσω στην Ελλάδα. Τα κατάφερα και πλέον είμαι ασφαλής».
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπαδόπουλος - Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Πηγή: Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
[post_ads]
Το ταξίδι τους ξεκίνησε μόλις πριν από πέντε ημέρες στο Αφρίν της Συρίας και συνεχίζεται στον Έβρο, στην επαρχιακή οδό που συνδέει τα χωριά Πύθιο και Ρήγιο. Θα περπατούν, μέχρι κάποιος να τους μαζέψει.
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγουμε μετά τις συγκρούσεις», λέει ο Κούρδος Καμάλ Ιμπραχίμ, αναφερόμενος στην εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στο Αφρίν. «Δεν ήταν δύσκολο να φτάσουμε στην Ελλάδα», προσθέτει και με μια κίνηση του χεριού διώχνει τα κουνούπια που στριφογυρίζουν στο πρόσωπό του.
Η ομάδα των προσφύγων μαζεύει ανάσες στην άκρη του δρόμου, ώσπου εμφανίζεται ένα λευκό βαν της ελληνικής αστυνομίας, χωρίς διακριτικά. Δεν μπορεί να τους χωρέσει όλους για να τους οδηγήσει στο κέντρο ταυτοποίησης. Όσο περιμένει όμως την άφιξη δεύτερου οχήματος, άλλη μία ομάδα 13 ατόμων ξεπροβάλλει στις παρυφές του Πυθίου, ανάμεσά τους και ένας γονιός με το μωρό του σε μάρσιπο. Ακόμη ένα ξημέρωμα, στην πόρτα της Ευρώπης.
Οι πρόσφυγες τοποθετούν την ημιλιπόθυμη γυναίκα μέσα στο βαν της αστυνομίας |
Από τη βόρεια Συρία
Τις τελευταίες εβδομάδες, τα περάσματα του Έβρου εμφανίζουν μια ασυνήθιστη κινητικότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού τμήματος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, μέσα στον Απρίλιο οι χερσαίες αφίξεις ξεπέρασαν οριακά τις θαλάσσιες. Μια πρωτοφανής εξέλιξη για τα δεδομένα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Περισσότερα από 2.900 άτομα εντοπίστηκαν τον Απρίλιο στον Έβρο, ενώ στην ίδια περιοχή σε όλο το 2017 δεν είχαν ξεπεράσει τις 5.700.
Μέσα σε δύο ημέρες, στο νοητό τόξο που συνδέει τα χωριά Ρήγιο, Πύθιο, Πετράδες, Πραγγί και Ισαάκιο, η «Κ» συνάντησε περισσότερους από 100 νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες. Στην πλειονότητά τους δήλωναν Κούρδοι από τη βόρεια Συρία, έλεγαν ότι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους το τελευταίο δεκαήμερο και ότι πλήρωσαν τουλάχιστον 1.500 ευρώ έκαστος σε διακινητές για να τους οδηγήσουν από την Τουρκία σε ελληνικό έδαφος.
Χάρτης: Νότης Ρήγας / Ατελιέ «Κ» |
Ούτε η τουρκική στρατοχωροφυλακή ούτε οι καιρικές συνθήκες ανέκοψαν την πορεία τους. Ακόμη κι όταν στα τέλη Μαρτίου άνοιξαν τα θυροφράγματα και πλημμύρισαν ελεγχόμενα 5.000 στρέμματα στην περιοχή του Πυθίου για να εκτονωθούν τα φουσκωμένα νερά του ποταμού, άνθρωποι συνέχισαν να έρχονται.
Οι δύο όχθες του Έβρου. Αριστερά η Ελλάδα, δεξιά η Τουρκία. |
«Πώς τα καταφέρνουν; Δεν τους βλέπουν οι Τούρκοι;», αναρωτιέται ο Ευάγγελος Σακαλής, καθώς προσπαθεί να συνεννοηθεί με κάποιους από τους νεοαφιχθέντες που σταμάτησαν στο χωριό του. «Λένε ότι δεν βλέπουν κανέναν στα σύνορα. Πριν από δύο ημέρες πέρασε και ένα ζευγάρι Τούρκων δασκάλων. Είπαν ότι είναι γκιουλενιστές και ότι έφυγαν για να γλιτώσουν από την αφόρητη κατάσταση στην πατρίδα τους», προσθέτει.
Ο 38χρονος Λοκμάν Κουράμπντο υποστηρίζει ότι επέλεξε το πέρασμα του Έβρου λόγω της πιο χαλαρής αστυνόμευσης. Εργαζόταν σε βιοτεχνία υφασμάτων στο Αφρίν, το οποίο εγκατέλειψε μετά την τουρκική εισβολή. «Όταν φύγαμε από το σπίτι μας έβαλαν άλλους να μείνουν στη θέση μας», λέει.
Εξηγεί ότι σκοπεύει να συναντήσει τη μεγάλη του αδερφή η οποία βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια σε δομή της Θεσσαλονίκης μαζί με τις τέσσερις κόρες της. «Είχε ταξιδέψει από τη θάλασσα. Έφτασε πρώτα στη Μυτιλήνη», λέει. «Πλήρωσε τα μισά χρήματα από εμάς, αλλά στη Σμύρνη τώρα είχε πολλούς αστυνομικούς και δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Γι’ αυτό ήρθαμε από το ποτάμι».
Με οδηγό τις ράγες
Ο Κουράμπντο, όπως και δεκάδες άλλοι συμπατριώτες του που συναντάμε στην επαρχιακή οδό, κινούνται στα τυφλά. Σε ημέρες μαζικών αφίξεων μπορεί να μεσολαβήσουν μέχρι και πέντε ώρες μέχρι να τους παραλάβει κάποιο βανάκι της αστυνομίας. Αυτό συνέβη πριν μερικές μέρες όταν περισσότερα από 200 άτομα πέρασαν τα σύνορα στον Έβρο. Κάποιοι βρήκαν τον προσανατολισμό τους έχοντας ως σημάδι τις σιδηροδρομικές γραμμές. Περπάτησαν σε αυτές μέχρι να φτάσουν στο Διδυμότειχο. Άλλοι, όμως, απελπισμένοι από την αναμονή και αναποφάσιστοι μετακινούνταν μπρος - πίσω μεταξύ γειτονικών χωριών.
Δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν τόσο πολύ κόσμο
Στον στενό δρόμο, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, που οδηγεί από το Πύθιο στους Πετράδες, ο Μιχάλης Νικολαράκης φροντίζει τα μελίσσια του. «Από εδώ περνούν, από τις ράγες», λέει. «Ζητούν λίγο νερό, λίγο φαγητό. Ακόμα και στους κάμπους σταματούν τους αγρότες με τα τρακτέρ για φαγητό». Ο παππούς του ήταν αγροφύλακας και γνωρίζει καλά τα μονοπάτια στην περιοχή. Ο ίδιος ζει εδώ την τελευταία πενταετία.
«Παλιά ειδοποιούσα τους συνοριοφύλακες όποτε εμφανιζόταν κάποιος άνθρωπος και σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει και τους είχαν πάρει για ταυτοποίηση. Τώρα, έρχονται πιο αργά. Όποτε τους καλώ λένε ότι τα οχήματα είναι χαλασμένα και τα κτίρια γεμάτα. Κάνουν ό,τι μπορούν», λέει.
Είναι νωρίς το πρωί όταν ο Σταύρος Σίμογλου ανοίγει το παράθυρό του στην είσοδο του Πυθίου. Κοιτάζει τις ράγες, τον λασπωμένο κάμπο και το βλέμμα του σταματά στο ύψωμα απέναντι. Τόσο κοντά είναι η Τουρκία. Στην αυλή του ξεκουράζονται εδώ και ώρα τρεις άνθρωποι. Δύο Ιρακινοί κάθονται στη σκιά ενός δένδρου και ένας ακόμη ξεπλένει τα λασπωμένα του παπούτσια με το λάστιχο.
«Πριν από πολλά χρόνια συνέβαινε το ίδιο. Εδώ είναι το πρώτο μέρος που μπαίνουν στην Ελλάδα και δεν δημιουργούν πρόβλημα, θέλουν να συνεχίσουν», λέει ο 65χρονος ιδιοκτήτης του σπιτιού. «Από το καλό κανείς δεν φεύγει. Κανείς δεν εγκαταλείπει την πατρίδα του αν δεν έχει πρόβλημα. Ψάχνουν τον παράδεισο, δεν ξέρουν όμως ότι δεν θα τον βρουν εδώ».
Αρκετοί συγχωριανοί του βοηθούν όπως μπορούν όσους εμφανίζονται στις πόρτες τους. Όσο βρισκόμαστε έξω από την αυλή του κ. Σίμογλου μια κάτοικος οδηγεί στο διπλανό καφενείο μια γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά της. Της προσφέρει νερό και κουλούρι και μας εξηγεί ότι πλέον έχει στο σπίτι της δύο μπιμπερό για ώρες ανάγκης σαν κι αυτή.
Η αστυνομική δύναμη
Σύμφωνα με αξιωματούχο της ΕΛ.ΑΣ. που μίλησε στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας, αυτή την περίοδο οι εννιά στους δέκα νεοαφιχθέντες στον Έβρο έχουν προσφυγικό προφίλ και εξ αυτών η πλειονότητα είναι κουρδικής καταγωγής. «Παρακολουθούμε καθημερινά το φαινόμενο και πιστεύουμε ότι είναι συγκυριακό και δεν θα πάρει μόνιμες διαστάσεις», αναφέρει η ίδια πηγή για την αυξητική τάση που καταγράφεται στην περιοχή. Προσθέτει ακόμη ότι από την πρώτη στιγμή που παρατηρήθηκε άνοδος στον αριθμό των αφίξεων υπήρξε επικοινωνία των ελληνικών αρχών με τις αντίστοιχες τουρκικές, αλλά και με αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να περιοριστεί το φαινόμενο.
«Το όλο θέμα έχει ευρωπαϊκή διάσταση και δεν θα το αντιμετωπίσει μόνη της η χώρα μας», λέει ο αξιωματούχος της αστυνομίας.
Αυτή τη στιγμή στον Έβρο συνδράμουν σε διάφορα πόστα 43 φιλοξενούμενοι αξιωματούχοι του Frontex, του ευρωπαϊκού οργανισμού συνοριοφυλακής. Ακόμη η ΕΛ.ΑΣ. έχει ενισχύσει τη δύναμή της με 350 άτομα, εκ των οποίων οι 155 χρηματοδοτούνται από το ευρωπαϊκό ταμείο εσωτερικής ασφάλειας. Σύμφωνα με αστυνομική πηγή, είναι σε εξέλιξη και διαγωνισμοί για την απόκτηση με κοινοτικούς πόρους και άλλων μέσων επιτήρησης των συνόρων, όπως οχημάτων 4Χ4 και θερμικών καμερών.
Το κέντρο της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής και το προαναχωρησιακό κέντρο της ΕΛ.ΑΣ. |
Οι επόμενοι σταθμοί
Βάσει της προβλεπόμενης διαδικασίας, όσοι εντοπίζονται στον Έβρο οδηγούνται στο χωριό Φυλάκιο για να περάσουν από το προαναχωρησιακό κέντρο της αστυνομίας, αλλά και το κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Εκεί λαμβάνονται τα στοιχεία τους, δακτυλοσκοπούνται και τους χορηγούνται τα υπηρεσιακά σημειώματα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους εφόσον κρίνονται μη απελάσιμοι. Στα μέσα της εβδομάδας, όμως, και τα δύο κέντρα είχαν στους χώρους τους περισσότερα άτομα από όσα μπορούν να φιλοξενήσουν.
Είναι απόγευμα Τρίτης στο Φυλάκιο Έβρου και έξω από την πύλη του προαναχωρησιακού κέντρου τέσσερα λεωφορεία περιμένουν για να επιβιβάσουν 230 άτομα. Τα συγκεκριμένα λεωφορεία, πάντως, δεν έχουν προορισμό κάποια δομή φιλοξενίας. Οι πρόσφυγες, κυρίως Σύροι, Ιρακινοί και Παλαιστίνιοι έχουν δηλώσει ότι θα διαμείνουν σε γνωστά ή φιλικά τους πρόσωπα.
Αφού πληρώσουν το αντίτιμο οι πρόσφυγες επιβιβάζονται στα λεωφορεία που τους περιμένουν.
Όπως εξηγεί στην «Κ» ένας από τους οδηγούς, όσοι έχουν δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο των 90 ευρώ θα μεταφερθούν στην Αθήνα. Όσοι μπορούν να διαθέσουν 50 ευρώ θα οδηγηθούν στη Θεσσαλονίκη. Και εκείνοι που δεν έχουν το απαραίτητο αντίτιμο θα αφεθούν στην Ορεστιάδα, στον σταθμό των τρένων. Τελικά, το ίδιο βράδυ περίπου 15 άτομα διανυκτέρευσαν εκεί περιμένοντας να ανοίξει ο σταθμός για το πρωινό δρομολόγιο. Αυτή είναι μια συνηθισμένη εικόνα για την περιοχή. Την επόμενη νύχτα, ακόμη 30 πρόσφυγες περίμεναν έξω από τον σταθμό των ΚΤΕΛ της Ορεστιάδας.
Βρέφη, παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι περνούν τη νύχτα έξω από τα ΚΤΕΛ περιμένοντας το πρώτο πρωινό δρομολόγιο.
Πίσω στο Φυλάκιο, 30 Τούρκοι αντικαθεστωτικοί περιμένουν τη σειρά τους για να ταξιδέψουν στην Αθήνα. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο δασκάλες που εργάζονταν σε σχολεία του Φετουλάχ Γκιουλέν, του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη που θεωρείται από την Τουρκία υπαίτιος της απόπειρας πραξικοπήματος. Το πρώτο τρίμηνο του 2018 από τις 393 αιτήσεις ασύλου Τούρκων πολιτών που υποβλήθηκαν σε όλη τη χώρα, οι 178 αιτήσεις κατατέθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα (στο Φυλάκιο Έβρου και στη Θεσσαλονίκη).
«Απολύθηκα 20 μέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα», λέει στην «Κ» ο σύζυγος της μιας δασκάλας, πρώην κρατικός υπάλληλος με πτυχίο μηχανικού υπολογιστών που ζήτησε να μιλήσει ανώνυμα. Όπως εξηγεί, μέσα σε δύο ημέρες ολοκληρώθηκε η καταγραφή του στο προαναχωρησιακό κέντρο και του επιτράπηκε να συνεχίσει το ταξίδι του.
«Δεν είμαι πολιτικοποιημένος, δεν υποστηρίζω τη βία», λέει.
«Είχα πλέον τρεις εναλλακτικές. Είτε να μείνω στην Τουρκία και να φυλακιστώ όπως τόσοι άλλοι, είτε να ρισκάρω τον θάνατό μου στο ποτάμι, είτε να φτάσω στην Ελλάδα. Τα κατάφερα και πλέον είμαι ασφαλής».
Ρεπορτάζ: Γιάννης Παπαδόπουλος - Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Πηγή: Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω