Στη φωτογραφία, σαν σήμερα στις 24 Σεπτεμβρίου του 1943, κάτοικοι της Νέας Χηλής στις Φέρες κατά την διάρκεια της κατοχής. Κάποιοι βρίσκουν το κουράγιο και χαμογελούν στο φακό. Η δεύτερη γενιά γνωρίζει το σκληρό πρόσωπο του πολέμου. Οι γονείς τους ήδη είχαν βιώσει τον ξεριζωμό και την προσφυγιά... δυο δεκαετίες πριν.
Φθινόπωρο 1943. Η Βουλγαρική κατοχή στην περιοχή της Θράκης βρίσκεται στην πιο σκληρή της φάση. Η Νέα Χηλή Αλεξανδρούπολης, όπως και ολόκληρη η περιοχή στενάζει κάτω από τη μπότα του Βούλγαρου κατακτητή.
Οι κάτοικοι υποφέρουν από την τρομοκρατία και την πείνα. Γίνονται δούλοι στα ίδια τους τα χωράφια, καθώς οι κατακτητές καρπώνονται όλη τη σοδειά τους. Ελάχιστα τους επιτρέπουν να κρατούν, ίσα-ίσα για να μην πεθάνουν. Και αν κάποιος προσπαθήσει κάτι να κρύψει για να ταΐσει τα παιδιά του, τον δένουν, λένε, κάτω στο υπόγειο του ξύλινου τότε σχολείου (σήμερα νηπιαγωγείο) και τον δέρνουν αλύπητα, προς παραδειγματισμό. Επιτάσσονται σπίτια, το σχολείο δε λειτουργεί ενώ γίνεται προσπάθεια βουλγαροποίησης των πάντων.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση κάποιοι φεύγουν για την «ουδέτερη ζώνη». Οι Φέρες τελούσαν υπό Γερμανική κατοχή. Πήγαν εκεί για να γλυτώσουν από τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων. Φαίνεται πως οι Γερμανοί κατακτητές ήταν πιο πολιτισμένοι.
Δεν είχε κατακαθίσει ακόμη ο κουρνιαχτός της πρώτης προσφυγιάς και ξαναβρέθηκαν πάλι στα τσαμούρια (= λάσπες) απές...
Στις Φέρες έμεναν σε ένα αχούρι, όλοι μαζί. Πείνα, κρύο, αρρώστιες. Κάποιοι δεν άντεξαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος και έφυγαν οι Βούλγαροι από την περιοχή επέστρεψαν ξανά στο χωριό. Δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν. Πείνα κι άγιος ο Θεός... Και η κουβέντα ξυπνάει θύμισες...
– Από μια κούπα τρώγαμε όλοι. Τη γέμιζε η μάνα με ψωμί, γιαούρτι και νερό... Που πιάτα... που νερό για να πλυθούν τα πιάτα. Και να γίνεται καυγάς για το ποιος θα φάει την τελευταία κουταλιά. Πάντα κέρδιζε η μικρότερη κι εμείς την τρώγαμε με τα μάτια και καταπίναμε αέρα (κοπανιστό) βλέποντάς την να τρώει τις τελευταίες κουταλιές... Και να κλαίει κρυφά η μάνα που δεν είχε να ταΐσει τα παιδιά της.
– Γράψε και μια συνταγή που θα σου πω, αχρείαστη να είναι: Μια φέτα ψωμί και μια ελιά. Αλείφεις την ελιά στο ψωμί και νοστιμίζει. Έχεις και εναλλακτική, μία φέτα ψωμί, ένα κουταλάκι σάλτσα και λίγη ρίγανη για να αρωματίσει. Μα μήπως μας έλειπε και το γλυκό; Μια φέτα ψωμί, βρεγμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη. Πλυμένο ψωμί, τ΄ όνομα του γλυκού μας!
Δύσκολη η ζωή. Αγωνίστηκαν για να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Άργησε η ανάστασή τους. Μα κάποτε ήρθε!!!
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Οι κάτοικοι υποφέρουν από την τρομοκρατία και την πείνα. Γίνονται δούλοι στα ίδια τους τα χωράφια, καθώς οι κατακτητές καρπώνονται όλη τη σοδειά τους. Ελάχιστα τους επιτρέπουν να κρατούν, ίσα-ίσα για να μην πεθάνουν. Και αν κάποιος προσπαθήσει κάτι να κρύψει για να ταΐσει τα παιδιά του, τον δένουν, λένε, κάτω στο υπόγειο του ξύλινου τότε σχολείου (σήμερα νηπιαγωγείο) και τον δέρνουν αλύπητα, προς παραδειγματισμό. Επιτάσσονται σπίτια, το σχολείο δε λειτουργεί ενώ γίνεται προσπάθεια βουλγαροποίησης των πάντων.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση κάποιοι φεύγουν για την «ουδέτερη ζώνη». Οι Φέρες τελούσαν υπό Γερμανική κατοχή. Πήγαν εκεί για να γλυτώσουν από τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων. Φαίνεται πως οι Γερμανοί κατακτητές ήταν πιο πολιτισμένοι.
Δεν είχε κατακαθίσει ακόμη ο κουρνιαχτός της πρώτης προσφυγιάς και ξαναβρέθηκαν πάλι στα τσαμούρια (= λάσπες) απές...
Στις Φέρες έμεναν σε ένα αχούρι, όλοι μαζί. Πείνα, κρύο, αρρώστιες. Κάποιοι δεν άντεξαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος και έφυγαν οι Βούλγαροι από την περιοχή επέστρεψαν ξανά στο χωριό. Δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν. Πείνα κι άγιος ο Θεός... Και η κουβέντα ξυπνάει θύμισες...
– Από μια κούπα τρώγαμε όλοι. Τη γέμιζε η μάνα με ψωμί, γιαούρτι και νερό... Που πιάτα... που νερό για να πλυθούν τα πιάτα. Και να γίνεται καυγάς για το ποιος θα φάει την τελευταία κουταλιά. Πάντα κέρδιζε η μικρότερη κι εμείς την τρώγαμε με τα μάτια και καταπίναμε αέρα (κοπανιστό) βλέποντάς την να τρώει τις τελευταίες κουταλιές... Και να κλαίει κρυφά η μάνα που δεν είχε να ταΐσει τα παιδιά της.
– Γράψε και μια συνταγή που θα σου πω, αχρείαστη να είναι: Μια φέτα ψωμί και μια ελιά. Αλείφεις την ελιά στο ψωμί και νοστιμίζει. Έχεις και εναλλακτική, μία φέτα ψωμί, ένα κουταλάκι σάλτσα και λίγη ρίγανη για να αρωματίσει. Μα μήπως μας έλειπε και το γλυκό; Μια φέτα ψωμί, βρεγμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη. Πλυμένο ψωμί, τ΄ όνομα του γλυκού μας!
Δύσκολη η ζωή. Αγωνίστηκαν για να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Άργησε η ανάστασή τους. Μα κάποτε ήρθε!!!
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω