Η ταινία "Γουέστερν" της Γερμανίδας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ και η βιογραφική ταινία "Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ", είναι οι νέες προτάσεις της ΚΛΑ στο θερινό κινηματογράφο Φλοίσβο.
Οι προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Αλεξανδρούπολης στο θερινό κινηματογράφο Φλοίσβο συνεχίζονται. Σήμερα Κυριακή είναι η τελευταία μέρα προβολής της ταινίας «Καλπάζοντας με το όνειρο» της κινηματογραφίστριας Κλόε Ζάο και για την ερχόμενη εβδομάδα η Κ.Λ.Α. έχει δύο προτάσεις.
Από τη Δευτέρα 9 έως και την Τετάρτη 11 Ιουλίου θα προβληθεί η ταινία «Γουέστερν» της ακριβοθώρητης Γερμανίδας σκηνοθέτιδας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, που επιστρέφει μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής με ένα δικό της Γουέστερν.
Στον δικό της ορισμό αυτού του γουέστερν, οι «καουμπόηδες» είναι οι Γερμανοί υπάλληλοι μιας κατασκευαστικής εταιρείας που αναλαμβάνει έργα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι «ινδιάνοι» είναι οι Βούλγαροι γηγενείς που φαντάζουν εξωτικοί - άλλοτε διασκεδαστικοί κι άλλοτε επικίνδυνοι - στα μάτια των εισβολέων, αλλά η Δύση παραμένει άγρια και σταθερά προσανατολισμένη στην «ανάπτυξη»...
Θα ακολουθήσει, από την Πέμπτη 12 έως και την Κυριακή 15 Ιουλίου, η ταινία «Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ» του Ετιέν Κομάρ.
Στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρντ, μια μοναδική προσωπικότητα της εποχής και βιρτουόζος της κιθάρας, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Κάθε βράδυ το Παρίσι χορεύει με τη σουίνγκ μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί. Όταν η Γερμανική προπαγάνδα του ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία μαζί με τη σύζυγό και τη μητέρα του, με τη βοήθεια της Γαλλίδας φίλης του Λουίζ ντε Κλερκ. Αλλά η απόδραση τους είναι πιο πολύπλοκη απ’ ότι περίμενε.
Οι προβολές της Κ.Λ.Α. στο θερινό κινηματογράφο Φλοίσβο ξεκινούν κάθε βράδυ στις 10:00 μ.μ. με εισιτήριο 5 ευρώ γενική είσοδο, 4 ευρώ για τα μέλη της ΚΛΑ και 3 ευρώ για φοιτητές, μαθητές, άνεργους, πολύτεκνους.
Δευτέρα 9 έως και Τετάρτη 11 Ιουλίου
Γουέστερν (Western)
Βουλγαρία - Γερμανία, 2017
Σενάριο - σκηνοθεσία: Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
Παίζουν: Μάινχαρντ Νόιμαν, Ράινχαρντ Βέτρεκ, Σουλεϊμάν Αλίλοφ Λέβιτοφ, Βενέτα Φράγκνοβα, Βιάρα Μπορίσοβα, Κέβιν Μπάσεβ.
Διάρκεια: 119'
Η πολυταξιδεμένη και πολυβραβευμένη - ανάμεσα στις τρεις φιναλίστ για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Γερμανίδας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, τοποθετημένη στα νέα σύνορα μιας Ευρώπης που αλλάζει, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα κλασικό γουέστερν.
Η Γκρίζεμπαχ, που με τα αφτιασίδωτα πορτρέτα της φλερτάρει περισσότερο με το σινεμά των αδελφών Νταρντέν παρά με τους δικούς της ανθρώπους, τον Πέτζολντ και τη Μάρεν Άντε (δούλεψε μαζί της στο σενάριο του Τόνι Έρντμαν), στο Western παίρνει και δίνει χρόνο: ξεδιπλώνει με καλοκαιρινούς και ράθυμους ρυθμούς την ιστορία μιας ομάδας Γερμανών εργατών που μεταβαίνουν σε ένα βουλγάρικο χωριό στα σύνορα με την Ελλάδα για έργα υποδομής και αφήνει τις σχέσεις τους με τους ντόπιους να αναπτυχθούν όπως αρμόζει σε ανθρώπους που βασικά συνεννοούνται με νοήματα, γιατί κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου.
Ένα άγριο φυσικό τοπίο, η συνεχής απειλή μιας αναμέτρησης, δυο ομάδες «σκληρών» ανδρών, οι ντόπιοι και οι ξένοι, ένα μικρό χωριό στην ζέστη του καλοκαιριού, ακόμη κι άλογα, το φιλμ μοιάζει να έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για να δικαιολογήσουν τον τίτλο του. Η σύγκρουση έτσι κι αλλιώς υπάρχει εκ προοιμίου. Είναι αυτή της εύπορης Ευρώπης και των φτωχών συνοριακών χωρών της, αυτή της εγγενούς ανδρικής αντιπαλότητας στις σχέσεις εξουσίας, αυτή της παράδοσης και της προόδου.
Όμως στο φιλμ υπάρχει χώρος και για άλλου είδους παρατηρήσεις, για την (εθνική αλλά όχι μόνο) ταυτότητα, για τις διαδρομές της επικοινωνίας, για την ικανότητα να χτίζεις δεσμούς ακόμη και πέρα από εμπόδια όπως η γλώσσα ή η κοινωνική τάξη. Και υπάρχει ακόμη και χώρος για στιγμές καθαρής, απόλυτα λιτής αλλά κι όμορφης συγκίνησης, σε μερικές σκηνές που δεν χρειάζονται την γλώσσα για να μιλήσουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά.
Πέμπτη 12 έως και Κυριακή 15 Ιουλίου
Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ (Django)
Γαλλία, 2017
Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ
Σενάριο: Ετιέν Κομάρ, Αλέξις Σαλάτκο
Παίζουν: Ρεντά Καντέμπ, Σεσίλ ντε Φρανς, Μπεά Παλιά, Μπίμπαμ Μερστάιν, Γκαμπριέλ Μιρετέ, Άλεξ Μπρεντεμούλ.
Διάρκεια: 117'
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο θρύλος της μουσικής σουίνγκ, τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρντ χορεύει το Παρίσι με τη μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί. Όταν η Γερμανική προπαγάνδα του ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία. Η ταινία επικεντρώνεται στο καθοριστικό αυτό περιστατικό στη ζωή του Τζάνγκο Ράινχαρντ. Επίσημη ταινία έναρξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου 2017.
Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ, υπήρξε μια αληθινή ιδιοφυΐα της τζαζ, ένας μουσικός που έφερε το τσιγγάνικο πάθος στην τζαζ κιθάρα και δημιούργησε ένα δικό του στιλ που έγινε στην πορεία κλασσικό. Γεννημένος το 1910 στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς, ξεκίνησε να ζει από την μουσική ήδη στα δεκατρία του χρόνια, όμως το φιλμ τον συναντά στα 1943 στο υπό κατοχή Παρίσι, όντας ήδη λαμπρός σταρ, ακόμη κι αν αναγκάζεται να παίζει μουσική κυρίως για τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι ακόμη κι αν δεν έχουν σε καμιά εκτίμηση την μουσική των μαύρων ή των τσιγγάνων, δεν μπορούν να αντισταθούν στο ταλέντο και τον συναρπαστικό ρυθμό του.
Ο Ετιέν Κομάρ, που σκηνοθετεί για πρώτη φορά, επισημαίνει την ελάχιστα ουμανιστική στάση των Γάλλων δοσίλογων απέναντι στη μανία των ναζί να μαντρώσουν τους Ρομά και να τους ξαποστείλουν σε στρατόπεδα και επιμένει στη συνθετική μαεστρία και στην εκτελεστική δεινότητα του Ράινχαρντ. Το μουσικό κομμάτι της ταινίας είναι απολαυστικό, μια βουτιά στην πρωτοποριακή σουίνγκ χρήση της κιθάρας με ένα groove πρωτόγνωρο και μεταδοτικό, που όσο κρατά, δεν θες να τελειώσει - κι ευτυχώς, ο Κομάρ δεν τσιγκουνεύεται τη διάρκεια και την ένταση στα κομμάτια, με πλάνα που εστιάζουν στο «παιχτικό» τμήμα και στο πάθος που συνεπαίρνει τον καλλιτέχνη.
[post_ads]
Από τη Δευτέρα 9 έως και την Τετάρτη 11 Ιουλίου θα προβληθεί η ταινία «Γουέστερν» της ακριβοθώρητης Γερμανίδας σκηνοθέτιδας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, που επιστρέφει μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής με ένα δικό της Γουέστερν.
Στον δικό της ορισμό αυτού του γουέστερν, οι «καουμπόηδες» είναι οι Γερμανοί υπάλληλοι μιας κατασκευαστικής εταιρείας που αναλαμβάνει έργα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι «ινδιάνοι» είναι οι Βούλγαροι γηγενείς που φαντάζουν εξωτικοί - άλλοτε διασκεδαστικοί κι άλλοτε επικίνδυνοι - στα μάτια των εισβολέων, αλλά η Δύση παραμένει άγρια και σταθερά προσανατολισμένη στην «ανάπτυξη»...
Θα ακολουθήσει, από την Πέμπτη 12 έως και την Κυριακή 15 Ιουλίου, η ταινία «Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ» του Ετιέν Κομάρ.
Στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρντ, μια μοναδική προσωπικότητα της εποχής και βιρτουόζος της κιθάρας, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Κάθε βράδυ το Παρίσι χορεύει με τη σουίνγκ μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί. Όταν η Γερμανική προπαγάνδα του ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία μαζί με τη σύζυγό και τη μητέρα του, με τη βοήθεια της Γαλλίδας φίλης του Λουίζ ντε Κλερκ. Αλλά η απόδραση τους είναι πιο πολύπλοκη απ’ ότι περίμενε.
Οι προβολές της Κ.Λ.Α. στο θερινό κινηματογράφο Φλοίσβο ξεκινούν κάθε βράδυ στις 10:00 μ.μ. με εισιτήριο 5 ευρώ γενική είσοδο, 4 ευρώ για τα μέλη της ΚΛΑ και 3 ευρώ για φοιτητές, μαθητές, άνεργους, πολύτεκνους.
Δευτέρα 9 έως και Τετάρτη 11 Ιουλίου
Γουέστερν (Western)
Βουλγαρία - Γερμανία, 2017
Σενάριο - σκηνοθεσία: Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ
Παίζουν: Μάινχαρντ Νόιμαν, Ράινχαρντ Βέτρεκ, Σουλεϊμάν Αλίλοφ Λέβιτοφ, Βενέτα Φράγκνοβα, Βιάρα Μπορίσοβα, Κέβιν Μπάσεβ.
Διάρκεια: 119'
Η πολυταξιδεμένη και πολυβραβευμένη - ανάμεσα στις τρεις φιναλίστ για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Γερμανίδας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, τοποθετημένη στα νέα σύνορα μιας Ευρώπης που αλλάζει, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα κλασικό γουέστερν.
Η Γκρίζεμπαχ, που με τα αφτιασίδωτα πορτρέτα της φλερτάρει περισσότερο με το σινεμά των αδελφών Νταρντέν παρά με τους δικούς της ανθρώπους, τον Πέτζολντ και τη Μάρεν Άντε (δούλεψε μαζί της στο σενάριο του Τόνι Έρντμαν), στο Western παίρνει και δίνει χρόνο: ξεδιπλώνει με καλοκαιρινούς και ράθυμους ρυθμούς την ιστορία μιας ομάδας Γερμανών εργατών που μεταβαίνουν σε ένα βουλγάρικο χωριό στα σύνορα με την Ελλάδα για έργα υποδομής και αφήνει τις σχέσεις τους με τους ντόπιους να αναπτυχθούν όπως αρμόζει σε ανθρώπους που βασικά συνεννοούνται με νοήματα, γιατί κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου.
Ένα άγριο φυσικό τοπίο, η συνεχής απειλή μιας αναμέτρησης, δυο ομάδες «σκληρών» ανδρών, οι ντόπιοι και οι ξένοι, ένα μικρό χωριό στην ζέστη του καλοκαιριού, ακόμη κι άλογα, το φιλμ μοιάζει να έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για να δικαιολογήσουν τον τίτλο του. Η σύγκρουση έτσι κι αλλιώς υπάρχει εκ προοιμίου. Είναι αυτή της εύπορης Ευρώπης και των φτωχών συνοριακών χωρών της, αυτή της εγγενούς ανδρικής αντιπαλότητας στις σχέσεις εξουσίας, αυτή της παράδοσης και της προόδου.
Όμως στο φιλμ υπάρχει χώρος και για άλλου είδους παρατηρήσεις, για την (εθνική αλλά όχι μόνο) ταυτότητα, για τις διαδρομές της επικοινωνίας, για την ικανότητα να χτίζεις δεσμούς ακόμη και πέρα από εμπόδια όπως η γλώσσα ή η κοινωνική τάξη. Και υπάρχει ακόμη και χώρος για στιγμές καθαρής, απόλυτα λιτής αλλά κι όμορφης συγκίνησης, σε μερικές σκηνές που δεν χρειάζονται την γλώσσα για να μιλήσουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά.
Πέμπτη 12 έως και Κυριακή 15 Ιουλίου
Τζάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ (Django)
Γαλλία, 2017
Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ
Σενάριο: Ετιέν Κομάρ, Αλέξις Σαλάτκο
Παίζουν: Ρεντά Καντέμπ, Σεσίλ ντε Φρανς, Μπεά Παλιά, Μπίμπαμ Μερστάιν, Γκαμπριέλ Μιρετέ, Άλεξ Μπρεντεμούλ.
Διάρκεια: 117'
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο θρύλος της μουσικής σουίνγκ, τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρντ χορεύει το Παρίσι με τη μουσική του, ενώ την ίδια στιγμή οι τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται από τους Ναζί. Όταν η Γερμανική προπαγάνδα του ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, συναισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να διαφύγει στην Ελβετία. Η ταινία επικεντρώνεται στο καθοριστικό αυτό περιστατικό στη ζωή του Τζάνγκο Ράινχαρντ. Επίσημη ταινία έναρξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου 2017.
Ο Τζάνγκο Ράινχαρντ, υπήρξε μια αληθινή ιδιοφυΐα της τζαζ, ένας μουσικός που έφερε το τσιγγάνικο πάθος στην τζαζ κιθάρα και δημιούργησε ένα δικό του στιλ που έγινε στην πορεία κλασσικό. Γεννημένος το 1910 στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς, ξεκίνησε να ζει από την μουσική ήδη στα δεκατρία του χρόνια, όμως το φιλμ τον συναντά στα 1943 στο υπό κατοχή Παρίσι, όντας ήδη λαμπρός σταρ, ακόμη κι αν αναγκάζεται να παίζει μουσική κυρίως για τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι ακόμη κι αν δεν έχουν σε καμιά εκτίμηση την μουσική των μαύρων ή των τσιγγάνων, δεν μπορούν να αντισταθούν στο ταλέντο και τον συναρπαστικό ρυθμό του.
Ο Ετιέν Κομάρ, που σκηνοθετεί για πρώτη φορά, επισημαίνει την ελάχιστα ουμανιστική στάση των Γάλλων δοσίλογων απέναντι στη μανία των ναζί να μαντρώσουν τους Ρομά και να τους ξαποστείλουν σε στρατόπεδα και επιμένει στη συνθετική μαεστρία και στην εκτελεστική δεινότητα του Ράινχαρντ. Το μουσικό κομμάτι της ταινίας είναι απολαυστικό, μια βουτιά στην πρωτοποριακή σουίνγκ χρήση της κιθάρας με ένα groove πρωτόγνωρο και μεταδοτικό, που όσο κρατά, δεν θες να τελειώσει - κι ευτυχώς, ο Κομάρ δεν τσιγκουνεύεται τη διάρκεια και την ένταση στα κομμάτια, με πλάνα που εστιάζουν στο «παιχτικό» τμήμα και στο πάθος που συνεπαίρνει τον καλλιτέχνη.
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω