Το 2015 ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ χρειάζονταν ένα είδος ριζοσπαστισμού για να φτάσουν στην εξουσία. Το 2018 χρειάζονται συστημικά χαρακτηριστικά και παλαιοκομματικές πρακτικές, για να τη διατηρήσουν. Η συμπεριφορά τους μετά το Μάτι αυτό επιβεβαιώνει.
του Γιώργου Καρελιά
Εκτός από το θέμα της πολιτικής ευθύνης, που επανήλθε δριμύτερο στην επικαιρότητα μετά τις πυρκαγιές του 2007, η τραγωδία στην Ανατολική Αττική ήρθε να επιβεβαιώσει και κάτι ακόμα: ότι στα δύο ήδη κατεστημένα κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) τώρα προστίθεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συμπεριφορά της κυβέρνησής του - και πρωτίστως του ίδιου του Πρωθυπουργού - δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Ας δούμε πώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία το 2015 (και) με την αίγλη του ριζοσπαστικού κόμματος, που δεν είχε καμιά σχέση με το αμαρτωλό παρελθόν των προ αυτού κυβερνητικών κομμάτων. Εκπόρθησε το οχυρό της εξουσίας την κατάλληλη στιγμή, όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν απαξιωθεί στα μάτια μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων. Δεν ήταν μόνο οι μνημονιακές αμαρτίες. Αλλά και η απαξίωση από την 40ετή συνεχή εναλλαγή τους στην εξουσία.
Ο Αλέξης Τσίπρας, συγκρινόμενος με πολλαπλώς (και λόγω πολυκαιρίας στους κυβερνητικούς θώκους) φθαρμένους ομολόγους του, ήταν θελκτική επιλογή, παρά την εμφανή απειρία του και την υπερχειλίζουσα από υπερβολές ρητορεία του. Ακόμα και όταν έσπασε τα μούτρα του στη σύγκρουση με τους δανειστές, ακόμα και όταν έκανε την κωλοτούμπα με το δημοψήφισμα (στο οποίο πήρε με το μέρος του το 62%), μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν του τα καταλόγισε. Γι’ αυτό και, παρόλα αυτά, κέρδισε και τις δεύτερες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Η κοινή γνώμη εξακολουθούσε να τον θεωρεί προτιμητέο έναντι των «παλαιών».
Τα χρόνια πέρασαν, οι προσδοκίες της συστημικής αντιπολίτευσης ότι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση θα γινόταν «παρένθεση» διαψεύστηκαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα σταθεροποιήθηκε και άρχισε να αποκτά και η ίδια συστημικά και καθεστωτικά χαρακτηριστικά. Όλο και περισσότερο άρχισε να μοιάζει με τους προκατόχους της (στον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, στη στάση της έναντι της κριτικής κ.α). Αυτό επιβεβαιώθηκε οριστικά με τη διαχείριση στη τραγωδία στο Μάτι.
«Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη», είπε ο κ. Τσίπρας στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Όπως και προκάτοχοί του πρωθυπουργοί σε ανάλογες περιπτώσεις. Θα μπορούσε να προσθέσει μερικές ακόμα φράσεις που θα τον διαφοροποιούσαν στα μάτια της κοινής γνώμης, έστω ενός μεγάλου μέρους της. Για παράδειγμα:
– «Οι αρμόδιες αρχές, παρά την προσπάθειά των υπαλλήλων τους, απέτυχαν να αποτρέψουν θανάτους συμπολιτών μας. Οι αρχηγοί της Πυροσβεστικής, της Αστυνομίας και ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας αντικαταστάθηκαν».
– «Οι συναρμόδιοι υπουργοί Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη υπέβαλαν τις παραιτήσεις του σε ένδειξη ευαισθησίας».
– «Ζήτησα από τα στελέχη της Αυτοδιοίκησης που ανήκουν στο κόμμα μας να παραιτηθούν». Έτσι, η περιφερειάρχης Δούρου θα έκανε την αρχή και δεν θα τολμούσαν να μην ακολουθήσουν ο Ψινάκης του Μαραθώνα και ο Μπουρνούς της Ραφήνας.
Αν ο κ. Τσίπρας έκανε αυτά τα τρία βήματα θα καταγραφόταν ως διαφορετικός από τους προηγούμενους. Και, κυρίως, θα μπορούσε να περάσει ευκολότερα την «εκστρατεία κατά των αυθαιρέτων», την οποία εμφανίζεται να ξεκινάει. Τώρα θεωρείται, ευλόγως, ως αντιπερισπασμός. Χώρια που είναι δύσκολο να γίνει κάτι ουσιαστικό, αφού η κυβέρνηση - και αυτή η κυβέρνηση - πολύ δύσκολα θα επιλέξει να το πάει έως το τέλος. Έτσι, αφού εμφανιστούν σε κάποια σημεία οι μπουλντόζες, μετά το θέμα θα ξεχαστεί και θα το ξαναθυμηθούμε στο επόμενο Μάτι. Όποιος στοιχηματίσει ότι έτσι θα γίνει δεν θα χάσει τίποτα.
Η διαχείριση αυτή αφαιρεί από τον κ. Τσίπρα οποιοδήποτε απομεινάρι ριζοσπαστισμού και διαφορετικότητας. Ο,τι έκαναν οι προκάτοχοί του κάνει και ο ίδιος. Αδυνατεί ή έτσι εμφανίζεται να απομακρύνει δυο-τρία πρόσωπα. Περιμένει να υποχωρήσει η πίεση της επικαιρότητας και να αρχίζουν άλλα θέματα να κυριαρχούν.
Αυτή είναι μια κλασική επιλογή ενός Πρωθυπουργού που ηγείται μιας κυβέρνησης με παλαιοκομματικά και καθεστωτικά χαρακτηριστικά κι ας έχει μόλις τριάμισι χρόνια θητεία πίσω της. Πρόλαβε και τα απέκτησε.
Κατά βάθος και οι σημερινοί έχουν πειστεί ότι μόνο με τέτοια χαρακτηριστικά θα μακροημερεύσουν είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολιτευόμενο κόμμα εξουσίας. Το 2015 χρειάζονταν ένα είδος ριζοσπαστισμού για να κατακτήσουν την εξουσία. Το 2018 χρειάζονται συστημικά χαρακτηριστικά και παλαιοκομματικές πρακτικές για να την διατηρήσουν και, αν δεν μπορέσουν, για να παραμείνουν κόμμα εξουσίας.
Πέτυχαν το 2015, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα αποτύχουν φέτος ή του χρόνου σε αυτήν την επιδίωξη. Αν υπολογίσει κανείς ότι η κυβέρνηση Καραμανλή το 2007 δεν πλήρωσε κανένα εκλογικό κόστος από τις φονικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, η ανάλογη συμπεριφορά και των σημερινών είναι ευεξήγητη σε μεγάλο βαθμό.
Για να το πούμε αλλιώς, οι κυβερνήσεις έως τώρα - συμπεριλαμβανομένης πλέον της σημερινής - δεν δίνουν βάρος στην αποτροπή παρόμοιων κρίσεων, αλλά για την επικοινωνιακή διαχείρισή τους, υπολογίζοντας ότι μετά από λίγο διάστημα η κοινή γνώμη θα έχει άλλες έγνοιες. Και, κυρίως, υπολογίζοντας ότι την ώρα της κάλπης οι ψηφοφόροι θα έχουν άλλα κριτήρια. Έτσι, το Μάτι του 2018 θα έχει ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκε η Ζαχάρω του 2007.
Αν και με τα σχέδια ισχύει αυτό που έχει πει ο Ναπολέων Βοναπάρτης: «Έχω κάνει όλους τους υπολογισμούς. Η μοίρα θα κάνει τους υπόλοιπους».
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
Εκτός από το θέμα της πολιτικής ευθύνης, που επανήλθε δριμύτερο στην επικαιρότητα μετά τις πυρκαγιές του 2007, η τραγωδία στην Ανατολική Αττική ήρθε να επιβεβαιώσει και κάτι ακόμα: ότι στα δύο ήδη κατεστημένα κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) τώρα προστίθεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συμπεριφορά της κυβέρνησής του - και πρωτίστως του ίδιου του Πρωθυπουργού - δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Ας δούμε πώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία το 2015 (και) με την αίγλη του ριζοσπαστικού κόμματος, που δεν είχε καμιά σχέση με το αμαρτωλό παρελθόν των προ αυτού κυβερνητικών κομμάτων. Εκπόρθησε το οχυρό της εξουσίας την κατάλληλη στιγμή, όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν απαξιωθεί στα μάτια μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων. Δεν ήταν μόνο οι μνημονιακές αμαρτίες. Αλλά και η απαξίωση από την 40ετή συνεχή εναλλαγή τους στην εξουσία.
Ο Αλέξης Τσίπρας, συγκρινόμενος με πολλαπλώς (και λόγω πολυκαιρίας στους κυβερνητικούς θώκους) φθαρμένους ομολόγους του, ήταν θελκτική επιλογή, παρά την εμφανή απειρία του και την υπερχειλίζουσα από υπερβολές ρητορεία του. Ακόμα και όταν έσπασε τα μούτρα του στη σύγκρουση με τους δανειστές, ακόμα και όταν έκανε την κωλοτούμπα με το δημοψήφισμα (στο οποίο πήρε με το μέρος του το 62%), μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν του τα καταλόγισε. Γι’ αυτό και, παρόλα αυτά, κέρδισε και τις δεύτερες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Η κοινή γνώμη εξακολουθούσε να τον θεωρεί προτιμητέο έναντι των «παλαιών».
Τα χρόνια πέρασαν, οι προσδοκίες της συστημικής αντιπολίτευσης ότι η πρώτη αριστερή κυβέρνηση θα γινόταν «παρένθεση» διαψεύστηκαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα σταθεροποιήθηκε και άρχισε να αποκτά και η ίδια συστημικά και καθεστωτικά χαρακτηριστικά. Όλο και περισσότερο άρχισε να μοιάζει με τους προκατόχους της (στον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, στη στάση της έναντι της κριτικής κ.α). Αυτό επιβεβαιώθηκε οριστικά με τη διαχείριση στη τραγωδία στο Μάτι.
«Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη», είπε ο κ. Τσίπρας στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Όπως και προκάτοχοί του πρωθυπουργοί σε ανάλογες περιπτώσεις. Θα μπορούσε να προσθέσει μερικές ακόμα φράσεις που θα τον διαφοροποιούσαν στα μάτια της κοινής γνώμης, έστω ενός μεγάλου μέρους της. Για παράδειγμα:
– «Οι αρμόδιες αρχές, παρά την προσπάθειά των υπαλλήλων τους, απέτυχαν να αποτρέψουν θανάτους συμπολιτών μας. Οι αρχηγοί της Πυροσβεστικής, της Αστυνομίας και ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας αντικαταστάθηκαν».
– «Οι συναρμόδιοι υπουργοί Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη υπέβαλαν τις παραιτήσεις του σε ένδειξη ευαισθησίας».
– «Ζήτησα από τα στελέχη της Αυτοδιοίκησης που ανήκουν στο κόμμα μας να παραιτηθούν». Έτσι, η περιφερειάρχης Δούρου θα έκανε την αρχή και δεν θα τολμούσαν να μην ακολουθήσουν ο Ψινάκης του Μαραθώνα και ο Μπουρνούς της Ραφήνας.
Αν ο κ. Τσίπρας έκανε αυτά τα τρία βήματα θα καταγραφόταν ως διαφορετικός από τους προηγούμενους. Και, κυρίως, θα μπορούσε να περάσει ευκολότερα την «εκστρατεία κατά των αυθαιρέτων», την οποία εμφανίζεται να ξεκινάει. Τώρα θεωρείται, ευλόγως, ως αντιπερισπασμός. Χώρια που είναι δύσκολο να γίνει κάτι ουσιαστικό, αφού η κυβέρνηση - και αυτή η κυβέρνηση - πολύ δύσκολα θα επιλέξει να το πάει έως το τέλος. Έτσι, αφού εμφανιστούν σε κάποια σημεία οι μπουλντόζες, μετά το θέμα θα ξεχαστεί και θα το ξαναθυμηθούμε στο επόμενο Μάτι. Όποιος στοιχηματίσει ότι έτσι θα γίνει δεν θα χάσει τίποτα.
Η διαχείριση αυτή αφαιρεί από τον κ. Τσίπρα οποιοδήποτε απομεινάρι ριζοσπαστισμού και διαφορετικότητας. Ο,τι έκαναν οι προκάτοχοί του κάνει και ο ίδιος. Αδυνατεί ή έτσι εμφανίζεται να απομακρύνει δυο-τρία πρόσωπα. Περιμένει να υποχωρήσει η πίεση της επικαιρότητας και να αρχίζουν άλλα θέματα να κυριαρχούν.
Αυτή είναι μια κλασική επιλογή ενός Πρωθυπουργού που ηγείται μιας κυβέρνησης με παλαιοκομματικά και καθεστωτικά χαρακτηριστικά κι ας έχει μόλις τριάμισι χρόνια θητεία πίσω της. Πρόλαβε και τα απέκτησε.
Κατά βάθος και οι σημερινοί έχουν πειστεί ότι μόνο με τέτοια χαρακτηριστικά θα μακροημερεύσουν είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολιτευόμενο κόμμα εξουσίας. Το 2015 χρειάζονταν ένα είδος ριζοσπαστισμού για να κατακτήσουν την εξουσία. Το 2018 χρειάζονται συστημικά χαρακτηριστικά και παλαιοκομματικές πρακτικές για να την διατηρήσουν και, αν δεν μπορέσουν, για να παραμείνουν κόμμα εξουσίας.
Πέτυχαν το 2015, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα αποτύχουν φέτος ή του χρόνου σε αυτήν την επιδίωξη. Αν υπολογίσει κανείς ότι η κυβέρνηση Καραμανλή το 2007 δεν πλήρωσε κανένα εκλογικό κόστος από τις φονικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, η ανάλογη συμπεριφορά και των σημερινών είναι ευεξήγητη σε μεγάλο βαθμό.
Για να το πούμε αλλιώς, οι κυβερνήσεις έως τώρα - συμπεριλαμβανομένης πλέον της σημερινής - δεν δίνουν βάρος στην αποτροπή παρόμοιων κρίσεων, αλλά για την επικοινωνιακή διαχείρισή τους, υπολογίζοντας ότι μετά από λίγο διάστημα η κοινή γνώμη θα έχει άλλες έγνοιες. Και, κυρίως, υπολογίζοντας ότι την ώρα της κάλπης οι ψηφοφόροι θα έχουν άλλα κριτήρια. Έτσι, το Μάτι του 2018 θα έχει ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκε η Ζαχάρω του 2007.
Αν και με τα σχέδια ισχύει αυτό που έχει πει ο Ναπολέων Βοναπάρτης: «Έχω κάνει όλους τους υπολογισμούς. Η μοίρα θα κάνει τους υπόλοιπους».
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω