Πως γλύτωσα από τα νύχια του Τοπάλ Οσμάν. Αναμνήσεις του Κωνσταντίνου Νικ. Χριστοφορίδη, από την Κερασούντα του Πόντου, δικηγόρου στην Αλεξανδρούπολη.
“Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου ω πάτριος Ποντία γη!”
(Να ξεραθεί ο λαιμός μου αν σε ξεχάσω πατρική Ποντία γη)
Λεωνίδας Ιασονίδης (1884-1959), Έλληνας πολιτικός ποντιακής καταγωγής
της Ουρανίας Πανταζίδου
Η 19η Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου πλησιάζει. Και φέτος, λόγω της πανδημίας, πολλά έχουν αλλάξει στη διοργάνωση των εκδηλώσεων μνήμης (σ.σ. Στην Αλεξανδρούπολη την Κυριακή 23 Μαΐου 2021 και ώρα 10:30 π.μ. θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, στο πάρκο «Αργώ»).
Όμως υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να τιμήσει κανείς την ημέρα, που στόχος είναι - εκτός από την απόδοση τιμής και την υπόσχεση ότι κρατάμε τη μνήμη ζωντανή - η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Το αφιέρωμα αυτό ας είναι ένα μνημόσυνο για τους χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, τόσο εκείνων που χάθηκαν στις πορείες θανάτου όσο και εκείνων που ήρθαν πρόσφυγες σε τούτη τη γη και συνδιαμόρφωσαν την ιστορία της Αλεξανδρούπολης αλλά και όλου του Νομού Έβρου.
Αφορμή γι΄ αυτό το μνημόσυνο τιμής και μνήμης στάθηκε ένα κείμενο που παρέδωσε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Νικ. Χριστοφορίδης, σε ένα μαθητή της Β΄ γυμνασίου το 1963…
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης γεννήθηκε το 1903 στην Κερασούντα.
Ο πατέρας του Νικόλαος, με καταγωγή από τη Χόψα της Αργυρούπολης υπήρξε έμπορος στην Κερασούντα. Η μητέρα του Λεμονιά ήταν γόνος μεγάλων οικογενειών της Κερασούντας. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε σπουδαστής της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη.
Την περίοδο 1919-1920, σε ηλικία 16 ετών ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης θα ζήσει τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στον Πόντο και θα έρθει αντιμέτωπος με τον Τοπάλ Οσμάν, με καταγωγή και αυτός από την Κερασούντα.
Η Κερασούντα έλαχε να είναι η πόλη στην οποίαν οι Έλληνες κάτοικοι υπέφεραν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού από τη σκληρότητα του Τοπάλ Οσμάν. Ο αιμοσταγής αυτός ληστής «διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα εναντίον του, έχει την απόλυτη εξουσία στην οποία όλοι είναι υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άνδρες της ίδιας ποιότητας μ΄ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ΄ αυτούς. Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μην σκορπίσει αίμα. Εισβάλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άνδρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν… Αυτός που τώρα είναι ο φόβος και ο τρόμος, πριν τον πόλεμο δεν ήταν παρά ένας απλός βαρκάρης. Στο μεταξύ η τουρκική κυβέρνηση τον υποστηρίζει και τον χαϊδεύει και ο μουσουλμανικός πληθυσμός τον τιμά…». (από επιστολή του καθολικού ιερέα p. Lorenzo, που υπάρχει στο βιβλίο του κ. Θεοδόση Κυριακίδη "Συμβολή στην έρευνα της Γενοκτονίας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού και της αντιχριστιανικής πολιτικής στον Πόντο").
Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης: Η ζωή μου στον Πόντο
Πως αντίκρισα το τέρας Τοπάλ Οσμάν
«…Με τα ίδια μου τα μάτια είδα, πως οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν με μαχαίρια και τσεκούρια κατέσφαξαν τον Σάββα Ατματζίδη, γιο του μεγάλου υφασματεμπόρου της Κερασούντας Δημητρίου Ατματζίδη, του οποίου όλα τα υφάσματα που είχε στο μαγαζί του τα άρπαξε, για να ράψει ζίπκες για να ντύσει τους τσέτες του.
Αυτό το περιστατικό έγινε όταν ήμουν 16 χρονών, ήταν η περίοδος που ο αείμνηστος πατέρας μου είχε φύγει από την Κερασούντα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, πριν ακόμη κλείσουν οι δρόμοι για τους Έλληνες…
Μια Κυριακή ήρθε στο σπίτι μας ένας τσέτης και μου είπε να τον ακολουθήσω στο Δημαρχείο διότι με ήθελε ο Οσμάν Αγάς (Τοπάλ Οσμάν). Αμέσως η μητέρα μου Λεμόνα και η αδελφή του πατέρα μου Ελένη άρχισαν να κλαίνε γοερά και να παρακαλούν τον τσέτη να μη με πάρει. Αυτός χωρίς πολλά λόγια μ΄ άρπαξε από τα χέρια και με οδήγησε στον Οσμάν Αγά στο Δημαρχιακό μέγαρο μέσα από την αγορά, που λόγω της Κυριακής δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος.
Αμέσως, σχεδόν κλοτσηδόν μ΄ έσπρωξε σ΄ ένα γραφείο όπου εκεί αντίκρισα για πρώτη μου φορά αυτό το τέρας με το μαστίγιο στο χέρι και άρχισε να με μαστιγώνει, να με απειλεί να με σκοτώσει αν ο πατέρας μου δεν του στείλει τα οφειλόμενα προς αυτόν χρέη. Τότε επενέβη ο Ιμάμης που εκείνη την περίοδο ήταν δήμαρχος Κερασούντας, λεγοντάς του:
- Άφησε το παιδί, τι φταίει;
Μετά από αυτό σε αυστηρό τόνο μου είπε:
- Να στείλεις γράμμα σήμερα κιόλας στον πατέρα σου που ξέφυγε από τα χέρια μου, να στείλει το καράβι που είναι δικό μου, αλλιώς θα τον κάνω να κλάψει.
Αφού τελείωσε με αυτά που είχε να πει μ΄ έδιωξε και δέχθηκα και μια κλωτσιά και κατρακυλώντας βρέθηκα έξω από το μέγαρο.
Δεν πέρασαν λίγες ημέρες και το ανθρωπόμορφο τέρας με ξανακάλεσε στο δημαρχείο και αφού επήγα μου είπε:
- Να πεις τη μάνα σου ν΄ αδειάσει το σπίτι και να μου παραδώσετε τα κλειδιά, διότι στο σπίτι αυτό θα κατοικήσει ο Εισαγγελέας.
Την επομένη το πρωί ήρθε στο σπίτι μας μια χανούμισσα, νέα και ωραιότατη, η οποία αφού αποκάλυψε το πρόσωπό της είπε στη μητέρα μου στα τούρκικα ότι το σπίτι είναι πολύ μεγάλο, "εγώ θέλω μόνο το δεύτερο όροφο" είπε.
Όταν όμως έφεραν τα πράγματα εγκαταστάθηκαν στον τρίτο όροφο του σπιτιού μας και χάρηκε τόσο πολύ από τη φιλοξενία μας, που στο τέλος μας είπε να μείνουμε κι εμείς στους άλλους ορόφους, όπως κι έτσι έγινε.
Μετά από μερικές ημέρες ήρθαν να με συλλάβουν τσέτηδες με εντολή του Τοπάλ Οσμάν. Εκείνη την ώρα θυμωμένη η γυναίκα του εισαγγελέα τους διέταξε να φύγουν από το σπίτι, λέγοντας τους:
- Δεν ντρέπεστε να κυνηγάτε μικρά παιδιά;
Ταυτόχρονα τους δήλωσε ότι είναι η γυναίκα του εισαγγελέα και δεν τους επιτρέπει να εισέλθουν στο σπίτι για να με συλλάβουν.
Στη διάρκεια της συγκατοικήσεως με την Χανούμ του εισαγγελέα δεν ξαναβγήκα από το σπίτι μας από το φόβο μη με συλλάβουν. Μετά από 4-5 μήνες συγκατοίκησης, μια ημέρα που απουσίαζε η μητέρα μου από το σπίτι, η Χανούμ μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν Ελληνίδα στην καταγωγή της και με όρκισε να μην αναφέρω τίποτα στην μητέρα μου ή αλλού για την καταγωγή της. Εγώ φυσικά τήρησα τον όρκο μου και τη δική της επιθυμία και δεν ανέφερα τίποτα σε κανέναν ούτε στη μητέρα μου.
Όταν η μητέρα μου προσευχόταν στις εικόνες και καταριόταν τους Τούρκους η Χανούμ μου έλεγε: "ας την να λέει ότι θέλει, δεν πειράζει"…
Χάρις σ΄ αυτή τη γυναίκα σώθηκαν και οι κρυπτόμενοι στον πρώτο όροφο του σπιτιού μας ο Θωίδης Δημήτριος και Χαρίλαος, γείτονές μας 25 και 26 ετών, οι οποίοι αργότερα πέθαναν από κακοποίηση κατά την εξορία, όπως και ο κουνιάδος μου Δεληγιώργης Γρηγόριος.
Μετά από αρκετούς μήνες μετατέθηκε ο εισαγγελέας με αποτέλεσμα να χάσω την προστασία εκείνης της γυναίκας. Μετά από λίγους μήνες με επιστράτευσαν στα τάγματα εργασίας. Εκεί κατασκευάζαμε δρόμο στο Αλή Γιομά της Κερασούντας, όπου δουλεύαμε σαν σκλάβοι, χωρίς ανάπαυση και χωρίς ωράριο. Αν έκανες να ξεκουραστείς λίγο στα κρυφά, το μαστίγιο πήγαινε σύννεφο. Στα τάγματα εργασίας εγώ έσκαβα, ο Σαχπαζίδης Γεώργιος με το φτυάρι γέμιζε με χώμα και πέτρες το καρότσι το οποίο στη συνέχεια μετέφερε ο Σαραλιώτης Χαράλαμπος, που εμείς τον λέγαμε Πέικο.
Μια μέρα όπως δουλεύαμε, ένας τσέτης έμπιστος του Τοπάλ Οσμάν με το όνομα Κοτ Ιμπραήμ αποπειράθηκε να ασελγήσει κατά του Σαχπαζίδη Γεωργίου. Εκείνη τη στιγμή αρχίσαμε να τρέχουμε προς την ελευθερία μας και μας ακολούθησε και ο Πέικας, που προηγουμένως εμπόδισε τον τσέτη να ασελγήσει στον Σαχπαζίδη. Οι τσέτες πυροβολούσαν εναντίον μας όμως εμείς χαθήκαμε μέσα στο δάσος. Από εκείνη τη στιγμή δε ξαναείδα τους δυο φίλους μου στην Κερασούντα όπου πήγα. Τους συνάντησα όμως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι έκαναν τακτικά εφόδους στα σπίτια των Ελλήνων όμως πιο τακτικά στα σπίτια των φυγόστρατων και των δραπετών από τα κάτεργα των αμελέ ταμπουρού (ταγμάτων εργασίας).
Τις περισσότερες νύχτες κρυβόμουν σε σπίτια Ελλήνων γειτονικά προς το σπίτι μας. Εκείνες τις ημέρες η μητέρα μου πήρε επιστολή από τον πατέρα μου που ήταν ασφαλής στην Κωνσταντινούπολη και έγραφε ότι κάνει προσπάθειες να μας πάρει στην Πόλη.
Μια νύχτα ενώ κοιμόμουν είδα την Παναγία στο όνειρό μου. Ξύπνησα και ανήσυχος πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. Έξω ήταν θεοσκότεινα. Εκείνη την ώρα άκουσα κάποιους χτύπους στην αυλόπορτα του σπιτιού μας. Αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν τσέτες ή κάτι τέτοιο…
Και σε λίγο ακούω:
- Άνοιξε Λεμόνα, άνοιξε. Φώναξε στα τούρκικα ο απρόσμενος επισκέπτης, τη φωνή του οποίου προς στιγμή δεν αναγνώρισα. Αμέσως μετά στα ελληνικά: "άνοιξε Λεμόνα, είμαι κι εγώ μαζί". Η φωνή αυτή τη φορά μας ήταν γνώριμη, ήταν ο Σαμίκας Νικόλαος γνωστός μας και φίλος του πατέρα μου. Αφού βεβαιώθηκα πως δεν είναι τίποτα κακό βγήκα από το σπίτι μας στο προαύλιο και πριν πλησιάσω μου είπε ο Τούρκος να μην ανάψουμε φώτα, που βέβαια κάναμε. Όταν πλησίασα στην εξώπορτα αναγνώρισα και τον Τούρκο που ήταν πολύ στενός φίλος του πατέρα μου, ήταν ο Μπιλάλ Καπτάν από τον Άγιο Βασίλειο.
Αμέσως μπήκαμε στο σπίτι και χωρίς περιστροφές μας είπε ότι είχε έρθει για να μας φυγαδεύσει στη Ρωσία. Η μητέρα μου φοβήθηκε και αρνήθηκε την προσφορά αυτή, γιατί όπως έλεγε θα γίνουν αντίποινα εις βάρος του θείου της, από την πλευρά της μητέρας της Μυρωνίδη Γεωργίου, τον οποίον ο Οσμάν Αγάς τον κρατούσε δέσμιο και τον χρησιμοποιούσε στα κτήματα που εντωμεταξύ είχε αρπάξει από Έλληνες.
Εγώ εκείνη την ώρα δεν άκουγα τίποτα. Ήμουν έτοιμος ν΄ ακολουθήσω το σωτήρα μου, που με το βενζινόπλοιό του θα με μετέφερε στο Μπατούμ, όπου είχα συγγενείς. Πράγματι χωρίς πολλά λόγια, αρχικά μόνος μου άρχισα με βιασύνη να μαζεύω τα ρούχα μου που θεωρούσα ότι θα μου ήταν απαραίτητα. Στη συνέχεια βλέποντάς με η μητέρα μου άρχισε να μου φέρνει κι αυτή, πάρε κι αυτό, κι αυτό, όμως ο Μπιλάλ Καπτάν συνεχώς έλεγε γρήγορα δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Αφού φίλησα τη μητέρα μου στα γρήγορα, ακολούθησα τους δυο άνδρες και κατεβήκαμε γρήγορα στη θάλασσα όπου ήταν δεμένο το πλοιάριο. Εκεί μας περίμεναν άλλοι δυο άνδρες Έλληνες και αφού στα γρήγορα επιβιβαστήκαμε, έβαλε μπροστά τη μηχανή. Το ταξίδι μου φάνηκε σύντομο, κάποια στιγμή μου είπε να ετοιμάζομαι, θα φτάναμε στον προορισμό μας. Εκεί με παρέλαβε ο θείος μου Μυρωνίδης Βασίλειος, αδελφός της μητέρας μου.
Από το Μπατούμ με ένα ιταλικό πλοίο, λάθρα και χωρίς διαβατήριο ξεκίνησα για την Κωνσταντινούπολη. Όταν το πλοίο διερχόταν από την Κερασούντα έκανε στάση για δυο περίπου ώρες όπου κρύφτηκα με κάθε επιμέλεια στα έγκατα του πλοίου για να μη γίνω αντιληπτός από τους Τούρκους βαρκάρηδες και συλληφθώ.
Την επομένη της αναχώρησής μας διερχόμασταν από την Αμισό, ήταν η ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την ομαδική εκτέλεση των Αμισινών στην αμμουδιά της παραλίας της πόλης. Όλοι τους διανοούμενοι, έμποροι, καπνέμποροι, ιερείς, το καλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινότητας της πόλεως. Εκεί ήταν ελλιμενισμένα και δυο γαλλικά αντιτορπιλικά, που έμεναν αδιάφορα για τις δολοφονίες των Τούρκων.
Το ιταλικό πλοίο που επέβαινα πλησίασε το λιμάνι, εκείνη την ώρα ήρθε μια ατμάκατος και διέταξε τον καπετάνιο να μην προσπαθήσει να εισέλθει στο λιμάνι, διότι αυτό απαγορεύεται. Ο πλοίαρχος του "ALTO" παραιτήθηκε από την προσπάθειά του να ελλιμενιστεί και αναχώρησε δυτικά…
Με τη βοήθεια του Θεού φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη όπου με περίμενε ο αείμνηστος πατέρας μου με μεγάλη αγωνία…».
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης στην Αλεξανδρούπολη
Η οικογένεια Χριστοφορίδη επέλεξε ως τόπο εγκατάστασης την Αλεξανδρούπολη. Ίσως για να είναι πιο κοντά στην πατρίδα. Ο Κωνσταντίνος θα τελειώσει στην Αλεξανδρούπολη την τελευταία τάξη του Γυμνασίου και στη συνέχεια θα εισαχθεί στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Μια λαμπρή καριέρα, αυτή του νομικού θ΄ ανοιχθεί μπροστά του. Ήταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη με την οποία θα αποκτήσουν μια κόρη.
Γύρω στο 1926-1927. Πάνω αριστερά ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης. Δεξιά διακρίνεται ο αδελφός του Γιάννης με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη ενώ καθιστοί είναι ο Νικόλαος και η Λεμονιά Χριστοφορίδη.
Η οικογένεια είχε έναν ακόμη μικρότερο γιο που όπως λέγεται έπεσε στη θάλασσα, από το καράβι που τους έφερνε στην Ελλάδα. Έπεσε ή έριξαν το πτώμα του στη θάλασσα (μια πρακτική που επεφύλασσαν σε όσους πέθαιναν επάνω στο πλοίο) παραμένει άγνωστο.
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης θα διατελέσει Έπαρχος Σιδηροκάστρου, Παιονίας, Ναούσης, Γρεβενών, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Λήμνου. Επίσης για σχεδόν 12 χρόνια ήταν Πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Νομού Έβρου. (www.alexpolisonline.com/2019/12/1926-2020.html). Θα πεθάνει το 1981.
Το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αλεξανδρούπολης το 1925. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Νικόλαος Χριστοφορίδης διακρίνεται στην τελευταία σειρά 1ος από δεξιά. Θα διατελέσει επί σειρά ετών πρόεδρος των Παντοπωλών Αλεξανδρούπολης. Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής θα εγκαταλείψει την Αλεξανδρούπολη και θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Θα επιστρέψει στην πόλη μετά την απελευθέρωση. Ο θάνατος θα επέλθει το 1954. Οκτώ χρόνια μετά θα τον ακολουθήσει και η γυναίκα του Λεμονιά.
Υ.Γ.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
(Να ξεραθεί ο λαιμός μου αν σε ξεχάσω πατρική Ποντία γη)
Λεωνίδας Ιασονίδης (1884-1959), Έλληνας πολιτικός ποντιακής καταγωγής
της Ουρανίας Πανταζίδου
Η 19η Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου πλησιάζει. Και φέτος, λόγω της πανδημίας, πολλά έχουν αλλάξει στη διοργάνωση των εκδηλώσεων μνήμης (σ.σ. Στην Αλεξανδρούπολη την Κυριακή 23 Μαΐου 2021 και ώρα 10:30 π.μ. θα τελεστεί επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, στο πάρκο «Αργώ»).
Όμως υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να τιμήσει κανείς την ημέρα, που στόχος είναι - εκτός από την απόδοση τιμής και την υπόσχεση ότι κρατάμε τη μνήμη ζωντανή - η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Το αφιέρωμα αυτό ας είναι ένα μνημόσυνο για τους χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, τόσο εκείνων που χάθηκαν στις πορείες θανάτου όσο και εκείνων που ήρθαν πρόσφυγες σε τούτη τη γη και συνδιαμόρφωσαν την ιστορία της Αλεξανδρούπολης αλλά και όλου του Νομού Έβρου.
Αφορμή γι΄ αυτό το μνημόσυνο τιμής και μνήμης στάθηκε ένα κείμενο που παρέδωσε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Νικ. Χριστοφορίδης, σε ένα μαθητή της Β΄ γυμνασίου το 1963…
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης γεννήθηκε το 1903 στην Κερασούντα.
Ο πατέρας του Νικόλαος, με καταγωγή από τη Χόψα της Αργυρούπολης υπήρξε έμπορος στην Κερασούντα. Η μητέρα του Λεμονιά ήταν γόνος μεγάλων οικογενειών της Κερασούντας. Ο Κωνσταντίνος υπήρξε σπουδαστής της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη.
Την περίοδο 1919-1920, σε ηλικία 16 ετών ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης θα ζήσει τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στον Πόντο και θα έρθει αντιμέτωπος με τον Τοπάλ Οσμάν, με καταγωγή και αυτός από την Κερασούντα.
Η Κερασούντα έλαχε να είναι η πόλη στην οποίαν οι Έλληνες κάτοικοι υπέφεραν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού από τη σκληρότητα του Τοπάλ Οσμάν. Ο αιμοσταγής αυτός ληστής «διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα εναντίον του, έχει την απόλυτη εξουσία στην οποία όλοι είναι υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άνδρες της ίδιας ποιότητας μ΄ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ΄ αυτούς. Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μην σκορπίσει αίμα. Εισβάλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άνδρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν… Αυτός που τώρα είναι ο φόβος και ο τρόμος, πριν τον πόλεμο δεν ήταν παρά ένας απλός βαρκάρης. Στο μεταξύ η τουρκική κυβέρνηση τον υποστηρίζει και τον χαϊδεύει και ο μουσουλμανικός πληθυσμός τον τιμά…». (από επιστολή του καθολικού ιερέα p. Lorenzo, που υπάρχει στο βιβλίο του κ. Θεοδόση Κυριακίδη "Συμβολή στην έρευνα της Γενοκτονίας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού και της αντιχριστιανικής πολιτικής στον Πόντο").
Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης: Η ζωή μου στον Πόντο
Πως αντίκρισα το τέρας Τοπάλ Οσμάν
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης σε εφηβική ηλικία |
«…Με τα ίδια μου τα μάτια είδα, πως οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν με μαχαίρια και τσεκούρια κατέσφαξαν τον Σάββα Ατματζίδη, γιο του μεγάλου υφασματεμπόρου της Κερασούντας Δημητρίου Ατματζίδη, του οποίου όλα τα υφάσματα που είχε στο μαγαζί του τα άρπαξε, για να ράψει ζίπκες για να ντύσει τους τσέτες του.
Αυτό το περιστατικό έγινε όταν ήμουν 16 χρονών, ήταν η περίοδος που ο αείμνηστος πατέρας μου είχε φύγει από την Κερασούντα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, πριν ακόμη κλείσουν οι δρόμοι για τους Έλληνες…
Μια Κυριακή ήρθε στο σπίτι μας ένας τσέτης και μου είπε να τον ακολουθήσω στο Δημαρχείο διότι με ήθελε ο Οσμάν Αγάς (Τοπάλ Οσμάν). Αμέσως η μητέρα μου Λεμόνα και η αδελφή του πατέρα μου Ελένη άρχισαν να κλαίνε γοερά και να παρακαλούν τον τσέτη να μη με πάρει. Αυτός χωρίς πολλά λόγια μ΄ άρπαξε από τα χέρια και με οδήγησε στον Οσμάν Αγά στο Δημαρχιακό μέγαρο μέσα από την αγορά, που λόγω της Κυριακής δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος.
Αμέσως, σχεδόν κλοτσηδόν μ΄ έσπρωξε σ΄ ένα γραφείο όπου εκεί αντίκρισα για πρώτη μου φορά αυτό το τέρας με το μαστίγιο στο χέρι και άρχισε να με μαστιγώνει, να με απειλεί να με σκοτώσει αν ο πατέρας μου δεν του στείλει τα οφειλόμενα προς αυτόν χρέη. Τότε επενέβη ο Ιμάμης που εκείνη την περίοδο ήταν δήμαρχος Κερασούντας, λεγοντάς του:
- Άφησε το παιδί, τι φταίει;
Μετά από αυτό σε αυστηρό τόνο μου είπε:
- Να στείλεις γράμμα σήμερα κιόλας στον πατέρα σου που ξέφυγε από τα χέρια μου, να στείλει το καράβι που είναι δικό μου, αλλιώς θα τον κάνω να κλάψει.
Αφού τελείωσε με αυτά που είχε να πει μ΄ έδιωξε και δέχθηκα και μια κλωτσιά και κατρακυλώντας βρέθηκα έξω από το μέγαρο.
Δεν πέρασαν λίγες ημέρες και το ανθρωπόμορφο τέρας με ξανακάλεσε στο δημαρχείο και αφού επήγα μου είπε:
- Να πεις τη μάνα σου ν΄ αδειάσει το σπίτι και να μου παραδώσετε τα κλειδιά, διότι στο σπίτι αυτό θα κατοικήσει ο Εισαγγελέας.
Την επομένη το πρωί ήρθε στο σπίτι μας μια χανούμισσα, νέα και ωραιότατη, η οποία αφού αποκάλυψε το πρόσωπό της είπε στη μητέρα μου στα τούρκικα ότι το σπίτι είναι πολύ μεγάλο, "εγώ θέλω μόνο το δεύτερο όροφο" είπε.
Όταν όμως έφεραν τα πράγματα εγκαταστάθηκαν στον τρίτο όροφο του σπιτιού μας και χάρηκε τόσο πολύ από τη φιλοξενία μας, που στο τέλος μας είπε να μείνουμε κι εμείς στους άλλους ορόφους, όπως κι έτσι έγινε.
Μετά από μερικές ημέρες ήρθαν να με συλλάβουν τσέτηδες με εντολή του Τοπάλ Οσμάν. Εκείνη την ώρα θυμωμένη η γυναίκα του εισαγγελέα τους διέταξε να φύγουν από το σπίτι, λέγοντας τους:
- Δεν ντρέπεστε να κυνηγάτε μικρά παιδιά;
Ταυτόχρονα τους δήλωσε ότι είναι η γυναίκα του εισαγγελέα και δεν τους επιτρέπει να εισέλθουν στο σπίτι για να με συλλάβουν.
Στη διάρκεια της συγκατοικήσεως με την Χανούμ του εισαγγελέα δεν ξαναβγήκα από το σπίτι μας από το φόβο μη με συλλάβουν. Μετά από 4-5 μήνες συγκατοίκησης, μια ημέρα που απουσίαζε η μητέρα μου από το σπίτι, η Χανούμ μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν Ελληνίδα στην καταγωγή της και με όρκισε να μην αναφέρω τίποτα στην μητέρα μου ή αλλού για την καταγωγή της. Εγώ φυσικά τήρησα τον όρκο μου και τη δική της επιθυμία και δεν ανέφερα τίποτα σε κανέναν ούτε στη μητέρα μου.
Όταν η μητέρα μου προσευχόταν στις εικόνες και καταριόταν τους Τούρκους η Χανούμ μου έλεγε: "ας την να λέει ότι θέλει, δεν πειράζει"…
Χάρις σ΄ αυτή τη γυναίκα σώθηκαν και οι κρυπτόμενοι στον πρώτο όροφο του σπιτιού μας ο Θωίδης Δημήτριος και Χαρίλαος, γείτονές μας 25 και 26 ετών, οι οποίοι αργότερα πέθαναν από κακοποίηση κατά την εξορία, όπως και ο κουνιάδος μου Δεληγιώργης Γρηγόριος.
Μετά από αρκετούς μήνες μετατέθηκε ο εισαγγελέας με αποτέλεσμα να χάσω την προστασία εκείνης της γυναίκας. Μετά από λίγους μήνες με επιστράτευσαν στα τάγματα εργασίας. Εκεί κατασκευάζαμε δρόμο στο Αλή Γιομά της Κερασούντας, όπου δουλεύαμε σαν σκλάβοι, χωρίς ανάπαυση και χωρίς ωράριο. Αν έκανες να ξεκουραστείς λίγο στα κρυφά, το μαστίγιο πήγαινε σύννεφο. Στα τάγματα εργασίας εγώ έσκαβα, ο Σαχπαζίδης Γεώργιος με το φτυάρι γέμιζε με χώμα και πέτρες το καρότσι το οποίο στη συνέχεια μετέφερε ο Σαραλιώτης Χαράλαμπος, που εμείς τον λέγαμε Πέικο.
Μια μέρα όπως δουλεύαμε, ένας τσέτης έμπιστος του Τοπάλ Οσμάν με το όνομα Κοτ Ιμπραήμ αποπειράθηκε να ασελγήσει κατά του Σαχπαζίδη Γεωργίου. Εκείνη τη στιγμή αρχίσαμε να τρέχουμε προς την ελευθερία μας και μας ακολούθησε και ο Πέικας, που προηγουμένως εμπόδισε τον τσέτη να ασελγήσει στον Σαχπαζίδη. Οι τσέτες πυροβολούσαν εναντίον μας όμως εμείς χαθήκαμε μέσα στο δάσος. Από εκείνη τη στιγμή δε ξαναείδα τους δυο φίλους μου στην Κερασούντα όπου πήγα. Τους συνάντησα όμως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι έκαναν τακτικά εφόδους στα σπίτια των Ελλήνων όμως πιο τακτικά στα σπίτια των φυγόστρατων και των δραπετών από τα κάτεργα των αμελέ ταμπουρού (ταγμάτων εργασίας).
Τις περισσότερες νύχτες κρυβόμουν σε σπίτια Ελλήνων γειτονικά προς το σπίτι μας. Εκείνες τις ημέρες η μητέρα μου πήρε επιστολή από τον πατέρα μου που ήταν ασφαλής στην Κωνσταντινούπολη και έγραφε ότι κάνει προσπάθειες να μας πάρει στην Πόλη.
Μια νύχτα ενώ κοιμόμουν είδα την Παναγία στο όνειρό μου. Ξύπνησα και ανήσυχος πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. Έξω ήταν θεοσκότεινα. Εκείνη την ώρα άκουσα κάποιους χτύπους στην αυλόπορτα του σπιτιού μας. Αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν τσέτες ή κάτι τέτοιο…
Και σε λίγο ακούω:
- Άνοιξε Λεμόνα, άνοιξε. Φώναξε στα τούρκικα ο απρόσμενος επισκέπτης, τη φωνή του οποίου προς στιγμή δεν αναγνώρισα. Αμέσως μετά στα ελληνικά: "άνοιξε Λεμόνα, είμαι κι εγώ μαζί". Η φωνή αυτή τη φορά μας ήταν γνώριμη, ήταν ο Σαμίκας Νικόλαος γνωστός μας και φίλος του πατέρα μου. Αφού βεβαιώθηκα πως δεν είναι τίποτα κακό βγήκα από το σπίτι μας στο προαύλιο και πριν πλησιάσω μου είπε ο Τούρκος να μην ανάψουμε φώτα, που βέβαια κάναμε. Όταν πλησίασα στην εξώπορτα αναγνώρισα και τον Τούρκο που ήταν πολύ στενός φίλος του πατέρα μου, ήταν ο Μπιλάλ Καπτάν από τον Άγιο Βασίλειο.
Αμέσως μπήκαμε στο σπίτι και χωρίς περιστροφές μας είπε ότι είχε έρθει για να μας φυγαδεύσει στη Ρωσία. Η μητέρα μου φοβήθηκε και αρνήθηκε την προσφορά αυτή, γιατί όπως έλεγε θα γίνουν αντίποινα εις βάρος του θείου της, από την πλευρά της μητέρας της Μυρωνίδη Γεωργίου, τον οποίον ο Οσμάν Αγάς τον κρατούσε δέσμιο και τον χρησιμοποιούσε στα κτήματα που εντωμεταξύ είχε αρπάξει από Έλληνες.
Εγώ εκείνη την ώρα δεν άκουγα τίποτα. Ήμουν έτοιμος ν΄ ακολουθήσω το σωτήρα μου, που με το βενζινόπλοιό του θα με μετέφερε στο Μπατούμ, όπου είχα συγγενείς. Πράγματι χωρίς πολλά λόγια, αρχικά μόνος μου άρχισα με βιασύνη να μαζεύω τα ρούχα μου που θεωρούσα ότι θα μου ήταν απαραίτητα. Στη συνέχεια βλέποντάς με η μητέρα μου άρχισε να μου φέρνει κι αυτή, πάρε κι αυτό, κι αυτό, όμως ο Μπιλάλ Καπτάν συνεχώς έλεγε γρήγορα δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Αφού φίλησα τη μητέρα μου στα γρήγορα, ακολούθησα τους δυο άνδρες και κατεβήκαμε γρήγορα στη θάλασσα όπου ήταν δεμένο το πλοιάριο. Εκεί μας περίμεναν άλλοι δυο άνδρες Έλληνες και αφού στα γρήγορα επιβιβαστήκαμε, έβαλε μπροστά τη μηχανή. Το ταξίδι μου φάνηκε σύντομο, κάποια στιγμή μου είπε να ετοιμάζομαι, θα φτάναμε στον προορισμό μας. Εκεί με παρέλαβε ο θείος μου Μυρωνίδης Βασίλειος, αδελφός της μητέρας μου.
Από το Μπατούμ με ένα ιταλικό πλοίο, λάθρα και χωρίς διαβατήριο ξεκίνησα για την Κωνσταντινούπολη. Όταν το πλοίο διερχόταν από την Κερασούντα έκανε στάση για δυο περίπου ώρες όπου κρύφτηκα με κάθε επιμέλεια στα έγκατα του πλοίου για να μη γίνω αντιληπτός από τους Τούρκους βαρκάρηδες και συλληφθώ.
Την επομένη της αναχώρησής μας διερχόμασταν από την Αμισό, ήταν η ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την ομαδική εκτέλεση των Αμισινών στην αμμουδιά της παραλίας της πόλης. Όλοι τους διανοούμενοι, έμποροι, καπνέμποροι, ιερείς, το καλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινότητας της πόλεως. Εκεί ήταν ελλιμενισμένα και δυο γαλλικά αντιτορπιλικά, που έμεναν αδιάφορα για τις δολοφονίες των Τούρκων.
Το ιταλικό πλοίο που επέβαινα πλησίασε το λιμάνι, εκείνη την ώρα ήρθε μια ατμάκατος και διέταξε τον καπετάνιο να μην προσπαθήσει να εισέλθει στο λιμάνι, διότι αυτό απαγορεύεται. Ο πλοίαρχος του "ALTO" παραιτήθηκε από την προσπάθειά του να ελλιμενιστεί και αναχώρησε δυτικά…
Με τη βοήθεια του Θεού φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη όπου με περίμενε ο αείμνηστος πατέρας μου με μεγάλη αγωνία…».
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης στην Αλεξανδρούπολη
Η οικογένεια Χριστοφορίδη επέλεξε ως τόπο εγκατάστασης την Αλεξανδρούπολη. Ίσως για να είναι πιο κοντά στην πατρίδα. Ο Κωνσταντίνος θα τελειώσει στην Αλεξανδρούπολη την τελευταία τάξη του Γυμνασίου και στη συνέχεια θα εισαχθεί στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Μια λαμπρή καριέρα, αυτή του νομικού θ΄ ανοιχθεί μπροστά του. Ήταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Δεληγιώργη με την οποία θα αποκτήσουν μια κόρη.
Γύρω στο 1926-1927. Πάνω αριστερά ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης. Δεξιά διακρίνεται ο αδελφός του Γιάννης με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη ενώ καθιστοί είναι ο Νικόλαος και η Λεμονιά Χριστοφορίδη.
Η οικογένεια είχε έναν ακόμη μικρότερο γιο που όπως λέγεται έπεσε στη θάλασσα, από το καράβι που τους έφερνε στην Ελλάδα. Έπεσε ή έριξαν το πτώμα του στη θάλασσα (μια πρακτική που επεφύλασσαν σε όσους πέθαιναν επάνω στο πλοίο) παραμένει άγνωστο.
Κωνσταντίνος Νικ. Χριστοφορίδης |
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης θα διατελέσει Έπαρχος Σιδηροκάστρου, Παιονίας, Ναούσης, Γρεβενών, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας και Λήμνου. Επίσης για σχεδόν 12 χρόνια ήταν Πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Νομού Έβρου. (www.alexpolisonline.com/2019/12/1926-2020.html). Θα πεθάνει το 1981.
Ο Κων. Χριστοφορίδης (με το λευκό κουστούμι), πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Νομού Έβρου. Δεξιά είναι ο Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις. |
Το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αλεξανδρούπολης το 1925. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Νικόλαος Χριστοφορίδης διακρίνεται στην τελευταία σειρά 1ος από δεξιά. Θα διατελέσει επί σειρά ετών πρόεδρος των Παντοπωλών Αλεξανδρούπολης. Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής θα εγκαταλείψει την Αλεξανδρούπολη και θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Θα επιστρέψει στην πόλη μετά την απελευθέρωση. Ο θάνατος θα επέλθει το 1954. Οκτώ χρόνια μετά θα τον ακολουθήσει και η γυναίκα του Λεμονιά.
Πηγή: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, περιοδικό "Ποντιακή Εστία" |
Ο Νικόλαος Χριστοφορίδης με την εγγονή του |
Υ.Γ.
- Το απόσπασμα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Νικ. Χριστοφορίδη βρίσκεται στο βιβλίο "Εξ αίματος" του κ. Θεόδωρου Τσιτσεκίδη (με καταγωγή από τη Νίψα Αλεξανδρούπολης. Ήδη κυκλοφόρησε και β΄ έκδοση του βιβλίου του) τον οποίον κι ευχαριστώ θερμά που μου επέτρεψε να το χρησιμοποιήσω στο παρόν αφιέρωμα. Ο κύριος Τσιτσεκίδης είχε την τύχη να γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Χριστοφορίδη καθώς ήταν φίλος του πατέρα του. Όπως γράφει στο βιβλίο του, στις 29/10/1963, μαθητής ήδη στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου θα τον επισκεφθεί στο δικηγορικό γραφείο του. Μαζί του είχε το μαγνητόφωνο που του είχε φέρει η μητέρα του από τη Γερμανία. Ήθελε να καταγράψει όσα είχε ζήσει ο Κων. Χριστοφορίδης στον Πόντο. Εκείνος αντί συνεντεύξεως θα του παραδώσει δυο φύλλα γραμμένα στη γραφομηχανή. Ο συγγραφέας θα μεταφέρει στο βιβλίο του περιληπτικά αυτά που υπήρχαν στα δακτυλογραφημένα φύλλα…
- Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω και την κ. Χρυσή Μαυρουδή, εγγονή του Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη για τις φωτογραφίες καθώς και για όλα όσα συζητήσαμε, κυρίως για τον αείμνηστο παππού της. Ήταν αφορμή για την τέλεση ενός μνημόσυνου. Δεν τους ξεχνάμε… (η κυρία Χρυσή Μαυρουδή είναι γνωστή συμβολαιογράφος της Αλεξανδρούπολης).
- Επέλεξα τη δημοσίευση ελάχιστου υλικού (φωτογραφικού και βιογραφικού) από την πολυκύμαντη ζωή του Κων. Χριστοφορίδη, καθώς στόχος μου ήταν να εστιάσω περισσότερο στο περιστατικό της συνάντησής του με τον Τοπάλ Οσμάν.
- Ο Τοπάλ Οσμάν θα εκτελεστεί με διαταγή του Κεμάλ Μουσταφά τον Απρίλιο του 1923, καθώς είχε γίνει επικίνδυνος για το καθεστώς.
- Η 19η Μαΐου καθιερώθηκε ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από την Ελληνική Βουλή μόλις στις 24 Φεβρουαρίου του 1994.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω