Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου κατά την Αποκαθήλωση 2020.
Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο τὸ 55 μ.Χ. ἔγραψε στοὺς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναγνώσματος ποὺ μόλις ἀκούσαμε.
«Ἕνας Θεὸς σταυρωμένος, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἀνοησία… ὅμως ἐμεῖς καυχώμαστε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν τὸν βλέπουμε σταυρωμένο».
Εἶχε δίκιο ὁ Παῦλος· στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στὴν Ἀθήνα σπάραξε ἡ καρδιὰ τῆς οἰκουμένης, ἐπειδὴ σ’αὐτὲς τὶς δύο πόλεις διαπιστώθηκε ἡ βαθύτερη ξενιτειὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Ὁ Ἰουδαῖος αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα «ἐμνήσθη καὶ ἔκλαυσε τὴν Σιών» καὶ ὁ Ἀθηναῖος αἰχμάλωτος στὴ Σικελία ἀπάγγειλε Εὐριπίδη. Ἔτσι καὶ οἱ δύο, καλλιέργησαν τὴν κοινὴ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία ποὺ ἦταν, ἡ λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητος.
Οἱ διάχυτες προφητείες στὸν Ἰσραὴλ, προσπαθοῦσαν νὰ ἀφουγκραστοῦν τὸ Θεό∙ οἱ δύο κορυφώσεις τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως, προσπαθοῦσαν νὰ δοῦν τὸ Θεό: νὰ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐγκόσμια μοίρα του ποὺ χαροπάλευε ἀνάμεσα στὸν ἑβραϊκὸ Ἅδη καὶ στὴν ἑλληνικὴ Ἀχερουσία.
Δὲν εἶναι μόνο ὅτι Τὸν χρειαζόνταν ὁ κόσμος. Εἶναι ὅτι πλέον δὲν ἄντεχε ἄλλο νὰ ζήσει ὁ κόσμος! Ὅμως, κανείς∙ ἀπολύτως κανεὶς δὲν Τὸν περίμενε ἔτσι, Αὐτὸν ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε: «ἐσταυρωμένο μας ἔρωτα».
Κανένας ἐπίσημος ἱστορικὸς δὲν κατέγραψε τὸ γεγονὸς τοῦ Γολγοθᾶ. Μόνο κάποιοι ριψοκίνδυνοι. Ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἕνας Τὸν πρόδωσε, ἄλλος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὅλοι Τὸν ἐγκατέλειψαν ἀπὸ φόβο. Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ Γολγοθᾶ, γυμνός, εὐτελισμένος, μέσα σὲ ἀφόρητους πόνους καὶ σὲ πλήρη μοναξιά, ὁ γιὸς τῆς Μαρίας ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας φώναξε· «Πατέρα μου, στὰ χέρια σου παραδίνω τὸ πνεῦμα μου».
Ἡ φράση ἐκείνη ἔκρυβε κάτι ἐξόχως σημαντικότερο ἀπὸ τὸ· «Πατέρα, πεθαίνω…», ἢ «…ξεψυχῶ».
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε «ἐκ κατασκευῆς», ὡς προίκα, τὴ δυνατότητα νὰ κινούμαστε σὲ δύο ἐπίπεδα. Ἡ δεδομένη ὕπαρξή μας εἶναι τὸ ἕνα, τὸ φυσικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ζητούμενη ὕπαρξη εἶναι τὸ δεύτερο, τὸ πνευματικό. Ποτέ μας δὲν νιώσαμε ἄνετα μέσα στὴ φύση, ποτέ μας δὲν ἐννοήσαμε ὅτι εἴμαστε ἁπλῶς φυσικὰ ὄντα. Βρεθήκαμε φυσικὰ ὄντα καὶ ἀγωνιστήκαμε νὰ γίνουμε πνευματικά. Ἐξ ἀρχῆς. Γι’ αὐτό, ὁ δικός μας Ὀρφέας κατέβηκε στὸν Ἅδη νὰ ἀναζητήσει τὴ χαμένη ψυχή. Στὸν Ἅδη κατέβηκε καὶ ὁ Ὀδυσσέας γιὰ νὰ πάρει ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Σαμάνα Τειρεσία. Προκειμένου νὰ διαπλεύει μὲ ἀσφάλεια τὸν τρομερὸ ὠκεανὸ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως καὶ νὰ βάλει πόδι στὴν ἀντίπερα ὄχθη.
Ὅμως· αὐτὸ ποὺ ἀπέτυχε νὰ ἀνακαλύψει ὁ ἀρχαῖος κόσμος, μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶπε ὅτι εἶναι· «…ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Αὐτὸ πάει νὰ πεῖ ὅτι ὁ βίος μας εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτή, εἶναι ἡ μόνη ζωή. Ἆραγε, τὸ πιστεύουμε αὐτό;
Ξέρουμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι συνυφασμένος μὲ πόνο καὶ στὸ τέλος καιροφυλακτεῖ ἕνας θάνατος. Αὐτὴ ἡ σταύρωση καὶ ὁ θάνατος κάθε κοσμικῆς βεβαιότητος, εἶναι τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ταφὴ τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου. Τὸ χῶμα ἐπιστρέφει στὸ χῶμα, ὡσὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε καὶ ἡ φύση δείχνει παντελῶς νὰ ἀδιαφορεῖ. Ὅμως, εἶναι ἔτσι; Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ μᾶς ἔδειξε κάτι διαφορετικό.
Παραδίνοντας τὸ πνεῦμα Του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, διάνοιξε τὸν ὀρίζοντα τῆς ψυχῆς στὸ ἄλλο ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο, τὸ πέρα ἀπὸ τὸ φυσικό. Πῶς ξέρουμε ὅτι αὐτὸ ὑπάρχει; Μά! ἂν δὲν ὑπῆρχε πνεῦμα, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε πόνος οὔτε θάνατος. Αὐτά, δὲν εἶναι φυσικὲς καταστάσεις, εἶναι πνευματικές. Ἡ φύση τὶς ὑφίσταται ἀλλὰ δὲν τὶς γνωρίζει. Τὶς γνωρίζει ἡ ψυχή, ὅταν σταυρώνεται. Τὶς συνειδητοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα κατεβεῖ στὸν Ἅδη, στὰ χθόνια βασίλεια τῆς ὑπάρξεως. Γι’αὐτὸ ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ «τετέλεσται» κατέβηκε στὸν σκοτεινὸ Ἅδη, στὸν κόσμο τοῦ ἀσυνειδήτου, ἀπὸ ὅπου ἀναδύονται τὰ τέρατα τοῦ κακοῦ (ὡσὰν ἐκεῖνα τὰ τέρατα τοῦ ὠκεανοῦ ποὺ διέπλεε ὁ Ὀδυσσέας), ὅμως ὁ Χριστὸς τὰ νίκησε! Ὁ Ἅδης «πῆρε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε (τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ) καὶ τὴν ἔπαθε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε (τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ)».
Σὲ λίγες ὥρες, τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ θὰ διαλευκάνει τὴν ἀνθρώπινη ὑπαρξή μας, στὸ σύνολό της. Καὶ θὰ διαπεραιώσει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ πρὸς τὴν ὄγδοη ἡμέρα τοῦ πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Μιὰ τέτοια ἡμέρα δὲν εἶναι καταχωρημένη στὰ πρακτικὰ τῆς δημιουργίας, ποὺ ἔφτασε ὥς τὴν ἕβδομη ἡμέρα.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα θὰ ἐνεργήσουμε μόνοι μας οἱ ἄνθρωποι μὲ προσωπική μας εὐθύνη, ὡς δημιουργοὶ τοῦ πνευματικοῦ μας κόσμου, οἱ ἴδιοι. Καὶ μάλιστα ὕστερα ἀπὸ θεῖο παράδειγμα.
Ἔκτοτε, ὁ κόσμος εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, παλεύει νὰ ἀποδεχτεῖ ἤ νὰ ἀπορρίψει ὅσα συνέβησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», μιὰ Παρασκευὴ τοῦ μῆνα Νισάν, τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους 754 ἀπὸ κτίσεως κόσμου.
Ἔκτοτε κάθε διανόηση καὶ φιλοσοφία «στοιχηματίζει» μὲ τὴν ἁπλοϊκότητα τοῦ κήρύγματος καὶ ξέρετε ποιὸ εἶναι τὸ περίεργο; Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο «στοίχημα».
Μόνο ἡ Ἐκκλησία Του, βεβαιωμένη γιὰ τὸ γεγονός, πιστωμένη μὲ τὸ θαῦμα, μᾶς προτείνει νὰ χαροῦμε τὸν Νυμφίο μας, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως Τὸν βλέπουμε.
Προσέξτε ὅμως! Ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς ἐμφανίζει τὸ πραγματικὸ πάθος, ὅπως τὸ γύρισε σὲ κινηματογραφικὴ ταινία ὁ Mel Gibson, πολὺ κοντὰ στὴν πραγματικότητα. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐμφανίζει τὸν Ἰησοῦ ἔτσι, σὰν νὰ μὴν πονάει, σὰν νὰ κοιμᾶται, καθαρό χτενισμένο, μὲ τὰ χέρια Του καρφωμένα στὸ σταυρό, σὰν νὰ μᾶς ἀγκαλιάζουν ὅλους. Ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ τὴν περιπαιχτικὴ ἐπιγραφὴ «Ἰησοῦς Ναζωραῖος βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» τὴν ἄλλαξε καὶ τὴν ἔκαμε «ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης».
Μά! ἔτσι εἶναι οἱ βασιλιάδες; Καὶ τὸ σταυρό Του, τὸ ξύλο τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ πόνου, ἡ Ἐκκλησία τὸν λέει «θρόνο» καὶ τὸν κάνει φυλαχτὸ νὰ τὸ φορᾶμε. Τοὺς ἀφόρητους πόνους Του, ἡ Ἐκκλησία τοὺς θεωρεῖ ἀπόδειξη τῆς «κραταιᾶς σὰν τὸ θάνατο, ἀγάπης» Του. Τὸ κομματιασμένο Σῶμα Του καὶ τὸ χυμένο στὴ γῆ Αἷμα Του, ἡ Ἐκκλησία τὸ προσφέρει στὸν κόσμο, νὰ τὸ τρώει, νὰ τὸ πίνει ὁ κόσμος γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος! Ἔτσι μᾶς λέει ἡ Ἐκκλησία!
Ἄχ! αὐτὴ ἡ ἀνυπόφορη Ἐκκλησία, ποὺ δὲν λέει νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο ἥσυχο νὰ ἀναπαυθεῖ πάνω στὰ λάθη του, ἄν τὸ μπορεῖ, φυσικά, ὁ κόσμος.
Ὅμως, κάνει καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ σκληρότερο ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται καὶ μᾶς ἐπιμένει: τὰ Χριστούγεννα: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ…» καὶ τώρα τὸ φρικτώτερο: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»!
Κατανοοῦμε ἆραγε, πόσο σκληρὴ λέξη εἶναι αὐτὸ τό, «Σήμερον»; Στὸ «σήμερον» ἔχουμε εὐθύνη ἐμεῖς!
Ἕνα παλιό, νέγρικο τραγούδι ρωτοῦσε: «ἐσεῖς εἴσαστε ἐκεῖ, ὅταν σταύρωσαν τὸ Χριστό μου;»
Ἄ! δὲν τὴν ἀντέχω μιὰ τέτοια σκέψη, δὲν τολμῶ νὰ προχωρήσω ἕνα παρόμοιο συλλογισμό! Γρήγορα ἀπαντῶ: Σίγουρα, ἄν εἴμαστ’ ἐμεῖς ἐκεῖ τότε, δὲν θὰ ἐπιτρέπαμε αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ἔτσι δὲν εἶναι;
Ὅμως, ἔτσι ἀπάντησαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι στὸ Χριστό: «ἄν ζούσαμε ἐμεῖς στὴν ἐποχὴ τῶν προγόνων μας, δὲν θὰ συμμετείχαμε στοὺς φόνους τῶν προφητῶν». Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: «παραδέχεστε, λοιπόν, ὅτι εἶστε ἀπόγονοι τῶν φονιάδων ἐκείνων! ὁπότε, ὁλοκληρῶστε τώρα τὸ ἔργο τους»! Καὶ ...τὸ ὁλοκλήρωσαν. Ἐμεῖς; μήπως κάνουμε τὸ ἴδιο;
Ἀγαπητοί μου, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου,
Φέτος γιορτάζουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα, μὲ ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο.
Ὁ κόσμος δίπλα μας καὶ μακριά μας, πονάει. Ἑκατομμύρια συνανθρώπων μας ἀλγοῦν σωματικά, νοσηλεύονται καὶ θεραπεύονται. Ὅμως, εἶναι κι ἄλλοι πολλοί, ποὺ πονοῦν καὶ πεθαίνουν. Ὁ πλανήτης μας σταμάτησε τὸν ἀλαφιασμένο ρυθμό του καὶ ἀκούει τὴν ἀρρυθμία τῆς καρδιᾶς του.
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ρωτήσει: «…καὶ ποῦ εἶναι ὁ Χριστὸς νὰ βοηθήσει;» Ξέρετε, ποῦ εἶναι; σ’ ἕνα κρεββάτι ἁπλοῦ Νοσοκομείου εἶναι, μὲ μάσκα ὀξυγόνου στὸ πρόσωπο.
Ἐκεῖ εἶναι. Καὶ βλέπει γύρω του πρόσωπα καλυμμένα μὲ μάσκες, φοβισμένα κι ἐκεῖνα, νὰ Τὸν φροντίζουν. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς πεθαίνει γιὰ νὰ πάει ξανὰ στὸν Ἅδη νὰ ξεκουράσει τοὺς νεκρούς, νὰ τοὺς χαμογελάσει, νὰ καθίσει μαζί τους γιὰ λίγο καὶ ἔπειτα…ἔπειτα νὰ τοὺς πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ διανοίγοντας τὴν προοπτικὴ τῆς Βασιλείας Του, νὰ τοὺς τραβήξει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐκσφενδονίσει στὸν Παράδεισο.
Ἐκεῖ ποὺ «δὲν ὑπάρχει πόνος, δὲν ὑπάρχει λύπη, δὲν ὑπάρχει στεναγμός», ἐκεῖ «ποὺ τὰ δάκρυα δὲν θὰ αὐλακώνουν τὸ πρόσωπο» καὶ «ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχει πιά». Ἀλλὰ μόνο ζωή, ζωὴ ἀτελεύτητη καὶ «περισσὸν ζωῆς». Ἐκεῖ θὰ μᾶς περνάει ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη καὶ ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρά.
Ὅλα αὐτά, ξέρετε ποῦ ἄρχισαν! στὸ Γολγοθᾶ ἐπάνω στὸ σταυρό, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνάντια στὸ Θεὸ πῆρε τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πάντα.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, κι αὐτὸ τὸ ξέρετε, ποτὲ δὲν πενθεῖ, δὲν λυπᾶται, δὲν κλαίει, οὔτε καὶ σήμερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς πεθαίνει πάνω στὸ σταυρὸ καὶ κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὸ θάνατο!
Ὁ ὑμνωδὸς τὸ διαλαλεῖ: «…ὁ θάνατός σου, Κύριε, εἶναι ἡ ζωή μας». Κυττάξτε τὰ ἄμφιά μας, φορᾶμε ἤδη λευκά, τὸ βράδυ χρυσά, στὴν Ἀνάσταση κόκκινα… τελείωσε ὁ θρῆνος, τελειώνει τὸ πένθος. Πότε τελειώνει; Μά! σήμερα. Γιὰ ὅσους πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση ὁ χρόνος μας δὲν σταματάει σὲ καμμιὰ Μεγάλη Παρασκευὴ τῆς ζωῆς μας. Γιὰ μᾶς ὁ χρόνος δραστικὰ ἀλλάζει ποιότητα, γίνεται αἰωνιότητα. Ζοῦμε ὄμορφα ἐδῶ στὴ γῆ, χαιρόμαστε, πονᾶμε, ματώνουμε, γελᾶμε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε, μπολιασμένοι ὅμως, σὰν κλήματα στὸ ἀμπέλι τῆς ζωῆς. Καὶ χωρὶς νὰ σπαράξει ἡ ὕπαρξή μας στὸν κόσμο, κλείνουμε τὸ μάτι στὸ θάνατο τὸν ξεγελᾶμε καὶ διασώζουμε τὴ ζωή μας περνώντας την σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση, τὴν ἐσχατολογική. Ἔτσι κάνουμε οἱ χριστιανοί!
Καλὴ Ἀνάσταση, ἀγαπητοί μου. Καλὴ Ἀνάσταση!
«Ἕνας Θεὸς σταυρωμένος, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἀνοησία… ὅμως ἐμεῖς καυχώμαστε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν τὸν βλέπουμε σταυρωμένο».
Εἶχε δίκιο ὁ Παῦλος· στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στὴν Ἀθήνα σπάραξε ἡ καρδιὰ τῆς οἰκουμένης, ἐπειδὴ σ’αὐτὲς τὶς δύο πόλεις διαπιστώθηκε ἡ βαθύτερη ξενιτειὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Ὁ Ἰουδαῖος αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα «ἐμνήσθη καὶ ἔκλαυσε τὴν Σιών» καὶ ὁ Ἀθηναῖος αἰχμάλωτος στὴ Σικελία ἀπάγγειλε Εὐριπίδη. Ἔτσι καὶ οἱ δύο, καλλιέργησαν τὴν κοινὴ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία ποὺ ἦταν, ἡ λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητος.
Οἱ διάχυτες προφητείες στὸν Ἰσραὴλ, προσπαθοῦσαν νὰ ἀφουγκραστοῦν τὸ Θεό∙ οἱ δύο κορυφώσεις τῆς ἑλληνικῆς συνειδήσεως, προσπαθοῦσαν νὰ δοῦν τὸ Θεό: νὰ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐγκόσμια μοίρα του ποὺ χαροπάλευε ἀνάμεσα στὸν ἑβραϊκὸ Ἅδη καὶ στὴν ἑλληνικὴ Ἀχερουσία.
Δὲν εἶναι μόνο ὅτι Τὸν χρειαζόνταν ὁ κόσμος. Εἶναι ὅτι πλέον δὲν ἄντεχε ἄλλο νὰ ζήσει ὁ κόσμος! Ὅμως, κανείς∙ ἀπολύτως κανεὶς δὲν Τὸν περίμενε ἔτσι, Αὐτὸν ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε: «ἐσταυρωμένο μας ἔρωτα».
Κανένας ἐπίσημος ἱστορικὸς δὲν κατέγραψε τὸ γεγονὸς τοῦ Γολγοθᾶ. Μόνο κάποιοι ριψοκίνδυνοι. Ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἕνας Τὸν πρόδωσε, ἄλλος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὅλοι Τὸν ἐγκατέλειψαν ἀπὸ φόβο. Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ Γολγοθᾶ, γυμνός, εὐτελισμένος, μέσα σὲ ἀφόρητους πόνους καὶ σὲ πλήρη μοναξιά, ὁ γιὸς τῆς Μαρίας ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας φώναξε· «Πατέρα μου, στὰ χέρια σου παραδίνω τὸ πνεῦμα μου».
Ἡ φράση ἐκείνη ἔκρυβε κάτι ἐξόχως σημαντικότερο ἀπὸ τὸ· «Πατέρα, πεθαίνω…», ἢ «…ξεψυχῶ».
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε «ἐκ κατασκευῆς», ὡς προίκα, τὴ δυνατότητα νὰ κινούμαστε σὲ δύο ἐπίπεδα. Ἡ δεδομένη ὕπαρξή μας εἶναι τὸ ἕνα, τὸ φυσικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ζητούμενη ὕπαρξη εἶναι τὸ δεύτερο, τὸ πνευματικό. Ποτέ μας δὲν νιώσαμε ἄνετα μέσα στὴ φύση, ποτέ μας δὲν ἐννοήσαμε ὅτι εἴμαστε ἁπλῶς φυσικὰ ὄντα. Βρεθήκαμε φυσικὰ ὄντα καὶ ἀγωνιστήκαμε νὰ γίνουμε πνευματικά. Ἐξ ἀρχῆς. Γι’ αὐτό, ὁ δικός μας Ὀρφέας κατέβηκε στὸν Ἅδη νὰ ἀναζητήσει τὴ χαμένη ψυχή. Στὸν Ἅδη κατέβηκε καὶ ὁ Ὀδυσσέας γιὰ νὰ πάρει ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Σαμάνα Τειρεσία. Προκειμένου νὰ διαπλεύει μὲ ἀσφάλεια τὸν τρομερὸ ὠκεανὸ τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως καὶ νὰ βάλει πόδι στὴν ἀντίπερα ὄχθη.
Ὅμως· αὐτὸ ποὺ ἀπέτυχε νὰ ἀνακαλύψει ὁ ἀρχαῖος κόσμος, μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶπε ὅτι εἶναι· «…ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Αὐτὸ πάει νὰ πεῖ ὅτι ὁ βίος μας εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτή, εἶναι ἡ μόνη ζωή. Ἆραγε, τὸ πιστεύουμε αὐτό;
Ξέρουμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι συνυφασμένος μὲ πόνο καὶ στὸ τέλος καιροφυλακτεῖ ἕνας θάνατος. Αὐτὴ ἡ σταύρωση καὶ ὁ θάνατος κάθε κοσμικῆς βεβαιότητος, εἶναι τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ταφὴ τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου. Τὸ χῶμα ἐπιστρέφει στὸ χῶμα, ὡσὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε καὶ ἡ φύση δείχνει παντελῶς νὰ ἀδιαφορεῖ. Ὅμως, εἶναι ἔτσι; Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ μᾶς ἔδειξε κάτι διαφορετικό.
Παραδίνοντας τὸ πνεῦμα Του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, διάνοιξε τὸν ὀρίζοντα τῆς ψυχῆς στὸ ἄλλο ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο, τὸ πέρα ἀπὸ τὸ φυσικό. Πῶς ξέρουμε ὅτι αὐτὸ ὑπάρχει; Μά! ἂν δὲν ὑπῆρχε πνεῦμα, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε πόνος οὔτε θάνατος. Αὐτά, δὲν εἶναι φυσικὲς καταστάσεις, εἶναι πνευματικές. Ἡ φύση τὶς ὑφίσταται ἀλλὰ δὲν τὶς γνωρίζει. Τὶς γνωρίζει ἡ ψυχή, ὅταν σταυρώνεται. Τὶς συνειδητοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα κατεβεῖ στὸν Ἅδη, στὰ χθόνια βασίλεια τῆς ὑπάρξεως. Γι’αὐτὸ ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ «τετέλεσται» κατέβηκε στὸν σκοτεινὸ Ἅδη, στὸν κόσμο τοῦ ἀσυνειδήτου, ἀπὸ ὅπου ἀναδύονται τὰ τέρατα τοῦ κακοῦ (ὡσὰν ἐκεῖνα τὰ τέρατα τοῦ ὠκεανοῦ ποὺ διέπλεε ὁ Ὀδυσσέας), ὅμως ὁ Χριστὸς τὰ νίκησε! Ὁ Ἅδης «πῆρε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε (τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ) καὶ τὴν ἔπαθε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε (τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ)».
Σὲ λίγες ὥρες, τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ θὰ διαλευκάνει τὴν ἀνθρώπινη ὑπαρξή μας, στὸ σύνολό της. Καὶ θὰ διαπεραιώσει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ πρὸς τὴν ὄγδοη ἡμέρα τοῦ πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Μιὰ τέτοια ἡμέρα δὲν εἶναι καταχωρημένη στὰ πρακτικὰ τῆς δημιουργίας, ποὺ ἔφτασε ὥς τὴν ἕβδομη ἡμέρα.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα θὰ ἐνεργήσουμε μόνοι μας οἱ ἄνθρωποι μὲ προσωπική μας εὐθύνη, ὡς δημιουργοὶ τοῦ πνευματικοῦ μας κόσμου, οἱ ἴδιοι. Καὶ μάλιστα ὕστερα ἀπὸ θεῖο παράδειγμα.
Ἔκτοτε, ὁ κόσμος εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, παλεύει νὰ ἀποδεχτεῖ ἤ νὰ ἀπορρίψει ὅσα συνέβησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», μιὰ Παρασκευὴ τοῦ μῆνα Νισάν, τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους 754 ἀπὸ κτίσεως κόσμου.
Ἔκτοτε κάθε διανόηση καὶ φιλοσοφία «στοιχηματίζει» μὲ τὴν ἁπλοϊκότητα τοῦ κήρύγματος καὶ ξέρετε ποιὸ εἶναι τὸ περίεργο; Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο «στοίχημα».
Μόνο ἡ Ἐκκλησία Του, βεβαιωμένη γιὰ τὸ γεγονός, πιστωμένη μὲ τὸ θαῦμα, μᾶς προτείνει νὰ χαροῦμε τὸν Νυμφίο μας, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως Τὸν βλέπουμε.
Προσέξτε ὅμως! Ἡ Ἐκκλησία δὲν μᾶς ἐμφανίζει τὸ πραγματικὸ πάθος, ὅπως τὸ γύρισε σὲ κινηματογραφικὴ ταινία ὁ Mel Gibson, πολὺ κοντὰ στὴν πραγματικότητα. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐμφανίζει τὸν Ἰησοῦ ἔτσι, σὰν νὰ μὴν πονάει, σὰν νὰ κοιμᾶται, καθαρό χτενισμένο, μὲ τὰ χέρια Του καρφωμένα στὸ σταυρό, σὰν νὰ μᾶς ἀγκαλιάζουν ὅλους. Ἡ Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ τὴν περιπαιχτικὴ ἐπιγραφὴ «Ἰησοῦς Ναζωραῖος βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» τὴν ἄλλαξε καὶ τὴν ἔκαμε «ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης».
Μά! ἔτσι εἶναι οἱ βασιλιάδες; Καὶ τὸ σταυρό Του, τὸ ξύλο τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ πόνου, ἡ Ἐκκλησία τὸν λέει «θρόνο» καὶ τὸν κάνει φυλαχτὸ νὰ τὸ φορᾶμε. Τοὺς ἀφόρητους πόνους Του, ἡ Ἐκκλησία τοὺς θεωρεῖ ἀπόδειξη τῆς «κραταιᾶς σὰν τὸ θάνατο, ἀγάπης» Του. Τὸ κομματιασμένο Σῶμα Του καὶ τὸ χυμένο στὴ γῆ Αἷμα Του, ἡ Ἐκκλησία τὸ προσφέρει στὸν κόσμο, νὰ τὸ τρώει, νὰ τὸ πίνει ὁ κόσμος γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος! Ἔτσι μᾶς λέει ἡ Ἐκκλησία!
Ἄχ! αὐτὴ ἡ ἀνυπόφορη Ἐκκλησία, ποὺ δὲν λέει νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο ἥσυχο νὰ ἀναπαυθεῖ πάνω στὰ λάθη του, ἄν τὸ μπορεῖ, φυσικά, ὁ κόσμος.
Ὅμως, κάνει καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ σκληρότερο ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται καὶ μᾶς ἐπιμένει: τὰ Χριστούγεννα: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ…» καὶ τώρα τὸ φρικτώτερο: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»!
Κατανοοῦμε ἆραγε, πόσο σκληρὴ λέξη εἶναι αὐτὸ τό, «Σήμερον»; Στὸ «σήμερον» ἔχουμε εὐθύνη ἐμεῖς!
Ἕνα παλιό, νέγρικο τραγούδι ρωτοῦσε: «ἐσεῖς εἴσαστε ἐκεῖ, ὅταν σταύρωσαν τὸ Χριστό μου;»
Ἄ! δὲν τὴν ἀντέχω μιὰ τέτοια σκέψη, δὲν τολμῶ νὰ προχωρήσω ἕνα παρόμοιο συλλογισμό! Γρήγορα ἀπαντῶ: Σίγουρα, ἄν εἴμαστ’ ἐμεῖς ἐκεῖ τότε, δὲν θὰ ἐπιτρέπαμε αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ἔτσι δὲν εἶναι;
Ὅμως, ἔτσι ἀπάντησαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι στὸ Χριστό: «ἄν ζούσαμε ἐμεῖς στὴν ἐποχὴ τῶν προγόνων μας, δὲν θὰ συμμετείχαμε στοὺς φόνους τῶν προφητῶν». Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε: «παραδέχεστε, λοιπόν, ὅτι εἶστε ἀπόγονοι τῶν φονιάδων ἐκείνων! ὁπότε, ὁλοκληρῶστε τώρα τὸ ἔργο τους»! Καὶ ...τὸ ὁλοκλήρωσαν. Ἐμεῖς; μήπως κάνουμε τὸ ἴδιο;
Ἀγαπητοί μου, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου,
Φέτος γιορτάζουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα, μὲ ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο.
Ὁ κόσμος δίπλα μας καὶ μακριά μας, πονάει. Ἑκατομμύρια συνανθρώπων μας ἀλγοῦν σωματικά, νοσηλεύονται καὶ θεραπεύονται. Ὅμως, εἶναι κι ἄλλοι πολλοί, ποὺ πονοῦν καὶ πεθαίνουν. Ὁ πλανήτης μας σταμάτησε τὸν ἀλαφιασμένο ρυθμό του καὶ ἀκούει τὴν ἀρρυθμία τῆς καρδιᾶς του.
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ρωτήσει: «…καὶ ποῦ εἶναι ὁ Χριστὸς νὰ βοηθήσει;» Ξέρετε, ποῦ εἶναι; σ’ ἕνα κρεββάτι ἁπλοῦ Νοσοκομείου εἶναι, μὲ μάσκα ὀξυγόνου στὸ πρόσωπο.
Ἐκεῖ εἶναι. Καὶ βλέπει γύρω του πρόσωπα καλυμμένα μὲ μάσκες, φοβισμένα κι ἐκεῖνα, νὰ Τὸν φροντίζουν. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς πεθαίνει γιὰ νὰ πάει ξανὰ στὸν Ἅδη νὰ ξεκουράσει τοὺς νεκρούς, νὰ τοὺς χαμογελάσει, νὰ καθίσει μαζί τους γιὰ λίγο καὶ ἔπειτα…ἔπειτα νὰ τοὺς πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ διανοίγοντας τὴν προοπτικὴ τῆς Βασιλείας Του, νὰ τοὺς τραβήξει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐκσφενδονίσει στὸν Παράδεισο.
Ἐκεῖ ποὺ «δὲν ὑπάρχει πόνος, δὲν ὑπάρχει λύπη, δὲν ὑπάρχει στεναγμός», ἐκεῖ «ποὺ τὰ δάκρυα δὲν θὰ αὐλακώνουν τὸ πρόσωπο» καὶ «ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχει πιά». Ἀλλὰ μόνο ζωή, ζωὴ ἀτελεύτητη καὶ «περισσὸν ζωῆς». Ἐκεῖ θὰ μᾶς περνάει ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη καὶ ἀπὸ χαρὰ σὲ χαρά.
Ὅλα αὐτά, ξέρετε ποῦ ἄρχισαν! στὸ Γολγοθᾶ ἐπάνω στὸ σταυρό, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐνάντια στὸ Θεὸ πῆρε τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πάντα.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, κι αὐτὸ τὸ ξέρετε, ποτὲ δὲν πενθεῖ, δὲν λυπᾶται, δὲν κλαίει, οὔτε καὶ σήμερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς πεθαίνει πάνω στὸ σταυρὸ καὶ κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὸ θάνατο!
Ὁ ὑμνωδὸς τὸ διαλαλεῖ: «…ὁ θάνατός σου, Κύριε, εἶναι ἡ ζωή μας». Κυττάξτε τὰ ἄμφιά μας, φορᾶμε ἤδη λευκά, τὸ βράδυ χρυσά, στὴν Ἀνάσταση κόκκινα… τελείωσε ὁ θρῆνος, τελειώνει τὸ πένθος. Πότε τελειώνει; Μά! σήμερα. Γιὰ ὅσους πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση ὁ χρόνος μας δὲν σταματάει σὲ καμμιὰ Μεγάλη Παρασκευὴ τῆς ζωῆς μας. Γιὰ μᾶς ὁ χρόνος δραστικὰ ἀλλάζει ποιότητα, γίνεται αἰωνιότητα. Ζοῦμε ὄμορφα ἐδῶ στὴ γῆ, χαιρόμαστε, πονᾶμε, ματώνουμε, γελᾶμε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε, μπολιασμένοι ὅμως, σὰν κλήματα στὸ ἀμπέλι τῆς ζωῆς. Καὶ χωρὶς νὰ σπαράξει ἡ ὕπαρξή μας στὸν κόσμο, κλείνουμε τὸ μάτι στὸ θάνατο τὸν ξεγελᾶμε καὶ διασώζουμε τὴ ζωή μας περνώντας την σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση, τὴν ἐσχατολογική. Ἔτσι κάνουμε οἱ χριστιανοί!
Καλὴ Ἀνάσταση, ἀγαπητοί μου. Καλὴ Ἀνάσταση!
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω