Γαλλία, Χονγκ Κονγκ, Χιλή, τρεις περιπτώσεις που δείχνουν τι μπορεί να συμβεί όταν η κατάφωρη κακοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος συνδυάζεται με την περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα και την όξυνση των ανισοτήτων.
«Κάθε κοινωνία πρέπει να αφουγκραστεί τον παλμό των μελών της, λαμβάνοντας υπόψη τις πηγές της κοινωνικής δυστυχίας και δυσπιστίας. Η οικονομική ανάπτυξη δίχως δικαιοσύνη και περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν επιφέρει ευημερία αλλά κοινωνική αναταραχή», υποστηρίζει σε κείμενό του στο Project Syndicate ο αμερικανός οικονομολόγος Τζέφρι Σακς.
O Σακς αναδεικνύει τα κοινά στοιχεία που συνδέουν την εξέγερση σημαντικής μερίδας πολιτών στο Παρίσι (από τον περασμένο Νοέμβριο λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων), στο Χονγκ Κονγκ (κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών εξαιτίας ενός νομοσχεδίου περί έκδοσης πολιτών στην Κίνα) και στο Σαντιάγκο της Χιλής (αυτές τις ημέρες λόγω της αύξησης της τιμής του εισιτηρίου του μετρό).
Ο καθηγητής Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και διευθυντής του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ υποστηρίζει ότι και οι τρεις περιπτώσεις αποκαλύπτουν τι μπορεί να συμβεί όταν η κατάφωρη κακοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος συνδυάζεται με την περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα και την όξυνση των ανισοτήτων.
Λαμβάνοντας υπόψη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (περισσότερα από 60.000 δολάρια στο Παρίσι, περί τις 40.000 στο Χονγκ Κονγκ και σχεδόν 19.000 στο Σαντιάγκο, ένα από τα υψηλότερα στη Λατινική Αμερική) και οι τρεις μητροπόλεις συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο πλούσιων πόλεων στον κόσμο και αποτελούν «παραδείγματα οικονομικής επιτυχίας». Και σε ευρύτερο επίπεδο και η Γαλλία και το Χονγκ Κονγκ και η Χιλή είναι «χώρες πλούσιες και ανταγωνιστικές» με βάση τους συμβατικούς δείκτες ανάπτυξης. Σύμφωνα, ωστόσο, με την Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας για το 2019 οι πολίτες τους αισθάνονται πως οι ζωές τους παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στάσιμες αλλά και ότι δεν μπορούν να κάνουν σχεδόν τίποτα ώστε να τις βελτιώσουν.
Γιατί και στις τρεις χώρες, όποιος δεν γεννιέται πλούσιος, δυσκολεύεται ιδιαίτερα να βρει μια φθηνή κατοικία και μια αξιοπρεπή εργασία. Λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών των ακινήτων εκατομμύρια άνθρωποι εξορίζονται στην περιφέρεια των μεγάλων μητροπόλεων, εκτός των οικονομικών και επιχειρηματικών κέντρων, και καταλήγουν να εξαρτώνται απόλυτα από δικά τους μεταφορικά μέσα ή τις δημόσιες συγκοινωνίες για να πάνε στις δουλειές τους. Και την ίδια ώρα οι έχοντες και κατέχοντες απολαμβάνουν πλήθος προνομίων, με αποτέλεσμα οι οικονομικές ανισότητες να οξύνονται κραυγαλέα, γεγονός που εξηγεί γιατί μέτρα σχετικά ανώδυνα, τουλάχιστον φαινομενικά, όπως η αύξηση του φόρου κατανάλωσης καυσίμων ή η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του μετρό, προκαλούν την οργισμένη αντίδραση και την εξέγερση των πολιτών.
Και την ώρα που στο Χονγκ Κονγκ, το Παρίσι και το Σαντιάγκο η ανυπαρξία προοπτικής για το μέλλον και η πρωτοφανής και διαρκής διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων ωθεί στους δρόμους τους πολίτες, στις ΗΠΑ η αγανάκτηση και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς εκφράζεται μέσω της αύξησης των αυτοκτονιών και των μαζικών δολοφονιών.
Οι εξεγερμένοι του Παρισιού, του Χονγκ Κονγκ και του Σαντιάγκο αποκάλυψαν πως οι κυβερνώντες έχουν χάσει την επαφή με τους πολίτες και το «κοινό αίσθημα», υπογραμμίζει ο Σακς, και συγχρόνως απέδειξαν πόσο ακατάλληλοι είναι οι παραδοσιακοί δείκτες ανάπτυξης και ευημερίας για τη μέτρηση της ευτυχίας των ανθρώπων. «Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετράει το μέσο εισόδημα μιας οικονομίας αλλά δεν δηλώνει τίποτα για την κατανομή του, ούτε για τις αντιλήψεις των ανθρώπων περί δικαιοσύνης και αδικίας, ούτε για το αίσθημα οικονομικής ευπάθειας των πολιτών ή για άλλες συνθήκες (όπως η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση) που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής στο σύνολό της», επισημαίνει.
Οι κυβερνώντες θα πρέπει, οπότε, να κινηθούν πέρα από το ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν εισόδημα και να σκύψουν πάνω από τους πολίτες ούτως ώστε να διαπιστώσουν κατά πόσο είναι ικανοποιημένοι με τις ζωές τους, πώς αντιλαμβάνονται την προσωπική τους ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την αδικία, εάν εμπιστεύονται τους θεσμούς αλλά και τους συμπολίτες τους.
Πρέπει να εργαστούν με γνώμονες την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Αλλά «για να επιτύχουμε την περιβαλλοντική βιωσιμότητα θα χρειαστούμε περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες, ευρύτερη κατανομή του πλούτου προς τους φτωχούς και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις». Διαφορετικά «ακόμα και φαινομενικά σωστές πολιτικές όπως η κατάργηση της επιδότησης καυσίμων ή η αύξηση του κόστους του εισιτηρίου του μετρό για την κάλυψη του κόστους» θα προκαλούν την οργή των πολιτών, ειδικά εάν εφαρμοστούν υπό καθεστώς κοινωνικής δυσπιστίας, ανισότητας και αδικίας.
Πηγή: Protagon.gr
[post_ads]
O Σακς αναδεικνύει τα κοινά στοιχεία που συνδέουν την εξέγερση σημαντικής μερίδας πολιτών στο Παρίσι (από τον περασμένο Νοέμβριο λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων), στο Χονγκ Κονγκ (κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών εξαιτίας ενός νομοσχεδίου περί έκδοσης πολιτών στην Κίνα) και στο Σαντιάγκο της Χιλής (αυτές τις ημέρες λόγω της αύξησης της τιμής του εισιτηρίου του μετρό).
Ο καθηγητής Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και διευθυντής του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ υποστηρίζει ότι και οι τρεις περιπτώσεις αποκαλύπτουν τι μπορεί να συμβεί όταν η κατάφωρη κακοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος συνδυάζεται με την περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα και την όξυνση των ανισοτήτων.
Λαμβάνοντας υπόψη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (περισσότερα από 60.000 δολάρια στο Παρίσι, περί τις 40.000 στο Χονγκ Κονγκ και σχεδόν 19.000 στο Σαντιάγκο, ένα από τα υψηλότερα στη Λατινική Αμερική) και οι τρεις μητροπόλεις συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο πλούσιων πόλεων στον κόσμο και αποτελούν «παραδείγματα οικονομικής επιτυχίας». Και σε ευρύτερο επίπεδο και η Γαλλία και το Χονγκ Κονγκ και η Χιλή είναι «χώρες πλούσιες και ανταγωνιστικές» με βάση τους συμβατικούς δείκτες ανάπτυξης. Σύμφωνα, ωστόσο, με την Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας για το 2019 οι πολίτες τους αισθάνονται πως οι ζωές τους παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στάσιμες αλλά και ότι δεν μπορούν να κάνουν σχεδόν τίποτα ώστε να τις βελτιώσουν.
Γιατί και στις τρεις χώρες, όποιος δεν γεννιέται πλούσιος, δυσκολεύεται ιδιαίτερα να βρει μια φθηνή κατοικία και μια αξιοπρεπή εργασία. Λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών των ακινήτων εκατομμύρια άνθρωποι εξορίζονται στην περιφέρεια των μεγάλων μητροπόλεων, εκτός των οικονομικών και επιχειρηματικών κέντρων, και καταλήγουν να εξαρτώνται απόλυτα από δικά τους μεταφορικά μέσα ή τις δημόσιες συγκοινωνίες για να πάνε στις δουλειές τους. Και την ίδια ώρα οι έχοντες και κατέχοντες απολαμβάνουν πλήθος προνομίων, με αποτέλεσμα οι οικονομικές ανισότητες να οξύνονται κραυγαλέα, γεγονός που εξηγεί γιατί μέτρα σχετικά ανώδυνα, τουλάχιστον φαινομενικά, όπως η αύξηση του φόρου κατανάλωσης καυσίμων ή η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του μετρό, προκαλούν την οργισμένη αντίδραση και την εξέγερση των πολιτών.
Και την ώρα που στο Χονγκ Κονγκ, το Παρίσι και το Σαντιάγκο η ανυπαρξία προοπτικής για το μέλλον και η πρωτοφανής και διαρκής διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων ωθεί στους δρόμους τους πολίτες, στις ΗΠΑ η αγανάκτηση και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς εκφράζεται μέσω της αύξησης των αυτοκτονιών και των μαζικών δολοφονιών.
Οι εξεγερμένοι του Παρισιού, του Χονγκ Κονγκ και του Σαντιάγκο αποκάλυψαν πως οι κυβερνώντες έχουν χάσει την επαφή με τους πολίτες και το «κοινό αίσθημα», υπογραμμίζει ο Σακς, και συγχρόνως απέδειξαν πόσο ακατάλληλοι είναι οι παραδοσιακοί δείκτες ανάπτυξης και ευημερίας για τη μέτρηση της ευτυχίας των ανθρώπων. «Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετράει το μέσο εισόδημα μιας οικονομίας αλλά δεν δηλώνει τίποτα για την κατανομή του, ούτε για τις αντιλήψεις των ανθρώπων περί δικαιοσύνης και αδικίας, ούτε για το αίσθημα οικονομικής ευπάθειας των πολιτών ή για άλλες συνθήκες (όπως η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση) που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής στο σύνολό της», επισημαίνει.
Οι κυβερνώντες θα πρέπει, οπότε, να κινηθούν πέρα από το ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν εισόδημα και να σκύψουν πάνω από τους πολίτες ούτως ώστε να διαπιστώσουν κατά πόσο είναι ικανοποιημένοι με τις ζωές τους, πώς αντιλαμβάνονται την προσωπική τους ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την αδικία, εάν εμπιστεύονται τους θεσμούς αλλά και τους συμπολίτες τους.
Πρέπει να εργαστούν με γνώμονες την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Αλλά «για να επιτύχουμε την περιβαλλοντική βιωσιμότητα θα χρειαστούμε περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες, ευρύτερη κατανομή του πλούτου προς τους φτωχούς και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις». Διαφορετικά «ακόμα και φαινομενικά σωστές πολιτικές όπως η κατάργηση της επιδότησης καυσίμων ή η αύξηση του κόστους του εισιτηρίου του μετρό για την κάλυψη του κόστους» θα προκαλούν την οργή των πολιτών, ειδικά εάν εφαρμοστούν υπό καθεστώς κοινωνικής δυσπιστίας, ανισότητας και αδικίας.
Πηγή: Protagon.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω