Σαν παραμύθι, θα θυμηθούμε κάποιες από τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Νέας Χηλής Αλεξανδρούπολης. Κάποιες λησμονημένες, κάποιες άλλες ζωντανές έως και σήμερα...
Δώσ' της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει...
Γράφει η Ουρανία Πανταζίδου
Σαν βράδιαζε εδώ στο μικρό προσφυγοχώρι, μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς σε σπίτια για να τσατσαλίσουν το λαζούδ΄. Το λιγοστό φως της λάμπας από τη μια και το φεγγαρόφωτο από την άλλη, έδιναν την ευκαιρία στη γιαγιά, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
Σαν παραμύθι, λοιπόν, θα θυμηθούμε κάποιες από τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Νέας Χηλής Αλεξανδρούπολης. Κάποιες λησμονημένες, κάποιες άλλες ζωντανές έως και σήμερα... Τις συνήθειες για τις οποίες θα καταγράψω, τις συναντάμε αμέσως μετά τον πόλεμο. Σίγουρα είναι συνήθειες που μετέφεραν οι κάτοικοι από τα παλαιότερα χρόνια, οι οποίες στη συνέχεια ζυμώθηκαν και με τις συνήθειες των νέων εποίκων. Ως γνωστό την περίοδο του εμφυλίου πολλά χωριά γύρω από την Αλεξανδρούπολη ερήμωσαν και αρκετοί από τους κατοίκους τους βρήκαν απάγκιο στο μικρό τότε χωριό μας. Έτσι παλιοί και νέοι κάτοικοι διαμόρφωσαν τα ήθη και τα έθιμα της Νέας Χηλής.
Γεωργοί, κτηνοτρόφοι αλλά και λίγοι ψαράδες ήταν παλιά οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας. Επόμενο ήταν και οι διατροφικές τους συνήθειες να διαμορφωθούν ανάλογα. Για οικονομία χώρου δε θα αναφέρω τον τρόπο παρασκευής των παρακάτω εδεσμάτων, που εύκολα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο... Πιθανόν να υπάρχουν και άλλα φαγητά και γλυκά ή με άλλα ονόματα βαφτισμένα. Εγώ αυτά βρήκα με τη βοήθεια και κατοίκων της Νέας Χηλής και αυτά κατέγραψα.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, τα χρόνια εκείνα...
Το καλαμπόκι στα ποντιακά το έλεγαν λαζούδ΄ και όταν έλεγαν τσατσαλίζω εννοούσαν ξεγυμνώνω. Εκείνα τα χρόνια άπλωναν τα λαζούδια και αφού τα τσατσάλιζαν (τα ξεγύμνωναν από τα φύλα τους) έτριβαν μεταξύ τους τα κουκουνάρια και έτσι μάζευαν τον πολύτιμο καρπό. Από τον καρπό αυτό θα έφτιαχναν και το καλαμποκάλευρο.
Με το καλαμποκάλευρο θα έφτιαχναν το χαβίτς. Οι παλαιότεροι σίγουρα το γεύτηκαν. Με λίγο φούρνικον (φουρνισμένο) καλαμποκάλευρο, νερό, αλάτι και βούτυρο γινόταν ένας νοστιμότατος χυλός που χόρταινε την οικογένεια.
Το χυλό αυτόν κάποιοι άλλοι τον έλεγαν κατσαμάκ. Όπως λένε, έριχναν το χυλό σε ένα ταψί και αφού άνοιγαν μικρή λακούβα στο κέντρο έβαζαν μέσα το μέλι. Το έτρωγαν κόβοντας κομμάτια από τις άκρες του ταψιού, τα οποία βουτούσαν μέσα στο μέλι.
Ακόμη και τα φύλλα του καλαμποκιού ήταν χρήσιμα. Θυμάμαι τη δική μου γιαγιά, να κάθεται στο πάτωμα και να πλέκει όμορφες τσάντες. Κοριτσάκι εγώ, καθόμουν απέναντί της και προσπαθούσα να μάθω να πλέκω τη δική μου τσάντα. Μα εκείνη έφυγε νωρίς και έμειναν μνήμες εκείνες οι στιγμές.
Μα και το στάρι ήταν καρπός που χαρακτήριζε τις διατροφικές τους συνήθειες.
Το κορκότο δεν έλειπε από τα σπίτια. Με το χειρόμυλο έσπαγαν το σιτάρι κι έφτιαχναν το κορκότο και το πλιγούρι. Το κορκότο ήταν απαραίτητο για τον τανομένον σορβάν, την κλασική ποντιακή σούπα.
Το σιτάρι όμως εξυπηρετούσε και τη μαντική τέχνη. Όπως λένε, τα νέα κορίτσια σιτάρι τ΄ αη Θόδωρου έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιον θα παντρευτούν. Το βράδυ των Α' Χαιρετισμών έπαιρναν σιτάρι από την εκκλησία και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους. Την επομένη, των Αγίων Θεοδώρων, μαζεύονταν στην αυλή της παλιάς εκκλησίας (εκεί όπου βρίσκεται το κτίριο της πρώην Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών) και έλεγαν ποιον είδαν στον ύπνο τους.
Και επειδή, εκείνα τα παλιά χρόνια σχεδόν όλοι διέθεταν από μια αγελάδα στο σπίτι τους - κάποιοι και πρόβατα και κατσίκια - πάντα υπήρχε το γάλα, το ξύγαλα (γιαούρτι), το πασκιτάν (αποβουτυρωμένο και στραγγισμένο γιαούρτι αλατισμένο), το βούτυρο. Έτσι μπορούσαν να φτιάξουν ζυμαρικά και πίτες, όπως:
Βαρένικα: Έκοβαν το ζυμάρι σε μικρά κομματάκια και βάζανε μέσα μυζήθρα με αυγό και το κλείνανε όπως τα τυροπιτάκια. Στη συνέχεια τα βράζανε και έπειτα τα απλώνανε πάνω στο ταψί και τα περιέχυναν με βούτυρο που είχε κάψει καλά. Κάποιοι, όπως είπαν, πριν το βούτυρο έριχναν επάνω στα βαρένικα ψίχα ψωμιού.
Πιροσκί: Ποιος δεν έχει απολαύσει τις πικάντικες πιτούλες, γεμισμένες με τσιγαρισμένο κρεμμύδι και πατάτα και ψημένα στο τηγάνι.
Λαβάσια: Πίτες που τις έψηναν επάνω στη λαμαρίνα της ξυλόσομπας ή του τζακιού. Τις γέμιζαν με γέμιση της αρεσκείας τους.
Γιουφκάδες ή γιοχάδες: Οι γνωστές χυλοπίτες.
Τραχανάς: Ο γνωστός σε όλους, ξινός, γλυκός και νηστίσιμος.
Τσιμούρ ή τσουμούρ: πΠόχειρο φαγητό από ψίχα μπαγιάτικου ψωμιού. Έκοβαν το ψωμί σε μικρά κομματάκια και τα τηγάνιζαν σε καυτό βούτυρο. Το συνόδευαν με ξύγαλα (γιαούρτι). Άλλη εκδοχή ήταν με φρέσκο ψωμί.
Κάποτε, μας λέει παλιά κάτοικος της Νέας Χηλής, ήμασταν γύρω από το σοφρά και η μάνα είχε βάλει στο κέντρο το μυρωδάτο τσουμούρ. Εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι η δασκάλα μας η κυρία Μαριάνθη. Μόλις μας είδε έτσι καθισμένους στο πάτωμα, να τρώμε από ένα ταψί το πρόχειρο φαγητό μας, έκανε μεταβολή και έφυγε... Ήταν τόσο φτωχικά τότε αμέσως μετά τον πόλεμο... Ποιος ξέρει τι να σκέφτηκε η δασκάλα μας εκείνη την ώρα.
Το κρέας σπάνια θα υπήρχε στο τραπέζι τους. Τα ζώα δύσκολα τα έσφαζαν καθώς ήταν απαραίτητα για τις αγροτικές δουλειές όπως αλώνισμα, όργωμα αλλά και για να τους δώσουν τα απαραίτητα, όπως γάλα, μαλλί κ.λ.π.
Όλοι όμως στις αυλές τους είχαν κότες ή και γαλοπούλες.
Μια φορά, όπως λένε, κάποια καλόπαιδα πήγαν στο σπίτι της Μπουρνάβας για να κλέψουν μια κότα. Εκεί ο Θωμάς με τον Νίκο μπήκαν στο κοτέτσι ενώ οι υπόλοιποι φύλαγαν τσίλιες. Βουτάει ο Θωμάς μια κότα από το λαιμό και τρέχει έξω.
– Βρε βλάκα την κλώσα έπιασες, του είπε ο Νίκος. Η κλώσα δεν τρώγεται.
Έτσι σκέφτηκαν να την πετάξουν στο κοντινό ρέμα. Την επομένη ο Γιάννης, ένας από τα παιδιά της κοτοεπιχείρησης βρέθηκε στο σπίτι του Νίκου. Το σπίτι μοσχομύριζε βραστό κοτόπουλο.
Τι νομίζετε ότι είχε συμβεί; Σαν νύχτωσε για τα καλά και τα παιδιά έφυγαν στα σπίτια τους, πήγε ο Νίκος στο ρέμα και πήρε την κότα-κλώσα...
Πολλές ήταν οι νεανικές τρέλες της εποχής, θυμούνται οι παλαιότεροι.
Τα αυγά ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια. Με αυγά αγόραζαν σχεδόν τα πάντα. Ακόμη και τα τσιγάρα τους, που τότε ήταν χύμα. Με τα αυγά θα έφτιαχναν:
Φελία: Αυγοφέτες.
Φούστουρον: Η γνωστή ομελέτα. Στους γάμους οι πεθερές πρόσφεραν το ιδιαίτερο, για εκείνην την εποχή έδεσμα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση «Γαμπρέ, φούστουρον τρως».
Οι μπαξέδες τους έδιναν τα απαραίτητα λαχανικά και από τη γη έπαιρναν τα διάφορα χορταρικά για πίτες και σαλάτες.
Μαυρολάχανα με φασούλια, ιδανική θρεπτική τροφή για το χειμώνα.
Κιντέατα: Τσουκνίδα. Με αυτά, την περίοδο της Σαρακοστής έφτιαχναν ένα νοστιμότατο φαγητό.
Μπορτς: Σούπα λαχανικών με κυρίαρχο το λάχανο. Όταν υπήρχε η δυνατότητα έφτιαχναν τη σούπα και με κρέας.
Πιρπιρίμια: Γλιστρίδα (αντράκλα).
Στύπα: Τουρσιά. Όταν επρόκειτο να φτιάξουν γεμιστή μελιτζάνα, επιστρατεύονταν οι γειτόνισσες. Άλλη να ψιλοκόψει το λάχανο, άλλη το καρότο, τις πιπεριές, το μαιντανό, το σκόρδο. Γέμιζε η ξύλινη σκάφη με τη γέμιση. Στη συνέχεια γέμιζαν τις μελιτζάνες, τις οποίες νωρίτερα είχαν ζεματίσει και τις έβαζαν σε μεγάλα κιούπια. Όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε... από το σκόρδο. Άσχετα πάντως από τη μυρωδιά, ήταν το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα. Τουρσιά έφτιαχναν και με άγουρες ντομάτες, πιπεριές, φασολάκια και λάχανο...
Μα και τα φρούτα δεν έλειπαν από τη διατροφή τους. Μήλα, κοκκύμελα (δαμάσκηνα), σύκα, αχλάδια, καΐσια, τζάνερα.
Κάποτε, σε έναν από τους μηλεώνες της περιοχής μας (του Τατίκα, περίπου εκεί που είναι σήμερα το καζίνο), παίχτηκε το τέλος ενός μεγάλου έρωτα. Μικρή ήταν εκείνη, μα τα βέλη του έρωτα είχαν λαβώσει την καρδούλα της. Τον λαχταρούσε κρυφά, μα δεν είχε δική της θέληση. Η γνώμη του πατέρα και της μάνας ήταν πιο δυνατή εκείνα τα χρόνια. Και σαν ήρθε η μεγάλη στιγμή να αποφασίσει, εκεί στις μηλιές όπου δούλευε με τη μητέρα της...
– Ότι πουν οι γονείς μου, του είπε εκείνη.
– Θα σας σκοτώσω και θα σκοτωθώ εάν τη δώσετε σε άλλον, είπε το παλικάρι και έκατσε σε μια γωνιά κι έκλαψε τον ανεκπλήρωτο έρωτά του...
Όσο για το χωράφι με τις αχλαδιές, που είχε η Λίσω Παμπουκίδου - Σκορδαλά κοντά στο κοιμητήριο, ποτέ δε χρειάστηκε να το οργώσει, γιατί πήγαιναν τη νύχτα «χρυσοθήρες» και σκάβανε για να βρουν τις λίρες που είχαν θάψει οι Βούλγαροι κατακτητές. Δεν έγινε γνωστό εάν τελικά εκεί βρήκαν το θησαυρό που έψαχναν. Γιατί σε κάποια άλλα σημεία του χωριού, κάποιοι κάτι βρήκαν.
Ρετσέλι: Το έφτιαχναν από ώριμα φρούτα. Ήταν κάτι ανάμεσα σε γλυκό και μαρμελάδα.
Τσίρια: Αποξηραμένα φρούτα. Με τα τσίρια έφτιαχναν το χοσάφ, την κομπόστα δηλαδή.
Υπήρχαν όμως και τα άγρια φρούτα του δάσους, βατόμουρα, κούμαρα, τσάπουρνα, τζίτζιφα...
Επίσης και τα γλυκίσματα δεν έλειπαν από τη διατροφή τους.
Τσιριχτά: Οι γνωστές μας τηγανίτες, που τα συνόδευαν με μέλι ή ζάχαρη. Τα ονόμαζαν έτσι γιατί σαν έριχναν το χυλό με το κουτάλι στο καυτό λάδι εκείνα «τσίριζαν». Όταν ο χυλός ήταν ανεβατός (με μαγιά) έμοιαζαν με τους λουκουμάδες.
Λουκουμάδες: Σκάφες ολόκληρες ετοίμαζαν και πρόσφεραν στα τραπέζια των γάμων. Για τη διαδικασία αυτή επιστρατεύονταν οι γειτόνισσες (όπως και για τα ωτία).
Ωτία: Το χαρακτηριστικό γλυκό των γάμων αλλά και των μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα.
Κάποτε, όπως λένε, γάμος θα γινόταν. Και να οι ετοιμασίες, να οι σκάφες με τους λουκουμάδες. Όμως σαν ήρθε η ώρα να πάνε να πάρουν τη νύφη, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την προίκα που είχαν τάξει, ο γαμπρός εξαφανίστηκε και άφησε τη νύφη στα κρύα του λουτρού... Είδαν κι αποείδαν οι γονείς της νύφης ότι ο γάμος δε θα γινόταν, αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν όσα τάξανε στο γαμπρό κι έτσι έγινε ο γάμος.
Πουρμάς: Γλυκό ταψιού, με καρύδι και σουσάμι (όπως το σαραγλί). Το συνήθιζαν οι νοικοκυρές τα Χριστούγεννα αλλά και σε γάμους και σε μεγάλες γιορτές.
Μπομπότα: Με νερό, λάδι, σταφίδες, αμμωνία, αλάτι και αλεύρι έφτιαχναν ένα χυλό, τον οποίον έψηναν στο φούρνο. Ήταν σαν κέικ. Έπρεπε όμως να φαγωθεί ζεστό γιατί έτσι και κρύωνε γινόταν σαν πέτρα.
Αυτά και άλλα πολλά έφτιαχναν εκείνα τα χρόνια. Ότι τους έδινε η γη, τα ζωντανά τους και η θάλασσα.
Έτσι δεν έλειπαν και οι θαλασσινοί μεζέδες. Τα χαψία (γάβρος) αλλά και η μελίπαστη παλαμίδα και η σαρδέλα ήταν μέσα στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων. Ποιος δεν έχει τραγουδήσει το τραγούδι: «Χαψία χαψία, φατέστεν σκυλ’ παιδία
και ντ’ έμορφα μαειρεύει ατά η θεία μ’ η Ευδοξία».
Η μητέρα μου θα μου αφηγηθεί: Όταν αρραβωνιασμένη επισκεπτόμουν την πεθερά μου, εκείνη θα μας φίλευε μελίπαστη παλαμίδα ψημένη στα κάρβουνα. Ήταν τόσο νόστιμος μεζές, που ακόμη θυμάμαι εκείνη τη γεύση.
Εκείνα τα χρόνια οι χειμώνες ήταν βαρείς και σαν έπιανε νοτιάς, ξέρναγε η θάλασσα από τα σπλάχνα της, μεταξύ άλλων και χταπόδια. Το γνώριζαν αυτό οι μεγάλοι και κατέβαιναν στην παραλία με τα τσουβάλια ή και τα κοφίνια.
Επίσης μη ξεχνάμε ότι ο τόπος μας ήταν και μοναδικός κυνηγότοπος... (διαβάστε περισσότερα εδώ).
Αμέσως μετά τον πόλεμο ερχόταν στο χωριό και η αμερικάνικη βοήθεια, σκόνη γάλα, κασέρι αλλά και ρούχα. Αυτά ήταν σαν τσουβάλια, λένε, και έπρεπε οι γονείς μας να τα μεταποιήσουν.
Δύσκολα χρόνια με πολύ αγώνα για τον επιούσιο. Όμως παντρεύονταν, έκαναν παιδιά, γλεντούσαν, έκαναν όνειρα...
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Ψέμματα και αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
Γράφει η Ουρανία Πανταζίδου
Σαν βράδιαζε εδώ στο μικρό προσφυγοχώρι, μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς σε σπίτια για να τσατσαλίσουν το λαζούδ΄. Το λιγοστό φως της λάμπας από τη μια και το φεγγαρόφωτο από την άλλη, έδιναν την ευκαιρία στη γιαγιά, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
Σαν παραμύθι, λοιπόν, θα θυμηθούμε κάποιες από τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Νέας Χηλής Αλεξανδρούπολης. Κάποιες λησμονημένες, κάποιες άλλες ζωντανές έως και σήμερα... Τις συνήθειες για τις οποίες θα καταγράψω, τις συναντάμε αμέσως μετά τον πόλεμο. Σίγουρα είναι συνήθειες που μετέφεραν οι κάτοικοι από τα παλαιότερα χρόνια, οι οποίες στη συνέχεια ζυμώθηκαν και με τις συνήθειες των νέων εποίκων. Ως γνωστό την περίοδο του εμφυλίου πολλά χωριά γύρω από την Αλεξανδρούπολη ερήμωσαν και αρκετοί από τους κατοίκους τους βρήκαν απάγκιο στο μικρό τότε χωριό μας. Έτσι παλιοί και νέοι κάτοικοι διαμόρφωσαν τα ήθη και τα έθιμα της Νέας Χηλής.
Γεωργοί, κτηνοτρόφοι αλλά και λίγοι ψαράδες ήταν παλιά οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας. Επόμενο ήταν και οι διατροφικές τους συνήθειες να διαμορφωθούν ανάλογα. Για οικονομία χώρου δε θα αναφέρω τον τρόπο παρασκευής των παρακάτω εδεσμάτων, που εύκολα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο... Πιθανόν να υπάρχουν και άλλα φαγητά και γλυκά ή με άλλα ονόματα βαφτισμένα. Εγώ αυτά βρήκα με τη βοήθεια και κατοίκων της Νέας Χηλής και αυτά κατέγραψα.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, τα χρόνια εκείνα...
Το καλαμπόκι στα ποντιακά το έλεγαν λαζούδ΄ και όταν έλεγαν τσατσαλίζω εννοούσαν ξεγυμνώνω. Εκείνα τα χρόνια άπλωναν τα λαζούδια και αφού τα τσατσάλιζαν (τα ξεγύμνωναν από τα φύλα τους) έτριβαν μεταξύ τους τα κουκουνάρια και έτσι μάζευαν τον πολύτιμο καρπό. Από τον καρπό αυτό θα έφτιαχναν και το καλαμποκάλευρο.
Με το καλαμποκάλευρο θα έφτιαχναν το χαβίτς. Οι παλαιότεροι σίγουρα το γεύτηκαν. Με λίγο φούρνικον (φουρνισμένο) καλαμποκάλευρο, νερό, αλάτι και βούτυρο γινόταν ένας νοστιμότατος χυλός που χόρταινε την οικογένεια.
Το χυλό αυτόν κάποιοι άλλοι τον έλεγαν κατσαμάκ. Όπως λένε, έριχναν το χυλό σε ένα ταψί και αφού άνοιγαν μικρή λακούβα στο κέντρο έβαζαν μέσα το μέλι. Το έτρωγαν κόβοντας κομμάτια από τις άκρες του ταψιού, τα οποία βουτούσαν μέσα στο μέλι.
Ακόμη και τα φύλλα του καλαμποκιού ήταν χρήσιμα. Θυμάμαι τη δική μου γιαγιά, να κάθεται στο πάτωμα και να πλέκει όμορφες τσάντες. Κοριτσάκι εγώ, καθόμουν απέναντί της και προσπαθούσα να μάθω να πλέκω τη δική μου τσάντα. Μα εκείνη έφυγε νωρίς και έμειναν μνήμες εκείνες οι στιγμές.
Μα και το στάρι ήταν καρπός που χαρακτήριζε τις διατροφικές τους συνήθειες.
Το κορκότο δεν έλειπε από τα σπίτια. Με το χειρόμυλο έσπαγαν το σιτάρι κι έφτιαχναν το κορκότο και το πλιγούρι. Το κορκότο ήταν απαραίτητο για τον τανομένον σορβάν, την κλασική ποντιακή σούπα.
1958, γιαγιά της Νέας Χηλής εφτάει κορκότον |
Το σιτάρι όμως εξυπηρετούσε και τη μαντική τέχνη. Όπως λένε, τα νέα κορίτσια σιτάρι τ΄ αη Θόδωρου έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιον θα παντρευτούν. Το βράδυ των Α' Χαιρετισμών έπαιρναν σιτάρι από την εκκλησία και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους. Την επομένη, των Αγίων Θεοδώρων, μαζεύονταν στην αυλή της παλιάς εκκλησίας (εκεί όπου βρίσκεται το κτίριο της πρώην Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών) και έλεγαν ποιον είδαν στον ύπνο τους.
Και επειδή, εκείνα τα παλιά χρόνια σχεδόν όλοι διέθεταν από μια αγελάδα στο σπίτι τους - κάποιοι και πρόβατα και κατσίκια - πάντα υπήρχε το γάλα, το ξύγαλα (γιαούρτι), το πασκιτάν (αποβουτυρωμένο και στραγγισμένο γιαούρτι αλατισμένο), το βούτυρο. Έτσι μπορούσαν να φτιάξουν ζυμαρικά και πίτες, όπως:
Βαρένικα: Έκοβαν το ζυμάρι σε μικρά κομματάκια και βάζανε μέσα μυζήθρα με αυγό και το κλείνανε όπως τα τυροπιτάκια. Στη συνέχεια τα βράζανε και έπειτα τα απλώνανε πάνω στο ταψί και τα περιέχυναν με βούτυρο που είχε κάψει καλά. Κάποιοι, όπως είπαν, πριν το βούτυρο έριχναν επάνω στα βαρένικα ψίχα ψωμιού.
Πιροσκί: Ποιος δεν έχει απολαύσει τις πικάντικες πιτούλες, γεμισμένες με τσιγαρισμένο κρεμμύδι και πατάτα και ψημένα στο τηγάνι.
Λαβάσια: Πίτες που τις έψηναν επάνω στη λαμαρίνα της ξυλόσομπας ή του τζακιού. Τις γέμιζαν με γέμιση της αρεσκείας τους.
Γιουφκάδες ή γιοχάδες: Οι γνωστές χυλοπίτες.
Τραχανάς: Ο γνωστός σε όλους, ξινός, γλυκός και νηστίσιμος.
Τσιμούρ ή τσουμούρ: πΠόχειρο φαγητό από ψίχα μπαγιάτικου ψωμιού. Έκοβαν το ψωμί σε μικρά κομματάκια και τα τηγάνιζαν σε καυτό βούτυρο. Το συνόδευαν με ξύγαλα (γιαούρτι). Άλλη εκδοχή ήταν με φρέσκο ψωμί.
Κάποτε, μας λέει παλιά κάτοικος της Νέας Χηλής, ήμασταν γύρω από το σοφρά και η μάνα είχε βάλει στο κέντρο το μυρωδάτο τσουμούρ. Εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι η δασκάλα μας η κυρία Μαριάνθη. Μόλις μας είδε έτσι καθισμένους στο πάτωμα, να τρώμε από ένα ταψί το πρόχειρο φαγητό μας, έκανε μεταβολή και έφυγε... Ήταν τόσο φτωχικά τότε αμέσως μετά τον πόλεμο... Ποιος ξέρει τι να σκέφτηκε η δασκάλα μας εκείνη την ώρα.
Νέα Χηλή, εποχή οργώματος. Τα ζώα απαραίτητα στη ζωή των κατοίκων |
Το κρέας σπάνια θα υπήρχε στο τραπέζι τους. Τα ζώα δύσκολα τα έσφαζαν καθώς ήταν απαραίτητα για τις αγροτικές δουλειές όπως αλώνισμα, όργωμα αλλά και για να τους δώσουν τα απαραίτητα, όπως γάλα, μαλλί κ.λ.π.
Όλοι όμως στις αυλές τους είχαν κότες ή και γαλοπούλες.
Κάποτε στη Νέα Χηλή... |
Μια φορά, όπως λένε, κάποια καλόπαιδα πήγαν στο σπίτι της Μπουρνάβας για να κλέψουν μια κότα. Εκεί ο Θωμάς με τον Νίκο μπήκαν στο κοτέτσι ενώ οι υπόλοιποι φύλαγαν τσίλιες. Βουτάει ο Θωμάς μια κότα από το λαιμό και τρέχει έξω.
– Βρε βλάκα την κλώσα έπιασες, του είπε ο Νίκος. Η κλώσα δεν τρώγεται.
Έτσι σκέφτηκαν να την πετάξουν στο κοντινό ρέμα. Την επομένη ο Γιάννης, ένας από τα παιδιά της κοτοεπιχείρησης βρέθηκε στο σπίτι του Νίκου. Το σπίτι μοσχομύριζε βραστό κοτόπουλο.
Τι νομίζετε ότι είχε συμβεί; Σαν νύχτωσε για τα καλά και τα παιδιά έφυγαν στα σπίτια τους, πήγε ο Νίκος στο ρέμα και πήρε την κότα-κλώσα...
Πολλές ήταν οι νεανικές τρέλες της εποχής, θυμούνται οι παλαιότεροι.
Τα αυγά ήταν πολύτιμα εκείνα τα χρόνια. Με αυγά αγόραζαν σχεδόν τα πάντα. Ακόμη και τα τσιγάρα τους, που τότε ήταν χύμα. Με τα αυγά θα έφτιαχναν:
Φελία: Αυγοφέτες.
Φούστουρον: Η γνωστή ομελέτα. Στους γάμους οι πεθερές πρόσφεραν το ιδιαίτερο, για εκείνην την εποχή έδεσμα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση «Γαμπρέ, φούστουρον τρως».
Οι μπαξέδες τους έδιναν τα απαραίτητα λαχανικά και από τη γη έπαιρναν τα διάφορα χορταρικά για πίτες και σαλάτες.
Μαυρολάχανα με φασούλια, ιδανική θρεπτική τροφή για το χειμώνα.
Κιντέατα: Τσουκνίδα. Με αυτά, την περίοδο της Σαρακοστής έφτιαχναν ένα νοστιμότατο φαγητό.
Μπορτς: Σούπα λαχανικών με κυρίαρχο το λάχανο. Όταν υπήρχε η δυνατότητα έφτιαχναν τη σούπα και με κρέας.
Πιρπιρίμια: Γλιστρίδα (αντράκλα).
Στύπα: Τουρσιά. Όταν επρόκειτο να φτιάξουν γεμιστή μελιτζάνα, επιστρατεύονταν οι γειτόνισσες. Άλλη να ψιλοκόψει το λάχανο, άλλη το καρότο, τις πιπεριές, το μαιντανό, το σκόρδο. Γέμιζε η ξύλινη σκάφη με τη γέμιση. Στη συνέχεια γέμιζαν τις μελιτζάνες, τις οποίες νωρίτερα είχαν ζεματίσει και τις έβαζαν σε μεγάλα κιούπια. Όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε... από το σκόρδο. Άσχετα πάντως από τη μυρωδιά, ήταν το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα. Τουρσιά έφτιαχναν και με άγουρες ντομάτες, πιπεριές, φασολάκια και λάχανο...
Μα και τα φρούτα δεν έλειπαν από τη διατροφή τους. Μήλα, κοκκύμελα (δαμάσκηνα), σύκα, αχλάδια, καΐσια, τζάνερα.
Διαλογή μήλων από γυναίκες της Νέας Χηλής |
Κάποτε, σε έναν από τους μηλεώνες της περιοχής μας (του Τατίκα, περίπου εκεί που είναι σήμερα το καζίνο), παίχτηκε το τέλος ενός μεγάλου έρωτα. Μικρή ήταν εκείνη, μα τα βέλη του έρωτα είχαν λαβώσει την καρδούλα της. Τον λαχταρούσε κρυφά, μα δεν είχε δική της θέληση. Η γνώμη του πατέρα και της μάνας ήταν πιο δυνατή εκείνα τα χρόνια. Και σαν ήρθε η μεγάλη στιγμή να αποφασίσει, εκεί στις μηλιές όπου δούλευε με τη μητέρα της...
– Ότι πουν οι γονείς μου, του είπε εκείνη.
– Θα σας σκοτώσω και θα σκοτωθώ εάν τη δώσετε σε άλλον, είπε το παλικάρι και έκατσε σε μια γωνιά κι έκλαψε τον ανεκπλήρωτο έρωτά του...
Όσο για το χωράφι με τις αχλαδιές, που είχε η Λίσω Παμπουκίδου - Σκορδαλά κοντά στο κοιμητήριο, ποτέ δε χρειάστηκε να το οργώσει, γιατί πήγαιναν τη νύχτα «χρυσοθήρες» και σκάβανε για να βρουν τις λίρες που είχαν θάψει οι Βούλγαροι κατακτητές. Δεν έγινε γνωστό εάν τελικά εκεί βρήκαν το θησαυρό που έψαχναν. Γιατί σε κάποια άλλα σημεία του χωριού, κάποιοι κάτι βρήκαν.
Ρετσέλι: Το έφτιαχναν από ώριμα φρούτα. Ήταν κάτι ανάμεσα σε γλυκό και μαρμελάδα.
Τσίρια: Αποξηραμένα φρούτα. Με τα τσίρια έφτιαχναν το χοσάφ, την κομπόστα δηλαδή.
Υπήρχαν όμως και τα άγρια φρούτα του δάσους, βατόμουρα, κούμαρα, τσάπουρνα, τζίτζιφα...
Επίσης και τα γλυκίσματα δεν έλειπαν από τη διατροφή τους.
Τσιριχτά: Οι γνωστές μας τηγανίτες, που τα συνόδευαν με μέλι ή ζάχαρη. Τα ονόμαζαν έτσι γιατί σαν έριχναν το χυλό με το κουτάλι στο καυτό λάδι εκείνα «τσίριζαν». Όταν ο χυλός ήταν ανεβατός (με μαγιά) έμοιαζαν με τους λουκουμάδες.
Λουκουμάδες: Σκάφες ολόκληρες ετοίμαζαν και πρόσφεραν στα τραπέζια των γάμων. Για τη διαδικασία αυτή επιστρατεύονταν οι γειτόνισσες (όπως και για τα ωτία).
Ωτία: Το χαρακτηριστικό γλυκό των γάμων αλλά και των μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα.
Κάποτε, όπως λένε, γάμος θα γινόταν. Και να οι ετοιμασίες, να οι σκάφες με τους λουκουμάδες. Όμως σαν ήρθε η ώρα να πάνε να πάρουν τη νύφη, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την προίκα που είχαν τάξει, ο γαμπρός εξαφανίστηκε και άφησε τη νύφη στα κρύα του λουτρού... Είδαν κι αποείδαν οι γονείς της νύφης ότι ο γάμος δε θα γινόταν, αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν όσα τάξανε στο γαμπρό κι έτσι έγινε ο γάμος.
Πουρμάς: Γλυκό ταψιού, με καρύδι και σουσάμι (όπως το σαραγλί). Το συνήθιζαν οι νοικοκυρές τα Χριστούγεννα αλλά και σε γάμους και σε μεγάλες γιορτές.
Μπομπότα: Με νερό, λάδι, σταφίδες, αμμωνία, αλάτι και αλεύρι έφτιαχναν ένα χυλό, τον οποίον έψηναν στο φούρνο. Ήταν σαν κέικ. Έπρεπε όμως να φαγωθεί ζεστό γιατί έτσι και κρύωνε γινόταν σαν πέτρα.
Αυτά και άλλα πολλά έφτιαχναν εκείνα τα χρόνια. Ότι τους έδινε η γη, τα ζωντανά τους και η θάλασσα.
Έτσι δεν έλειπαν και οι θαλασσινοί μεζέδες. Τα χαψία (γάβρος) αλλά και η μελίπαστη παλαμίδα και η σαρδέλα ήταν μέσα στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων. Ποιος δεν έχει τραγουδήσει το τραγούδι: «Χαψία χαψία, φατέστεν σκυλ’ παιδία
και ντ’ έμορφα μαειρεύει ατά η θεία μ’ η Ευδοξία».
Η μητέρα μου θα μου αφηγηθεί: Όταν αρραβωνιασμένη επισκεπτόμουν την πεθερά μου, εκείνη θα μας φίλευε μελίπαστη παλαμίδα ψημένη στα κάρβουνα. Ήταν τόσο νόστιμος μεζές, που ακόμη θυμάμαι εκείνη τη γεύση.
Εκείνα τα χρόνια οι χειμώνες ήταν βαρείς και σαν έπιανε νοτιάς, ξέρναγε η θάλασσα από τα σπλάχνα της, μεταξύ άλλων και χταπόδια. Το γνώριζαν αυτό οι μεγάλοι και κατέβαιναν στην παραλία με τα τσουβάλια ή και τα κοφίνια.
Επίσης μη ξεχνάμε ότι ο τόπος μας ήταν και μοναδικός κυνηγότοπος... (διαβάστε περισσότερα εδώ).
Αμέσως μετά τον πόλεμο ερχόταν στο χωριό και η αμερικάνικη βοήθεια, σκόνη γάλα, κασέρι αλλά και ρούχα. Αυτά ήταν σαν τσουβάλια, λένε, και έπρεπε οι γονείς μας να τα μεταποιήσουν.
Δύσκολα χρόνια με πολύ αγώνα για τον επιούσιο. Όμως παντρεύονταν, έκαναν παιδιά, γλεντούσαν, έκαναν όνειρα...
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
Ψέμματα και αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω