Τρία χρόνια μετά την επιβολή τους, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων παραμένουν και διαμορφώνουν την ελληνική οικονομία - προφανώς προς το χειρότερο. Η κατάργησή τους είναι πολιτικό θέμα.
του Πέτρου Καρά
Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την εφαρμογή των capital control. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων συνεχίζονται, παραμένει άγνωστο πότε θα καταργηθούν αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην ελληνική οικονομία τα μνημόνια με τους πιστωτές, ίσχυσαν μεγαλύτερο διάστημα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Άλλες χώρες (Κύπρος, Ιρλανδία, κλπ) ξεπέρασαν τούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν από πιστωτές, σε μικρότερο διάστημα.
Γιατί η χώρα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς; Γιατί καθυστερεί περισσότερο από άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα; Η απάντηση είναι απλή. Υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης ξένων και εγχώριων κεφαλαιούχων που θεωρούν τη σημερινή κυβέρνηση αδύναμη και γι αυτό ευάλωτη στην ανατροπή των θετικών επιτευγμάτων. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται από το κυβερνητικό επιτελείο για διαμόρφωση «κεντρώας» εικόνας προβάλλοντας ένα πολιτικό σχήμα που επιδιώκει ειλικρινά την «κανονικότητα», οι αγορές δεν πείθονται.
Το ουσιαστικό πρόβλημα ωστόσο, είναι ότι είμαστε πλέον εθισμένοι στους περιορισμούς. Πολλές εγχώριες βιομηχανίες απέκτησαν νέους προμηθευτές όταν επιβλήθηκαν τα capital control. Δεν είχαν λόγους να τους αλλάξουν τα δύο χρόνια που πέρασαν. Ακόμα και μεγάλες βιομηχανίες που χρειάζονταν για παράδειγμα, πλαστικές συσκευασίες για τα προϊόντα τους, αδυνατούσαν να πληρώσουν προμηθευτές στο εξωτερικό, το πρώτο διάστημα του «πανικού». Ορισμένοι έκαναν ανταλλαγή έτοιμων προϊόντων με υλικά συσκευασίας. Περισσότερα όμως προβλήματα αντιμετώπισαν μικρομεσαίες εταιρείες στην εισαγωγή απαραίτητων πρώτων υλών. Στην ταραχή των πρώτων ημερών εφαρμογής των έκτακτων μέτρων πολλές επιχειρήσεις δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν άμεσα ξένους προμηθευτές ή συνεργάτες με συνέπεια να κλονίζονται κι αυτοί. Είναι μια εμπειρία που δεν ξεχνιέται εύκολα.
Στην πορεία η αγορά προσαρμόστηκε. Οι αρμόδιες υπηρεσίες άρχισαν να εγκρίνουν ταχύτερα τις σχετικές δαπάνες και οι περιορισμοί κάπως χαλάρωσαν. Οι επιπτώσεις όμως από την εφαρμογή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων έμειναν. Οι ελληνικές εταιρείες προσαρμόστηκαν και κινούνται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις ξένες. Αποδέχονται πλέον ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις ξένες παρά μόνον αν περιορίσουν την κερδοφορία αλλά και τις προοπτικές τους.
Αντίθετα οι θυγατρικές ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα τους. Έχουν την ευχέρεια να χρηματοδοτούνται από την μητρική χωρίς προσκόμματα, να τιμολογούν με καλύτερους όρους και να κερδίζουν μερίδια αγοράς. Δεν έχουν κανέναν περιορισμό, ούτε εξαρτώνται από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που αδυνατεί να χορηγήσει νέα δάνεια, εκτός κι αν αφορούν επαναχρηματοδότηση παλαιότερων ή δάνεια με εγγύηση μετρητών.
Ταυτόχρονα, η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια νέα τάση. Εταιρείες αλλά και ιδιώτες έχουν αναπτύξει δεξιοτεχνία στην διακράτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό. Εταιρείες που έχουν έσοδα από ξένες αγορές, επειδή για παράδειγμα κάνουν εξαγωγές ή έχουν οποιαδήποτε άλλα έσοδα, ακόμα κι αν διατήρησαν την φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα, κρατούν κεφάλαια στο εξωτερικό. Όχι τόσο για να κρύψουν κέρδη ή να εμφανίσουν λιγότερες πωλήσεις, απλά για να πληρώσουν εύκολα, υποχρεώσεις στο εξωτερικό. Στις λογιστικές καταστάσεις των περισσότερων εμπορικών και βιομηχανικών εταιρειών, αυξάνονται οι καταθέσεις εξωτερικού ενώ στις εγχώριες τράπεζες διατηρούνται τα αναγκαία για κάλυψη των υποχρεώσεων. Το πλεόνασμα είναι κατατεθειμένο στο εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει άνθιση του ελληνικού τουρισμού και εξαιτίας της πολιτικής αναστάτωσης ή πολέμων σε άλλες ανταγωνιστικές αγορές. Κι όμως η εισαγωγή κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις του κλάδου εμφανίζεται υποδεέστερη από την αύξηση του αριθμού τουριστών. Η εξήγηση ότι ήρθαν περισσότεροι «σπαγγοραμένοι» και δεν ξοδεύουν, είναι μάλλον ανεπαρκής. Απλά οι τουριστικές εταιρείες κρατούν χρήματα στο εξωτερικό.
Πολύ περισσότερο, εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως διεθνώς, όπως είναι οι ναυτιλιακές, περιόρισαν δραστικά τα κεφάλαια που φέρνουν στη χώρα. Το 2010 το λεγόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα που είναι όχι μόνον έσοδα της χώρας από τις ναυτιλιακές εταιρείες αλλά κι από εμβάσματα που στέλνουν οι ναυτικοί, ήταν 14 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2017 μειώθηκαν κατά 50% και υπολογίζονται σε 7 δισ. ευρώ. Παράλληλα οι πληρωμές ναυτιλιακών εταιρειών στο εξωτερικό έχουν σχεδόν μηδενιστεί, επειδή προτιμούν να κάνουν τις πληρωμές τους από άλλες χώρες.
Στην πραγματικότητα, ο χρόνος κατάργησης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι πολιτικό θέμα. Εξαρτάται από τον χρόνο που η χώρα θα αποκτήσει ισχυρή, σταθερή κυβέρνηση η οποία θα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των αγορών. Τότε όσοι διατηρούν για διάφορους λόγους κεφάλαια στο εξωτερικό θα τα φέρουν στη χώρα. Η κατάργηση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, εξαρτάται από την πραγματοποίηση εκλογών και φυσικά το αποτέλεσμά τους.
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την εφαρμογή των capital control. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων συνεχίζονται, παραμένει άγνωστο πότε θα καταργηθούν αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην ελληνική οικονομία τα μνημόνια με τους πιστωτές, ίσχυσαν μεγαλύτερο διάστημα από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Άλλες χώρες (Κύπρος, Ιρλανδία, κλπ) ξεπέρασαν τούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν από πιστωτές, σε μικρότερο διάστημα.
Γιατί η χώρα, δεν μπορεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς; Γιατί καθυστερεί περισσότερο από άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα; Η απάντηση είναι απλή. Υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης ξένων και εγχώριων κεφαλαιούχων που θεωρούν τη σημερινή κυβέρνηση αδύναμη και γι αυτό ευάλωτη στην ανατροπή των θετικών επιτευγμάτων. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται από το κυβερνητικό επιτελείο για διαμόρφωση «κεντρώας» εικόνας προβάλλοντας ένα πολιτικό σχήμα που επιδιώκει ειλικρινά την «κανονικότητα», οι αγορές δεν πείθονται.
Το ουσιαστικό πρόβλημα ωστόσο, είναι ότι είμαστε πλέον εθισμένοι στους περιορισμούς. Πολλές εγχώριες βιομηχανίες απέκτησαν νέους προμηθευτές όταν επιβλήθηκαν τα capital control. Δεν είχαν λόγους να τους αλλάξουν τα δύο χρόνια που πέρασαν. Ακόμα και μεγάλες βιομηχανίες που χρειάζονταν για παράδειγμα, πλαστικές συσκευασίες για τα προϊόντα τους, αδυνατούσαν να πληρώσουν προμηθευτές στο εξωτερικό, το πρώτο διάστημα του «πανικού». Ορισμένοι έκαναν ανταλλαγή έτοιμων προϊόντων με υλικά συσκευασίας. Περισσότερα όμως προβλήματα αντιμετώπισαν μικρομεσαίες εταιρείες στην εισαγωγή απαραίτητων πρώτων υλών. Στην ταραχή των πρώτων ημερών εφαρμογής των έκτακτων μέτρων πολλές επιχειρήσεις δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν άμεσα ξένους προμηθευτές ή συνεργάτες με συνέπεια να κλονίζονται κι αυτοί. Είναι μια εμπειρία που δεν ξεχνιέται εύκολα.
Στην πορεία η αγορά προσαρμόστηκε. Οι αρμόδιες υπηρεσίες άρχισαν να εγκρίνουν ταχύτερα τις σχετικές δαπάνες και οι περιορισμοί κάπως χαλάρωσαν. Οι επιπτώσεις όμως από την εφαρμογή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων έμειναν. Οι ελληνικές εταιρείες προσαρμόστηκαν και κινούνται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις ξένες. Αποδέχονται πλέον ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις ξένες παρά μόνον αν περιορίσουν την κερδοφορία αλλά και τις προοπτικές τους.
Αντίθετα οι θυγατρικές ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα τους. Έχουν την ευχέρεια να χρηματοδοτούνται από την μητρική χωρίς προσκόμματα, να τιμολογούν με καλύτερους όρους και να κερδίζουν μερίδια αγοράς. Δεν έχουν κανέναν περιορισμό, ούτε εξαρτώνται από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που αδυνατεί να χορηγήσει νέα δάνεια, εκτός κι αν αφορούν επαναχρηματοδότηση παλαιότερων ή δάνεια με εγγύηση μετρητών.
Ταυτόχρονα, η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια νέα τάση. Εταιρείες αλλά και ιδιώτες έχουν αναπτύξει δεξιοτεχνία στην διακράτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό. Εταιρείες που έχουν έσοδα από ξένες αγορές, επειδή για παράδειγμα κάνουν εξαγωγές ή έχουν οποιαδήποτε άλλα έσοδα, ακόμα κι αν διατήρησαν την φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα, κρατούν κεφάλαια στο εξωτερικό. Όχι τόσο για να κρύψουν κέρδη ή να εμφανίσουν λιγότερες πωλήσεις, απλά για να πληρώσουν εύκολα, υποχρεώσεις στο εξωτερικό. Στις λογιστικές καταστάσεις των περισσότερων εμπορικών και βιομηχανικών εταιρειών, αυξάνονται οι καταθέσεις εξωτερικού ενώ στις εγχώριες τράπεζες διατηρούνται τα αναγκαία για κάλυψη των υποχρεώσεων. Το πλεόνασμα είναι κατατεθειμένο στο εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει άνθιση του ελληνικού τουρισμού και εξαιτίας της πολιτικής αναστάτωσης ή πολέμων σε άλλες ανταγωνιστικές αγορές. Κι όμως η εισαγωγή κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις του κλάδου εμφανίζεται υποδεέστερη από την αύξηση του αριθμού τουριστών. Η εξήγηση ότι ήρθαν περισσότεροι «σπαγγοραμένοι» και δεν ξοδεύουν, είναι μάλλον ανεπαρκής. Απλά οι τουριστικές εταιρείες κρατούν χρήματα στο εξωτερικό.
Πολύ περισσότερο, εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως διεθνώς, όπως είναι οι ναυτιλιακές, περιόρισαν δραστικά τα κεφάλαια που φέρνουν στη χώρα. Το 2010 το λεγόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα που είναι όχι μόνον έσοδα της χώρας από τις ναυτιλιακές εταιρείες αλλά κι από εμβάσματα που στέλνουν οι ναυτικοί, ήταν 14 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2017 μειώθηκαν κατά 50% και υπολογίζονται σε 7 δισ. ευρώ. Παράλληλα οι πληρωμές ναυτιλιακών εταιρειών στο εξωτερικό έχουν σχεδόν μηδενιστεί, επειδή προτιμούν να κάνουν τις πληρωμές τους από άλλες χώρες.
Στην πραγματικότητα, ο χρόνος κατάργησης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι πολιτικό θέμα. Εξαρτάται από τον χρόνο που η χώρα θα αποκτήσει ισχυρή, σταθερή κυβέρνηση η οποία θα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των αγορών. Τότε όσοι διατηρούν για διάφορους λόγους κεφάλαια στο εξωτερικό θα τα φέρουν στη χώρα. Η κατάργηση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, εξαρτάται από την πραγματοποίηση εκλογών και φυσικά το αποτέλεσμά τους.
Πηγή: protagon.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω