Η ανάπτυξη βρίσκεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στην εθνική παραγωγή. Γιατί είναι μύθος ότι ο τουρισμός είναι "βαριά βιομηχανία" της ελληνικής οικονομίας και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί το οικονομικό επιτελείο.
του Χάρη Κ. Λαζαρόπουλου*
Υπάρχει ένας άνθρωπος που προέρχεται από το χώρο της βιομηχανίας, ο Αλέξανδρος Οικονομίδης που με έχει εκπλήξει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κινούμαστε σε διαφορετικά μήκη κύματος όσον αφορά στις πολιτικές μας απόψεις αλλά επί της ουσίας συμπίπτουμε σε πολλά θέματα της καθημερινότητας, εκεί που κρίνονται (και συνήθως αποτυγχάνουν) οι περισσότερες κυβερνήσεις.
Πριν από μερικές ημέρες, ο Αλέξανδρος έκανε ένα σχόλιο που με έβαλε σε σκέψεις. «Πάνω που μάθαμε να είμαστε τα γκαρσόνια της Ευρώπης, χάσαμε τους πελάτες», έγραψε σε μια ανάρτησή του και μου έδωσε την αφορμή να ανοίξω συζήτηση με τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς σε μια από τις τηλεδιασκέψεις μας. Κάποιοι που άκουσαν το σχόλιο γέλασαν, άλλοι εκνευρίστηκαν διότι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι γίναμε «γκαρσόνια της Ευρώπης», ενώ μερικοί θεώρησαν πως εμείς φταίμε που καταντήσαμε καταναλωτές και όχι παραγωγοί.
Κάθε υποκειμενική αλήθεια είναι δεκτή, αλλά η αντικειμενική αλήθεια υπερέχει όλων. Θα ήταν πολύ εύκολο να αρχίσω τους αφορισμούς για όσα έγιναν μετά τη δεκαετία του '70 στον παραγωγικό ιστό της χώρας, δυστυχώς όμως δεν μου αρέσει να κυνηγώ χίμαιρες.
Αν θέλουμε να ψάξουμε τις αιτίες για τη δεκαετή «οικονομική» κρίση που έζησε η χώρα μας μετά το φθινόπωρο του 2009, εκτός από την ανεπάρκεια ορισμένων που δεν ήταν ικανοί να λάβουν σημαντικές αποφάσεις χωρίς να υπολογίσουν το «πολιτικό κόστος», θα πρέπει να πούμε αλήθειες:
Πρώτη αλήθεια: Ο τουρισμός δεν είναι η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας. Το τουριστικό «προϊόν» δεν αποτελεί βιομηχανική δραστηριότητα, αλλά υπηρεσία, η οποία είναι απολύτως συγκρίσιμη ως προς τη δυναμική και την ανταγωνιστικότητά της. Όταν υπάρχουν νησιά που περιμένουν το καλοκαίρι για να δουλέψουν εστιατόρια, κλαμπ, ενοικιαστές δωματίων (της συμφοράς ή όχι) και μια σειρά επαγγελμάτων παροχής υπηρεσιών, δεν μπορούμε να μιλάμε για τοπική οικονομία. Πρόκειται για ένα υβριδικό μόρφωμα οικονομικής λειτουργίας, το οποίο στηρίζεται στην κατανάλωση μη ελληνικού προϊόντος κατά 90%.
Αυτό σημαίνει αφ’ ενός ότι τα νησιά είναι πιο ευάλωτα παρά ποτέ αφού δεν διαθέτουν μηχανισμούς για την παραγωγή προϊόντων και σχεδιασμό για αυτάρκεια σε οποιαδήποτε έκτακτη περίσταση, ακόμα και στο χειρότερο (που θα μπορούσε να είναι ένα «θερμό επεισόδιο» με το θερμοκέφαλο πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της γειτονικής Τουρκίας). Αφ’ ετέρου, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον τουρισμό στην Ευρωζώνη. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για τουρισμό και μαζικό κάλεσμα τουριστών όταν ακόμα δεν έχει αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση που προκάλεσε το στέλεχος κορωνοϊού Covid-19.
Στην ίδια αντίληψη εντάσσεται και κάθε άλλο παραμύθι για (ξένες) επενδύσεις που θα φέρουν τουρίστες σε καζίνα, ξενοδοχεία και τα συναφή. Ακόμα και να επενδυθούν κεφάλαια για τέτοια έργα, δεν θα μένει ούτε ένα λεπτό του ευρώ στη χώρα μας εκτός από μερικούς ανακυκλώσιμους χαμηλούς μισθούς, περιττή όχληση και περαιτέρω καταστροφή του αστικού τοπίου. Ήδη αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη στον Πειραιά η έναρξη των εργασιών «τσιμεντοποίησης» της Πειραϊκής, επειδή το απαιτούν οι Κινέζοι «επενδυτές», κάτι για το οποίο θα μας αναθεματίζουν οι επερχόμενες γενιές.
Δεύτερη αλήθεια: Υπήρξαν κυβερνήσεις που χρησιμοποίησαν λαϊκίστικα αφηγήματα αλλά και συνδικαλιστές «καλοθελητές» για να κλείσουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες (σ.σ. όπως ήταν η Βιαμάξ ή η Πειραϊκή - Πατραϊκή). Επίσης, χρησιμοποίησαν παραγωγικές ΔΕΚΟ για να βολευτούν με ρουσφέτια διάφοροι «ανίκανοι», «ημέτεροι» και «ακατάλληλοι», τους οποίους πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος και φρόντισε να τους στείλει σε έγκαιρη, ασφαλή και προνομιακή συνταξιοδότηση.
Αυτή η στρεβλή κατάσταση προκάλεσε αρκετές δυσλειτουργίες στην οικονομία, διαμόρφωσε τις συνθήκες για την παρασιτική λειτουργία διαφόρων κλάδων, το σταδιακό αφελληνισμό της εγχώριας παραγωγικής βάσης και την υφαρπαγή των φιλέτων της ελληνικής γης και περιουσίας. Παράλληλα, συνετέλεσε στην παρατεταμένη απουσία παραγωγικού μοντέλου και την παντελή έλλειψη συνολικής στρατηγικής για τα ελληνικά προϊόντα.
Κάπως έτσι οδηγήθηκε μια ολόκληρη γενιά να γαλουχηθεί με φθηνά πρότυπα. Υπήρξαν νέοι που νόμισαν ότι θα έκαναν προκοπή αν θα γίνονταν μπαρίστα, σεφ, τραγουδιστές ή μοντέλα βλέποντας reality shows και τηλεοπτικά απόβλητα. Προκοπή θα έκαναν ως τεχνίτες, επαγγελματίες, εργάτες, αγρότες, αλλά και βιοτέχνες σε δουλειές που απαιτούν κόπο αλλά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πραγματικής οικονομίας.
Το πέρας της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και η περιπέτεια που ζήσαμε από τον κορωνοϊό μας φέρνει προ των ευθυνών μας. Θα πρέπει άμεσα να δούμε πως η εθνική οικονομία στηρίζεται και εξαρτάται από τις 690 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τούτο συνιστά την ειδοποιό διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας. Εξ αυτών το 96,9% είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 άτομα), ενώ στη μεταποίηση το ποσοστό είναι λίγο μικρότερο 95%. Το 2,7% είναι μικρές (10-49 άτομα) και το 0,4% μεσαίες (49-250 άτομα). Οι μεγάλες επιχειρήσεις αποτελούν μόλις το 0,1% του αριθμού των επιχειρήσεων της χώρας (400 επιχειρήσεις περίπου).
Το οποιοδήποτε σχέδιο στήριξης της επιχειρηματικότητας και επανεκκίνησης της οικονομίας πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτά τα δεδομένα και να διέπεται από πραγματικά πατριωτική αντίληψη. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται εθνική παραγωγή και μεταποίηση, αλλά και εκπαίδευση της νέας γενιάς σε τεχνικά επαγγέλματα που χρειαζόμαστε για την επανεκκίνηση οικονομικών δραστηριοτήτων από τις οποίες θα υπάρξει ανάπτυξη.
* Ο Χάρης Κ. Λαζαρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά, αν και το μυαλό του είναι μονίμως στον οικουμενικό Ελληνισμό, στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στην Αθήνα. Δημοσιογραφεί από το 1992 σε εφημερίδες και περιοδικά, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο έχοντας περάσει από κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας από ρεπόρτερ μέχρι Γενικός Διευθυντής. Έχει διατελέσει Ειδικός Σύμβουλος στο Δήμο Πειραιώς, Υπεύθυνος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΒΕΠ και Διευθυντής Ενημέρωσης στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Έχει γράψει το οικονομικό εγχειρίδιο «Ευρωπαϊκοί Ορίζοντες», έχει επιμεληθεί δύο ιστορικές εκδόσεις κι έχει γράψει δύο δημοσιογραφικά εγχειρίδια. Ομιλεί (αρχαία και νέα) ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και ελάχιστα τουρκικά. Είναι τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ενώσεως Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Έχει διδάξει Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Επικοινωνία σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές.
Πηγή: www.rp.gr
Υπάρχει ένας άνθρωπος που προέρχεται από το χώρο της βιομηχανίας, ο Αλέξανδρος Οικονομίδης που με έχει εκπλήξει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κινούμαστε σε διαφορετικά μήκη κύματος όσον αφορά στις πολιτικές μας απόψεις αλλά επί της ουσίας συμπίπτουμε σε πολλά θέματα της καθημερινότητας, εκεί που κρίνονται (και συνήθως αποτυγχάνουν) οι περισσότερες κυβερνήσεις.
Πριν από μερικές ημέρες, ο Αλέξανδρος έκανε ένα σχόλιο που με έβαλε σε σκέψεις. «Πάνω που μάθαμε να είμαστε τα γκαρσόνια της Ευρώπης, χάσαμε τους πελάτες», έγραψε σε μια ανάρτησή του και μου έδωσε την αφορμή να ανοίξω συζήτηση με τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς σε μια από τις τηλεδιασκέψεις μας. Κάποιοι που άκουσαν το σχόλιο γέλασαν, άλλοι εκνευρίστηκαν διότι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι γίναμε «γκαρσόνια της Ευρώπης», ενώ μερικοί θεώρησαν πως εμείς φταίμε που καταντήσαμε καταναλωτές και όχι παραγωγοί.
Κάθε υποκειμενική αλήθεια είναι δεκτή, αλλά η αντικειμενική αλήθεια υπερέχει όλων. Θα ήταν πολύ εύκολο να αρχίσω τους αφορισμούς για όσα έγιναν μετά τη δεκαετία του '70 στον παραγωγικό ιστό της χώρας, δυστυχώς όμως δεν μου αρέσει να κυνηγώ χίμαιρες.
Αν θέλουμε να ψάξουμε τις αιτίες για τη δεκαετή «οικονομική» κρίση που έζησε η χώρα μας μετά το φθινόπωρο του 2009, εκτός από την ανεπάρκεια ορισμένων που δεν ήταν ικανοί να λάβουν σημαντικές αποφάσεις χωρίς να υπολογίσουν το «πολιτικό κόστος», θα πρέπει να πούμε αλήθειες:
Πρώτη αλήθεια: Ο τουρισμός δεν είναι η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας. Το τουριστικό «προϊόν» δεν αποτελεί βιομηχανική δραστηριότητα, αλλά υπηρεσία, η οποία είναι απολύτως συγκρίσιμη ως προς τη δυναμική και την ανταγωνιστικότητά της. Όταν υπάρχουν νησιά που περιμένουν το καλοκαίρι για να δουλέψουν εστιατόρια, κλαμπ, ενοικιαστές δωματίων (της συμφοράς ή όχι) και μια σειρά επαγγελμάτων παροχής υπηρεσιών, δεν μπορούμε να μιλάμε για τοπική οικονομία. Πρόκειται για ένα υβριδικό μόρφωμα οικονομικής λειτουργίας, το οποίο στηρίζεται στην κατανάλωση μη ελληνικού προϊόντος κατά 90%.
Αυτό σημαίνει αφ’ ενός ότι τα νησιά είναι πιο ευάλωτα παρά ποτέ αφού δεν διαθέτουν μηχανισμούς για την παραγωγή προϊόντων και σχεδιασμό για αυτάρκεια σε οποιαδήποτε έκτακτη περίσταση, ακόμα και στο χειρότερο (που θα μπορούσε να είναι ένα «θερμό επεισόδιο» με το θερμοκέφαλο πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της γειτονικής Τουρκίας). Αφ’ ετέρου, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον τουρισμό στην Ευρωζώνη. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για τουρισμό και μαζικό κάλεσμα τουριστών όταν ακόμα δεν έχει αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση που προκάλεσε το στέλεχος κορωνοϊού Covid-19.
Στην ίδια αντίληψη εντάσσεται και κάθε άλλο παραμύθι για (ξένες) επενδύσεις που θα φέρουν τουρίστες σε καζίνα, ξενοδοχεία και τα συναφή. Ακόμα και να επενδυθούν κεφάλαια για τέτοια έργα, δεν θα μένει ούτε ένα λεπτό του ευρώ στη χώρα μας εκτός από μερικούς ανακυκλώσιμους χαμηλούς μισθούς, περιττή όχληση και περαιτέρω καταστροφή του αστικού τοπίου. Ήδη αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη στον Πειραιά η έναρξη των εργασιών «τσιμεντοποίησης» της Πειραϊκής, επειδή το απαιτούν οι Κινέζοι «επενδυτές», κάτι για το οποίο θα μας αναθεματίζουν οι επερχόμενες γενιές.
Δεύτερη αλήθεια: Υπήρξαν κυβερνήσεις που χρησιμοποίησαν λαϊκίστικα αφηγήματα αλλά και συνδικαλιστές «καλοθελητές» για να κλείσουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες (σ.σ. όπως ήταν η Βιαμάξ ή η Πειραϊκή - Πατραϊκή). Επίσης, χρησιμοποίησαν παραγωγικές ΔΕΚΟ για να βολευτούν με ρουσφέτια διάφοροι «ανίκανοι», «ημέτεροι» και «ακατάλληλοι», τους οποίους πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος και φρόντισε να τους στείλει σε έγκαιρη, ασφαλή και προνομιακή συνταξιοδότηση.
Αυτή η στρεβλή κατάσταση προκάλεσε αρκετές δυσλειτουργίες στην οικονομία, διαμόρφωσε τις συνθήκες για την παρασιτική λειτουργία διαφόρων κλάδων, το σταδιακό αφελληνισμό της εγχώριας παραγωγικής βάσης και την υφαρπαγή των φιλέτων της ελληνικής γης και περιουσίας. Παράλληλα, συνετέλεσε στην παρατεταμένη απουσία παραγωγικού μοντέλου και την παντελή έλλειψη συνολικής στρατηγικής για τα ελληνικά προϊόντα.
Κάπως έτσι οδηγήθηκε μια ολόκληρη γενιά να γαλουχηθεί με φθηνά πρότυπα. Υπήρξαν νέοι που νόμισαν ότι θα έκαναν προκοπή αν θα γίνονταν μπαρίστα, σεφ, τραγουδιστές ή μοντέλα βλέποντας reality shows και τηλεοπτικά απόβλητα. Προκοπή θα έκαναν ως τεχνίτες, επαγγελματίες, εργάτες, αγρότες, αλλά και βιοτέχνες σε δουλειές που απαιτούν κόπο αλλά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πραγματικής οικονομίας.
Το πέρας της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και η περιπέτεια που ζήσαμε από τον κορωνοϊό μας φέρνει προ των ευθυνών μας. Θα πρέπει άμεσα να δούμε πως η εθνική οικονομία στηρίζεται και εξαρτάται από τις 690 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τούτο συνιστά την ειδοποιό διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) αποτελούν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας. Εξ αυτών το 96,9% είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 άτομα), ενώ στη μεταποίηση το ποσοστό είναι λίγο μικρότερο 95%. Το 2,7% είναι μικρές (10-49 άτομα) και το 0,4% μεσαίες (49-250 άτομα). Οι μεγάλες επιχειρήσεις αποτελούν μόλις το 0,1% του αριθμού των επιχειρήσεων της χώρας (400 επιχειρήσεις περίπου).
Το οποιοδήποτε σχέδιο στήριξης της επιχειρηματικότητας και επανεκκίνησης της οικονομίας πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτά τα δεδομένα και να διέπεται από πραγματικά πατριωτική αντίληψη. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται εθνική παραγωγή και μεταποίηση, αλλά και εκπαίδευση της νέας γενιάς σε τεχνικά επαγγέλματα που χρειαζόμαστε για την επανεκκίνηση οικονομικών δραστηριοτήτων από τις οποίες θα υπάρξει ανάπτυξη.
* Ο Χάρης Κ. Λαζαρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στον Πειραιά, αν και το μυαλό του είναι μονίμως στον οικουμενικό Ελληνισμό, στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε Δημοσιογραφία και ΜΜΕ στην Αθήνα. Δημοσιογραφεί από το 1992 σε εφημερίδες και περιοδικά, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο έχοντας περάσει από κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας από ρεπόρτερ μέχρι Γενικός Διευθυντής. Έχει διατελέσει Ειδικός Σύμβουλος στο Δήμο Πειραιώς, Υπεύθυνος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΒΕΠ και Διευθυντής Ενημέρωσης στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Έχει γράψει το οικονομικό εγχειρίδιο «Ευρωπαϊκοί Ορίζοντες», έχει επιμεληθεί δύο ιστορικές εκδόσεις κι έχει γράψει δύο δημοσιογραφικά εγχειρίδια. Ομιλεί (αρχαία και νέα) ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και ελάχιστα τουρκικά. Είναι τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ενώσεως Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Έχει διδάξει Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Επικοινωνία σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές.
Πηγή: www.rp.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω