Καμία προστασία μέσω του νόμου για τις μικροχρηματοδοτήσεις από... αρπακτικές διαθέσεις των ειδικών χρηματοδοτικών εταιρειών.
Πεδίο δόξης λαμπρό για αυθαίρετα και υπερβολικά επιτόκια στα λεγόμενα «δάνεια των φτωχών», δηλαδή στα δάνεια μέχρι 25.000 ευρώ που θα δίνονται χωρίς εξασφαλίσεις, άφησε η κυβέρνηση μέσω του νομοσχεδίου για τις μικροχρηματοδοτήσεις, το οποίο ήδη εγκρίθηκε από τη Βουλή, αγνοώντας προτάσεις για την επιβολή ανώτατων ορίων στα επιτόκια και επιτρέποντας στις υπό ίδρυση εταιρείες να διαμορφώνουν κατά το δοκούν τα κόστη δανεισμού, χωρίς έλεγχο από την εποπτεύουσα Τράπεζα της Ελλάδος.
Στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας έθεσε το ζήτημα των επιτοκίων των μικροχρηματοδοτήσεων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να τεθεί κάποιο ανώτατο όριο, ώστε να προστατευθούν μικρές επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα από ενδεχόμενες υπερβολικές χρεώσεις. Η κυβέρνηση επέλεξε να αγνοήσει αυτές τις προτάσεις, επιτρέποντας στην ουσία στα νέα, ειδικά ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων που θα συσταθούν με ελάχιστο κεφάλαιο μόλις 400.000 ευρώ να διαμορφώνουν με απόλυτη ελευθερία τα κόστη χρηματοδότησης και μάλιστα σε μια αγορά που μόλις τώρα δημιουργείται και είναι εντελώς άγνωστο αν θα λειτουργήσει με επαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών, για να συγκρατηθούν τα επιτόκια.
Το νομοσχέδιο που καταρτίσθηκε από το υπουργείο Οικονομικών δεν δείχνει την παραμικρή πρόθεση του νομοθέτη να λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για να αποτρέψει το ενδεχόμενο να μετατραπούν τα μικροδάνεια χωρίς εξασφαλίσεις από ένα χρήσιμο εργαλείο στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας σε ένα Ελντοράντο για τους παρόχους των δανείων, που θα έχουν τη δυνατότητα, δεσμεύοντας ελάχιστα κεφάλαια, σε σχέση με την κανονική τραπεζική δραστηριότητα, να απολαμβάνουν αποδόσεις που θα ζήλευαν και οι τράπεζες.
Με το νομοσχέδιο, η Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει μεν εποπτικά καθήκοντα, αλλά αυτά δεν επεκτείνονται σε οποιασδήποτε μορφής έλεγχο των πρακτικών που θα ακολουθήσουν τα ιδρύματα μικροχρηματοδότησης στην τιμολόγηση των δανείων τους. Θεσμικά, με άλλα λόγια, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν υπερβολικές χρεώσεις, εκτός ίσως από τις γενικές διατάξεις περί τοκογλυφίας (απαγόρευση δανεισμού μεταξύ ιδιωτών με επιτόκιο υψηλότερο από το δικαιοπρακτικό), οι οποίες όμως αποτελεί αντικείμενο μακράς νομικής και δικαστικής διαμάχης για το αν εφαρμόζονται στις τράπεζες και μένει να κριθεί από τα δικαστήρια αν και πώς θα εφαρμόζονται στα μικροδάνεια και στις εταιρείες που θα τα παρέχουν.
Ο νομοθέτης φαίνεται να υποθέτει ότι είναι αρκετό για να λειτουργήσει υγιώς αυτή η νέα αγορά πιστώσεων να παρέχεται επαρκής και διαφανής ενημέρωση από τις εταιρείες για το κόστος και τους όρους των δανείων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται να υποθέτει ότι το «αόρατο χέρι» της αγοράς θα ρυθμίσει τις χρεώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εκτοξεύονται σε αδικαιολόγητα ύψη τα κέρδη των εταιρειών και δεν θα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης οι κατά τεκμήριο οικονομικά ασθενέστεροι. Όλα αυτά, σε μια αγορά που δεν έχει την καλύτερη εμπειρία από τη λειτουργία του ανταγωνισμού στα δάνεια και τα επιτόκια είναι σταθερά πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Τι έχει διαπιστώσει η Παγκόσμια Τράπεζα
Πόσο επικίνδυνο, όμως, είναι να μετατραπούν τα μικροδάνεια χωρίς εξασφαλίσεις σε ένα εργαλείο αθέμιτης οικονομικής εκμετάλλευσης μικρών εταιρειών και οικονομικά ασθενών φυσικών προσώπων; Τα διδάγματα από τη διεθνή εμπειρία υποδεικνύουν ότι κατά κανόνα τα «μικροδάνεια των φτωχών» είναι ακριβότερα από τα «δάνεια των πλουσίων», δηλαδή τα συνήθη τραπεζικά δάνεια. Στην εμβληματική γι' αυτό το θέμα εργασία τους («The New Moneylenders: Are the Poor Being Exploited by High Microcredit Interest Rates» - Richard Rosenberg, Adrian Gonzalez, and Sushma Narain, Washington, D.C.: CGAP, 2009), τρεις οικονομολόγοι του ειδικού αρμόδιου βραχίονα της Παγκόσμιας Τράπεζας (CGAP) καταλήγουν σε συμπεράσματα που μόνο καθησυχαστικά δεν είναι.
Απαντώντας στο ερώτημα αν οι νέοι δανειστές, δηλαδή οι πάροχοι μικροπιστώσεων, εκμεταλλεύονται τους φτωχούς με υψηλά επιτόκια, οι τρεις οικονομολόγοι καταλήγουν στη γενική διαπίστωση ότι τα επιτόκια στις φτωχές χώρες, όπου εφαρμόσθηκε αρχικά ο θεσμός, δεν ήταν τοκογλυφικά, αν και υπήρξαν ορισμένες περιπτώσεις ακροτήτων, όπως στο Μεξικό, όπου το επιτόκιο έφθασε και το 85%, ενώ μια εταιρεία παροχής μικροπιστώσεων έκανε «χρυσή» δημόσια εγγραφή μετοχών στο Χρηματιστήριο. Σε γενικές γραμμές, τα επιτόκια των μικροδανείων διαπιστώθηκε ότι ήταν χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών και αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό (η έρευνα έγινε σε αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό πληθωρισμό).
Όμως, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι κατά κανόνα τα επιτόκια είναι αρκετά υψηλά, κάτι που δικαιολογείται κυρίως εξαιτίας του υψηλού κόστος διαχείρισης των μικροδανείων (δάνεια μικρών ποσών σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών). Αφήνουν να εννοηθεί, όμως, ότι σε αυτό το θέμα τα όρια είναι αρκετά «θολά», αφού είναι πολύ δύσκολο να διερευνηθούν τα πραγματικά κόστη των εταιρειών και να διαπιστωθεί αν βρίσκονται σε συνάφεια με τις χρεώσεις στους πελάτες. Θεωρητικά, ο ανταγωνισμός στην αγορά θα έπρεπε να κρατά υπό έλεγχο τις χρεώσεις, όμως οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι «δεν θα πρέπει να υποθέτουμε ότι αυτό κατ' ανάγκη συμβαίνει». Επιπλέον, προχωρούν στην ανησυχητική διαπίστωση ότι οι εταιρείες παροχής μικροπιστώσεων λειτουργούν με πολύ υψηλά ποσοστά απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, 34% κατά μέσο όρο, που ξεπερνούν κατά πολύ τις αποδόσεις κεφαλαίου του τραπεζικού τομέα και δημιουργούν υπόνοιες ότι οφείλονται σε υπερβολικές χρεώσεις των δανειοληπτών.
Το νέο Ελντοράντο πιστώσεων
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά των μικροδανείων στην Ελλάδα δεν θα είναι μικρή και περιθωριακή αγορά πιστώσεων, αλλά μια δυνητικά πολύ μεγάλη αγορά, που αναμένεται να προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτές, καθώς μάλιστα το βασικό εμπόδιο εισόδου στην τραπεζική αγορά, τα υψηλά απαιτούμενα κεφάλαια, σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπάρχει. Με ένα μικρό ποσό κεφαλαίου 400.000 ευρώ, ένας επενδυτής θα μπορεί να εισέρχεται σε μια μεγάλη αγορά, έχοντας δυνητικούς πελάτες πολύ μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρηματιών, οι οποίοι δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για να πάρουν τραπεζικά δάνεια.
Δικαιούχοι των μικροχρηματοδοτήσεων είναι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, τα φυσικά πρόσωπα για τη σύσταση πολύ μικρών επιχειρήσεων, τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, τα άτομα που θέλουν να εκπαιδευτούν ώστε να μπουν στην αγορά εργασίας, καθώς και τα άτομα τα οποία ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (οντότητες) που θα μπορούν να λαμβάνουν μικροχρηματοδοτήσεις δεν είναι τόσο μικρές, όσο μπορεί κανείς να υποθέσει, αλλά αρκετά μεγάλες για την ελληνική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με το νόμο 4308 του 2014, ο οποίος δίνει το σχετικό ορισμό, πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
Ανάμεσα στις σημαντικές «λεπτομέρειες» του νέου θεσμού θα πρέπει να επισημανθούν οι εξής: για τη μικροχρηματοδότηση δεν παρέχεται μεν εμπράγματη ασφάλεια (δέσμευση ακινήτου), όμως, το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων μπορεί να απαιτεί εγγύηση. Για παράδειγμα, θα καλείται να εγγυηθεί το δάνειο ένα πρόσωπο με εγνωσμένη οικονομική δυνατότητα και περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα. Έμμεσα, λοιπόν, το ίδρυμα μικροχρηματοδότησης θα μπορεί να «κυνηγήσει» ένα ακίνητο αν δεν πληρωθεί το δάνειο, παρότι η γενική... ταμπέλα θα γράφει «δάνειο χωρίς εξασφάλιση». Ακόμη χειρότερα, σε ό,τι αφορά την τύχη του δανειολήπτη, εάν δεν καταφέρει να πληρώσει το δάνειο, αυτή δεν θα διαφέρει και πολύ από την τύχη οποιουδήποτε δανειολήπτη ενός τυπικού τραπεζικού δανείου, αφού το νομοσχέδιο αναφέρει ότι σε περίπτωση μη εξυπηρετούμενης οφειλής, το ίδρυμα μικροχρηματοδότησης εφαρμόζει τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών του ν. 4224/2013 (Α' 288), δηλαδή στον Κώδικα Δεοντολογίας που έχει καταρτίσει η Τράπεζα της Ελλάδος και έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων.
Πηγή: sofokleousin.gr
Στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στη Βουλή, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας έθεσε το ζήτημα των επιτοκίων των μικροχρηματοδοτήσεων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να τεθεί κάποιο ανώτατο όριο, ώστε να προστατευθούν μικρές επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα από ενδεχόμενες υπερβολικές χρεώσεις. Η κυβέρνηση επέλεξε να αγνοήσει αυτές τις προτάσεις, επιτρέποντας στην ουσία στα νέα, ειδικά ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων που θα συσταθούν με ελάχιστο κεφάλαιο μόλις 400.000 ευρώ να διαμορφώνουν με απόλυτη ελευθερία τα κόστη χρηματοδότησης και μάλιστα σε μια αγορά που μόλις τώρα δημιουργείται και είναι εντελώς άγνωστο αν θα λειτουργήσει με επαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών, για να συγκρατηθούν τα επιτόκια.
Το νομοσχέδιο που καταρτίσθηκε από το υπουργείο Οικονομικών δεν δείχνει την παραμικρή πρόθεση του νομοθέτη να λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για να αποτρέψει το ενδεχόμενο να μετατραπούν τα μικροδάνεια χωρίς εξασφαλίσεις από ένα χρήσιμο εργαλείο στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας σε ένα Ελντοράντο για τους παρόχους των δανείων, που θα έχουν τη δυνατότητα, δεσμεύοντας ελάχιστα κεφάλαια, σε σχέση με την κανονική τραπεζική δραστηριότητα, να απολαμβάνουν αποδόσεις που θα ζήλευαν και οι τράπεζες.
Με το νομοσχέδιο, η Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει μεν εποπτικά καθήκοντα, αλλά αυτά δεν επεκτείνονται σε οποιασδήποτε μορφής έλεγχο των πρακτικών που θα ακολουθήσουν τα ιδρύματα μικροχρηματοδότησης στην τιμολόγηση των δανείων τους. Θεσμικά, με άλλα λόγια, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν υπερβολικές χρεώσεις, εκτός ίσως από τις γενικές διατάξεις περί τοκογλυφίας (απαγόρευση δανεισμού μεταξύ ιδιωτών με επιτόκιο υψηλότερο από το δικαιοπρακτικό), οι οποίες όμως αποτελεί αντικείμενο μακράς νομικής και δικαστικής διαμάχης για το αν εφαρμόζονται στις τράπεζες και μένει να κριθεί από τα δικαστήρια αν και πώς θα εφαρμόζονται στα μικροδάνεια και στις εταιρείες που θα τα παρέχουν.
Ο νομοθέτης φαίνεται να υποθέτει ότι είναι αρκετό για να λειτουργήσει υγιώς αυτή η νέα αγορά πιστώσεων να παρέχεται επαρκής και διαφανής ενημέρωση από τις εταιρείες για το κόστος και τους όρους των δανείων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται να υποθέτει ότι το «αόρατο χέρι» της αγοράς θα ρυθμίσει τις χρεώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εκτοξεύονται σε αδικαιολόγητα ύψη τα κέρδη των εταιρειών και δεν θα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης οι κατά τεκμήριο οικονομικά ασθενέστεροι. Όλα αυτά, σε μια αγορά που δεν έχει την καλύτερη εμπειρία από τη λειτουργία του ανταγωνισμού στα δάνεια και τα επιτόκια είναι σταθερά πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Τι έχει διαπιστώσει η Παγκόσμια Τράπεζα
Πόσο επικίνδυνο, όμως, είναι να μετατραπούν τα μικροδάνεια χωρίς εξασφαλίσεις σε ένα εργαλείο αθέμιτης οικονομικής εκμετάλλευσης μικρών εταιρειών και οικονομικά ασθενών φυσικών προσώπων; Τα διδάγματα από τη διεθνή εμπειρία υποδεικνύουν ότι κατά κανόνα τα «μικροδάνεια των φτωχών» είναι ακριβότερα από τα «δάνεια των πλουσίων», δηλαδή τα συνήθη τραπεζικά δάνεια. Στην εμβληματική γι' αυτό το θέμα εργασία τους («The New Moneylenders: Are the Poor Being Exploited by High Microcredit Interest Rates» - Richard Rosenberg, Adrian Gonzalez, and Sushma Narain, Washington, D.C.: CGAP, 2009), τρεις οικονομολόγοι του ειδικού αρμόδιου βραχίονα της Παγκόσμιας Τράπεζας (CGAP) καταλήγουν σε συμπεράσματα που μόνο καθησυχαστικά δεν είναι.
Απαντώντας στο ερώτημα αν οι νέοι δανειστές, δηλαδή οι πάροχοι μικροπιστώσεων, εκμεταλλεύονται τους φτωχούς με υψηλά επιτόκια, οι τρεις οικονομολόγοι καταλήγουν στη γενική διαπίστωση ότι τα επιτόκια στις φτωχές χώρες, όπου εφαρμόσθηκε αρχικά ο θεσμός, δεν ήταν τοκογλυφικά, αν και υπήρξαν ορισμένες περιπτώσεις ακροτήτων, όπως στο Μεξικό, όπου το επιτόκιο έφθασε και το 85%, ενώ μια εταιρεία παροχής μικροπιστώσεων έκανε «χρυσή» δημόσια εγγραφή μετοχών στο Χρηματιστήριο. Σε γενικές γραμμές, τα επιτόκια των μικροδανείων διαπιστώθηκε ότι ήταν χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών και αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό (η έρευνα έγινε σε αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό πληθωρισμό).
Όμως, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι κατά κανόνα τα επιτόκια είναι αρκετά υψηλά, κάτι που δικαιολογείται κυρίως εξαιτίας του υψηλού κόστος διαχείρισης των μικροδανείων (δάνεια μικρών ποσών σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών). Αφήνουν να εννοηθεί, όμως, ότι σε αυτό το θέμα τα όρια είναι αρκετά «θολά», αφού είναι πολύ δύσκολο να διερευνηθούν τα πραγματικά κόστη των εταιρειών και να διαπιστωθεί αν βρίσκονται σε συνάφεια με τις χρεώσεις στους πελάτες. Θεωρητικά, ο ανταγωνισμός στην αγορά θα έπρεπε να κρατά υπό έλεγχο τις χρεώσεις, όμως οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι «δεν θα πρέπει να υποθέτουμε ότι αυτό κατ' ανάγκη συμβαίνει». Επιπλέον, προχωρούν στην ανησυχητική διαπίστωση ότι οι εταιρείες παροχής μικροπιστώσεων λειτουργούν με πολύ υψηλά ποσοστά απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, 34% κατά μέσο όρο, που ξεπερνούν κατά πολύ τις αποδόσεις κεφαλαίου του τραπεζικού τομέα και δημιουργούν υπόνοιες ότι οφείλονται σε υπερβολικές χρεώσεις των δανειοληπτών.
Το νέο Ελντοράντο πιστώσεων
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά των μικροδανείων στην Ελλάδα δεν θα είναι μικρή και περιθωριακή αγορά πιστώσεων, αλλά μια δυνητικά πολύ μεγάλη αγορά, που αναμένεται να προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτές, καθώς μάλιστα το βασικό εμπόδιο εισόδου στην τραπεζική αγορά, τα υψηλά απαιτούμενα κεφάλαια, σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπάρχει. Με ένα μικρό ποσό κεφαλαίου 400.000 ευρώ, ένας επενδυτής θα μπορεί να εισέρχεται σε μια μεγάλη αγορά, έχοντας δυνητικούς πελάτες πολύ μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρηματιών, οι οποίοι δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις για να πάρουν τραπεζικά δάνεια.
Δικαιούχοι των μικροχρηματοδοτήσεων είναι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, τα φυσικά πρόσωπα για τη σύσταση πολύ μικρών επιχειρήσεων, τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, τα άτομα που θέλουν να εκπαιδευτούν ώστε να μπουν στην αγορά εργασίας, καθώς και τα άτομα τα οποία ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (οντότητες) που θα μπορούν να λαμβάνουν μικροχρηματοδοτήσεις δεν είναι τόσο μικρές, όσο μπορεί κανείς να υποθέσει, αλλά αρκετά μεγάλες για την ελληνική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με το νόμο 4308 του 2014, ο οποίος δίνει το σχετικό ορισμό, πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
- Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): 350.000 ευρώ.
- Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ.
- Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα. Οι επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας εντάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.500.000 ευρώ.
Ανάμεσα στις σημαντικές «λεπτομέρειες» του νέου θεσμού θα πρέπει να επισημανθούν οι εξής: για τη μικροχρηματοδότηση δεν παρέχεται μεν εμπράγματη ασφάλεια (δέσμευση ακινήτου), όμως, το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων μπορεί να απαιτεί εγγύηση. Για παράδειγμα, θα καλείται να εγγυηθεί το δάνειο ένα πρόσωπο με εγνωσμένη οικονομική δυνατότητα και περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα. Έμμεσα, λοιπόν, το ίδρυμα μικροχρηματοδότησης θα μπορεί να «κυνηγήσει» ένα ακίνητο αν δεν πληρωθεί το δάνειο, παρότι η γενική... ταμπέλα θα γράφει «δάνειο χωρίς εξασφάλιση». Ακόμη χειρότερα, σε ό,τι αφορά την τύχη του δανειολήπτη, εάν δεν καταφέρει να πληρώσει το δάνειο, αυτή δεν θα διαφέρει και πολύ από την τύχη οποιουδήποτε δανειολήπτη ενός τυπικού τραπεζικού δανείου, αφού το νομοσχέδιο αναφέρει ότι σε περίπτωση μη εξυπηρετούμενης οφειλής, το ίδρυμα μικροχρηματοδότησης εφαρμόζει τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών του ν. 4224/2013 (Α' 288), δηλαδή στον Κώδικα Δεοντολογίας που έχει καταρτίσει η Τράπεζα της Ελλάδος και έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων.
Πηγή: sofokleousin.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω