Τι απέγιναν εκείνοι οι άνθρωποι με το όνομα Καυκάσιοι που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας το 1920 πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή; Ένα ελαχιστότατο αφιέρωμα στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόσα λίγα γνωρίζουμε.
“…Γύριζα τη Μακεδονία και τη Θράκη, διάλεγα τα χωράφια και τα χωριά που ΄χαν αφήσει οι Τούρκοι φεύγοντας, έκαναν κατοχή τα καινούρια αφεντικά.
Άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν… Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό”
Νίκος Καζαντζάκης "Αναφορά στον Γκρέκο"
της Ουρανίας Πανταζίδου
Το Δεδέαγατς όπως και όλη τη Θράκη αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Οι πόλεις προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους και να ανασυγκροτηθούν, μετά από μια πολύ μεγάλη εποχή σκότους. Κατά χιλιάδες είναι οι Θράκες που επιστρέφουν στις εστίες τους, τις οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το 1913 (σχετικό άρθρο εδώ).
Και ενώ η πόλη του Δεδέαγατς προσπαθεί να βοηθήσει στην παλιννόστηση των κατοίκων της καλείται ν΄ αντιμετωπίσει ένα νέο προσφυγικό κύμα που καταφθάνει από περιοχές του Καυκάσου και τα λιμάνια της νότιας Ρωσίας (Σοχούμ, Βατούμ). Πρόκειται για τους Έλληνες του Πόντου που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους για ακόμη μια φορά.
Οι πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1828-1832, 1856-1864, 1877-1878 και 1914-1917) είχαν πάντα αντίκτυπο στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είχαν εγκατασταθεί τις περιόδους αυτές στον Καύκασο και τη Νότιο Ρωσία ήταν Ποντιακής καταγωγής. Οι παλαιότεροι μάλιστα είχαν χάσει τη γλώσσα τους - οι της Μαριούπολης και της Κριμαίας ήσαν ρωσόφωνοι, οι δε της Τσάλκας (Γεωργίας) και μέρους της περιφέρειας Καρς (Αρμενίας) τουρκόφωνοι ή αρμενόφωνοι.
Στο Κουμπάν και στον Καύκασο (Γεωργία) οι Έλληνες ήταν άλλοι αστοί και άλλοι γεωργοί. Οι τελευταίοι καλλιεργούσαν ως κολίγοι τα κτήματα των Ρώσων και Γεωργιανών μεγιστάνων ή ήταν καπνοκαλλιεργητές (περιφέρεια Σοχούμ). Όταν ξέσπασε η Ρωσική Επανάσταση το Μάρτιο του 1917, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων του εσωτερικού της Ρωσίας κατέφυγε στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινος Πόντος) - την Οδησσό και το Νοβοροσίσκ - ζητώντας να επιβιβαστούν σε πλοία για την Ελλάδα.
Σ΄ αυτούς που κατέκλυσαν τα λιμάνια του Σοχούμ και του Βατούμ θα πρέπει να προσθέσουμε και τους χιλιάδες Πόντιους που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό το 1917, όταν αυτός εγκατέλειπε την Τραπεζούντα, την οποίαν είχε καταλάβει το 1916.
Νίκος Καζαντζάκης: «Ένα μήνα με τους συντρόφους γυρίζαμε τις πολιτείες και τα χωριά, όπου ήταν σκορπισμένες ελληνικές ψυχές, περάσαμε τη Γεωργία, μπήκαμε στην Αρμενία· απόξω από το Καρς, τις μέρες εκείνες, είχαν πάλι πιάσει οι Κούρδοι τρεις Έλληνες και τους είχαν πεταλώσει σαν μουλάρια· είχαν φτάσει κοντά στο Καρς κι ακούγαμε τα κανόνια τους μέρα νύχτα».
Τα όσα δεινά υπέστησαν την τελευταία αυτή περίοδο οι πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί για μήνες στα λιμάνια του Σοχούμ και του Βατούμ, περιμένοντας ελληνικά πλοία για να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα ή "όπου δει", όπως αναφέρεται σε εκθέσεις των διαφόρων επιτροπών και των ξένων εκπροσώπων είναι αποκαλυπτικές.
Ο Βενιζέλος θα στείλει τον συνεργάτη του Νίκο Καζαντζάκη για να εξετάσει το πρόβλημα από κοντά. Τα όσα είδε και τα όσα έζησε ο Καζαντζάκης την περίοδο εκείνη κοντά στους πρόσφυγες περικλείονται στα μοναδικά του λόγια: «Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο - αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της - και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν» (Αναφορά στο Γκρέκο).
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" 1919. Ο Νίκος Καζαντζάκης με την ελληνική αποστολή αποβιβάζονται στον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία για να εξετάσουν το πρόβλημα των 150.000 εξαθλιωμένων προσφύγων.
Η εικόνα που αντίκρισε ο Καζαντζάκης στα λιμάνια της νότιας Ρωσίας και στις περιοχές του Καυκάσου θα τον συγκλονίσουν. Ο συνεργάτης του Κ. Κωνστανταράκης σε έκθεσή του στο Υπουργείο Περιθάλψεως αναφέρει ότι καθημερινά στο λιμάνι του Βατούμ πεθαίνουν 50 πρόσφυγες και αν δε ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα εντός τριμήνου θα έχουν πεθάνει όλοι. Ανάλογες καταστάσεις θα συναντήσουν και στο Σοχούμ. Ο Καζαντζάκης θ΄ αγωνιστεί για τη σωτηρία εκείνων των ανθρώπων. Ήταν το μεγάλο στοίχημα και το μεγάλο χρέος.
Από τα πρώτα χρήματα (20.000.000) που είχε εξασφαλίσει για την ανακούφιση των 40.000 προσφύγων, που εντωμεταξύ είχαν καταφύγει το προηγούμενο διάστημα στη Μακεδονία, τα 5.000.000 θα τα στείλει για την ανακούφιση των προσφύγων της νότιας Ρωσίας.
Σε επιστολή του προς τον Γιάννη Σταυριδάκη με ημερομηνία 27-9-1919 γράφει: «…Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους…».
Η πρόταση του Καζαντζάκη στις 25 Ιουνίου 1920 προς το Υπουργείο Περιθάλψεως για την επίλυση του Μακεδονικού Ζητήματος ήταν: «Μία μόνο σωτηρία υπάρχει: Να φέρωμεν περισσοτέρας χιλιάδας Έλληνας γεωργούς εκ του Καυκάσου εις την Ελλάδα».
Τα προσφυγικά κύματα από τα παράλια της νότιας Ρωσίας προς την Ελλάδα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το Υπουργείο Περιθάλψεως θα αναφέρει μόνο για τη Μεγάλη Παρασκευή 5 Απριλίου 1919 την άφιξη στο λιμάνι του Πειραιά 6.000 προσφύγων, οι οποίοι θα φθάσουν από τα λιμάνια της νότιας Ρωσίας με τα πλοία "Συρία", "Εσπερία", "Πατρίς" και "Θεμιστοκλής".
Φωτογραφία από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών με οικογένεια Ποντίων από την Τραπεζούντα στο Λαύριο το 1921. Το πρώτο κύμα Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα ήρθε το 1919-1920 από τα παράλια του Καυκάσου, το Βατούμ και το Σοχούμ και περιλάμβανε τους Ποντίους που ακολούθησαν το ρωσικό στρατό στην αποχώρησή του από τον Πόντο και το Καρς και Ποντίους της νότιας Ρωσίας, ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει μετά τη σοβιετική επανάσταση.
Εγκατάσταση Καυκάσιων προσφύγων και στη Θράκη
Στις 5/7/1920, στη Δυτική Θράκη έχει ήδη πραγματοποιηθεί η εγκατάσταση ακόμα 2.500 Καυκασίων. Αυτό αναφέρεται σε τηλεγράφημα του διοικητή της Δυτ. Θράκης κ. Βαμβακά από Γιουμουλτζίνα προς το αρμόδιο υπουργείο. «Ήδη ο κ. Βαμβακάς φροντίζει δια την εγκατάστασιν των λοιπών προσφύγων Καυκασίων».
Επίσης τον Οκτώβριο του 1920, με μέριμνα του τμηματάρχη του Υπουργείου Περιθάλψεως, Θεοδωρίδη, ανακοινώνεται η εγκατάσταση στην Ανατολική Θράκη (στις περιφέρειες της Αδριανούπολης και Σαράντα Εκκλησιών) 50.000 Καυκασίων προσφύγων. Το μαρτύριο όμως αυτών δεν είχε τελειώσει.
Μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 θα ξαναπάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα περάσουν μαζί με τους υπόλοιπους Ανατολικοθρακιώτες στην Ελλάδα (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δάσκαλος Δημήτριος Παπαδόπουλος - Σταυριώτης για τον οποίον έχω γράψει παλαιότερα εδώ).
Η εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" (1919) κάνει συστάσεις, μεταξύ άλλων και για την αποφυγή των ανεύθυνων και επιτήδειων, οι οποίοι πάντα θα ξεπηδούν σε καιρό πολέμων και κρίσεων για να εκμεταλλευθούν τη δυστυχία των ανθρώπων.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος". Όπως βλέπουμε οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται αμείωτες. Σειρά έχει το λιμάνι της Καβάλας όπου θ΄ αφιχθούν 600 άτομα από το Σοχούμ.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος". Οι αναχωρήσεις των προσφύγων για την Ελλάδα συνεχίζονται αμείωτες. Αυτή τη φορά σειρά είχαν οι 1.443 πρόσφυγες από το Καρς ενώ θα ακολουθούσαν άλλοι 3.000
Η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (21/12/1920) θίγει το μεγάλο πρόβλημα με τα ορφανά προσφυγόπουλα.
Η εγκατάσταση των Καυκασίων στα περίχωρα του Δεδέαγατς
Με το που απελευθερώθηκε η Δυτική Θράκη ο Καζαντζάκης θα αναχωρήσει στις 10/6/1920 σιδηροδρομικώς για Ξάνθη «όπως εγκαταστήσει εις την περιφέρειαν αυτής χιλίους ομογενείς εκ Καυκάσου, ειδικούς εις την καλλιέργειαν των καπνών».
Την ίδια μέρα 1.000 Καυκάσιοι απέπλευσαν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για Δεδέαγατς, όπου «θα κατανεμηθούν δια γεωργικάς εργασίας εις διάφορα σημεία της δυτικής Θράκης… Επίσης, την ίδια ημέρα άλλοι 3.000 Καυκάσιοι πρόσφυγες θα καταφθάσουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με το ελληνικό υπερωκεάνιο "ΑΡΓΩ" από το Σοχούμι».
Ο Κυβερνητικός Επίτροπος της Δυτικής Θράκης θα τηλεγραφήσει προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας για να τον ενημερώσει ότι υπάρχει μέρος προς εγκατάσταση 300 οικογενειών Καυκασίων προσφύγων στα χωριά Καγιατζίκ (Κυριακή Σουφλίου) και Δερβέντι (Δέρειο).
Στις 23/6/1920 το αμερικανικό ατμόπλοιο "Ναβασί", που είχε φέρει πάνω από 1.000 Καυκάσιους πρόσφυγες από το Βατούμ, αναχώρησε, μετά από 10ήμερη παραμονή στο λοιμοκαθαρτήριο της Μίκρας για το Δεδέαγατς. Τελικός προορισμός των προσφύγων ήταν η εγκατάστασή τους στις Φέρες με μέριμνα και δαπάνες της Κυβέρνησης.
Αν είχαν φωνή θα μιλούσαν… Η επιλογή της παραπάνω φωτογραφίας είναι τυχαία και επιλέχθηκε για το παρόν αφιέρωμα. Πρόκειται για οικογένεια Ποντίων προσφύγων στην Αλεξανδρούπολη (πιθανότατα στην Καλλιθέα).
Για τη Θράκη θα αναχωρήσουν και οι 105 οικογένειες Καυκασίων που διέμεναν επί τετράμηνο στο Χαρμάν-Κιοϊ στη Θεσσαλονίκη. Οι πρόσφυγες εκείνοι θα στείλουν ευχαριστήρια επιστολή προς την Υπηρεσία Περιθάλψεως:
«ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ
Οι υποφαινόμενοι αντιπρόσωποι 105 οικογενειών προσφύγων εκ Καρς και άλλων μερών του Καυκάσου, διαμείναντες εν Χαρμάν Κιοϊ επί τετράμηνον, νυν δε αναχωρούντες εις Θράκην προς εγκατάστασιν απαραίτητον ημών καθήκον θεωρούμεν, όπως εκφράσωμεν τας θερμάς ημών ευχαριστίας προς πάντας ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του ιδρύματος δια την άκραν περιποίησιν, ης ετύχομεν παρά πάντων. Ιδιαιτέρως όμως ευχαριστούμεν τους υγειονομικούς τοιούτους, οίτινες μετά ζήλου εξαιρετικού και ενδιαφέροντος, με κίνδυνον μάλιστα της ιδίας αυτών ζωής περιέθαλψαν τους εκ διαφόρων ασθενειών και μολυσματικών ακόμη πάσχοντας εν τε τω νοσοκομείω Δουδουλάρ και εν τω νοσοκομείω των Λοιμωδών νόσων, ένθα μας παρέσχον αφειδώς την συνδρομήν των. Όλως δε εξαιρετικώς ευχαριστούμεν τον ακαταπόνητον και δραστήριον Διευθυντήν της Υγειονομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης κ. Κοπανάρην δια την άκραν αυτού αγαθότητα και υπέρ ημών μέριμναν. Όλως δε ιδιαιτέρως ευχαριστούμεν πάντα τα μέλη της Υπηρεσίας Περιθάλψεως δια την υπέρ ημών και κατά την ενταύθα διαμονήν μας και κατά την αποστολήν ημών εις Θράκην επιδειχθείσαν φροντίδα και απαράμιλλον ζήλον.
Οι αντιπρόσωποι των 105 οικογενειών εκ των κοινοτήτων Σταυρουπόλεως, Τολάμ-Σορ, Μασουρτσούκ, Γιόλ-Κετσμέζ: Ιορδάνης Δ. Τερζίδης, Ευστάθιος Τ. Λαζαρίδης, Αρ. Οικονομίδης, Π. Μιχαηλίδης, Γεώργιος Παντελίδης».
(Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 11/7/1920)
Και οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται. Η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 7/7/1920 αναφέρει ότι στην πόλη της Θεσσαλονίκης βρίσκονται απομονωμένοι περί τους 10.000 Καυκάσιοι, 25.000 έχουν εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και 4.000 σε Φέρετζικ (Φέρες) και στην γύρω περιοχή του Σουφλίου.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" (Ιούλιος 1920). Και ενώ ο Έβρος έχει απελευθερωθεί βλέπουμε ότι ακόμη διεξάγονται σποραδικές μάχες μεταξύ Ελληνικών στρατευμάτων και Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/9/1920: Σύμφωνα με εκτενή ανταπόκριση από το Σουφλί στις 9/9/1920 πληροφορούμαστε πως «η εγκατάστασις των Καυκασίων εις την περιοχή εξακολουθεί πυρετωδώς».
Πιο αναλυτικά: «…Η υπηρεσία εποικισμού καταβάλλει πάσας τας δυνατάς προσπαθείας, όπως η στέγασίς των συμπληρωθή προ της ενσκήψεως του χειμώνος. Ο Μηχανικός της Διευθύνσεως Περιθάλψεως κ. Μαγγλής, αεικίνητος δίνει οδηγίας, διαταγάς όπως τα πάντα είνε έτοιμα δια την ταχυτέραν αποπεράτωσιν του έργου, το οποίον ανέλαβε.
Εις την περιφέρειά μας εγκαταστάθησαν Καυκάσιοι εις τα χωρία Μπίτικλι (Τυχερό), Μερχαμετλή, Οσμαντζια (Ιτέα), Γιάννουρεν (Γιαννούλη Σουφλίου), Μικρό Δερβέντι (Μικρό Δέρειο), Καγιατζίκ (Κυριακή Σουφλίου).
Η απαιτηθησομένη οικοδομήσιμος ξυλεία προς ανέγερσιν των οικημάτων, υλοτομείται υπό την διεύθυνσιν του άνω μηχανικού εις τα δύσβατα και πλουσιώτατα εις ξυλείαν βουνά της Δαδιάς. Τα σχέδια των συνοικισμών και η ρυμοτομία οφειλόμενα εις τον κ. Μαγγλήν, παρουσιάζουν ωραίας κωμοπόλεις. Εις έκαστον συνοικισμόν, θέσιν πρωτεύουσαν, κατέχουν η εκκλησία, το σχολείον, η λέσχη ή το Θέατρον και οικήματα προς εκτροφήν κουκουλίων ή επεξεργασίαν καπνού ως και οικείαι του ιερέως και διδασκάλου. Υπό την διεύθυνσιν και εποπτείαν του όντως ακαταπόνητου μηχανικού εγένετο η ρυμοτομία, προητοιμάσθη παν το απαιτούμενον υλικόν και ήρχισε η προπαρασκευαστική εργασία προς ανέγερσιν της μεν περιφερείας Σερρών 70 οικημάτων εις το χωρίον Δερέ-Ακαρού, της περιφερείας Διδυμοτείχου, 63 οικημάτων εις το χωρίον Καπουτζή της περιφερείας Καράγατς, 45 οικημάτων εις το χωρίον Ταρτάρ Κιοϊ (Στέρνα Ορεστιάδας). Ήρξατο δε η ανέγερσις 40 οικημάτων εις το Μπίτικλι (Τυχερό), 60 εις το Κατήκιοϊ (Δίκαια Ορεστιάδας) και 65 εις το Καρασακλή (Σάκκος Ορεστιάδας) όπερ και ωνομάσθη Βενιζελοχώρι.
Άπαντες οι Καυκάσιοι τροφοδετούνται τακτικώς υπό της υπηρεσίας της Περιθάλψεως. Διενεμήθησαν δε εις αυτούς αροτριώντα κτήνη και γεωργικά εργαλεία. Εντός ολίγου θα διανεμηθή και σπορά.
Δια των ληφθέντων μέτρων ελπίζεται η τελεία αποκατάστασις των εποίκων Καυκασίων εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος. Εκ παραλλήλου βαίνει και η ιατρική περίθαλψις. Οι αρμόδιοι ιατροί κκ Αθ. Μπρίκας και Σταύρου αγωνίζονται με αυταπάρνησιν και ζήλον δια την καταπολέμησιν των ασθενειών, αι οποίαι εμάστιζον τους Καυκασίους.
Οι κόποι των ειρημένων επιστημόνων ήρχισαν να αποδίδουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Οι ελώδεις πυρετοί και λοιπαί ασθένειαι, αίτινες κυριολεκτικώς εθέριζον κατά τας πρώτας ημέρας τους ως άνω αποίκους, ήρχισαν αλλούμεν να μετριάζωνται επαισθητώς, αλλαχού δε να εκλείπουν εντελώς».
(Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 9/9/1920)
Φαίνεται ότι το επόμενο διάστημα, όπως γράφει η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 11/11/1920, αναστέλλεται η εγκατάσταση Καυκασίων προσφύγων στη Θράκη, «λόγω συγκεντρώσεως εκεί πλείστων εξ αυτών».
Στον αγώνα του ο Καζαντζάκης θα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα ακόμη και από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία δια του υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη είχε τηλεγραφήσει στη Γενική Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη στις 9/12/1919:
«Παρακαλώ ειδοποιήσατε τας συμμαχικάς Αρχάς: Ενταύθα ουδέν πλέον μέσον στεγασμού έχομεν. Εξάλλου επισιτισμός ανεπαρκής. Κατά συνέπειαν θα αναγκασθώμεν να απαγορεύσωμεν άφιξιν παντός ξένου εκ Ρωσίας πρόσφυγος. Καθ’ όσον αφορά ημετέρους στερούμεθα πλοίων, αφ’ ετέρου δεν δυνάμεθα δεχθώμεν πολλούς».
Επίσης όπως λέει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, για τη μη έγκαιρη αποστολή πλοίων για τη σωτηρία των προσφύγων εκείνων ρόλο είχε παίξει η παραπληροφόρηση που είχε ο Βενιζέλος από το Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος δεν ήθελε τη μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου στην Ελλάδα γιατί θα απομονώνονταν εθνολογικά ο Πόντος.
Παρ΄ όλα αυτά ο Καζαντζάκης φεύγοντας από τον Καύκασο θα νιώσει ικανοποιημένος με τη σωτηρία εκείνων των προσφύγων και θα γράψει: «…Είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβαση μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα, τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα…» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Το Μάρτιο του 1920 η Επιτροπεία των Ποντίων θ΄ απευθύνει επιστολή προς τον Μητροπολίτη Αίνου ΙΩΑΚΕΙΜ, πρόεδρο της κεντρικής επιτροπής των προσφύγων, προκειμένου να φροντίσει για τον εκ Ρωσίας φαρμακοποιό Φωτιάδη και την οικογένειά του.
Δυο λόγια για τη φυγή της οικογένειας Ιωάννη Λουκά από τον Πόντο για την Ελλάδα, μέσα από τα απομνημονεύματα του Γεωργίου Κανδηλάπτη - Κάνεως
Όταν ανακοινώθηκε ότι οι Ρώσοι θα αποχωρούσαν από την Αργυρούπολη, την οποίαν είχαν καταλάβει μαζί με την Τραπεζούντα το 1916, κάποιοι νέοι Αργυρουπολίτες οπλίστηκαν για να υπερασπιστούν το χωριό Άτρα της Αργυρούπολης (πατρίδα των ονομαστών βυζαντινών ηγεμόνων των Γαβράδων και του μεγαλομάρτυρα Θεόδωρου Γαβρά).
Εκεί αντιμετώπισαν στις 27 Ιανουαρίου 1918 τους Τσέτες (άτακτος στρατός Τούρκων), όπου σκοτώθηκε ένας από αυτούς. Οι Αργυρουπολίτες φοβούμενοι τα αντίποινα αποφάσισαν ν΄ ακολουθήσουν το Ρωσικό στρατό προς την Τραπεζούντα και από εκεί στη Ρωσία. Η φυγή ήταν μαζική από την περιοχή της Αργυρούπολης. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια Λουκά. Από εκεί θα βρεθούν πρόσφυγες στην Ελλάδα, πριν το μεγάλο κύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ακολουθώντας και τους υπόλοιπους Καυκάσιους. Η μητέρα των αδελφών Λουκά, Μαρία, θα πεθάνει στην Ελλάδα την άνοιξη του 1922.
Ο Γ. Κανδηλάπτης μας ενημερώνει και για τους γάμους των θυγατέρων Λουκά, ενώ στην αναγνώρισή τους από την παρακάτω φωτογραφία βοήθησε ο κ. Απόστολος Ευφραιμίδης με τη μητέρα του και τους ευχαριστώ πολύ γι΄ αυτό. Η Ουρανία Λουκά - Ευφραιμίδη ήταν η γιαγιά του κ. Απόστολου Φ. Ευφραιμίδη, του γνωστού συμβολαιογράφου της Αλεξανδρούπολης).
Διακρίνονται: στην πίσω σειρά από αριστερά η Αντιγόνη, παντρεμένη στην Παλαγία με τον Αριστοκλή Καραμανίδη. Στη μέση η Ουρανία, παντρεμένη με τον δάσκαλο Απόστολο Ευφραιμίδη και δεξιά η Ευριδίκη, παντρεμένη αρχικά με τον Κυριάκο Κιζιρίδη. Μετά το θάνατό του το 1934 παντρεύτηκε τον δάσκαλο από τη Νίψα Γεώργιο Παπαχρυσοστομίδη.
Στην πρώτη σειρά, δεξιά η Αγγελική Γεωργίου Κανδηλάπτη και αριστερά η Σοφία Θεοδώρου Κιζιρίδη. Απουσιάζει από τη φωτογραφία η Δέσποινα (Ποινή) η οποία είχε παντρευτεί στον Πόντο τον έμπορο Ιωακείμ Ξανθόπουλο.
Επίσης αριστερά είναι ο Παναγιώτης και δεξιά ο Γεώργιος Λουκάς. Ο τρίτος αδελφός ο Αριστείδης είχε πεθάνει στον Πόντο στο μεγάλο πόλεμο.
Το παρόν είναι ελαχιστότατο αφιέρωμα στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόσα λίγα γνωρίζουμε. Προσωπικά δε γνωρίζω καν εάν η παρουσία τους και η προσφορά τους μνημονεύεται στην τοπική βιβλιογραφία. Το σίγουρο είναι ότι ο Καζαντζάκης κράτησε ζωντανή τη μνήμη τους… Θα δανειστώ πάλι ένα απόσπασμα από το έργο του:
«Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματα τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ΄ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου μια φορά κι έναν καιρό δικά μας, δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ΄ αγαπημένο ακροθάλασσο.
Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Ο Καζαντζάκης μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, θα αποχωρήσει από το Υπουργείο Περιθάλψεως και θα φύγει για το Παρίσι
Υ.Γ. Τι απέγιναν εκείνοι οι άνθρωποι με το όνομα Καυκάσιοι, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας το 1920, πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922; Ποιος άραγε γνωρίζει κάτι για την ιστορία τους; Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Φέρες, Σουφλί και τα γύρω χωριά τους; Ίσως για το Σουφλί να μπορούσε κάτι να μαρτυρήσει το κοριτσάκι που χάραζε στον τοίχο του Τζίβρε τα στιχάκια του καημού της… (από το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Ένα του Τζίβρε τσόκαρο» - https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/11119-adhmosieuto-poihma-strath).
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Πηγές:
Άρχιζαν να οργώνουν, να φυτεύουν, να χτίζουν… Μια από τις πιο νόμιμες χαρές του ανθρώπου είναι, να μοχτάει και να βλέπει πως ο μόχτος του φέρνει καρπό”
Νίκος Καζαντζάκης "Αναφορά στον Γκρέκο"
της Ουρανίας Πανταζίδου
Το Δεδέαγατς όπως και όλη τη Θράκη αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Οι πόλεις προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους και να ανασυγκροτηθούν, μετά από μια πολύ μεγάλη εποχή σκότους. Κατά χιλιάδες είναι οι Θράκες που επιστρέφουν στις εστίες τους, τις οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το 1913 (σχετικό άρθρο εδώ).
Και ενώ η πόλη του Δεδέαγατς προσπαθεί να βοηθήσει στην παλιννόστηση των κατοίκων της καλείται ν΄ αντιμετωπίσει ένα νέο προσφυγικό κύμα που καταφθάνει από περιοχές του Καυκάσου και τα λιμάνια της νότιας Ρωσίας (Σοχούμ, Βατούμ). Πρόκειται για τους Έλληνες του Πόντου που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους για ακόμη μια φορά.
Οι πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1828-1832, 1856-1864, 1877-1878 και 1914-1917) είχαν πάντα αντίκτυπο στους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είχαν εγκατασταθεί τις περιόδους αυτές στον Καύκασο και τη Νότιο Ρωσία ήταν Ποντιακής καταγωγής. Οι παλαιότεροι μάλιστα είχαν χάσει τη γλώσσα τους - οι της Μαριούπολης και της Κριμαίας ήσαν ρωσόφωνοι, οι δε της Τσάλκας (Γεωργίας) και μέρους της περιφέρειας Καρς (Αρμενίας) τουρκόφωνοι ή αρμενόφωνοι.
Στο Κουμπάν και στον Καύκασο (Γεωργία) οι Έλληνες ήταν άλλοι αστοί και άλλοι γεωργοί. Οι τελευταίοι καλλιεργούσαν ως κολίγοι τα κτήματα των Ρώσων και Γεωργιανών μεγιστάνων ή ήταν καπνοκαλλιεργητές (περιφέρεια Σοχούμ). Όταν ξέσπασε η Ρωσική Επανάσταση το Μάρτιο του 1917, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων του εσωτερικού της Ρωσίας κατέφυγε στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινος Πόντος) - την Οδησσό και το Νοβοροσίσκ - ζητώντας να επιβιβαστούν σε πλοία για την Ελλάδα.
Σ΄ αυτούς που κατέκλυσαν τα λιμάνια του Σοχούμ και του Βατούμ θα πρέπει να προσθέσουμε και τους χιλιάδες Πόντιους που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό το 1917, όταν αυτός εγκατέλειπε την Τραπεζούντα, την οποίαν είχε καταλάβει το 1916.
Νίκος Καζαντζάκης: «Ένα μήνα με τους συντρόφους γυρίζαμε τις πολιτείες και τα χωριά, όπου ήταν σκορπισμένες ελληνικές ψυχές, περάσαμε τη Γεωργία, μπήκαμε στην Αρμενία· απόξω από το Καρς, τις μέρες εκείνες, είχαν πάλι πιάσει οι Κούρδοι τρεις Έλληνες και τους είχαν πεταλώσει σαν μουλάρια· είχαν φτάσει κοντά στο Καρς κι ακούγαμε τα κανόνια τους μέρα νύχτα».
Τα όσα δεινά υπέστησαν την τελευταία αυτή περίοδο οι πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί για μήνες στα λιμάνια του Σοχούμ και του Βατούμ, περιμένοντας ελληνικά πλοία για να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα ή "όπου δει", όπως αναφέρεται σε εκθέσεις των διαφόρων επιτροπών και των ξένων εκπροσώπων είναι αποκαλυπτικές.
Ο Βενιζέλος θα στείλει τον συνεργάτη του Νίκο Καζαντζάκη για να εξετάσει το πρόβλημα από κοντά. Τα όσα είδε και τα όσα έζησε ο Καζαντζάκης την περίοδο εκείνη κοντά στους πρόσφυγες περικλείονται στα μοναδικά του λόγια: «Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο - αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της - και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν» (Αναφορά στο Γκρέκο).
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" 1919. Ο Νίκος Καζαντζάκης με την ελληνική αποστολή αποβιβάζονται στον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία για να εξετάσουν το πρόβλημα των 150.000 εξαθλιωμένων προσφύγων.
Η εικόνα που αντίκρισε ο Καζαντζάκης στα λιμάνια της νότιας Ρωσίας και στις περιοχές του Καυκάσου θα τον συγκλονίσουν. Ο συνεργάτης του Κ. Κωνστανταράκης σε έκθεσή του στο Υπουργείο Περιθάλψεως αναφέρει ότι καθημερινά στο λιμάνι του Βατούμ πεθαίνουν 50 πρόσφυγες και αν δε ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα εντός τριμήνου θα έχουν πεθάνει όλοι. Ανάλογες καταστάσεις θα συναντήσουν και στο Σοχούμ. Ο Καζαντζάκης θ΄ αγωνιστεί για τη σωτηρία εκείνων των ανθρώπων. Ήταν το μεγάλο στοίχημα και το μεγάλο χρέος.
Από τα πρώτα χρήματα (20.000.000) που είχε εξασφαλίσει για την ανακούφιση των 40.000 προσφύγων, που εντωμεταξύ είχαν καταφύγει το προηγούμενο διάστημα στη Μακεδονία, τα 5.000.000 θα τα στείλει για την ανακούφιση των προσφύγων της νότιας Ρωσίας.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" |
Σε επιστολή του προς τον Γιάννη Σταυριδάκη με ημερομηνία 27-9-1919 γράφει: «…Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας, Καυκάσου και Πόντου. Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους…».
Η πρόταση του Καζαντζάκη στις 25 Ιουνίου 1920 προς το Υπουργείο Περιθάλψεως για την επίλυση του Μακεδονικού Ζητήματος ήταν: «Μία μόνο σωτηρία υπάρχει: Να φέρωμεν περισσοτέρας χιλιάδας Έλληνας γεωργούς εκ του Καυκάσου εις την Ελλάδα».
Τα προσφυγικά κύματα από τα παράλια της νότιας Ρωσίας προς την Ελλάδα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το Υπουργείο Περιθάλψεως θα αναφέρει μόνο για τη Μεγάλη Παρασκευή 5 Απριλίου 1919 την άφιξη στο λιμάνι του Πειραιά 6.000 προσφύγων, οι οποίοι θα φθάσουν από τα λιμάνια της νότιας Ρωσίας με τα πλοία "Συρία", "Εσπερία", "Πατρίς" και "Θεμιστοκλής".
Φωτογραφία από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών με οικογένεια Ποντίων από την Τραπεζούντα στο Λαύριο το 1921. Το πρώτο κύμα Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα ήρθε το 1919-1920 από τα παράλια του Καυκάσου, το Βατούμ και το Σοχούμ και περιλάμβανε τους Ποντίους που ακολούθησαν το ρωσικό στρατό στην αποχώρησή του από τον Πόντο και το Καρς και Ποντίους της νότιας Ρωσίας, ταλαιπωρημένους από τον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει μετά τη σοβιετική επανάσταση.
Εγκατάσταση Καυκάσιων προσφύγων και στη Θράκη
Στις 5/7/1920, στη Δυτική Θράκη έχει ήδη πραγματοποιηθεί η εγκατάσταση ακόμα 2.500 Καυκασίων. Αυτό αναφέρεται σε τηλεγράφημα του διοικητή της Δυτ. Θράκης κ. Βαμβακά από Γιουμουλτζίνα προς το αρμόδιο υπουργείο. «Ήδη ο κ. Βαμβακάς φροντίζει δια την εγκατάστασιν των λοιπών προσφύγων Καυκασίων».
Επίσης τον Οκτώβριο του 1920, με μέριμνα του τμηματάρχη του Υπουργείου Περιθάλψεως, Θεοδωρίδη, ανακοινώνεται η εγκατάσταση στην Ανατολική Θράκη (στις περιφέρειες της Αδριανούπολης και Σαράντα Εκκλησιών) 50.000 Καυκασίων προσφύγων. Το μαρτύριο όμως αυτών δεν είχε τελειώσει.
Μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 θα ξαναπάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα περάσουν μαζί με τους υπόλοιπους Ανατολικοθρακιώτες στην Ελλάδα (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δάσκαλος Δημήτριος Παπαδόπουλος - Σταυριώτης για τον οποίον έχω γράψει παλαιότερα εδώ).
Η εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" (1919) κάνει συστάσεις, μεταξύ άλλων και για την αποφυγή των ανεύθυνων και επιτήδειων, οι οποίοι πάντα θα ξεπηδούν σε καιρό πολέμων και κρίσεων για να εκμεταλλευθούν τη δυστυχία των ανθρώπων.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος". Όπως βλέπουμε οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται αμείωτες. Σειρά έχει το λιμάνι της Καβάλας όπου θ΄ αφιχθούν 600 άτομα από το Σοχούμ.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος". Οι αναχωρήσεις των προσφύγων για την Ελλάδα συνεχίζονται αμείωτες. Αυτή τη φορά σειρά είχαν οι 1.443 πρόσφυγες από το Καρς ενώ θα ακολουθούσαν άλλοι 3.000
Η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (21/12/1920) θίγει το μεγάλο πρόβλημα με τα ορφανά προσφυγόπουλα.
Η εγκατάσταση των Καυκασίων στα περίχωρα του Δεδέαγατς
Με το που απελευθερώθηκε η Δυτική Θράκη ο Καζαντζάκης θα αναχωρήσει στις 10/6/1920 σιδηροδρομικώς για Ξάνθη «όπως εγκαταστήσει εις την περιφέρειαν αυτής χιλίους ομογενείς εκ Καυκάσου, ειδικούς εις την καλλιέργειαν των καπνών».
Την ίδια μέρα 1.000 Καυκάσιοι απέπλευσαν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για Δεδέαγατς, όπου «θα κατανεμηθούν δια γεωργικάς εργασίας εις διάφορα σημεία της δυτικής Θράκης… Επίσης, την ίδια ημέρα άλλοι 3.000 Καυκάσιοι πρόσφυγες θα καταφθάσουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με το ελληνικό υπερωκεάνιο "ΑΡΓΩ" από το Σοχούμι».
Ο Κυβερνητικός Επίτροπος της Δυτικής Θράκης θα τηλεγραφήσει προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας για να τον ενημερώσει ότι υπάρχει μέρος προς εγκατάσταση 300 οικογενειών Καυκασίων προσφύγων στα χωριά Καγιατζίκ (Κυριακή Σουφλίου) και Δερβέντι (Δέρειο).
Στις 23/6/1920 το αμερικανικό ατμόπλοιο "Ναβασί", που είχε φέρει πάνω από 1.000 Καυκάσιους πρόσφυγες από το Βατούμ, αναχώρησε, μετά από 10ήμερη παραμονή στο λοιμοκαθαρτήριο της Μίκρας για το Δεδέαγατς. Τελικός προορισμός των προσφύγων ήταν η εγκατάστασή τους στις Φέρες με μέριμνα και δαπάνες της Κυβέρνησης.
Αν είχαν φωνή θα μιλούσαν… Η επιλογή της παραπάνω φωτογραφίας είναι τυχαία και επιλέχθηκε για το παρόν αφιέρωμα. Πρόκειται για οικογένεια Ποντίων προσφύγων στην Αλεξανδρούπολη (πιθανότατα στην Καλλιθέα).
Για τη Θράκη θα αναχωρήσουν και οι 105 οικογένειες Καυκασίων που διέμεναν επί τετράμηνο στο Χαρμάν-Κιοϊ στη Θεσσαλονίκη. Οι πρόσφυγες εκείνοι θα στείλουν ευχαριστήρια επιστολή προς την Υπηρεσία Περιθάλψεως:
«ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ
Οι υποφαινόμενοι αντιπρόσωποι 105 οικογενειών προσφύγων εκ Καρς και άλλων μερών του Καυκάσου, διαμείναντες εν Χαρμάν Κιοϊ επί τετράμηνον, νυν δε αναχωρούντες εις Θράκην προς εγκατάστασιν απαραίτητον ημών καθήκον θεωρούμεν, όπως εκφράσωμεν τας θερμάς ημών ευχαριστίας προς πάντας ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του ιδρύματος δια την άκραν περιποίησιν, ης ετύχομεν παρά πάντων. Ιδιαιτέρως όμως ευχαριστούμεν τους υγειονομικούς τοιούτους, οίτινες μετά ζήλου εξαιρετικού και ενδιαφέροντος, με κίνδυνον μάλιστα της ιδίας αυτών ζωής περιέθαλψαν τους εκ διαφόρων ασθενειών και μολυσματικών ακόμη πάσχοντας εν τε τω νοσοκομείω Δουδουλάρ και εν τω νοσοκομείω των Λοιμωδών νόσων, ένθα μας παρέσχον αφειδώς την συνδρομήν των. Όλως δε εξαιρετικώς ευχαριστούμεν τον ακαταπόνητον και δραστήριον Διευθυντήν της Υγειονομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης κ. Κοπανάρην δια την άκραν αυτού αγαθότητα και υπέρ ημών μέριμναν. Όλως δε ιδιαιτέρως ευχαριστούμεν πάντα τα μέλη της Υπηρεσίας Περιθάλψεως δια την υπέρ ημών και κατά την ενταύθα διαμονήν μας και κατά την αποστολήν ημών εις Θράκην επιδειχθείσαν φροντίδα και απαράμιλλον ζήλον.
Οι αντιπρόσωποι των 105 οικογενειών εκ των κοινοτήτων Σταυρουπόλεως, Τολάμ-Σορ, Μασουρτσούκ, Γιόλ-Κετσμέζ: Ιορδάνης Δ. Τερζίδης, Ευστάθιος Τ. Λαζαρίδης, Αρ. Οικονομίδης, Π. Μιχαηλίδης, Γεώργιος Παντελίδης».
(Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 11/7/1920)
Και οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται. Η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 7/7/1920 αναφέρει ότι στην πόλη της Θεσσαλονίκης βρίσκονται απομονωμένοι περί τους 10.000 Καυκάσιοι, 25.000 έχουν εγκατασταθεί σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και 4.000 σε Φέρετζικ (Φέρες) και στην γύρω περιοχή του Σουφλίου.
Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" (Ιούλιος 1920). Και ενώ ο Έβρος έχει απελευθερωθεί βλέπουμε ότι ακόμη διεξάγονται σποραδικές μάχες μεταξύ Ελληνικών στρατευμάτων και Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/9/1920: Σύμφωνα με εκτενή ανταπόκριση από το Σουφλί στις 9/9/1920 πληροφορούμαστε πως «η εγκατάστασις των Καυκασίων εις την περιοχή εξακολουθεί πυρετωδώς».
Πιο αναλυτικά: «…Η υπηρεσία εποικισμού καταβάλλει πάσας τας δυνατάς προσπαθείας, όπως η στέγασίς των συμπληρωθή προ της ενσκήψεως του χειμώνος. Ο Μηχανικός της Διευθύνσεως Περιθάλψεως κ. Μαγγλής, αεικίνητος δίνει οδηγίας, διαταγάς όπως τα πάντα είνε έτοιμα δια την ταχυτέραν αποπεράτωσιν του έργου, το οποίον ανέλαβε.
Εις την περιφέρειά μας εγκαταστάθησαν Καυκάσιοι εις τα χωρία Μπίτικλι (Τυχερό), Μερχαμετλή, Οσμαντζια (Ιτέα), Γιάννουρεν (Γιαννούλη Σουφλίου), Μικρό Δερβέντι (Μικρό Δέρειο), Καγιατζίκ (Κυριακή Σουφλίου).
Η απαιτηθησομένη οικοδομήσιμος ξυλεία προς ανέγερσιν των οικημάτων, υλοτομείται υπό την διεύθυνσιν του άνω μηχανικού εις τα δύσβατα και πλουσιώτατα εις ξυλείαν βουνά της Δαδιάς. Τα σχέδια των συνοικισμών και η ρυμοτομία οφειλόμενα εις τον κ. Μαγγλήν, παρουσιάζουν ωραίας κωμοπόλεις. Εις έκαστον συνοικισμόν, θέσιν πρωτεύουσαν, κατέχουν η εκκλησία, το σχολείον, η λέσχη ή το Θέατρον και οικήματα προς εκτροφήν κουκουλίων ή επεξεργασίαν καπνού ως και οικείαι του ιερέως και διδασκάλου. Υπό την διεύθυνσιν και εποπτείαν του όντως ακαταπόνητου μηχανικού εγένετο η ρυμοτομία, προητοιμάσθη παν το απαιτούμενον υλικόν και ήρχισε η προπαρασκευαστική εργασία προς ανέγερσιν της μεν περιφερείας Σερρών 70 οικημάτων εις το χωρίον Δερέ-Ακαρού, της περιφερείας Διδυμοτείχου, 63 οικημάτων εις το χωρίον Καπουτζή της περιφερείας Καράγατς, 45 οικημάτων εις το χωρίον Ταρτάρ Κιοϊ (Στέρνα Ορεστιάδας). Ήρξατο δε η ανέγερσις 40 οικημάτων εις το Μπίτικλι (Τυχερό), 60 εις το Κατήκιοϊ (Δίκαια Ορεστιάδας) και 65 εις το Καρασακλή (Σάκκος Ορεστιάδας) όπερ και ωνομάσθη Βενιζελοχώρι.
Άπαντες οι Καυκάσιοι τροφοδετούνται τακτικώς υπό της υπηρεσίας της Περιθάλψεως. Διενεμήθησαν δε εις αυτούς αροτριώντα κτήνη και γεωργικά εργαλεία. Εντός ολίγου θα διανεμηθή και σπορά.
Δια των ληφθέντων μέτρων ελπίζεται η τελεία αποκατάστασις των εποίκων Καυκασίων εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος. Εκ παραλλήλου βαίνει και η ιατρική περίθαλψις. Οι αρμόδιοι ιατροί κκ Αθ. Μπρίκας και Σταύρου αγωνίζονται με αυταπάρνησιν και ζήλον δια την καταπολέμησιν των ασθενειών, αι οποίαι εμάστιζον τους Καυκασίους.
Οι κόποι των ειρημένων επιστημόνων ήρχισαν να αποδίδουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Οι ελώδεις πυρετοί και λοιπαί ασθένειαι, αίτινες κυριολεκτικώς εθέριζον κατά τας πρώτας ημέρας τους ως άνω αποίκους, ήρχισαν αλλούμεν να μετριάζωνται επαισθητώς, αλλαχού δε να εκλείπουν εντελώς».
(Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 9/9/1920)
Φαίνεται ότι το επόμενο διάστημα, όπως γράφει η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 11/11/1920, αναστέλλεται η εγκατάσταση Καυκασίων προσφύγων στη Θράκη, «λόγω συγκεντρώσεως εκεί πλείστων εξ αυτών».
Στον αγώνα του ο Καζαντζάκης θα αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα ακόμη και από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία δια του υπουργού Εξωτερικών Ν. Πολίτη είχε τηλεγραφήσει στη Γενική Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη στις 9/12/1919:
«Παρακαλώ ειδοποιήσατε τας συμμαχικάς Αρχάς: Ενταύθα ουδέν πλέον μέσον στεγασμού έχομεν. Εξάλλου επισιτισμός ανεπαρκής. Κατά συνέπειαν θα αναγκασθώμεν να απαγορεύσωμεν άφιξιν παντός ξένου εκ Ρωσίας πρόσφυγος. Καθ’ όσον αφορά ημετέρους στερούμεθα πλοίων, αφ’ ετέρου δεν δυνάμεθα δεχθώμεν πολλούς».
Επίσης όπως λέει ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, για τη μη έγκαιρη αποστολή πλοίων για τη σωτηρία των προσφύγων εκείνων ρόλο είχε παίξει η παραπληροφόρηση που είχε ο Βενιζέλος από το Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος δεν ήθελε τη μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου στην Ελλάδα γιατί θα απομονώνονταν εθνολογικά ο Πόντος.
Παρ΄ όλα αυτά ο Καζαντζάκης φεύγοντας από τον Καύκασο θα νιώσει ικανοποιημένος με τη σωτηρία εκείνων των προσφύγων και θα γράψει: «…Είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβαση μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα, τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα…» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Το Μάρτιο του 1920 η Επιτροπεία των Ποντίων θ΄ απευθύνει επιστολή προς τον Μητροπολίτη Αίνου ΙΩΑΚΕΙΜ, πρόεδρο της κεντρικής επιτροπής των προσφύγων, προκειμένου να φροντίσει για τον εκ Ρωσίας φαρμακοποιό Φωτιάδη και την οικογένειά του.
Πηγή: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών |
Δυο λόγια για τη φυγή της οικογένειας Ιωάννη Λουκά από τον Πόντο για την Ελλάδα, μέσα από τα απομνημονεύματα του Γεωργίου Κανδηλάπτη - Κάνεως
Όταν ανακοινώθηκε ότι οι Ρώσοι θα αποχωρούσαν από την Αργυρούπολη, την οποίαν είχαν καταλάβει μαζί με την Τραπεζούντα το 1916, κάποιοι νέοι Αργυρουπολίτες οπλίστηκαν για να υπερασπιστούν το χωριό Άτρα της Αργυρούπολης (πατρίδα των ονομαστών βυζαντινών ηγεμόνων των Γαβράδων και του μεγαλομάρτυρα Θεόδωρου Γαβρά).
Εκεί αντιμετώπισαν στις 27 Ιανουαρίου 1918 τους Τσέτες (άτακτος στρατός Τούρκων), όπου σκοτώθηκε ένας από αυτούς. Οι Αργυρουπολίτες φοβούμενοι τα αντίποινα αποφάσισαν ν΄ ακολουθήσουν το Ρωσικό στρατό προς την Τραπεζούντα και από εκεί στη Ρωσία. Η φυγή ήταν μαζική από την περιοχή της Αργυρούπολης. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια Λουκά. Από εκεί θα βρεθούν πρόσφυγες στην Ελλάδα, πριν το μεγάλο κύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ακολουθώντας και τους υπόλοιπους Καυκάσιους. Η μητέρα των αδελφών Λουκά, Μαρία, θα πεθάνει στην Ελλάδα την άνοιξη του 1922.
Ο Γ. Κανδηλάπτης μας ενημερώνει και για τους γάμους των θυγατέρων Λουκά, ενώ στην αναγνώρισή τους από την παρακάτω φωτογραφία βοήθησε ο κ. Απόστολος Ευφραιμίδης με τη μητέρα του και τους ευχαριστώ πολύ γι΄ αυτό. Η Ουρανία Λουκά - Ευφραιμίδη ήταν η γιαγιά του κ. Απόστολου Φ. Ευφραιμίδη, του γνωστού συμβολαιογράφου της Αλεξανδρούπολης).
Διακρίνονται: στην πίσω σειρά από αριστερά η Αντιγόνη, παντρεμένη στην Παλαγία με τον Αριστοκλή Καραμανίδη. Στη μέση η Ουρανία, παντρεμένη με τον δάσκαλο Απόστολο Ευφραιμίδη και δεξιά η Ευριδίκη, παντρεμένη αρχικά με τον Κυριάκο Κιζιρίδη. Μετά το θάνατό του το 1934 παντρεύτηκε τον δάσκαλο από τη Νίψα Γεώργιο Παπαχρυσοστομίδη.
Στην πρώτη σειρά, δεξιά η Αγγελική Γεωργίου Κανδηλάπτη και αριστερά η Σοφία Θεοδώρου Κιζιρίδη. Απουσιάζει από τη φωτογραφία η Δέσποινα (Ποινή) η οποία είχε παντρευτεί στον Πόντο τον έμπορο Ιωακείμ Ξανθόπουλο.
Επίσης αριστερά είναι ο Παναγιώτης και δεξιά ο Γεώργιος Λουκάς. Ο τρίτος αδελφός ο Αριστείδης είχε πεθάνει στον Πόντο στο μεγάλο πόλεμο.
Το παρόν είναι ελαχιστότατο αφιέρωμα στη μνήμη εκείνων για τους οποίους τόσα λίγα γνωρίζουμε. Προσωπικά δε γνωρίζω καν εάν η παρουσία τους και η προσφορά τους μνημονεύεται στην τοπική βιβλιογραφία. Το σίγουρο είναι ότι ο Καζαντζάκης κράτησε ζωντανή τη μνήμη τους… Θα δανειστώ πάλι ένα απόσπασμα από το έργο του:
«Το βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματα τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ΄ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου μια φορά κι έναν καιρό δικά μας, δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ΄ αγαπημένο ακροθάλασσο.
Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της» (Αναφορά στον Γκρέκο).
Ο Καζαντζάκης μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, θα αποχωρήσει από το Υπουργείο Περιθάλψεως και θα φύγει για το Παρίσι
Υ.Γ. Τι απέγιναν εκείνοι οι άνθρωποι με το όνομα Καυκάσιοι, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας το 1920, πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922; Ποιος άραγε γνωρίζει κάτι για την ιστορία τους; Διδυμότειχο, Ορεστιάδα, Φέρες, Σουφλί και τα γύρω χωριά τους; Ίσως για το Σουφλί να μπορούσε κάτι να μαρτυρήσει το κοριτσάκι που χάραζε στον τοίχο του Τζίβρε τα στιχάκια του καημού της… (από το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Ένα του Τζίβρε τσόκαρο» - https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/11119-adhmosieuto-poihma-strath).
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Πηγές:
- Κ.Κ. Παπουλίδης "Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ελληνισμός του Καυκάσου το 1914"
- Κάλφογλου Μ. Ιωάννης "Εν Καυκάσω Έλληνες"
- Αθανασιάδης Ανδρέας - Μιχαηλίδης Χρήστος "Γεννηθείς εις Καύκασον Ρωσίας"
- Αλέξανδρος Α. Πάλλης "Φυλετικές μεταναστεύσεις και διωγμοί"
- Εφημερίδα "Ελεύθερος Πόντος" και Εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"
- Υπουργείο Περιθάλψεως "Περίθαλψη προσφύγων 1917-1920"
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω