Για ακόμη μια φορά η Τουρκία επιβραβεύεται για την επιθετική της συμπεριφορά, τα εγκλήματα πολέμου και τη δημιουργία τετελεσμένων, ενώ κανείς πλέον δεν μπορεί να θεωρεί τις ΗΠΑ έναν αξιόπιστο σύμμαχο.
του Γιάννη Κουτσομύτη
Με μια πολύ καλά σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση, οι ηγεσίες των ΗΠΑ και της Τουρκίας επισφράγισαν την Πέμπτη με συμφωνία «παύσης του πυρός» την επεισοδιακή συμφωνία που είχαν κλείσει πριν από δυο εβδομάδες ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την παράδοση της βόρειας Συρίας στην Τουρκία, την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων και την εγκατάλειψη των Κούρδων μαχητών στο έλεος των τουρκικών βομβαρδισμών.
Η ιστορία θα κρίνει πάρα πολύ αυστηρά αυτήν την πολιτικά απαράδεκτη πράξη, με την οποία παραδίδεται μέρος της συριακής επικράτειας στην Τουρκία, δίδεται πράσινο φως για εθνοκάθαρση των κουρδικών και χριστιανικών πληθυσμών της βόρειας Συρίας και χορηγείται συγχωροχάρτι στον Ερντογάν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κατά συρροή παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Ενώ επί μια εβδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος εκτόξευε, κούφιες όπως αποδείχθηκε, απειλές κατά της Τουρκίας για δήθεν οικονομική εξολόθρευση και άλλα τέτοια βαρύγδουπα, αναγκάσθηκε τελικά να επιβάλει κάποιες περιορισμένες κυρώσεις, που δεν ήταν καμία εξολόθρευση της Τουρκίας, αλλά μια πρόφαση απλά προς το αμερικανικό Κογκρέσο για να δείξει ο Λευκός Οίκος ότι και εκείνος πιέζει την Τουρκία να σταματήσει την αιματοχυσία και την εκστρατεία εθνοκάθαρσης. Οι Αμερικανοί βουλευτές και γερουσιαστές, προς τιμήν τους, καταδίκασαν απερίφραστα τις τουρκικές θηριωδίες και με μια επίδειξη σπάνιας υπερκομματικής συμφωνίας ετοίμασαν μια πολύ σκληρή λίστα κυρώσεων που αναμένεται να εισαχθεί την επόμενη εβδομάδα στη Γερουσία προς ψήφιση.
Όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές, με μελανή εξαίρεση τον Ρον Πολ, καταδίκασαν τις ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ, και δήλωσαν πλήρη στήριξη στους Κούρδους. Ακόμη και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς ΜακΚόνελ καταδίκασε τη συμφωνία του Αμερικανού Προέδρου με τον Ερντογάν, και με άρθρο του χαρακτηρίζει τις αποφάσεις του Τραμπ «βαρύ στρατηγικό σφάλμα, το οποίο θα καταστήσει τον Αμερικανικό λαό και τη χώρα λιγότερο ασφαλή, θα ενισχύσει τους εχθρούς μας και θα αποδυναμώσει σημαντικές συμμαχίες».
Η επίσκεψη του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μάικ Πενς, μαζί με τον Υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, τον Σύμβουλο Ασφαλείας Ρόμπερτ Ομπράιεν και του γνωστού φιλότουρκου πρέσβη Τζιμ Τζέφρυ στην Άγκυρα και η συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολύ κακά σκηνοθετημένης θεατρικής παράστασης. Είχε προηγηθεί η έντεχνη διαρροή στον Τύπο της επιστολής που είχε στείλει ο Τραμπ στον Ερντογάν στις 9 Οκτωβρίου, και η οποία θα μείνει στην ιστορία της διεθνούς διπλωματίας για το γυμνασιακού επιπέδου γλωσσολόγιο και τις ανόητες απειλές και παραινέσεις.
Στην Άγκυρα τα βλέμματα των δυο αποστολών ήταν βλοσυρά και σκυθρωπά και υπήρχε η έντονη προσπάθεια να δοθεί μια δραματική διάσταση στη συνάντηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνία ντροπής για την αμερικανική διπλωματία και τη διεθνή νομιμότητα, καθώς παρ' ότι η Τουρκία «δεχόταν παύση του πυρός για 120 ώρες», εν τούτοις: α) δεν αναφερόταν καμία καταδίκη της Τουρκίας για την εισβολή και τους φόνους άοπλων Κούρδων και Ασσύριων χριστιανών, β) οι ΗΠΑ αποδέχονταν την κατοχή εδαφών της Συρίας από την Τουρκία και τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας», την οποία όμως θα επιτηρούν οι ίδιοι οι Τούρκοι, χωρίς να υπάρχει κανείς διεθνής παρατηρητής, και γ) δεν υπήρχε καμία δέσμευση της Τουρκίας για αποχώρηση από τα συριακά και κουρδικά εδάφη, ούτε κάποιο χρονοδιάγραμμα. Και με βάση αυτούς τους φαιδρούς όρους, ο Τραμπ δέχθηκε να μην ενεργοποιήσει τις κυρώσεις που είχε ανακοινώσει για την Τουρκία, ενώ «εάν η Άγκυρα συμμορφωθεί πλήρως με τη συμφωνία», θα αρθούν όλες οι κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Τουρκία.
Οι Κούρδοι βρισκόμενοι βέβαια σε δυσχερή θέση επιχειρησιακά, καθώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης την πολύ μεγάλη δύναμη πυρός της Τουρκίας, δήλωσαν πως δέχονται κατ' αρχάς τη συμφωνία, με την προϋπόθεση ότι δεν θα οδηγήσει σε κατάληψη εδαφών και εξανδραποδισμό κουρδικών και ασσυριακών πληθυσμών. Η συγκεκριμένη «συμφωνία» είναι προφανώς μια προκλητική και κυνική επιβράβευση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας με τη σφραγίδα πλέον του Λευκού Οίκου, που εκπροσωπεί επίσημα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, πως δεν πρόκειται κατ' ουσίαν για συμφωνία εκεχειρίας αλλά για μια εντολή συνθηκολόγησης των Κούρδων.
Η τελική τύχη αυτής της θλιβερής σύγκρουσης θα κριθεί πιθανότητα από τη συνάντηση που θα έχει ο Ερντογάν με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν την Τρίτη στο Σότσι. Εκεί αναμένεται να συμφωνηθεί το συνολικό πλαίσιο για τη βόρεια Συρία, στο οποίο βασικό ρόλο θα παίξει η κυβέρνηση Άσαντ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Σάββατο συναντήθηκε με τον Σύρο Πρόεδρο ρωσική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον ειδικό επιτετραμμένο του Ρώσου Προέδρου για τη Συρία Αλεξάντερ Λαβρέντιεφ. Η Ρωσία δεν θέλει να πλήξει το γόητρο και τις επιδιώξεις του Τούρκου Προέδρου, τον οποίο θεωρεί σημαντικό εταίρο για τη Μέση Ανατολή αλλά και σφήνα των ρωσικών συμφερόντων στις τάξεις του ΝΑΤΟ.
Έτσι προβλέπεται να υπάρξει μια περιορισμένη «ζώνη ασφαλείας» για μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα, την οποία θα αποδεχθούν εκόντες - άκοντες οι Κούρδοι, με το μεγάλο ερωτηματικό να παραμένει εάν θα υπάρξει βίαιη μετακίνηση πληθυσμών και μετεγκατάσταση Σύρων προσφύγων σε κουρδικά εδάφη και νέες πόλεις που θα κτιστούν εξ αρχής από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες. Ο Ερντογάν χρειάζεται πάση θυσία ένα τελικό αποτέλεσμα το οποίο θα μπορέσει να παρουσιάσει ως μεγάλη επιτυχία στο - χαμηλής στρατηγικής αντίληψης - εσωτερικό του ακροατήριο. Και όπως φαίνεται, όλοι οι μεγάλες παίκτες στο πόκερ της Συρίας είναι θετικά διατεθειμένοι να δώσουν στον Τούρκο ηγέτη ένα πολύ σημαντικό πολεμικό λάφυρο.
Από αυτήν όμως τη θλιβερή σύγκρουση προκύπτουν δυο δραματικά συμπεράσματα: πρώτον, ότι - για ακόμη μια φορά - η Τουρκία επιβραβεύεται για την επιθετική της συμπεριφορά, τα εγκλήματα πολέμου και τη δημιουργία τετελεσμένων. Και δεύτερον, ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Είναι πολύ εύγλωττο το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Economist που φέρει τον τίτλο «Ποιός μπορεί να εμπιστεύεται την Αμερική του Τραμπ;».
Πρόκειται για συμπεράσματα και ερωτήματα που πρέπει πλέον να απασχολήσουν πολύ σοβαρά την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς το δόγμα της πολιτικής για την εθνική ασφάλεια. Ο παλαιός κόσμος που ξέραμε, ή που νομίζαμε πως υπάρχει, έγινε σκόνη στην έρημο της βόρειας Συρίας.
Πηγή: liberal.gr
[post_ads]
Με μια πολύ καλά σκηνοθετημένη θεατρική παράσταση, οι ηγεσίες των ΗΠΑ και της Τουρκίας επισφράγισαν την Πέμπτη με συμφωνία «παύσης του πυρός» την επεισοδιακή συμφωνία που είχαν κλείσει πριν από δυο εβδομάδες ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την παράδοση της βόρειας Συρίας στην Τουρκία, την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων και την εγκατάλειψη των Κούρδων μαχητών στο έλεος των τουρκικών βομβαρδισμών.
Η ιστορία θα κρίνει πάρα πολύ αυστηρά αυτήν την πολιτικά απαράδεκτη πράξη, με την οποία παραδίδεται μέρος της συριακής επικράτειας στην Τουρκία, δίδεται πράσινο φως για εθνοκάθαρση των κουρδικών και χριστιανικών πληθυσμών της βόρειας Συρίας και χορηγείται συγχωροχάρτι στον Ερντογάν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κατά συρροή παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Ενώ επί μια εβδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος εκτόξευε, κούφιες όπως αποδείχθηκε, απειλές κατά της Τουρκίας για δήθεν οικονομική εξολόθρευση και άλλα τέτοια βαρύγδουπα, αναγκάσθηκε τελικά να επιβάλει κάποιες περιορισμένες κυρώσεις, που δεν ήταν καμία εξολόθρευση της Τουρκίας, αλλά μια πρόφαση απλά προς το αμερικανικό Κογκρέσο για να δείξει ο Λευκός Οίκος ότι και εκείνος πιέζει την Τουρκία να σταματήσει την αιματοχυσία και την εκστρατεία εθνοκάθαρσης. Οι Αμερικανοί βουλευτές και γερουσιαστές, προς τιμήν τους, καταδίκασαν απερίφραστα τις τουρκικές θηριωδίες και με μια επίδειξη σπάνιας υπερκομματικής συμφωνίας ετοίμασαν μια πολύ σκληρή λίστα κυρώσεων που αναμένεται να εισαχθεί την επόμενη εβδομάδα στη Γερουσία προς ψήφιση.
Όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές, με μελανή εξαίρεση τον Ρον Πολ, καταδίκασαν τις ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ, και δήλωσαν πλήρη στήριξη στους Κούρδους. Ακόμη και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς ΜακΚόνελ καταδίκασε τη συμφωνία του Αμερικανού Προέδρου με τον Ερντογάν, και με άρθρο του χαρακτηρίζει τις αποφάσεις του Τραμπ «βαρύ στρατηγικό σφάλμα, το οποίο θα καταστήσει τον Αμερικανικό λαό και τη χώρα λιγότερο ασφαλή, θα ενισχύσει τους εχθρούς μας και θα αποδυναμώσει σημαντικές συμμαχίες».
Η επίσκεψη του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μάικ Πενς, μαζί με τον Υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, τον Σύμβουλο Ασφαλείας Ρόμπερτ Ομπράιεν και του γνωστού φιλότουρκου πρέσβη Τζιμ Τζέφρυ στην Άγκυρα και η συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας πολύ κακά σκηνοθετημένης θεατρικής παράστασης. Είχε προηγηθεί η έντεχνη διαρροή στον Τύπο της επιστολής που είχε στείλει ο Τραμπ στον Ερντογάν στις 9 Οκτωβρίου, και η οποία θα μείνει στην ιστορία της διεθνούς διπλωματίας για το γυμνασιακού επιπέδου γλωσσολόγιο και τις ανόητες απειλές και παραινέσεις.
Στην Άγκυρα τα βλέμματα των δυο αποστολών ήταν βλοσυρά και σκυθρωπά και υπήρχε η έντονη προσπάθεια να δοθεί μια δραματική διάσταση στη συνάντηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνία ντροπής για την αμερικανική διπλωματία και τη διεθνή νομιμότητα, καθώς παρ' ότι η Τουρκία «δεχόταν παύση του πυρός για 120 ώρες», εν τούτοις: α) δεν αναφερόταν καμία καταδίκη της Τουρκίας για την εισβολή και τους φόνους άοπλων Κούρδων και Ασσύριων χριστιανών, β) οι ΗΠΑ αποδέχονταν την κατοχή εδαφών της Συρίας από την Τουρκία και τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας», την οποία όμως θα επιτηρούν οι ίδιοι οι Τούρκοι, χωρίς να υπάρχει κανείς διεθνής παρατηρητής, και γ) δεν υπήρχε καμία δέσμευση της Τουρκίας για αποχώρηση από τα συριακά και κουρδικά εδάφη, ούτε κάποιο χρονοδιάγραμμα. Και με βάση αυτούς τους φαιδρούς όρους, ο Τραμπ δέχθηκε να μην ενεργοποιήσει τις κυρώσεις που είχε ανακοινώσει για την Τουρκία, ενώ «εάν η Άγκυρα συμμορφωθεί πλήρως με τη συμφωνία», θα αρθούν όλες οι κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Τουρκία.
Οι Κούρδοι βρισκόμενοι βέβαια σε δυσχερή θέση επιχειρησιακά, καθώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης την πολύ μεγάλη δύναμη πυρός της Τουρκίας, δήλωσαν πως δέχονται κατ' αρχάς τη συμφωνία, με την προϋπόθεση ότι δεν θα οδηγήσει σε κατάληψη εδαφών και εξανδραποδισμό κουρδικών και ασσυριακών πληθυσμών. Η συγκεκριμένη «συμφωνία» είναι προφανώς μια προκλητική και κυνική επιβράβευση της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας με τη σφραγίδα πλέον του Λευκού Οίκου, που εκπροσωπεί επίσημα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, πως δεν πρόκειται κατ' ουσίαν για συμφωνία εκεχειρίας αλλά για μια εντολή συνθηκολόγησης των Κούρδων.
Η τελική τύχη αυτής της θλιβερής σύγκρουσης θα κριθεί πιθανότητα από τη συνάντηση που θα έχει ο Ερντογάν με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν την Τρίτη στο Σότσι. Εκεί αναμένεται να συμφωνηθεί το συνολικό πλαίσιο για τη βόρεια Συρία, στο οποίο βασικό ρόλο θα παίξει η κυβέρνηση Άσαντ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Σάββατο συναντήθηκε με τον Σύρο Πρόεδρο ρωσική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον ειδικό επιτετραμμένο του Ρώσου Προέδρου για τη Συρία Αλεξάντερ Λαβρέντιεφ. Η Ρωσία δεν θέλει να πλήξει το γόητρο και τις επιδιώξεις του Τούρκου Προέδρου, τον οποίο θεωρεί σημαντικό εταίρο για τη Μέση Ανατολή αλλά και σφήνα των ρωσικών συμφερόντων στις τάξεις του ΝΑΤΟ.
Έτσι προβλέπεται να υπάρξει μια περιορισμένη «ζώνη ασφαλείας» για μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα, την οποία θα αποδεχθούν εκόντες - άκοντες οι Κούρδοι, με το μεγάλο ερωτηματικό να παραμένει εάν θα υπάρξει βίαιη μετακίνηση πληθυσμών και μετεγκατάσταση Σύρων προσφύγων σε κουρδικά εδάφη και νέες πόλεις που θα κτιστούν εξ αρχής από τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες. Ο Ερντογάν χρειάζεται πάση θυσία ένα τελικό αποτέλεσμα το οποίο θα μπορέσει να παρουσιάσει ως μεγάλη επιτυχία στο - χαμηλής στρατηγικής αντίληψης - εσωτερικό του ακροατήριο. Και όπως φαίνεται, όλοι οι μεγάλες παίκτες στο πόκερ της Συρίας είναι θετικά διατεθειμένοι να δώσουν στον Τούρκο ηγέτη ένα πολύ σημαντικό πολεμικό λάφυρο.
Από αυτήν όμως τη θλιβερή σύγκρουση προκύπτουν δυο δραματικά συμπεράσματα: πρώτον, ότι - για ακόμη μια φορά - η Τουρκία επιβραβεύεται για την επιθετική της συμπεριφορά, τα εγκλήματα πολέμου και τη δημιουργία τετελεσμένων. Και δεύτερον, ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Είναι πολύ εύγλωττο το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Economist που φέρει τον τίτλο «Ποιός μπορεί να εμπιστεύεται την Αμερική του Τραμπ;».
Πρόκειται για συμπεράσματα και ερωτήματα που πρέπει πλέον να απασχολήσουν πολύ σοβαρά την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς το δόγμα της πολιτικής για την εθνική ασφάλεια. Ο παλαιός κόσμος που ξέραμε, ή που νομίζαμε πως υπάρχει, έγινε σκόνη στην έρημο της βόρειας Συρίας.
Πηγή: liberal.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω