Διαπιστώνεται πως στην Εκκλησία απουσιάζει ο τρόπος. Φοβούμαι όμως μήπως απουσιάζει η αντίληψη. Ίσως και οι δύο έννοιες πάλι να λειτουργούν με δυναμισμό αλληλοπεριχώρησης.
Ο τρόπος είναι που καθορίζει τα πράγματα. Δεν είναι οι λέξεις. Πάλι, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς καθησυχάζει, σημειώνοντας πως η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα πράγματα.
Ο τρόπος. Αυτό το πώς. Η αληθινότητα του τρόπου να λειτουργεί στα πρόσωπα τις αλήθειες των πραγμάτων. Εξάλλου, στο βάθος βρίσκεται ο τρόπος. Στην επιφάνεια παραμένει η απορία, η ακατανοησία, η αδιαφορία. Ο τρόπος αντίληψης, συναντίληψης, λειτουργίας, διακονίας του κάθε τι σε ανθρώπινα πρόσωπα, αναδεικνύει το περιεχόμενο των σημαινομένων, υποκαθιστώντας την παροδικότητα της επιπολαιότητας με την εμβάθυνση στην απουσία. Γιατί, καταπώς σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, «τον τρόπο της ζωής τον σπουδάζουμε πάντοτε σαν χαμένο παράδεισο, τον ψηλαφούμε στη στέρηση, στο εκμαγείο της απουσίας του». Θυμίζουν όλα αυτά τον Μάξιμο Ομολογητή, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, που μίλησαν με αφαιρετικούς όρους για την παρουσία του Θεού.
Να υπάρχεις. Ναι, αλλά πώς; Εδώ είναι ο τρόπος. Σημασία, για παράδειγμα, δεν έχει αν υπάρχει Θεός ή όχι. Προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Μπορεί να υπάρχει για τον Εαυτό Του! Εκείνο που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη είναι ο τρόπος με τον οποίο πληρώνει και ολοκληρώνει ο Θεός την ύπαρξη αυτή. Αν υπάρχει και δεν Τον βιώνει η κάθε ύπαρξη που Τον έχει ανάγκη; Ποιο το νόημα; Ο τρόπος υπάρξεως δίνει αληθινότητα, ενδιαφέρον, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει έναν εσχατολογικό προσανατολισμό.
Διαπιστώνεται πως στην Εκκλησία απουσιάζει ο τρόπος. Φοβούμαι όμως μήπως απουσιάζει η αντίληψη. Ίσως και οι δύο έννοιες πάλι να λειτουργούν με δυναμισμό αλληλοπεριχώρησης. Όπως και να έχει, εκείνο που διαπιστώνεται είναι η Εκκλησία ως οργανισμός και ως άτεγκτος δογματισμός που επιβάλλει επιτίμια, με αυστηρές διαθέσεις προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, όταν οι κανόνες δεν τηρούνται. Ποιος έχει το πλεονέκτημα να κάνει λόγο για τους κανόνες ως ουσία του δόγματος, δηλαδή της ζωής της Εκκλησίας; Το τελευταίο δεν θυμίζει σε τίποτε τον ορθόδοξο ανθρωπισμό, αλλά είναι ο ίδιος ο προτεσταντισμός αυτοπροσώπως. Ένας προτεσταντισμός, όπως μας τον έφεραν από τη Δύση όλα εκείνα τα ξενόφερτα οργανωσιακά στοιχεία, αλλοιώνοντας το γνήσιο ήθος της ορθόδοξης ηθικής, εξορίζοντας τον Χριστό και τοποθετώντας στη θέση του κανόνες, νόμους και ποινές.
Ως κληρικός, αυτούς τους λίγους μήνες, συναντώ ανθρώπους που μιλούν περισσότερο για την αμαρτία παρά για την αγιοσύνη, τη μετάνοια, τη φιλανθρωπία, το έλεος. Φοβισμένοι άνθρωποι που μιλούν για αποχή από τη Θεία Κοινωνία, φοβισμένοι από τον τρόπο των προσώπων. Δηλαδή, πνευματικοί που επιβάλλουν ποινές, ακοινωνησία για χρόνια, εγκαινιάζοντας με το ύφος αυτό τη διακοπή από τη μετοχή και τον τρόπο μετοχής στο σώμα της Εκκλησίας. Πράγματι, δεν χωράει έκπτωση στην αλήθεια και ο δρόμος του παραδείσου δεν είναι εύκολος (Ματθ. 7, 14). Υπάρχει μία λέξη στην ορθόδοξη πνευματικότητα, που δίνει ομορφιά στην πνευματική ζωή. Είναι η λέξη "οικονομία". Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια πνευματική ωριμότητα. Και δεν έχουν τις ίδιες αφετηρίες και την ίδια δεκτικότητα στα ερεθίσματα που δέχονται από τη ζωή της Εκκλησίας. Κάθε ένας εκλαμβάνεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, και την ποιμαντική εξατομίκευση την διακόνησαν οι Τρεις Ιεράρχες με τον καλύτερο τρόπο.
Το θέμα έγκειται στον τρόπο μετάδοσης της αλήθειας, της ομορφιάς και χαράς της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας στο κάθε πρόσωπο. Διαφέρει ο τρόπος. Η ουσία δεν αλλάζει. Η αμαρτία παραμένει αμαρτία (αστοχία κατά τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) και το κακό παραμένει κακό. Σημασία έχει πως θα μεταδοθεί στο ανθρώπινο πρόσωπο η μετάνοια, η ταπείνωση, η αποφυγή της αμαρτίας ως διακοπή σχέσης με τον Θεό, ο παιδαγωγικός ρόλος των επιτιμίων κ.ο.κ.. Γεγονός είναι πως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνει διακόπτει με δική του θέληση τη σχέση με τον Θεό και με κάθε τι αγαθό που σχετίζεται μ’ Εκείνον. Επομένως, χρειάζεται να γιατρευτεί η προαίρεση του, καθότι εκείνη νοσεί και όχι η φύση του. Εξάλλου, προς τούτο συνηγορεί ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, τονίζοντας πως «συγγνωστόν γαρ, ου τιμωρητέον, η ασθένεια». Αν, για παράδειγμα, ένας πνευματικός πει σε κάποιον που δεν έχει μπολιαστεί στη ζωή της Εκκλησίας, να απέχει ένα, δύο, τρία χρόνια από τη Θεία Κοινωνία, ποιο το όφελος; Έχω την αίσθηση πως δεν θα αγωνιστεί πνευματικά, δεν θα κοπιάσει, αλλά θα αποφύγει τη Θεία Κοινωνία.
Ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου, π. Ιωάννης Χρυσαυγής, μου διηγήθηκε προ ετών ένα περιστατικό. Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, κλήθηκε από την Α.Θ.Π., τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα (Άγιο Όρος) για να απευθύνει λόγους σχετικά με τους κανόνες της νηστείας, κατόπιν συζητήσεως ανάμεσα σε Επισκόπους στα πλαίσια των διεργασιών της Συνόδου. Διηγήθηκε, λοιπόν, ο π. Ιωάννης τα εξής: «Αυτό που με εντυπωσίασε κατά βάθος ήταν η συμπόνοια και η οικονομία του Αθωνίτου γέροντος, ο οποίος ήταν μάλιστα ο επίσημος εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητας στη Σύνοδο. Όντως εξεπλάγην από τον τρόπο με τον οποίο ο Πατήρ Τύχων μίλησε για μετριότητα και επιείκεια, καθώς και για κατανόηση και την ανάγκη να αγκαλιάσει η Εκκλησία την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Έγινε πολύ σαφές για μένα ότι το μόνο κριτήριο - το μόνο μέτρο για οποιαδήποτε ποιμαντική αντιμετώπιση ή και πνευματική ποινή από μέρους της Εκκλησίας - είναι ασφαλώς το έλεος του Θεού, που άλλωστε καλούμαστε (και εντελλόμαστε) να μιμηθούμε και σύμφωνα με το οποίο σίγουρα θα κριθούμε. Επιπλέον, αυτό που ήταν το πιο σημαντικό στους λόγους του Πατρός Τύχωνα είναι ότι προέρχονταν από κάποιον που ζει σε μία μοναστική κοινότητα, από τον οποίο θα περιμέναμε ίσως περισσότερη αυστηρότητα και περισσότερη (κανονική) ακρίβεια, μια πιο στενή προσήλωση ακόμη και αυστηρή προσέγγιση…».
Στην Εκκλησία απουσιάζει ο τρόπος. Ο τρόπος να μεταδώσουμε τον πόνο της αμαρτίας, την απουσία του Θεού από τη ζωή μας εξ’ αιτίας της αμαρτίας, την ομορφιά της επανασύνδεσης με το πρόσωπο του Χριστού, κατάσταση που φέρνει η συντριβή, η μετάνοια, η συγχώρηση. Έως πότε θα φοβίζουμε τους ανθρώπους; Έως πότε θα τοποθετούμε στη θέση του Χριστού τους κανόνες και τους νόμους; Έως πότε τα επιτίμια θα λειτουργούν στους ανθρώπους το φόβο, την ευθύνη της αποτυχίας; Έως πότε θα τιμωρούμε ανθρώπινα πρόσωπα που θέλουν να γιατρευτούν παρέχοντας τους τιμωρίες αντί για ιάσεις της ασθένειας τους; Έως πότε θα κρύβουμε το πρόσωπο του Χριστού;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Ο τρόπος. Αυτό το πώς. Η αληθινότητα του τρόπου να λειτουργεί στα πρόσωπα τις αλήθειες των πραγμάτων. Εξάλλου, στο βάθος βρίσκεται ο τρόπος. Στην επιφάνεια παραμένει η απορία, η ακατανοησία, η αδιαφορία. Ο τρόπος αντίληψης, συναντίληψης, λειτουργίας, διακονίας του κάθε τι σε ανθρώπινα πρόσωπα, αναδεικνύει το περιεχόμενο των σημαινομένων, υποκαθιστώντας την παροδικότητα της επιπολαιότητας με την εμβάθυνση στην απουσία. Γιατί, καταπώς σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, «τον τρόπο της ζωής τον σπουδάζουμε πάντοτε σαν χαμένο παράδεισο, τον ψηλαφούμε στη στέρηση, στο εκμαγείο της απουσίας του». Θυμίζουν όλα αυτά τον Μάξιμο Ομολογητή, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, που μίλησαν με αφαιρετικούς όρους για την παρουσία του Θεού.
Να υπάρχεις. Ναι, αλλά πώς; Εδώ είναι ο τρόπος. Σημασία, για παράδειγμα, δεν έχει αν υπάρχει Θεός ή όχι. Προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Μπορεί να υπάρχει για τον Εαυτό Του! Εκείνο που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη είναι ο τρόπος με τον οποίο πληρώνει και ολοκληρώνει ο Θεός την ύπαρξη αυτή. Αν υπάρχει και δεν Τον βιώνει η κάθε ύπαρξη που Τον έχει ανάγκη; Ποιο το νόημα; Ο τρόπος υπάρξεως δίνει αληθινότητα, ενδιαφέρον, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει έναν εσχατολογικό προσανατολισμό.
Διαπιστώνεται πως στην Εκκλησία απουσιάζει ο τρόπος. Φοβούμαι όμως μήπως απουσιάζει η αντίληψη. Ίσως και οι δύο έννοιες πάλι να λειτουργούν με δυναμισμό αλληλοπεριχώρησης. Όπως και να έχει, εκείνο που διαπιστώνεται είναι η Εκκλησία ως οργανισμός και ως άτεγκτος δογματισμός που επιβάλλει επιτίμια, με αυστηρές διαθέσεις προς τα ανθρώπινα πρόσωπα, όταν οι κανόνες δεν τηρούνται. Ποιος έχει το πλεονέκτημα να κάνει λόγο για τους κανόνες ως ουσία του δόγματος, δηλαδή της ζωής της Εκκλησίας; Το τελευταίο δεν θυμίζει σε τίποτε τον ορθόδοξο ανθρωπισμό, αλλά είναι ο ίδιος ο προτεσταντισμός αυτοπροσώπως. Ένας προτεσταντισμός, όπως μας τον έφεραν από τη Δύση όλα εκείνα τα ξενόφερτα οργανωσιακά στοιχεία, αλλοιώνοντας το γνήσιο ήθος της ορθόδοξης ηθικής, εξορίζοντας τον Χριστό και τοποθετώντας στη θέση του κανόνες, νόμους και ποινές.
Ως κληρικός, αυτούς τους λίγους μήνες, συναντώ ανθρώπους που μιλούν περισσότερο για την αμαρτία παρά για την αγιοσύνη, τη μετάνοια, τη φιλανθρωπία, το έλεος. Φοβισμένοι άνθρωποι που μιλούν για αποχή από τη Θεία Κοινωνία, φοβισμένοι από τον τρόπο των προσώπων. Δηλαδή, πνευματικοί που επιβάλλουν ποινές, ακοινωνησία για χρόνια, εγκαινιάζοντας με το ύφος αυτό τη διακοπή από τη μετοχή και τον τρόπο μετοχής στο σώμα της Εκκλησίας. Πράγματι, δεν χωράει έκπτωση στην αλήθεια και ο δρόμος του παραδείσου δεν είναι εύκολος (Ματθ. 7, 14). Υπάρχει μία λέξη στην ορθόδοξη πνευματικότητα, που δίνει ομορφιά στην πνευματική ζωή. Είναι η λέξη "οικονομία". Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια πνευματική ωριμότητα. Και δεν έχουν τις ίδιες αφετηρίες και την ίδια δεκτικότητα στα ερεθίσματα που δέχονται από τη ζωή της Εκκλησίας. Κάθε ένας εκλαμβάνεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, και την ποιμαντική εξατομίκευση την διακόνησαν οι Τρεις Ιεράρχες με τον καλύτερο τρόπο.
Το θέμα έγκειται στον τρόπο μετάδοσης της αλήθειας, της ομορφιάς και χαράς της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας στο κάθε πρόσωπο. Διαφέρει ο τρόπος. Η ουσία δεν αλλάζει. Η αμαρτία παραμένει αμαρτία (αστοχία κατά τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) και το κακό παραμένει κακό. Σημασία έχει πως θα μεταδοθεί στο ανθρώπινο πρόσωπο η μετάνοια, η ταπείνωση, η αποφυγή της αμαρτίας ως διακοπή σχέσης με τον Θεό, ο παιδαγωγικός ρόλος των επιτιμίων κ.ο.κ.. Γεγονός είναι πως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνει διακόπτει με δική του θέληση τη σχέση με τον Θεό και με κάθε τι αγαθό που σχετίζεται μ’ Εκείνον. Επομένως, χρειάζεται να γιατρευτεί η προαίρεση του, καθότι εκείνη νοσεί και όχι η φύση του. Εξάλλου, προς τούτο συνηγορεί ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, τονίζοντας πως «συγγνωστόν γαρ, ου τιμωρητέον, η ασθένεια». Αν, για παράδειγμα, ένας πνευματικός πει σε κάποιον που δεν έχει μπολιαστεί στη ζωή της Εκκλησίας, να απέχει ένα, δύο, τρία χρόνια από τη Θεία Κοινωνία, ποιο το όφελος; Έχω την αίσθηση πως δεν θα αγωνιστεί πνευματικά, δεν θα κοπιάσει, αλλά θα αποφύγει τη Θεία Κοινωνία.
Ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου, π. Ιωάννης Χρυσαυγής, μου διηγήθηκε προ ετών ένα περιστατικό. Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, κλήθηκε από την Α.Θ.Π., τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα (Άγιο Όρος) για να απευθύνει λόγους σχετικά με τους κανόνες της νηστείας, κατόπιν συζητήσεως ανάμεσα σε Επισκόπους στα πλαίσια των διεργασιών της Συνόδου. Διηγήθηκε, λοιπόν, ο π. Ιωάννης τα εξής: «Αυτό που με εντυπωσίασε κατά βάθος ήταν η συμπόνοια και η οικονομία του Αθωνίτου γέροντος, ο οποίος ήταν μάλιστα ο επίσημος εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητας στη Σύνοδο. Όντως εξεπλάγην από τον τρόπο με τον οποίο ο Πατήρ Τύχων μίλησε για μετριότητα και επιείκεια, καθώς και για κατανόηση και την ανάγκη να αγκαλιάσει η Εκκλησία την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Έγινε πολύ σαφές για μένα ότι το μόνο κριτήριο - το μόνο μέτρο για οποιαδήποτε ποιμαντική αντιμετώπιση ή και πνευματική ποινή από μέρους της Εκκλησίας - είναι ασφαλώς το έλεος του Θεού, που άλλωστε καλούμαστε (και εντελλόμαστε) να μιμηθούμε και σύμφωνα με το οποίο σίγουρα θα κριθούμε. Επιπλέον, αυτό που ήταν το πιο σημαντικό στους λόγους του Πατρός Τύχωνα είναι ότι προέρχονταν από κάποιον που ζει σε μία μοναστική κοινότητα, από τον οποίο θα περιμέναμε ίσως περισσότερη αυστηρότητα και περισσότερη (κανονική) ακρίβεια, μια πιο στενή προσήλωση ακόμη και αυστηρή προσέγγιση…».
Στην Εκκλησία απουσιάζει ο τρόπος. Ο τρόπος να μεταδώσουμε τον πόνο της αμαρτίας, την απουσία του Θεού από τη ζωή μας εξ’ αιτίας της αμαρτίας, την ομορφιά της επανασύνδεσης με το πρόσωπο του Χριστού, κατάσταση που φέρνει η συντριβή, η μετάνοια, η συγχώρηση. Έως πότε θα φοβίζουμε τους ανθρώπους; Έως πότε θα τοποθετούμε στη θέση του Χριστού τους κανόνες και τους νόμους; Έως πότε τα επιτίμια θα λειτουργούν στους ανθρώπους το φόβο, την ευθύνη της αποτυχίας; Έως πότε θα τιμωρούμε ανθρώπινα πρόσωπα που θέλουν να γιατρευτούν παρέχοντας τους τιμωρίες αντί για ιάσεις της ασθένειας τους; Έως πότε θα κρύβουμε το πρόσωπο του Χριστού;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω