Στις 9 Μαρτίου του 1923 αποβιβάστηκαν στο Καψάλι των Κυθήρων 423 συλληφθέντες (311 χριστιανοί σλαβόφωνοι και 112 μουσουλμάνοι τουρκόφωνοι) που είχαν αναχωρήσει από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
της Ουρανίας Πανταζίδου
Τη δεκαετία του 1920 και παρ΄ όλο που είχε επιτευχθεί η πολυπόθητη ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό (14 Μαΐου 1920), η περιοχή δεν ήταν ο ειρηνικότερος τόπος για να ζήσει κανείς. Οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες συνέχισαν να μπαινοβγαίνουν στα σύνορα προξενώντας δολιοφθορές ενώ ποινικοί που είχαν απελευθερωθεί από τις τουρκικές φυλακές πέρασαν για δράση στη Θράκη.
Επίσης ο επαναπατρισμός των προσφύγων που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Θράκη τα προηγούμενα χρόνια εξ αιτίας της βαρβαρότητας των Βουλγάρων και του αφελληνισμού της περιοχής αλλά και η άφιξη χιλιάδων νέων προσφύγων που κατέκλυσαν την περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δημιούργησαν ένα κλίμα σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και προσφύγων (Ελένη Διβάνη "Η ύποπτος θωπεία").
Η Βουλγαρία ήδη από το 1921 επεδίωκε την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης για να αποκτήσει έξοδο στο Αιγαίο. Εκμεταλλευόμενη τις δυσκολίες της Ελλάδας στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας αλλά και την μετέπειτα ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών συνεργάστηκε με τους Τούρκους και παρενοχλούσε την ελληνική διοίκηση. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε καθ΄ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης.
Ο Χαρίσιος Βαμβακάς όμως δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους Βούλγαρους. Το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο και οι Νεότουρκοι προσέγγισαν τη Βουλγαρία για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας νέας αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή. Αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν στις 25 Μαΐου 1920 στην ορεινή Οργάνη (Hemetli) να προκηρυχθεί η "Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης". Στην "Κυβέρνηση" συμμετείχαν επτά Τούρκοι και τρεις Βούλγαροι αξιωματούχοι, οι οποίοι ανέλαβαν συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια... (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης "Εκσυγχρονισμός εναντίον παράδοσης: Η διείσδυση της Κεμαλικής ιδεολογίας στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, 1920-30". Συντάκτες εργασίας Β. Ορμπάκε, Β. Κουτσούκος, Γ. Νιάρχος).
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε στην προσωρινή μετακίνηση Σλαβόφωνων κυρίως κατοίκων των παραμεθόριων περιοχών της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, σε άλλες περιοχές μέσα στο ελληνικό κράτος, όπως Θεσσαλία, Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου (Ελισσάβετ Κοντογιώργη "Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες, Κοινωνικές, Δημογραφικές και Εθνολογικές πλευρές του Μακεδονικού ζητήματος κατά τη μεσοπολεμική περίοδο").
Η Βουλγαρία όπως ήταν επόμενο διεθνοποίησε το όλο ζήτημα. Στις 23 Απριλίου 1923 ο Βούλγαρος αντιπρόσωπος απαίτησε από την Κοινωνία των Εθνών την άμεση επιστροφή όλων των εκτοπισμένων Σλαβόφωνων. Επίσης έθεσε θέμα αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης.
Μια τέτοια μετακίνηση έγινε και προς το νησί των Κυθήρων, το Μάρτιο του 1923. Διαβάζουμε στο περιοδικό "Κυθηραϊκή Επιθεώρησις" του 1923:
«...Η ελληνική κυβέρνηση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες που το 1923 οι προκλήσεις τους είχαν ενταθεί, μπαινοβγαίνοντας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και προξενώντας ζημιές στο σιδηροδρομικό σταθμό των Ανατολικών γραμμών της περιοχής, προχώρησε στη σύλληψη και εκτοπισμό αρκετών εκατοντάδων σλαβόφωνων Χριστιανών Θρακών και Μουσουλμάνων Θρακών, σε διάφορα νησιά όπως Κρήτη, Κύθηρα κ.λ.π. με την κατηγορία της υπόθαλψης.
Έτσι στις 9 Μαρτίου του 1923 αποβιβάστηκαν στο Καψάλι των Κυθήρων οι 423 συλληφθέντες που είχαν αναχωρήσει από το λιμάνι του Δεδέαγατς.
Από αυτούς οι 311 ήταν χριστιανοί "μακεδονόφωνοι" από το χωριό Καλαντζή-Ντερέ* του νομού Ροδόπης και οι 112 τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι από το χωριό Καρά-Καγιά** του αυτού νομού.
Με μέριμνα της αστυνομικής αρχής και του προέδρου της κοινότητας Κυθήρων εγκαταστάθηκαν στο Καψάλι, στο οίκημα του παλιού λοιμοκαθαρτηρίου (λαζαρέττο) όπου τοποθετήθηκαν οι μουσουλμάνοι και κάποιοι λίγοι χριστιανοί καθώς και στα επιταχθέντα σπίτια και αποθήκες των Αντ. Στάθη, Ελένης Τζάννε, Στεφ. Μπαρμπαρρήγου, Μαρίκας Λενταράκη και Εμ. Καλλιγέρου.
Στις αρχές Μαΐου όμως, για λόγους υγιεινής τους αραίωσαν και εγκατέστησαν τους χριστιανούς στο οίκημα του Κυθηραϊκού Συνδέσμου στην πόλη των Κυθήρων και στο παλιό αγγλικό δικαστήριο και μετέπειτα ελληνικό σχολείο στο Φρούριο.
Το κράτος τους χορηγούσε μισό ημερήσιο επίδομα 2 δραχμών και μισή οκά αλεύρι κατ΄ άτομο. Με το επίδομα που έπαιρναν και με την εργασία τους ζούσαν καλά.
Όταν το Βουλγαρικό κράτος προέβη σε διπλωματικές παραστάσεις στην Κοινωνία των Εθνών για τους εκτοπισμούς, ο εκπρόσωπός της στην Ελλάδα Άγγλος Mr Ο.Η. Matthews επισκέφθηκε τους πρόσφυγες στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Στα Κύθηρα έφθασε στις 2 Ιουλίου 1923 και αφού επιθεώρησε τους εξόριστους μετά δυο ημέρες ανεχώρησε αποκομίζοντας άριστες εντυπώσεις από τη φιλοξενία που τους παρείχαν εκεί...».
* Καλαντζή-Ντερέ = Κασσιτερά: Το 1923, σύμφωνα με επίσημο πίνακα της Γενικής Διοίκησης Θράκης, στα Κασσιτερά ζούσαν 385 βουλγαρόφωνοι χριστιανοί και 59 πρόσφυγες (από εργασία του Δημοτικού Σχολείου Σαπών).
** Καρά-Καγιά = Μαύρος Βράχος, Μαυρόπετρα.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
Τη δεκαετία του 1920 και παρ΄ όλο που είχε επιτευχθεί η πολυπόθητη ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό (14 Μαΐου 1920), η περιοχή δεν ήταν ο ειρηνικότερος τόπος για να ζήσει κανείς. Οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες συνέχισαν να μπαινοβγαίνουν στα σύνορα προξενώντας δολιοφθορές ενώ ποινικοί που είχαν απελευθερωθεί από τις τουρκικές φυλακές πέρασαν για δράση στη Θράκη.
Επίσης ο επαναπατρισμός των προσφύγων που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Θράκη τα προηγούμενα χρόνια εξ αιτίας της βαρβαρότητας των Βουλγάρων και του αφελληνισμού της περιοχής αλλά και η άφιξη χιλιάδων νέων προσφύγων που κατέκλυσαν την περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δημιούργησαν ένα κλίμα σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και προσφύγων (Ελένη Διβάνη "Η ύποπτος θωπεία").
Η Βουλγαρία ήδη από το 1921 επεδίωκε την προσάρτηση της Δυτικής Θράκης για να αποκτήσει έξοδο στο Αιγαίο. Εκμεταλλευόμενη τις δυσκολίες της Ελλάδας στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας αλλά και την μετέπειτα ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών συνεργάστηκε με τους Τούρκους και παρενοχλούσε την ελληνική διοίκηση. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε καθ΄ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης.
Ο Χαρίσιος Βαμβακάς όμως δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους Βούλγαρους. Το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο και οι Νεότουρκοι προσέγγισαν τη Βουλγαρία για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας νέας αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή. Αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν στις 25 Μαΐου 1920 στην ορεινή Οργάνη (Hemetli) να προκηρυχθεί η "Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης". Στην "Κυβέρνηση" συμμετείχαν επτά Τούρκοι και τρεις Βούλγαροι αξιωματούχοι, οι οποίοι ανέλαβαν συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια... (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης "Εκσυγχρονισμός εναντίον παράδοσης: Η διείσδυση της Κεμαλικής ιδεολογίας στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, 1920-30". Συντάκτες εργασίας Β. Ορμπάκε, Β. Κουτσούκος, Γ. Νιάρχος).
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε στην προσωρινή μετακίνηση Σλαβόφωνων κυρίως κατοίκων των παραμεθόριων περιοχών της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, σε άλλες περιοχές μέσα στο ελληνικό κράτος, όπως Θεσσαλία, Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου (Ελισσάβετ Κοντογιώργη "Σλαβόφωνοι και Πρόσφυγες, Κοινωνικές, Δημογραφικές και Εθνολογικές πλευρές του Μακεδονικού ζητήματος κατά τη μεσοπολεμική περίοδο").
Η Βουλγαρία όπως ήταν επόμενο διεθνοποίησε το όλο ζήτημα. Στις 23 Απριλίου 1923 ο Βούλγαρος αντιπρόσωπος απαίτησε από την Κοινωνία των Εθνών την άμεση επιστροφή όλων των εκτοπισμένων Σλαβόφωνων. Επίσης έθεσε θέμα αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης.
Μια τέτοια μετακίνηση έγινε και προς το νησί των Κυθήρων, το Μάρτιο του 1923. Διαβάζουμε στο περιοδικό "Κυθηραϊκή Επιθεώρησις" του 1923:
«...Η ελληνική κυβέρνηση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες που το 1923 οι προκλήσεις τους είχαν ενταθεί, μπαινοβγαίνοντας στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και προξενώντας ζημιές στο σιδηροδρομικό σταθμό των Ανατολικών γραμμών της περιοχής, προχώρησε στη σύλληψη και εκτοπισμό αρκετών εκατοντάδων σλαβόφωνων Χριστιανών Θρακών και Μουσουλμάνων Θρακών, σε διάφορα νησιά όπως Κρήτη, Κύθηρα κ.λ.π. με την κατηγορία της υπόθαλψης.
Έτσι στις 9 Μαρτίου του 1923 αποβιβάστηκαν στο Καψάλι των Κυθήρων οι 423 συλληφθέντες που είχαν αναχωρήσει από το λιμάνι του Δεδέαγατς.
Από αυτούς οι 311 ήταν χριστιανοί "μακεδονόφωνοι" από το χωριό Καλαντζή-Ντερέ* του νομού Ροδόπης και οι 112 τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι από το χωριό Καρά-Καγιά** του αυτού νομού.
Με μέριμνα της αστυνομικής αρχής και του προέδρου της κοινότητας Κυθήρων εγκαταστάθηκαν στο Καψάλι, στο οίκημα του παλιού λοιμοκαθαρτηρίου (λαζαρέττο) όπου τοποθετήθηκαν οι μουσουλμάνοι και κάποιοι λίγοι χριστιανοί καθώς και στα επιταχθέντα σπίτια και αποθήκες των Αντ. Στάθη, Ελένης Τζάννε, Στεφ. Μπαρμπαρρήγου, Μαρίκας Λενταράκη και Εμ. Καλλιγέρου.
Στις αρχές Μαΐου όμως, για λόγους υγιεινής τους αραίωσαν και εγκατέστησαν τους χριστιανούς στο οίκημα του Κυθηραϊκού Συνδέσμου στην πόλη των Κυθήρων και στο παλιό αγγλικό δικαστήριο και μετέπειτα ελληνικό σχολείο στο Φρούριο.
Το κράτος τους χορηγούσε μισό ημερήσιο επίδομα 2 δραχμών και μισή οκά αλεύρι κατ΄ άτομο. Με το επίδομα που έπαιρναν και με την εργασία τους ζούσαν καλά.
Όταν το Βουλγαρικό κράτος προέβη σε διπλωματικές παραστάσεις στην Κοινωνία των Εθνών για τους εκτοπισμούς, ο εκπρόσωπός της στην Ελλάδα Άγγλος Mr Ο.Η. Matthews επισκέφθηκε τους πρόσφυγες στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Στα Κύθηρα έφθασε στις 2 Ιουλίου 1923 και αφού επιθεώρησε τους εξόριστους μετά δυο ημέρες ανεχώρησε αποκομίζοντας άριστες εντυπώσεις από τη φιλοξενία που τους παρείχαν εκεί...».
* Καλαντζή-Ντερέ = Κασσιτερά: Το 1923, σύμφωνα με επίσημο πίνακα της Γενικής Διοίκησης Θράκης, στα Κασσιτερά ζούσαν 385 βουλγαρόφωνοι χριστιανοί και 59 πρόσφυγες (από εργασία του Δημοτικού Σχολείου Σαπών).
** Καρά-Καγιά = Μαύρος Βράχος, Μαυρόπετρα.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω