Θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε το αυτοκρατορικό υπόβαθρο του Διδυμοτείχου, μιας Καστροπολιτείας με βαριά ιστορική κληρονομιά, η οποία χαρακτηρίζεται από το έντονο αυτοκρατορικό αποτύπωμα που άφησαν κατά την διάρκεια των αιώνων, οι αυτοκράτορες.
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Την φράση «Αυτοκρατορικό Διδυμότειχο» που επέλεξα να ονομάσω το παρόν κείμενο, δανείστηκα από τον μεγάλο Βυζαντινολόγο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι, ο οποίος την χρησιμοποίησε, αναφερόμενος σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην εν λόγω Καστροπολιτεία, κατά την Παλαιολόγια εποχή (13ος - 14ος αιώνας). Παρακάτω θα αποδείξουμε, ότι το Διδυμότειχο είναι διαχρονικά συνυφασμένο μ’ ένα αξιοσημείωτο αυτοκρατορικό παρελθόν, το οποίο δεν αφορά μόνο την Παλαιολόγεια εποχή, αλλά έχει ως αφετηρία τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εκτείνεται μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η ιστορία του Διδυμοτείχου, διαδραματίζεται εδώ και επτά χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε δύο ποταμούς και δύο λόφους. Οι ποταμοί είναι ο Έβρος και ο Ερυθροπόταμος (στην αρχαία εποχή Ρόμβος και Εριγώνας αντίστοιχα) και οι λόφοι είναι της Αγίας Πέτρας / Πλωτινόπολης και του Κάστρου/Καλέ. Το όλο γεωμορφολογικό τοπίο, συμπληρώνει ο κάμπος του Διδυμοτείχου, ο οποίος απλώνεται μεταξύ των δύο ποταμών. Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό από την περιγραφή, η περιοχή αυτή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα. Το γεγονός της κατοίκησης της περιοχής σε βάθος χρόνου χιλιετιών, επικυρώθηκε επιστημονικά από τα αρχαιολογικά ευρήματα επάνω στο λόφο της Αγίας Πέτρας/Πλωτινόπολης. Τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα του χώρου, σε συνδυασμό και με τα εμπορικά του πλεονεκτήματα (πλωτός Έβρος, κοντινοί οδικοί άξονες κλπ), έγειραν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αντωνίνων, με αποτέλεσμα η περιοχή να γίνει ευρύτατα γνωστή επί της εποχής τους, όταν στο λόφο της Αγίας Πέτρας, όπου προϋπήρχε μια αρχαία Θρακική πόλη, κτίσθηκε η Πλωτινόπολη.
Από την εποχή αυτή, αρχίζει να δημιουργείται στην Πλωτινόπολη / Διδυμότειχο μια αυτοκρατορική παράδοση, που δύσκολα κανείς συναντά σε μια επαρχιακή πόλη της Ελληνικής επικράτειας. Όσον αφορά την Πλωτινόπολη, οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) για να τιμήσει τη γυναίκα του Πομπηία Πλωτίνα ή Πλωτίνη. Οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε (ελλείψει αρχαιολογικών και ιστορικών στοιχείων για την προρωμαϊκή εποχή), ότι ο πρώτος ιστορικά καταγεγραμμένος κτήτορας της πόλης μας, ήταν ένας αυτοκράτορας, ο Τραϊανός. Επόμενο ήταν η Πλωτινόπολη ως μια πόλη αφιερωμένη από τον αυτοκράτορα (πλανητάρχη) της εποχής στη σύζυγό του, να στολιστεί με υπέροχα ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, έργα υδραυλικής αρχιτεκτονικής, μαρμάρινες ανάγλυφες στήλες και πλάκες, προτομές καθώς και πολλά άλλα έργα τέχνης, τα οποία ανακαλύπτουν σήμερα οι αρχαιολόγοι.
Ένα από τα σημαντικότερα "αυτοκρατορικά" αρχαιολογικά ευρήματα, είναι η χρυσή σφυρήλατη προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, ο οποίος βασίλεψε από το 193 μέχρι το 211 μ.Χ. (η προτομή αυτή βρίσκεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής, αναμφίβολα όμως θα πρέπει να τοποθετηθεί στην προθήκη που έχει ετοιμαστεί ειδικά γι΄ αυτήν στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου, και να παραμείνει ως μόνιμο έκθεμα). Περί της υπόψη προτομής θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε, ότι αρκετοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι απεικονίζει τον Μάρκο Αυρήλιο.
Ο επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων κος Διαμαντής Τριαντάφυλλος σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση, ανέφερε για την χρυσή προτομή ότι: «Πρόκειται για ένα έργο που συμβολίζει την παρουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ήτανε τοποθετημένη σε κάποιο κοντάρι και μεταφερόταν μαζί με τα στρατεύματα σε διάφορες περιοχές κι έτσι βρέθηκε στην Πλωτινόπολη, ακριβώς για να συμβολίζει την παρουσία του αυτοκράτορα». Επίσης με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, ο πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, δρ του ΑΠΘ Αθανάσιος Γουρίδης, συμπεραίνει ότι: «ο αυτοκράτορας Τραϊανός και οι διάδοχοί του, όπως ο Αδριανός (στα 123-124 μ.Χ.), ο Σεπτίμιος Σεβήρος (στα 193-196 και 204) και ο Καρακάλλας (το 214) θα είχαν επισκεφθεί την πόλη και θα την είχαν προικοδοτήσει με λαμπρά οικοδομήματα και έργα τέχνης, δείγματα μια εποχής ειρήνης και ακμής, αλλά και μίας σαφούς αυτοκρατορικής εύνοιας».
Την αυτοκρατορική εύνοια προς την πόλη, επικυρώνουν και οι αναθηματικές ενεπίγραφες στήλες, οι οποίες έχουν βρεθεί στην περιοχή. «Από τις επιγραφές αυτές οι δύο είναι της βουλής και του δήμου Πλωτινοπολιτών, τιμητικές για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Ιούλιο Φίλιππο και Βαλεριανό που βασίλεψαν στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.».
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να παρουσιάζει έντονα δείγματα παρακμής, ήδη από τον 3ου αι. μ.Χ., εσωτερικές δυναστικές έριδες, εμφύλιοι πόλεμοι και βαρβαρικές επιδρομές, συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο άνθρωπος που έβαλε ένα τέλος στην παρακμή και έθεσε τις βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα της αυτοκρατορίας, ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος αναδείχθηκε τελικός νικητής και μονοκράτορας. Ως γνωστόν, μια από τις πρώτες ενέργειες του Κωνσταντίνου, ήταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Λατινική δύση στην Ελληνική ανατολή, και πιο συγκεκριμένα στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων στην Ανατολική Θράκη το Βυζάντιο. Με την απόφαση αυτή ο γενάρχης της Ρωμηοσύνης, έβαλε τις βάσεις για μια αυτοκρατορία (Ρωμανίας / Βυζάντιου), η οποία οικοδομήθηκε επάνω σε δύο ισχυρότατους πυλώνες : τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό, και διήρκησε για 1123 χρόνια και 18 ημέρες.
Η Πλωτινόπολη / Διδυμότειχο συνέχισε να κατέχει σημαντική θέση και κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας / Βυζαντίου, έχοντας θα λέγαμε μία αντίστροφη γεωγραφική πορεία εξέλιξης, σε σχέση με την αυτοκρατορία και την πρωτεύουσά της (Νέα Ρώμη) Κωνσταντινούπολη. Η έδρα/πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως προαναφέραμε μεταφέρθηκε από την Δύση προς στην Ανατολή. Στην πόλη μας ακολουθήθηκε η αντίθετη κατεύθυνση, και από τα ανατολικά (λόφο Πλωτινόπολης), η φρουρά, διοίκηση, η μητρόπολη και ο πληθυσμός, μετακινήθηκαν σταδιακά προς τα δυτικά (λόφο του Κάστρου/Καλέ), δημιουργώντας μια σημαντική Καστροπολιτεία για την αυτοκρατορία και ιδιαιτέρως για την Βασιλεύουσα.
Από τα πρώτα χρόνια της Ρωμανίας/Βυζαντίου, η Πλωτινόπολη ανήκει στην Θρακική επαρχία του Αιμιμόντου, με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη. Επί της εποχής των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α΄(491-518) και Ιουστινιανού Α' (527-565) έγιναν πολλά οχυρωματικά έργα στη θρακική γη και μεταξύ αυτών, σημασία δόθηκε και στην Πλωτινόπολη. Αν εξετάσουμε ειδικά τις ενέργειες του Ιουστινιανού που αφορούν οχυρωματικά έργα, θα δούμε ότι : «όλοι οι ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με τα ιουστινιάνεια οχυρά, συμφωνούν ότι κατά την οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού Α' έγινε η μέγιστη δυνατή χρήση των στρατηγικής σημασίας τοπογραφικών δεδομένων». Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε και η οχύρωση ή επανοχύρωση της Πλωτινόπολης, στην οποία αναφέρεται ρητά ο Προκόπιος. Θα πρέπει να σημειώσουμε σχετικά με την αναφορά του Προκοπίου, περί οχυρωματικών έργων, ότι τα έργα αυτά αφορούν την οχύρωση και των δύο λόφων (της Πλωτινόπολης και του σημερινού Κάστρου).
Οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μετά τον αυτοκράτορα Τραϊανό (της παλαιάς Ρώμης) επόμενος "κτήτορας" της πόλης μας, είναι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (της Νέας Ρώμης), γεγονός που ενισχύει τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα της. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι τα επόμενα χρόνια το κάστρο συντηρείται και αναστηλώνεται και από άλλους αυτοκράτορες.
Μέχρι την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αιώνα) συνεχίστηκε η κατοίκηση στο λόφο της Πλωτινόπολης. Πιθανώς κάποια βίαιη καταστροφή ήταν η αιτία να εγκαταλειφθεί ο λόφος, και από την εποχή αυτή και μετά το κέντρο βάρος της περιοχής μετατοπίστηκε στο λόφο του κάστρου. Επίσης κατά την ίδια χρονική περίοδο, αρχίζει να επικρατεί για την πόλη η ονομασία Διδυμότειχο. Προφανώς η νέα ονομασία, επικράτησε μετά την: «επανοχύρωση της Πλωτινόπολης και το χτίσιμο του νέου κάστρου στο διπλανό λόφο, φαίνεται ότι υπήρξε η αφορμή να γίνεται λόγος για δίδυμο τείχος. Έτσι δημιουργήθηκε το Διδυμότειχο, που μάλλον πήρε αμέσως το όνομα αυτό».
Η αυτοκρατορική επαφή με το Διδυμότειχο, θα συνεχιστεί και επί της Μακεδονικής δυναστείας (867-1057), ειδικότερα κατά την διάρκεια των πολέμων με τους Βουλγάρους, η Καστροπολιτεία της Θράκης, θεωρείται στρατηγικής σημασίας. Την εποχή αυτή επισκέπτεται το κάστρο ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος, για να συναντήσει τον αντίπαλό του (παλιό επαναστάτη και επίδοξο αυτοκράτορα), Βάρδα Σκληρό, τον οποίο έχει θέσει υπό "ελεύθερο" περιορισμό μαζί με τον αδερφό του Κωνσταντίνο.
Επί της εποχής των σταυροφοριών, και ειδικότερα κατά την Α΄ (1096-1099) και Γ΄ (1189-1192) σταυροφορία, το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, καθώς υπέστη πολλά δεινά και καταστροφές. Στην Α΄ σταυροφορία, ως ένα πλούσιο κάστρο, αποτέλεσε σταθμό ανεφοδιασμού των σταυροφόρων, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Στην Γ΄ σταυροφορία οι λανθασμένοι χειρισμοί του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στήριζε σε μεγάλο βαθμό την άμυνα της βασιλεύουσας στο Διδυμότειχο, οδήγησαν τους σταυροφόρους του Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσα, να επιτεθούν στην πόλη. Μετά από πολιορκία οι σταυροφόροι κατέλαβαν το κάστρο και προέβησαν σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.
Τα επόμενα χρόνια, και πιο συγκεκριμένα το 1193 γεννιέται στο Διδυμότειχο ο Ιωάννης Βατάτζης, ένα αρχοντόπουλο, το οποίο στα δύσκολα χρόνια της Φραγκοκρατίας θα διατελέσει αυτοκράτορας της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Βατάτζης θεωρείται απ’ όλους τους ιστορικούς, ως ένας από τους πιο επιτυχημένους αυτοκράτορες, καθώς επίσης και ο κύριος συντελεστής στην απελευθέρωση πολλών εδαφών της αυτοκρατορίας, όπως και της ίδιας της Βασιλεύουσας επτά χρόνια μετά την κοίμησή του. Όπως θα δούμε παρακάτω, ο Βατάτζης δεν είναι ο μοναδικός αυτοκράτορας που έχει γεννηθεί στο Διδυμότειχο.
Δέκα περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Βατάτζη, το 1204 οι Φράγκοι της Δ΄ σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη, καθώς και άλλες περιοχές της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Το αυτοκρατορικό Διδυμότειχο, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σ΄ αυτή την ταραγμένη περίοδο. Ο αυτοκράτορας των Φράγκων Βαλδουίνος εγκαθιστά φρουρά στην πόλη, το ίδιο έτος και κατόπιν εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των Φράγκων, ακολουθεί η κατάληψη της από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό (ως αντίποινα για την παραβίαση των προσυμφωνηθέντων συνθηκών μεταξύ τους), ακολούθως: «αναγορεύει τον πρωτότοκο γιο της Μαρίας (Μαρία - Μαργαρίτα της Ουγγαρίας χήρα του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και μετέπειτα σύζυγος του Βονιφατίου), Μανουήλ Άγγελο ως ¨βασιλέα Ρωμαίων¨ δηλαδή αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο», γεγονός που ενισχύει την αυτοκρατορική παράδοση της πόλης.
Από το Διδυμότειχο ξεκινά το 1205 μια εξέγερση, την οποία ακολουθούν και άλλες θρακικές πόλεις, με αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνση των Φράγκων. Οι εξεγέρσεις του Διδυμοτείχου καθώς και συνεπακόλουθα των άλλων θρακικών περιοχών, αποδείχθηκαν σωτήριες για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Την εποχή εκείνη οι Φράγκοι είχαν καταλάβει μεγάλες περιοχές στη Μικρά Ασία και πίεζαν ασφυκτικά τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, ο οποίος προσπαθούσε να οργανώσει μία εστία αντίστασης κατά των Φράγκων, με έδρα τη Νίκαια της Βηθυνίας. Ο αυτοκράτορας των Φράγκων Βαλδουίνος για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των θρακικών πόλεων, αναγκάστηκε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Μικρά Ασία και να τις μεταφέρει στη Θράκη. Ως γνωστόν τα επόμενα χρόνια στη Νίκαια επί αυτοκρατόρων Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη και Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη, δημιουργήθηκε η λεγόμενη από τους νεώτερους ιστορικούς αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία απελευθέρωσε πολλά εδάφη της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, Βουλγάρους και Τούρκους και το 1261 απελευθέρωσε και τη Βασιλεύουσα, δίνοντας άλλους δύο αιώνες ζωής στην αυτοκρατορία. Αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εξέγερση στο αυτοκρατορικό Διδυμότειχο το 1205, ίσως τα πράγματα να εξελισσόταν πολύ διαφορετικά με αρνητικό τρόπο για την πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία.
Μετά την εξέγερση του 1205 η πόλη πέφτει κατά σειρά στα χέρια των Βουλγάρων, των Φράγκων, των Ελλήνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου και το 1241 την απελευθερώνει και πάλι από τους Βουλγάρους ο Ιωάννης Βατάτζης. Ο Διδυμοτειχίτης αυτοκράτορας απελευθερώνει την ιδιαίτερη πατρίδα του, και καθιστά το Διδυμότειχο ξεχωριστό Θέμα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη, οι Βούλγαροι αντεπιτίθενται αλλά ο διάδοχος και γιος του Βατάτζη, Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης στέλνει στρατεύματα στη Θράκη και χρησιμοποιεί ως έδρα του το Διδυμότειχο, οπότε έχουμε ακόμη μία περίπτωση αυτοκρατορικής παρουσίας στην πόλη.
Μετά την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας το 1261 το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας μετατοπίζεται και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία όμως δεν μπόρεσε ποτέ να φθάσει στην ισχύ του παρελθόντος, καθώς βάλλεται από πολλούς εχθρούς. Βούλγαροι, Τάταροι και Καταλανοί προκαλούν στη Θράκη μεγάλες καταστροφές. Το κάστρο του Διδυμοτείχου με επισκευασμένα και αναστηλωμένα τα τείχη του, αποτέλεσε το 1305 σωτήριο καταφύγιο για τον συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος στη μάχη που έλαβε χώρα στην "πεδιάδα των Άπρων" ηττήθηκε από τους Καταλανούς και τραυματίστηκε βαριά. ο Νικηφόρος Γρηγοράς ιστορεί σχετικώς: «Ο βασιλιάς (Μιχαήλ Θ΄) λοιπόν, φεύγει από εκεί για το Διδυμότειχο κι ακούει βαριά επίπληξη από τον πατέρα του και βασιλέα (Ανδρόνικο Β΄), επειδή, ενώ ήταν βασιλιάς, δεν ενήργησε όπως ταίριαζε σε βασιλέα» . Επίσης ο Παχυμέρης αναφέρει ότι από το Διδυμότειχο ο Μιχαήλ Θ΄: «οργανώνει την άμυνα των σπουδαιότερων πόλεων της Θράκης».
Το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικότατο ρόλο κατά την διάρκεια των δύο εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων. Κατά τον πρώτο εμφύλιο (1321-1328) αντίπαλοι υπήρξαν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ και ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄. Ο Ανδρόνικος Γ΄ σταθμίζοντας τα γεωστρατηγικά δεδομένα της εποχής, επέλεξε ως έδρα του το κάστρο του Διδυμοτείχου, το οποίο βεβαίως αποτελούσε προπύργιο του κυριότερου υποστηρικτή του και αδελφικού του φίλου, του Ιωάννη Καντακουζηνού. Έτσι το Διδυμότειχο αποτελεί την έδρα του, απ΄ όπου συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για εκστρατείες, αποκρούει τις επιθέσεις των εχθρών του και όποτε οι στρατιωτικές του δυνάμεις μειώνονται, κλείνεται σ΄ αυτό και σχεδιάζει τις επόμενες ενέργειές του, μαζί με τους στρατιωτικούς ακολούθους και την αυλή του.
Ο νεαρός Ανδρόνικος συνέχισε να εμπιστεύεται το κάστρο του Διδυμοτείχου ακόμη και μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1322. Οπότε και: «κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, το Διδυμότειχο δεν ήταν μόνο η έδρα του Ανδρόνικου Γ΄, αλλά συγχρόνως και το στήριγμα, η βάση για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Επίσης το Διδυμότειχο εξελίχθηκε σε αυτοκρατορική έδρα και έγινε τόπος εγκατάστασης μιας πολύ σημαντικής οικογένειας, των Καντακουζηνών, οι οποίοι οπωσδήποτε θεωρούνταν και από παλαιότερα ως τραπεζίτες του αυτοκράτορα. Έτσι η σπουδαιότητα του Διδυμοτείχου απέναντι στη μέχρι τώρα δεύτερη πρωτεύουσα, την Αδριανούπολη, μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Το Διδυμότειχο έγινε ένα είδος αντίβαρου στην πρωτεύουσα».
Παρόλο που τελικά ο νεαρός Ανδρόνικος Γ΄ επικρατεί έναντι του παππού του, και είναι ο μοναδικός πλέον αυτοκράτορας, δεν εγκαταλείπει το Διδυμότειχο, και στην συνέχεια των ετών βιώνει δύο πολύ σοβαρά γεγονότα που αφορούν την προσωπική του ζωή. Το 1330, ο Ανδρόνικος Γ΄ αρρώστησε βαριά, βρισκόμενος στο Διδυμότειχο, κι ενώ φαινόταν ότι οι ελπίδες για να σωθεί ήταν λίγες, αυτός ανακάμπτει θαυματουργικά με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η υγεία του. Το δεύτερο προσωπικό γεγονός που βιώνει ο νεαρός αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, είναι η γέννηση του διαδόχου του. Στις 18 Ιουνίου 1332, η βασίλισσα Άννα της Σαβοΐας του χαρίζει έναν γιο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, αυτή είναι η δεύτερη γέννηση αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο, μετά τον Ιωάννη Βατάτζη.
Τα επόμενα χρόνια οι γεωστρατηγικές συνθήκες ανάγκασαν τον Ανδρόνικο Γ΄ να αφήσει το Διδυμότειχο και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη. Αναφορικά με την αντικατάσταση του Διδυμοτείχου από την Θεσσαλονίκη, αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του καθηγητή του πανεπιστημίου της Κολωνίας Dr Berthold Rubin, ο οποίος αναφέρει: «Η Θεσσαλονίκη, που μόλις το 1334 αντικατέστησε το Διδυμότειχο ως τόπος διαμονής του αυτοκράτορα, δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει και τον γεωπολιτικό του ρόλο, δηλαδή να αποτελέσει το νευραλγικό σημείο της γεωγραφικής αυτής περιοχής».
Το 1341 ο Ανδρόνικος επιστρέφει στο Διδυμότειχο, όπου: «ασθενεί και πάλι από εγκεφαλική ελονοσία, υποτροπίαση παλαιού νοσήματος και πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη, τη νύκτα της 14ης προς 15η Ιουνίου 1341, σε ηλικία 45 ετών». Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Καντακουζηνός στα απομνημονεύματα του: «ξέσπασε ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος που γνώρισαν ποτέ οι Ρωμαίοι (Ρωμηοί / Βυζαντινοί). Ήταν ένας πόλεμος που οδήγησε σε ολική σχεδόν καταστροφή, μετατρέποντας την αυτοκρατορία των Ρωμαίων σε σκιά του πρότερού της εαυτού».
Όπως συμβαίνει συνήθως μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι εχθροί προσπαθούν να επωφεληθούν, στηριζόμενοι στην έλλειψη ηγέτη ή στην απειρία του διαδόχου. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (έχοντας το αξίωμα του Μέγα Δομέστικου), ανέλαβε να καλύψει το κενό που άφησε ο εκλιπών Ανδρόνικος Γ΄, προβαίνοντας στις απαιτούμενες διοικητικές και στρατιωτικές ενέργειες, καθώς ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό ο μόλις εννέα ετών διάδοχός Ιωάννης Ε΄. Οι πρωτοβουλίες αυτές του Καντακουζηνού ενόχλησαν την βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον μέχρι πρότινος φίλο του και μέγα Δούκα Αλέξιο Απόκαυκο.
Η όλη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος των Παλαιολόγων (1341-1347). Για όσο διάστημα ο Καντακουζηνός βρισκόταν στο Διδυμότειχο, στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί, μέχρι του σημείου όπου, η πρώην δέσποινα του Κάστρου του Διδυμοτείχου και μητέρα του Καντακουζηνού η Θεοδώρα, να φυλακιστεί από τους αντιπάλους της και να πεθάνει στη φυλακή στις 6 Ιανουαρίου 1342, καθώς επίσης οι υποστηρικτές του διώκονταν απηνώς με την κατηγορία του "καντακουζηνισμού". Κατόπιν αυτών των εξελίξεων (και ενόσω η μητέρα του ήταν στην φυλακή) ο Ιωάννης Καντακουζηνός πείθεται από τους υποστηρικτές του, και στέφεται στις 26 Οκτωβρίου του 1341, αυτοκράτορας των Ρωμαίων (συναυτοκράτορας) στο Διδυμότειχο, σεβόμενος όμως και τα κληρονομικά δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Η στέψη πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα του κάστρου, παρουσία υποστηρικτών και συγγενών του Καντακουζηνού.
Το όλο γεγονός της στέψης του Καντακουζηνού στο Διδυμότειχο, κατατάσσει την πόλη, στην κατηγορία των ελάχιστων πόλεων, όπου στέφθηκαν Αυτοκράτορες της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Ως γνωστόν, η συντριπτική πλειοψηφία στέφονταν στην Κωνσταντινούπολη. Άλλες πόλεις όπου έλαβε χώρα στέψη αυτοκράτορα ήταν: η Νίκαια της Μικράς Ασίας (όπου εκεί στέφθηκε ο Διδυμοτειχίτης Ιωάννης Βατάτζης και γενικά η Δυναστεία των Λασκαρέων), η Αδριανούπολη (όπου στέφθηκε για δεύτερη φορά ο Καντακουζηνός) και ο Μυστράς, όπου στέφθηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος. Αυτή είναι η δεύτερη στέψη αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο, καθώς όπως προαναφέραμε, προηγήθηκε το 1204 η στέψη του Μανουήλ Άγγελου από τους κατακτητές σταυροφόρους.
Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός ως εστεμμένος αυτοκράτορας (ή σωστότερα συναυτορκάτορας, διότι κατά την στέψη του σεβάστηκε τα κληρονομικά δικαιώματα του Ιωάννη Ε΄), επιλέγει ως έδρα του το Διδυμότειχο, το οποίο για ακόμη μία φορά ενδύεται την πορφύρα. Το κάστρο του Διδυμοτείχου αποδεικνύεται και πάλι απόρθητο, καθώς άντεξε στις επιθέσεις που δέχθηκε από το στρατό της αντιβασιλείας και βοήθησε τα μέγιστα στην τελική επικράτηση του Καντακουζηνού. Τελικά ο δεύτερος εμφύλιος της εποχής των Παλαιολόγων έληξε το 1347 με την είσοδο του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη. «Η επιτυχία του αυτή βασιζόταν στην τουρκική βοήθεια καθώς και στο ότι το Διδυμότειχο διατηρήθηκε ως κύρια βάση και αφετηρία στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στον μακεδονικό και τον θρακικό χώρο. Το ότι ο σφετεριστής (Καντακουζηνός) εξακολουθούσε να θεωρεί το κάστρο πολύ ασφαλές φαίνεται από το γεγονός ότι η Ειρήνη Καντακουζηνή παρέμεινε, και μετά την είσοδο του συζύγου της στην πρωτεύουσα, για ένα χρονικό διάστημα στο Διδυμότειχο, και από το ότι ο Καντακουζηνός εκτόπισε εκεί σε αυστηρή απομόνωση τον επικίνδυνο πολιτικό του αντίπαλο, τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, τον οποίο είχε ήδη καθαιρέσει».
Τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται οι εμφύλιες διαμάχες, και το κάστρο του Διδυμοτείχου αποτελεί το μήλον της έριδος, το 1347 παραχωρείται από τον Καντακουζηνό στον γιο του Ματθαίο και το 1351 μεταβιβάζεται στον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο. Δυστυχώς οι εντάσεις και οι εμφύλιες προστριβές συνεχίζονται και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το 1361 το Διδυμότειχο να καταληφθεί από τους Οθωμανούς.
Η κατάληψη του Διδυμοτείχου από τους Οθωμανούς Τούρκους, δεν ανέκοψε την αυτοκρατορική παράδοση της πόλης. Το Διδυμότειχο επί σουλτάνου Μουράτ Α' αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την επιλογή αυτή ο Αθανάσιος Γουρίδης, αναφέρει: «Ο Τούρκος ηγεμόνας επιλέγει συνειδητά το Διδυμότειχο ως την ασφαλέστερη πόλη, αλλά και εκείνη η οποία από "σημασιολογικής" - ιδεολογικής απόψεως έφερε τη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση και μάλιστα ήταν έδρα των δύο μεγάλων αυτοκρατορικών οικογενειών, Καντακουζηνών και Παλαιολόγων».
Τα επόμενα χρόνια αφήνουν έντονο το στίγμα τους στο Διδυμότειχο δύο σουλτάνοι, ο Βαγιαζήτ Α' ο Κεραυνός και ο Μωάμεθ Α' (γιος και εγγονός του Μουράτ Α'), οι οποίοι κατασκευάζουν το μεγάλο τέμενος, που είναι γνωστό ως τέμενος Βαγιαζήτ. Επίσης στο Διδυμότειχο διέμεινε κατά περιόδους και ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, με αποτέλεσμα να γεννηθεί στην πόλη ο γιος του και μετέπειτα σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, γεγονός που συνεχίζει την παράδοση της γέννησης αυτοκρατόρων στο Διδυμότειχο. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε και τον θρύλο που μας διασώζει ο Θανάσης Γουρίδης, ο οποίος αναφέρει ότι: «κάποια παλαιά χρονικά μνημονεύουν το Διδυμότειχο ως την πόλη που θα έδινε γέννηση στον μελλοντικό πορθητή της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με το Ανώνυμο Χρονικό (takvim) του Μουράτ Β΄, το πλησιέστερο στα πρώιμα χρόνια του σουλτάνου και συνεπώς ευλόγως αξιόπιστο, ο Μωάμεθ (ο Πορθητής) γεννήθηκε στο Διδυμότειχο, στις 30 Μαρτίου 1432».
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έχουμε περιπτώσεις μελών των σουλτανικών οικογενειών που διαμένουν στο Διδυμότειχο και συντηρούν κάποια οθωμανικά μνημεία, όπως π.χ. ο σουλτάνος Οσμάν Β΄ Χαν επισκεύασε τα λουτρά του Φεριντούν Αχμέντ Μπεγκ.
Η αυτοκρατορική παράδοση στο Διδυμότειχο τελειώνει με την παρουσία του Σουηδού αυτοκράτορα Καρόλου ΙΒ’, ο οποίος διέμεινε στην πόλη μαζί με την ακολουθία του για περίπου ένα χρόνο (1713-1714). Ο Κάρολος μετά την ήττα του Σουηδικού στρατού στην Πολτάβα το 1709 από τους Ρώσους του Μεγάλου Πέτρου, διέφυγε προς τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στόχος του ήταν να στρέψει τους Οθωμανούς εναντίον των Ρώσων, πράγμα που δεν κατάφερε. Στη συνέχεια "αιχμαλωτίστηκε" από τους Τούρκους, οι οποίοι με μεγάλη συνοδεία μετέφεραν τον Κάρολο και την ακολουθία του (περίπου 100 άτομα), στο Διδυμότειχο. Από το Διδυμότειχο ο Κάρολος εκδίδει διατάγματα που αφορούν την διοίκηση του κράτους του και δέχεται στην οικία του επάνω στο κάστρο: διπλωμάτες, πιστωτές και αξιωματούχους άλλων κρατών. Τελικώς οι δυσμενείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν για την Σουηδία, τον αναγκάζουν στις 20 Σεπτεμβρίου 1714 να φύγει από το Διδυμότειχο και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Επιμύθιο
Εν συντομία προσπαθήσαμε να καταδείξουμε το αυτοκρατορικό υπόβαθρο του Διδυμοτείχου, μιας Καστροπολιτείας με βαριά ιστορική κληρονομιά, η οποία χαρακτηρίζεται από το έντονο αυτοκρατορικό αποτύπωμα που άφησαν κατά την διάρκεια των αιώνων, οι αυτοκράτορες που περιγράψαμε ανωτέρω. Αν εξαιρέσουμε την Θεσσαλονίκη, η οποία σε όλη τη διαχρονία της υπήρξε ένα σημαντικότατο κέντρο και η συμβουλεύουσα της Ρωμανίας / Βυζαντίου, ελάχιστες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδος έχουν να επιδείξουν ένα αυτοκρατορικό παρελθόν, ανάλογο του Διδυμοτείχου.
Η κληρονομιά αυτή σε συνδυασμό με τον μνημειακό και φυσικό πλούτο της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, θα πρέπει να αξιοποιηθεί από τους ιθύνοντες και να κεφαλαιοποιηθεί. Να δοθεί δηλαδή άμεση προτεραιότητα στην συντήρηση και αξιοποίηση όλου του μνημειακού πλούτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίες θα δώσουν τεράστιο κίνητρο στους νέους ανθρώπους αλλά και σε αυτούς που δεν έχουν εργασία, έτσι ώστε να παραμείνουν στην ακριτική μας περιοχή και να τονώσουν το έντονο οικονομικό και δημογραφικό πρόβλημα του τόπου μας.
[post_ads]
Την φράση «Αυτοκρατορικό Διδυμότειχο» που επέλεξα να ονομάσω το παρόν κείμενο, δανείστηκα από τον μεγάλο Βυζαντινολόγο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι, ο οποίος την χρησιμοποίησε, αναφερόμενος σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην εν λόγω Καστροπολιτεία, κατά την Παλαιολόγια εποχή (13ος - 14ος αιώνας). Παρακάτω θα αποδείξουμε, ότι το Διδυμότειχο είναι διαχρονικά συνυφασμένο μ’ ένα αξιοσημείωτο αυτοκρατορικό παρελθόν, το οποίο δεν αφορά μόνο την Παλαιολόγεια εποχή, αλλά έχει ως αφετηρία τον 2ο αιώνα μ.Χ. και εκτείνεται μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Η ιστορία του Διδυμοτείχου, διαδραματίζεται εδώ και επτά χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε δύο ποταμούς και δύο λόφους. Οι ποταμοί είναι ο Έβρος και ο Ερυθροπόταμος (στην αρχαία εποχή Ρόμβος και Εριγώνας αντίστοιχα) και οι λόφοι είναι της Αγίας Πέτρας / Πλωτινόπολης και του Κάστρου/Καλέ. Το όλο γεωμορφολογικό τοπίο, συμπληρώνει ο κάμπος του Διδυμοτείχου, ο οποίος απλώνεται μεταξύ των δύο ποταμών. Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό από την περιγραφή, η περιοχή αυτή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα. Το γεγονός της κατοίκησης της περιοχής σε βάθος χρόνου χιλιετιών, επικυρώθηκε επιστημονικά από τα αρχαιολογικά ευρήματα επάνω στο λόφο της Αγίας Πέτρας/Πλωτινόπολης. Τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα του χώρου, σε συνδυασμό και με τα εμπορικά του πλεονεκτήματα (πλωτός Έβρος, κοντινοί οδικοί άξονες κλπ), έγειραν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αντωνίνων, με αποτέλεσμα η περιοχή να γίνει ευρύτατα γνωστή επί της εποχής τους, όταν στο λόφο της Αγίας Πέτρας, όπου προϋπήρχε μια αρχαία Θρακική πόλη, κτίσθηκε η Πλωτινόπολη.
Από την εποχή αυτή, αρχίζει να δημιουργείται στην Πλωτινόπολη / Διδυμότειχο μια αυτοκρατορική παράδοση, που δύσκολα κανείς συναντά σε μια επαρχιακή πόλη της Ελληνικής επικράτειας. Όσον αφορά την Πλωτινόπολη, οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) για να τιμήσει τη γυναίκα του Πομπηία Πλωτίνα ή Πλωτίνη. Οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε (ελλείψει αρχαιολογικών και ιστορικών στοιχείων για την προρωμαϊκή εποχή), ότι ο πρώτος ιστορικά καταγεγραμμένος κτήτορας της πόλης μας, ήταν ένας αυτοκράτορας, ο Τραϊανός. Επόμενο ήταν η Πλωτινόπολη ως μια πόλη αφιερωμένη από τον αυτοκράτορα (πλανητάρχη) της εποχής στη σύζυγό του, να στολιστεί με υπέροχα ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, έργα υδραυλικής αρχιτεκτονικής, μαρμάρινες ανάγλυφες στήλες και πλάκες, προτομές καθώς και πολλά άλλα έργα τέχνης, τα οποία ανακαλύπτουν σήμερα οι αρχαιολόγοι.
Ένα από τα σημαντικότερα "αυτοκρατορικά" αρχαιολογικά ευρήματα, είναι η χρυσή σφυρήλατη προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, ο οποίος βασίλεψε από το 193 μέχρι το 211 μ.Χ. (η προτομή αυτή βρίσκεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής, αναμφίβολα όμως θα πρέπει να τοποθετηθεί στην προθήκη που έχει ετοιμαστεί ειδικά γι΄ αυτήν στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου, και να παραμείνει ως μόνιμο έκθεμα). Περί της υπόψη προτομής θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε, ότι αρκετοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι απεικονίζει τον Μάρκο Αυρήλιο.
Ο επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων κος Διαμαντής Τριαντάφυλλος σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση, ανέφερε για την χρυσή προτομή ότι: «Πρόκειται για ένα έργο που συμβολίζει την παρουσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ήτανε τοποθετημένη σε κάποιο κοντάρι και μεταφερόταν μαζί με τα στρατεύματα σε διάφορες περιοχές κι έτσι βρέθηκε στην Πλωτινόπολη, ακριβώς για να συμβολίζει την παρουσία του αυτοκράτορα». Επίσης με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, ο πολιτικός μηχανικός και αρχαιολόγος, δρ του ΑΠΘ Αθανάσιος Γουρίδης, συμπεραίνει ότι: «ο αυτοκράτορας Τραϊανός και οι διάδοχοί του, όπως ο Αδριανός (στα 123-124 μ.Χ.), ο Σεπτίμιος Σεβήρος (στα 193-196 και 204) και ο Καρακάλλας (το 214) θα είχαν επισκεφθεί την πόλη και θα την είχαν προικοδοτήσει με λαμπρά οικοδομήματα και έργα τέχνης, δείγματα μια εποχής ειρήνης και ακμής, αλλά και μίας σαφούς αυτοκρατορικής εύνοιας».
Την αυτοκρατορική εύνοια προς την πόλη, επικυρώνουν και οι αναθηματικές ενεπίγραφες στήλες, οι οποίες έχουν βρεθεί στην περιοχή. «Από τις επιγραφές αυτές οι δύο είναι της βουλής και του δήμου Πλωτινοπολιτών, τιμητικές για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Ιούλιο Φίλιππο και Βαλεριανό που βασίλεψαν στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.».
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να παρουσιάζει έντονα δείγματα παρακμής, ήδη από τον 3ου αι. μ.Χ., εσωτερικές δυναστικές έριδες, εμφύλιοι πόλεμοι και βαρβαρικές επιδρομές, συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο άνθρωπος που έβαλε ένα τέλος στην παρακμή και έθεσε τις βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα της αυτοκρατορίας, ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος αναδείχθηκε τελικός νικητής και μονοκράτορας. Ως γνωστόν, μια από τις πρώτες ενέργειες του Κωνσταντίνου, ήταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Λατινική δύση στην Ελληνική ανατολή, και πιο συγκεκριμένα στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων στην Ανατολική Θράκη το Βυζάντιο. Με την απόφαση αυτή ο γενάρχης της Ρωμηοσύνης, έβαλε τις βάσεις για μια αυτοκρατορία (Ρωμανίας / Βυζάντιου), η οποία οικοδομήθηκε επάνω σε δύο ισχυρότατους πυλώνες : τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό, και διήρκησε για 1123 χρόνια και 18 ημέρες.
Η Πλωτινόπολη / Διδυμότειχο συνέχισε να κατέχει σημαντική θέση και κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας / Βυζαντίου, έχοντας θα λέγαμε μία αντίστροφη γεωγραφική πορεία εξέλιξης, σε σχέση με την αυτοκρατορία και την πρωτεύουσά της (Νέα Ρώμη) Κωνσταντινούπολη. Η έδρα/πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως προαναφέραμε μεταφέρθηκε από την Δύση προς στην Ανατολή. Στην πόλη μας ακολουθήθηκε η αντίθετη κατεύθυνση, και από τα ανατολικά (λόφο Πλωτινόπολης), η φρουρά, διοίκηση, η μητρόπολη και ο πληθυσμός, μετακινήθηκαν σταδιακά προς τα δυτικά (λόφο του Κάστρου/Καλέ), δημιουργώντας μια σημαντική Καστροπολιτεία για την αυτοκρατορία και ιδιαιτέρως για την Βασιλεύουσα.
Από τα πρώτα χρόνια της Ρωμανίας/Βυζαντίου, η Πλωτινόπολη ανήκει στην Θρακική επαρχία του Αιμιμόντου, με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη. Επί της εποχής των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α΄(491-518) και Ιουστινιανού Α' (527-565) έγιναν πολλά οχυρωματικά έργα στη θρακική γη και μεταξύ αυτών, σημασία δόθηκε και στην Πλωτινόπολη. Αν εξετάσουμε ειδικά τις ενέργειες του Ιουστινιανού που αφορούν οχυρωματικά έργα, θα δούμε ότι : «όλοι οι ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με τα ιουστινιάνεια οχυρά, συμφωνούν ότι κατά την οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού Α' έγινε η μέγιστη δυνατή χρήση των στρατηγικής σημασίας τοπογραφικών δεδομένων». Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε και η οχύρωση ή επανοχύρωση της Πλωτινόπολης, στην οποία αναφέρεται ρητά ο Προκόπιος. Θα πρέπει να σημειώσουμε σχετικά με την αναφορά του Προκοπίου, περί οχυρωματικών έργων, ότι τα έργα αυτά αφορούν την οχύρωση και των δύο λόφων (της Πλωτινόπολης και του σημερινού Κάστρου).
Οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μετά τον αυτοκράτορα Τραϊανό (της παλαιάς Ρώμης) επόμενος "κτήτορας" της πόλης μας, είναι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (της Νέας Ρώμης), γεγονός που ενισχύει τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα της. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι τα επόμενα χρόνια το κάστρο συντηρείται και αναστηλώνεται και από άλλους αυτοκράτορες.
Μέχρι την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αιώνα) συνεχίστηκε η κατοίκηση στο λόφο της Πλωτινόπολης. Πιθανώς κάποια βίαιη καταστροφή ήταν η αιτία να εγκαταλειφθεί ο λόφος, και από την εποχή αυτή και μετά το κέντρο βάρος της περιοχής μετατοπίστηκε στο λόφο του κάστρου. Επίσης κατά την ίδια χρονική περίοδο, αρχίζει να επικρατεί για την πόλη η ονομασία Διδυμότειχο. Προφανώς η νέα ονομασία, επικράτησε μετά την: «επανοχύρωση της Πλωτινόπολης και το χτίσιμο του νέου κάστρου στο διπλανό λόφο, φαίνεται ότι υπήρξε η αφορμή να γίνεται λόγος για δίδυμο τείχος. Έτσι δημιουργήθηκε το Διδυμότειχο, που μάλλον πήρε αμέσως το όνομα αυτό».
Η αυτοκρατορική επαφή με το Διδυμότειχο, θα συνεχιστεί και επί της Μακεδονικής δυναστείας (867-1057), ειδικότερα κατά την διάρκεια των πολέμων με τους Βουλγάρους, η Καστροπολιτεία της Θράκης, θεωρείται στρατηγικής σημασίας. Την εποχή αυτή επισκέπτεται το κάστρο ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος, για να συναντήσει τον αντίπαλό του (παλιό επαναστάτη και επίδοξο αυτοκράτορα), Βάρδα Σκληρό, τον οποίο έχει θέσει υπό "ελεύθερο" περιορισμό μαζί με τον αδερφό του Κωνσταντίνο.
Επί της εποχής των σταυροφοριών, και ειδικότερα κατά την Α΄ (1096-1099) και Γ΄ (1189-1192) σταυροφορία, το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, καθώς υπέστη πολλά δεινά και καταστροφές. Στην Α΄ σταυροφορία, ως ένα πλούσιο κάστρο, αποτέλεσε σταθμό ανεφοδιασμού των σταυροφόρων, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Στην Γ΄ σταυροφορία οι λανθασμένοι χειρισμοί του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στήριζε σε μεγάλο βαθμό την άμυνα της βασιλεύουσας στο Διδυμότειχο, οδήγησαν τους σταυροφόρους του Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσα, να επιτεθούν στην πόλη. Μετά από πολιορκία οι σταυροφόροι κατέλαβαν το κάστρο και προέβησαν σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.
Τα επόμενα χρόνια, και πιο συγκεκριμένα το 1193 γεννιέται στο Διδυμότειχο ο Ιωάννης Βατάτζης, ένα αρχοντόπουλο, το οποίο στα δύσκολα χρόνια της Φραγκοκρατίας θα διατελέσει αυτοκράτορας της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Βατάτζης θεωρείται απ’ όλους τους ιστορικούς, ως ένας από τους πιο επιτυχημένους αυτοκράτορες, καθώς επίσης και ο κύριος συντελεστής στην απελευθέρωση πολλών εδαφών της αυτοκρατορίας, όπως και της ίδιας της Βασιλεύουσας επτά χρόνια μετά την κοίμησή του. Όπως θα δούμε παρακάτω, ο Βατάτζης δεν είναι ο μοναδικός αυτοκράτορας που έχει γεννηθεί στο Διδυμότειχο.
Δέκα περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Βατάτζη, το 1204 οι Φράγκοι της Δ΄ σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη, καθώς και άλλες περιοχές της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Το αυτοκρατορικό Διδυμότειχο, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σ΄ αυτή την ταραγμένη περίοδο. Ο αυτοκράτορας των Φράγκων Βαλδουίνος εγκαθιστά φρουρά στην πόλη, το ίδιο έτος και κατόπιν εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των Φράγκων, ακολουθεί η κατάληψη της από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό (ως αντίποινα για την παραβίαση των προσυμφωνηθέντων συνθηκών μεταξύ τους), ακολούθως: «αναγορεύει τον πρωτότοκο γιο της Μαρίας (Μαρία - Μαργαρίτα της Ουγγαρίας χήρα του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου και μετέπειτα σύζυγος του Βονιφατίου), Μανουήλ Άγγελο ως ¨βασιλέα Ρωμαίων¨ δηλαδή αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο», γεγονός που ενισχύει την αυτοκρατορική παράδοση της πόλης.
Από το Διδυμότειχο ξεκινά το 1205 μια εξέγερση, την οποία ακολουθούν και άλλες θρακικές πόλεις, με αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνση των Φράγκων. Οι εξεγέρσεις του Διδυμοτείχου καθώς και συνεπακόλουθα των άλλων θρακικών περιοχών, αποδείχθηκαν σωτήριες για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Την εποχή εκείνη οι Φράγκοι είχαν καταλάβει μεγάλες περιοχές στη Μικρά Ασία και πίεζαν ασφυκτικά τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, ο οποίος προσπαθούσε να οργανώσει μία εστία αντίστασης κατά των Φράγκων, με έδρα τη Νίκαια της Βηθυνίας. Ο αυτοκράτορας των Φράγκων Βαλδουίνος για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των θρακικών πόλεων, αναγκάστηκε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Μικρά Ασία και να τις μεταφέρει στη Θράκη. Ως γνωστόν τα επόμενα χρόνια στη Νίκαια επί αυτοκρατόρων Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη και Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λάσκαρη, δημιουργήθηκε η λεγόμενη από τους νεώτερους ιστορικούς αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία απελευθέρωσε πολλά εδάφη της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, Βουλγάρους και Τούρκους και το 1261 απελευθέρωσε και τη Βασιλεύουσα, δίνοντας άλλους δύο αιώνες ζωής στην αυτοκρατορία. Αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εξέγερση στο αυτοκρατορικό Διδυμότειχο το 1205, ίσως τα πράγματα να εξελισσόταν πολύ διαφορετικά με αρνητικό τρόπο για την πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία.
Μετά την εξέγερση του 1205 η πόλη πέφτει κατά σειρά στα χέρια των Βουλγάρων, των Φράγκων, των Ελλήνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου και το 1241 την απελευθερώνει και πάλι από τους Βουλγάρους ο Ιωάννης Βατάτζης. Ο Διδυμοτειχίτης αυτοκράτορας απελευθερώνει την ιδιαίτερη πατρίδα του, και καθιστά το Διδυμότειχο ξεχωριστό Θέμα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Βατάτζη, οι Βούλγαροι αντεπιτίθενται αλλά ο διάδοχος και γιος του Βατάτζη, Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης στέλνει στρατεύματα στη Θράκη και χρησιμοποιεί ως έδρα του το Διδυμότειχο, οπότε έχουμε ακόμη μία περίπτωση αυτοκρατορικής παρουσίας στην πόλη.
Μετά την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας το 1261 το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας μετατοπίζεται και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία όμως δεν μπόρεσε ποτέ να φθάσει στην ισχύ του παρελθόντος, καθώς βάλλεται από πολλούς εχθρούς. Βούλγαροι, Τάταροι και Καταλανοί προκαλούν στη Θράκη μεγάλες καταστροφές. Το κάστρο του Διδυμοτείχου με επισκευασμένα και αναστηλωμένα τα τείχη του, αποτέλεσε το 1305 σωτήριο καταφύγιο για τον συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος στη μάχη που έλαβε χώρα στην "πεδιάδα των Άπρων" ηττήθηκε από τους Καταλανούς και τραυματίστηκε βαριά. ο Νικηφόρος Γρηγοράς ιστορεί σχετικώς: «Ο βασιλιάς (Μιχαήλ Θ΄) λοιπόν, φεύγει από εκεί για το Διδυμότειχο κι ακούει βαριά επίπληξη από τον πατέρα του και βασιλέα (Ανδρόνικο Β΄), επειδή, ενώ ήταν βασιλιάς, δεν ενήργησε όπως ταίριαζε σε βασιλέα» . Επίσης ο Παχυμέρης αναφέρει ότι από το Διδυμότειχο ο Μιχαήλ Θ΄: «οργανώνει την άμυνα των σπουδαιότερων πόλεων της Θράκης».
Το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικότατο ρόλο κατά την διάρκεια των δύο εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων. Κατά τον πρώτο εμφύλιο (1321-1328) αντίπαλοι υπήρξαν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ και ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄. Ο Ανδρόνικος Γ΄ σταθμίζοντας τα γεωστρατηγικά δεδομένα της εποχής, επέλεξε ως έδρα του το κάστρο του Διδυμοτείχου, το οποίο βεβαίως αποτελούσε προπύργιο του κυριότερου υποστηρικτή του και αδελφικού του φίλου, του Ιωάννη Καντακουζηνού. Έτσι το Διδυμότειχο αποτελεί την έδρα του, απ΄ όπου συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για εκστρατείες, αποκρούει τις επιθέσεις των εχθρών του και όποτε οι στρατιωτικές του δυνάμεις μειώνονται, κλείνεται σ΄ αυτό και σχεδιάζει τις επόμενες ενέργειές του, μαζί με τους στρατιωτικούς ακολούθους και την αυλή του.
Ο νεαρός Ανδρόνικος συνέχισε να εμπιστεύεται το κάστρο του Διδυμοτείχου ακόμη και μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1322. Οπότε και: «κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, το Διδυμότειχο δεν ήταν μόνο η έδρα του Ανδρόνικου Γ΄, αλλά συγχρόνως και το στήριγμα, η βάση για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Επίσης το Διδυμότειχο εξελίχθηκε σε αυτοκρατορική έδρα και έγινε τόπος εγκατάστασης μιας πολύ σημαντικής οικογένειας, των Καντακουζηνών, οι οποίοι οπωσδήποτε θεωρούνταν και από παλαιότερα ως τραπεζίτες του αυτοκράτορα. Έτσι η σπουδαιότητα του Διδυμοτείχου απέναντι στη μέχρι τώρα δεύτερη πρωτεύουσα, την Αδριανούπολη, μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Το Διδυμότειχο έγινε ένα είδος αντίβαρου στην πρωτεύουσα».
Παρόλο που τελικά ο νεαρός Ανδρόνικος Γ΄ επικρατεί έναντι του παππού του, και είναι ο μοναδικός πλέον αυτοκράτορας, δεν εγκαταλείπει το Διδυμότειχο, και στην συνέχεια των ετών βιώνει δύο πολύ σοβαρά γεγονότα που αφορούν την προσωπική του ζωή. Το 1330, ο Ανδρόνικος Γ΄ αρρώστησε βαριά, βρισκόμενος στο Διδυμότειχο, κι ενώ φαινόταν ότι οι ελπίδες για να σωθεί ήταν λίγες, αυτός ανακάμπτει θαυματουργικά με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η υγεία του. Το δεύτερο προσωπικό γεγονός που βιώνει ο νεαρός αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, είναι η γέννηση του διαδόχου του. Στις 18 Ιουνίου 1332, η βασίλισσα Άννα της Σαβοΐας του χαρίζει έναν γιο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, αυτή είναι η δεύτερη γέννηση αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο, μετά τον Ιωάννη Βατάτζη.
Τα επόμενα χρόνια οι γεωστρατηγικές συνθήκες ανάγκασαν τον Ανδρόνικο Γ΄ να αφήσει το Διδυμότειχο και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη. Αναφορικά με την αντικατάσταση του Διδυμοτείχου από την Θεσσαλονίκη, αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του καθηγητή του πανεπιστημίου της Κολωνίας Dr Berthold Rubin, ο οποίος αναφέρει: «Η Θεσσαλονίκη, που μόλις το 1334 αντικατέστησε το Διδυμότειχο ως τόπος διαμονής του αυτοκράτορα, δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει και τον γεωπολιτικό του ρόλο, δηλαδή να αποτελέσει το νευραλγικό σημείο της γεωγραφικής αυτής περιοχής».
Το 1341 ο Ανδρόνικος επιστρέφει στο Διδυμότειχο, όπου: «ασθενεί και πάλι από εγκεφαλική ελονοσία, υποτροπίαση παλαιού νοσήματος και πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη, τη νύκτα της 14ης προς 15η Ιουνίου 1341, σε ηλικία 45 ετών». Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Καντακουζηνός στα απομνημονεύματα του: «ξέσπασε ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος που γνώρισαν ποτέ οι Ρωμαίοι (Ρωμηοί / Βυζαντινοί). Ήταν ένας πόλεμος που οδήγησε σε ολική σχεδόν καταστροφή, μετατρέποντας την αυτοκρατορία των Ρωμαίων σε σκιά του πρότερού της εαυτού».
Όπως συμβαίνει συνήθως μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι εχθροί προσπαθούν να επωφεληθούν, στηριζόμενοι στην έλλειψη ηγέτη ή στην απειρία του διαδόχου. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (έχοντας το αξίωμα του Μέγα Δομέστικου), ανέλαβε να καλύψει το κενό που άφησε ο εκλιπών Ανδρόνικος Γ΄, προβαίνοντας στις απαιτούμενες διοικητικές και στρατιωτικές ενέργειες, καθώς ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό ο μόλις εννέα ετών διάδοχός Ιωάννης Ε΄. Οι πρωτοβουλίες αυτές του Καντακουζηνού ενόχλησαν την βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον μέχρι πρότινος φίλο του και μέγα Δούκα Αλέξιο Απόκαυκο.
Η όλη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος των Παλαιολόγων (1341-1347). Για όσο διάστημα ο Καντακουζηνός βρισκόταν στο Διδυμότειχο, στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί, μέχρι του σημείου όπου, η πρώην δέσποινα του Κάστρου του Διδυμοτείχου και μητέρα του Καντακουζηνού η Θεοδώρα, να φυλακιστεί από τους αντιπάλους της και να πεθάνει στη φυλακή στις 6 Ιανουαρίου 1342, καθώς επίσης οι υποστηρικτές του διώκονταν απηνώς με την κατηγορία του "καντακουζηνισμού". Κατόπιν αυτών των εξελίξεων (και ενόσω η μητέρα του ήταν στην φυλακή) ο Ιωάννης Καντακουζηνός πείθεται από τους υποστηρικτές του, και στέφεται στις 26 Οκτωβρίου του 1341, αυτοκράτορας των Ρωμαίων (συναυτοκράτορας) στο Διδυμότειχο, σεβόμενος όμως και τα κληρονομικά δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Η στέψη πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα του κάστρου, παρουσία υποστηρικτών και συγγενών του Καντακουζηνού.
Το όλο γεγονός της στέψης του Καντακουζηνού στο Διδυμότειχο, κατατάσσει την πόλη, στην κατηγορία των ελάχιστων πόλεων, όπου στέφθηκαν Αυτοκράτορες της Ρωμανίας / Βυζαντίου. Ως γνωστόν, η συντριπτική πλειοψηφία στέφονταν στην Κωνσταντινούπολη. Άλλες πόλεις όπου έλαβε χώρα στέψη αυτοκράτορα ήταν: η Νίκαια της Μικράς Ασίας (όπου εκεί στέφθηκε ο Διδυμοτειχίτης Ιωάννης Βατάτζης και γενικά η Δυναστεία των Λασκαρέων), η Αδριανούπολη (όπου στέφθηκε για δεύτερη φορά ο Καντακουζηνός) και ο Μυστράς, όπου στέφθηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος. Αυτή είναι η δεύτερη στέψη αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο, καθώς όπως προαναφέραμε, προηγήθηκε το 1204 η στέψη του Μανουήλ Άγγελου από τους κατακτητές σταυροφόρους.
Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός ως εστεμμένος αυτοκράτορας (ή σωστότερα συναυτορκάτορας, διότι κατά την στέψη του σεβάστηκε τα κληρονομικά δικαιώματα του Ιωάννη Ε΄), επιλέγει ως έδρα του το Διδυμότειχο, το οποίο για ακόμη μία φορά ενδύεται την πορφύρα. Το κάστρο του Διδυμοτείχου αποδεικνύεται και πάλι απόρθητο, καθώς άντεξε στις επιθέσεις που δέχθηκε από το στρατό της αντιβασιλείας και βοήθησε τα μέγιστα στην τελική επικράτηση του Καντακουζηνού. Τελικά ο δεύτερος εμφύλιος της εποχής των Παλαιολόγων έληξε το 1347 με την είσοδο του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη. «Η επιτυχία του αυτή βασιζόταν στην τουρκική βοήθεια καθώς και στο ότι το Διδυμότειχο διατηρήθηκε ως κύρια βάση και αφετηρία στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στον μακεδονικό και τον θρακικό χώρο. Το ότι ο σφετεριστής (Καντακουζηνός) εξακολουθούσε να θεωρεί το κάστρο πολύ ασφαλές φαίνεται από το γεγονός ότι η Ειρήνη Καντακουζηνή παρέμεινε, και μετά την είσοδο του συζύγου της στην πρωτεύουσα, για ένα χρονικό διάστημα στο Διδυμότειχο, και από το ότι ο Καντακουζηνός εκτόπισε εκεί σε αυστηρή απομόνωση τον επικίνδυνο πολιτικό του αντίπαλο, τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, τον οποίο είχε ήδη καθαιρέσει».
Τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται οι εμφύλιες διαμάχες, και το κάστρο του Διδυμοτείχου αποτελεί το μήλον της έριδος, το 1347 παραχωρείται από τον Καντακουζηνό στον γιο του Ματθαίο και το 1351 μεταβιβάζεται στον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο. Δυστυχώς οι εντάσεις και οι εμφύλιες προστριβές συνεχίζονται και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το 1361 το Διδυμότειχο να καταληφθεί από τους Οθωμανούς.
Η κατάληψη του Διδυμοτείχου από τους Οθωμανούς Τούρκους, δεν ανέκοψε την αυτοκρατορική παράδοση της πόλης. Το Διδυμότειχο επί σουλτάνου Μουράτ Α' αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την επιλογή αυτή ο Αθανάσιος Γουρίδης, αναφέρει: «Ο Τούρκος ηγεμόνας επιλέγει συνειδητά το Διδυμότειχο ως την ασφαλέστερη πόλη, αλλά και εκείνη η οποία από "σημασιολογικής" - ιδεολογικής απόψεως έφερε τη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση και μάλιστα ήταν έδρα των δύο μεγάλων αυτοκρατορικών οικογενειών, Καντακουζηνών και Παλαιολόγων».
Τα επόμενα χρόνια αφήνουν έντονο το στίγμα τους στο Διδυμότειχο δύο σουλτάνοι, ο Βαγιαζήτ Α' ο Κεραυνός και ο Μωάμεθ Α' (γιος και εγγονός του Μουράτ Α'), οι οποίοι κατασκευάζουν το μεγάλο τέμενος, που είναι γνωστό ως τέμενος Βαγιαζήτ. Επίσης στο Διδυμότειχο διέμεινε κατά περιόδους και ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, με αποτέλεσμα να γεννηθεί στην πόλη ο γιος του και μετέπειτα σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, γεγονός που συνεχίζει την παράδοση της γέννησης αυτοκρατόρων στο Διδυμότειχο. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε και τον θρύλο που μας διασώζει ο Θανάσης Γουρίδης, ο οποίος αναφέρει ότι: «κάποια παλαιά χρονικά μνημονεύουν το Διδυμότειχο ως την πόλη που θα έδινε γέννηση στον μελλοντικό πορθητή της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με το Ανώνυμο Χρονικό (takvim) του Μουράτ Β΄, το πλησιέστερο στα πρώιμα χρόνια του σουλτάνου και συνεπώς ευλόγως αξιόπιστο, ο Μωάμεθ (ο Πορθητής) γεννήθηκε στο Διδυμότειχο, στις 30 Μαρτίου 1432».
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έχουμε περιπτώσεις μελών των σουλτανικών οικογενειών που διαμένουν στο Διδυμότειχο και συντηρούν κάποια οθωμανικά μνημεία, όπως π.χ. ο σουλτάνος Οσμάν Β΄ Χαν επισκεύασε τα λουτρά του Φεριντούν Αχμέντ Μπεγκ.
Η αυτοκρατορική παράδοση στο Διδυμότειχο τελειώνει με την παρουσία του Σουηδού αυτοκράτορα Καρόλου ΙΒ’, ο οποίος διέμεινε στην πόλη μαζί με την ακολουθία του για περίπου ένα χρόνο (1713-1714). Ο Κάρολος μετά την ήττα του Σουηδικού στρατού στην Πολτάβα το 1709 από τους Ρώσους του Μεγάλου Πέτρου, διέφυγε προς τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στόχος του ήταν να στρέψει τους Οθωμανούς εναντίον των Ρώσων, πράγμα που δεν κατάφερε. Στη συνέχεια "αιχμαλωτίστηκε" από τους Τούρκους, οι οποίοι με μεγάλη συνοδεία μετέφεραν τον Κάρολο και την ακολουθία του (περίπου 100 άτομα), στο Διδυμότειχο. Από το Διδυμότειχο ο Κάρολος εκδίδει διατάγματα που αφορούν την διοίκηση του κράτους του και δέχεται στην οικία του επάνω στο κάστρο: διπλωμάτες, πιστωτές και αξιωματούχους άλλων κρατών. Τελικώς οι δυσμενείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν για την Σουηδία, τον αναγκάζουν στις 20 Σεπτεμβρίου 1714 να φύγει από το Διδυμότειχο και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Επιμύθιο
Εν συντομία προσπαθήσαμε να καταδείξουμε το αυτοκρατορικό υπόβαθρο του Διδυμοτείχου, μιας Καστροπολιτείας με βαριά ιστορική κληρονομιά, η οποία χαρακτηρίζεται από το έντονο αυτοκρατορικό αποτύπωμα που άφησαν κατά την διάρκεια των αιώνων, οι αυτοκράτορες που περιγράψαμε ανωτέρω. Αν εξαιρέσουμε την Θεσσαλονίκη, η οποία σε όλη τη διαχρονία της υπήρξε ένα σημαντικότατο κέντρο και η συμβουλεύουσα της Ρωμανίας / Βυζαντίου, ελάχιστες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδος έχουν να επιδείξουν ένα αυτοκρατορικό παρελθόν, ανάλογο του Διδυμοτείχου.
Η κληρονομιά αυτή σε συνδυασμό με τον μνημειακό και φυσικό πλούτο της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, θα πρέπει να αξιοποιηθεί από τους ιθύνοντες και να κεφαλαιοποιηθεί. Να δοθεί δηλαδή άμεση προτεραιότητα στην συντήρηση και αξιοποίηση όλου του μνημειακού πλούτου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίες θα δώσουν τεράστιο κίνητρο στους νέους ανθρώπους αλλά και σε αυτούς που δεν έχουν εργασία, έτσι ώστε να παραμείνουν στην ακριτική μας περιοχή και να τονώσουν το έντονο οικονομικό και δημογραφικό πρόβλημα του τόπου μας.
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω